ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
Ειδική ή επίκτητη ανοσία είναι ένα σύνολο μηχανισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται σημαντική ελάττωση της ευαισθησίας του οργανισμού σε λοίμωξη από συγκεκριμένο μικροοργανισμό, μετά από αρχική έκθεση σ΄αυτόν. Η ανοσία αυτή μας προστατεύει από μελλοντικές λοιμώξεις από τον ίδιο μικροοργανισμό. Δεν μειώνεται όμως η πιθανότητα λοίμωξης από άλλα νοσήματα. (Η επίκτητη ανοσία είναι ειδική) Δεν απαιτείται αναγκαστικά κλινική λοίμωξη. Ο εμβολιασμός με εξασθενημένους ή νεκρούς παθογόνους μικροοργανισμούς προκαλεί ανοσία, χωρίς ασθένεια.
ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΚΑΙ ΑΠΤΙΝΕΣ Η ειδική ανοσία βασίζεται στην ικανότητα απάντησης σε αντιγόνα και απτίνες. Τα αντιγόνα είναι συνήθως μεγαλομοριακές ενώσεις. Τα πολύπλοκα μόρια και οι πρωτεϊνες είναι πολύ αντιγονικά. Οι απτίνες είναι μικρότερα μόρια που μπορούν επίσης να προκαλέσουν ανοσολογική απάντηση. Για να προκαλέσουν όμως παραγωγή αντισωμάτων, προϋποθέτουν την ένωσή τους με άλλες πρωτεϊνες. Είναι ο μηχανισμός για τις αλλεργίες σε μικρά μόρια.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ Αντιδράσεις που μεσολαβούνται από αντισώματα (χυμική ανοσία) Αντιδράσεις που μεσολαβούνται από κύτταρα (κυτταρική ανοσία) Τα αντισώματα παράγονται από τα Β- λεμφοκύτταρα Η κυτταρική ανοσία βασίζεται τα Τ- λεμφοκύτταρα
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ Ενεργητική ανοσία παρέχεται όταν ενεργοποιούνται τα λεμφοκύτταρα. Παθητική ανοσία υπάρχει όταν δίνουμε έτοιμα αντισώματα. Η παθητική ανοσία διαρκεί λίγο, γιατί τα αντισώματα καταστρέφονται και δεν παράγονται άλλα. Π.χ. στα βρέφη και στους ορούς
ΧΥΜΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ: ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ Β-ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ
ΣΧΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΑΝΤΙΓΟΝΟ ΥΠΟΔΟΧΕΑΣ Β-ΚΥΤΤΑΡΟΥ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ Β-ΚΥΤΤΑΡΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΑ (Ag) Αντιγόνο (Ag) ονομάζεται κάθε ουσία η οποία είναι σε θέση να διεγείρει το ανοσολογικό σύστημα, ώστε να δημιουργεί μια ειδική αντίδραση εναντίον της Πολλές φορές χρησιμοποιούμε τον όρο ανοσογόνο, όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι μια ουσία είναι ικανή από μόνη της να προκαλέσει ειδική ανοσολογική αντίδραση, χωρίς προηγουμένως να ενωθεί με άλλη ουσία (π.χ. οι απτίνες) Είναι ουσίες με μεγάλο μόριο, συνήθως πρωτεΐνες, πολυπεπτίδια ή πολυσακχαρίτες,και έχουν κάποιες ιδιότητες οι οποίες τους δίνουν τη δυνατότητα να προκαλούν την ειδική ανοσολογική αντίδραση (αντιγονικότητα ή ανοσογονικότητα)
ΑΝΤΙΓΟΝΑ: ΠΩΣ ΑΝΤΙΔΡΑ Ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΑΝΤΙΓΟΝΑ Ο οργανισμός, αναγνωρίζοντας το αντιγόνο σαν “ξένο” μπορεί: α) να παράγει αντισώματα που να στρέφονται εναντίον του (από τα Β-λεμφοκύτταρα) ή β) να παράγει εξειδικευμένα Τ- λεμφοκύτταρα που προορίζονται για την εξουδετέρωση του αντιγόνου. Η ανοσολογική απάντηση εξαρτάται από: Τη δομή του αντιγόνου Την ποσότητα του αντιγόνου Την οδό εισόδου του αντιγόνου Τη συχνότητα του αντιγόνου στον πληθυσμό
ΑΝΤΙΓΟΝΑ: ΑΝΟΣΟΓΟΝΙΚΟΤΗΤΑ - ΑΝΤΙΓΟΝΙΚΟΤΗΤΑ Ανοσογονικότητα ονομάζεται η ικανότητα ενός μορίου να επάγει χυμική ή/και κυτταρική ανοσολογική απόκριση: Β κύτταρο + αντιγόνο → δραστικά Β κύτταρα + Β-κύτταρα μνήμης Τ κύτταρο + αντιγόνο → δραστικά Τ κύτταρα + Τ- κύτταρα μνήμης Αντιγονικότητα ή ανοσογονικότητα) είναι η ικανότητα ενός μορίου να συνδέεται με τα τελικά προϊόντα των παραπάνω κυττάρων: αντισώματα (που παράγονται από τα δραστικά Β) και υποδοχείς των δραστικών Τ-κυττάρων
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ Έχουν διαφορετική σύσταση από τα δομικά στοιχεία του οργανισμού μας, ώστε να αναγνωρίζονται σαν “ξένα” Μεγάλο μέγεθος μορίου. Αυξάνεται έτσι η πιθανότητα να είναι πιο πολλές περιοχές με δραστικές ομάδες (οι λεγόμενες καθοριστικές ομάδες) που προκαλούν τη διέγερση Η πολυπλοκότητα στη χημική σύσταση, που δημιουργεί μια ξεχωριστή μορφή του μορίου στο χώρο, έτσι ώστε να δημιουργούνται δραστικές ομάδες Ο μεταβολισμός τους από τον οργανισμό, που φαίνεται ότι είναι απαραίτητη για τη διέγερση του ανοσολογικού συστήματος Η ύπαρξη «εξειδίκευσης» των καθοριστικών ομάδων του μορίου τους που προκαλούν ανοσολογική αντίδραση αποκλειστικά εναντίον των συγκεκριμένων ομάδων
ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ Οι δραστικές ομάδες στην επιφάνεια του μορίου των αντιγόνων που είναι υπεύθυνες για τη διέγερση του ανοσολογικού συστήματος ονομάζονται καθοριστικές ομάδες ή επίτοποι. Κάθε αντιγόνο μπορεί να διαθέτει αρκετές και διαφορετικές μεταξύ τους καθοριστικές ομάδες (επιτόπους). Με τη διέγερση αυτή, ο οργανισμός μπορεί να παράγει «αντισώματα», δηλαδή ουσίες που στρέφονται εναντίον του συγκεκριμένου αντιγόνου και αντιδρούν με αυτό μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή (επίτοπο) και όχι με ολόκληρο το μόριο ή άλλες περιοχές του.
ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ - ΠΟΛΥΣΘΕΝΗ ΑΝΤΙΓΟΝΑ Κάθε είδος «καθοριστικής ομάδας» μπορεί να συνδέεται με διαφορετικό αντίσωμα. Έτσι ένα αντιγόνο έχει τη δυνατότητα να συνδεθεί με διαφορετικά αντισώματα, ένα για κάθε επίτοπο. Γι αυτό χαρακτηρίζονται ως «πολυσθενή ή πολυδύναμα» Με τον όρο «σθένος» ή «ισχύς» του αντιγόνου εννοούμε τον αριθμό των διαφορετικών καθοριστικών ομάδων που διαθέτει. Η καθοριστική ομάδα ή επίτοπος καταλαμβάνει συνήθως μια περιοχή πάνω στην επιφάνεια του μορίου του αντιγόνου. Μερικοί επίτοποι μπορεί να μη βρίσκονται στην επιφάνεια του αντιγόνου αλλά στο εσωτερικό του. Αυτοί οι εσωτερικοί επίτοποι απελευθερώνονται και γίνονται δραστικοί όταν ο οργανισμός διασπάσει το μόριο του αντιγόνου σε κομμάτια.
ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ Πεντασθενές αντιγόνο (λυσοζύμη)
ΑΝΤΙΓΟΝΑ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ 1.Πλήρη ή τέλεια αντιγόνα. Είναι τα αντιγόνα όπως τα περιγράψαμε: Μεγαλομοριακές ενώσεις που περιέχουν πάνω τους δραστικές περιοχές (επιτόπους) και προκαλούν από μόνες τους ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού. 2.Ατελή αντιγόνα ή απτίνες: Είναι ουσίες μικρού μοριακού βάρους, που έχουν σύσταση ίδια με τη δραστική περιοχή ενός πλήρους αντιγόνου. Για να προκαλέσουν αντισωματική αντίδραση απαιτείται η ένωσή τους με πρωτεϊνες-φορείς. Αν όμως υπάρχουν αντισώματα, η σύνδεση απτίνης- αντισώματος δεν απαιτεί την ύπαρξη φορέα. Σχετίζονται με τις αλλεργικές αντιδράσεις. Δηλαδή: έχουν «αντιγονικότητα» αλλά δεν έχουν «ανοσογονικότητα»
ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ Είναι πρωτεϊνες της επιφάνειας των ανοσοδραστικών κυττάρων που αναγνωρίζουν τα αντιγόνα και συνδέονται με αυτά. Υπάρχουν: Υποδοχείς της φυσικής ανοσίας και Υποδοχείς της επίκτητης ανοσίας. Οι υποδοχείς της φυσικής ανοσίας αναγνωρίζουν μοριακά «πρότυπα». Ποτέ δεν αναγνωρίζουν τον «ευατό», διότι τα πρότυπα που αναγνωρίζουν παράγονται μόνο από τα παθογόνα. Οι υποδοχείς της επίκτητης ανοσίας αναγνωρίζουν μοριακές λεπτομέρειες. Είναι δυνατόν να υπάρξει αναγνώριση «εαυτού» ως «ξένου»
ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ
ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ Β-ΚΥΤΤΑΡΩΝ
ΑΝΤΙΓΟΝΙΚΟΙ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ Β ΚΥΤΤΑΡΩΝ Οι αντιγονικοί υποδοχείς των Β κυττάρων μπορούν να αναγνωρίσουν μια μεγάλη ποικιλία μακρομορίων (πρωτεϊνες, πολυσακχαρίτες, λιπίδια, νουκλεϊνικά οξέα) αλλά και μικρομοριακές ενώσεις είτε σε διαλυμένη μορφή είτε σε μορφή συνδεδεμένη στην επιφάνεια κυττάρων. Αρα, οι αντισωματικές απαντήσεις εγείρονται είτε κατά διαλυμένων αντιγόνων, είτε κατά συνδεδεμένων στην επιφάνεια κυττάρων. Οι υποδοχείς των Β-κυττάρων συνδέονται πάντοτε με ΕΞΩΓΕΝΗ αντιγόνα (αντιγόνα εκτός του Β- κυττάρου)
ΑΝΟΣΟΕΝΙΣΧΥΤΙΚΑ Είναι ουσίες που όταν αναμιχθούν με αντιγόνα και ενεθούν μαζί, ενισχύουν την ανοσογονικότητα των αντιγόνων Παρατείνουν την παρουσία του αντιγόνου Ενισχύουν τα διεγερτικά σήματα Αυξάνουν την τοπική φλεγμονή Ενεργοποιούν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων
ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
Τα αντισώματα (Αb) ή αλλιώς ανοσοσφαιρίνες (Ig) είναι πρωτεΐνες που παράγονται από τα Β-λεμφοκύτταρα ή τα πλασματοκύτταρα ως αντίδραση του ανοσολογικού συστήματος στην είσοδο ενός αντιγόνου και προορίζονται για να αντιδράσουν ειδικά με το συγκεκριμένο αντιγόνο. Λέγονται και ανοσοσφαιρίνες, γιατί είναι πρωτεΐνες με σφαιρικό σχήμα που οφείλεται στην αναδίπλωση των πολυπεπτιδικών αλυσίδων τους
ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ Αποτελούνται από 2 βαριές και 2 ελαφρές αλύσους σε σχήμα Υ. Οι δυο βαριές αλυσίδες διατάσσονται η μια δίπλα στην άλλη σχηματίζοντας τη μορφή του γράμματος Υ. Κάθε μια από τις δυο ελαφριές, διατάσσεται παράλληλα και προς την πλευρά του κάθε σκέλους του Υ. Οι 4 αλυσίδες συγκρατούνται με δισουλφιδικούς δεσμούς Ο χώρος ανάμεσα στη βαριά και ελαφριά αλυσίδα στο κάθε σκέλος του Υ, είναι η περιοχή σύνδεσης με το αντιγόνο. Η γωνία μεταξύ των δύο σκελών του Υ ανοίγει περισσότερο όταν η ανοσοσφαιρίνη συνδεθεί με ένα αντιγόνο.
ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ Κάθε βαριά αλυσίδα αποτελείται από περίπου 400 αμινοξέα, ενώ κάθε ελαφριά από περίπου 200. Yπάρχουν δύο τύποι ελαφριών αλυσίδων που συμβολίζονται με τα γράμματα κ και λ. Σε κάθε ανοσοσφαιρίνη και οι δυο ελαφριές αλυσίδες είναι του ίδιου τύπου (δηλαδή είτε 2 κ είτε 2 λ). Οι βαριές αλυσίδες διακρίνονται σε 5 τύπους: γ, μ, α, δ, ε και σε κάθε μόριο οι δυο βαριές αλυσίδες είναι επίσης οι ίδιες. Ο τύπος της βαριάς αλυσίδας καθορίζει την τάξη της ανοσοσφαιρίνης (IgG, IgA, IgM, IgD, IgE)
ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ
Η περιοχή που γίνεται η δέσμευση, είναι η μεταβλητή περιοχή του αντισώματος, που μεταβάλλεται αναλόγως της ειδικότητας. Το υπόλοιπο τμήμα δεν μεταβάλλεται όταν μεταβάλλεται η ειδικότητα. Η διάσπαση των αντισωμάτων με ένζυμα δίνει 2 τμήματα: Το τμήμα που συνδέεται με το αντιγόνο (Fab) και το κρυσταλλικό τμήμα (Fc)
ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ
ΕΙΔΗ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ Αναλόγως του τύπου της μακράς αλύσου, διακρίνονται σε 5 τάξεις: IgG IgM IgD IgA IgE
ΕΙΔΗ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ Μονομερές αντίσωμα: Με ένα Υ ( 2 θέσεις) Διμερές αντίσωμα (IgA): Με δύο Υ Πενταμερές αντίσωμα: (ΙgM): Με 5 Υ
ΕΙΔΗ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ
IgG ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ IgG: Είναι οι πιο άφθονες ανοσοσφαιρίνες στο αίμα. (75%) Παράγονται σε μεγάλες ποσότητες κατά τη δευτερογενή απάντηση. Κυκλοφορούν στο αίμα και σε όλα τα υγρά του σώματος Περιλαμβάνουν τα αντισώματα εναντίον σχεδόν όλων των μικροβίων. Είναι οι μόνες που διέρχονται στον πλακούντα και παρέχουν αντισώματα στο έμβρυο. Λειτουργούν με οψωνοποίηση. Όταν προσκολληθούν στα μικρόβια, το σχηματιζόμενο σύμπλεγμα έχει την ικανότητα να ενεργοποιεί το συμπλήρωμα. Διευκολύνουν τη φαγοκυττάρωση και τη λύση των κυττάρων.
IgM ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ IgM: Είναι πενταμερή μόρια που εκκρίνονται πρώιμα. Η IgM είναι η πρώτη που παράγεται μετά από αντιγονικό ερεθισμό και ακολουθεί η παραγωγή της IgG. Παραμένει και κυκλοφορεί σχεδόν αποκλειστικά μέσα στα αγγεία χωρίς να διεισδύει στα διάφορα υγρά το σώματος. Είναι η κυριότερη ανοσοσφαιρίνη που παράγεται από το έμβρυο. Σ’ αυτήν ανήκουν τα αντισώματα που ενεργοποιούν το συμπλήρωμα για να γίνει κυτταρόλυση (διάλυση ενός κυττάρου). Είναι τα κύρια αντισώματα με τα οποία αμύνεται ο οργανισμός σε καταστάσεις μικροβιαιμίας. Διευκολύνουν τη συγκόλληση, τη φαγοκυττάρωση και την λύση των κυττάρων. Στην IgM ανήκουν τα φυσικά αντισώματα εναντίον των αντιγόνων των ερυθρών αιμοσφαιρίων που καθορίζουν την ομάδα αίματος.
IgD ΚΑΙ IgA ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ IgD: Λιγότερο από 1% του συνόλου. Είναι αντισώματα επιφανείας των Β-λεμφοκυττάρων, με άγνωστο ρόλο. Ισως συμμετέχουν στην ενεργοποίηση των Β-λεμφοκυττάρων. IgA: Αποτελεί το 15% των ανοσοσφαιρινών του ορού και εκτός από τον ορό του αίματος, ανευρίσκεται και στις διάφορες εκκρίσεις του σώματος (σάλιο, ιδρώτας, ρινικό έκκριμα, δάκρυα, βρογχικές εκκρίσεις, εντερικό υγρό κλπ) όπου χρησιμεύει στην τοπική άμυνα εναντίον των μικροβίων σ’ αυτές τις περιοχές. Το μόριο της IgA που βρίσκεται στις εκκρίσεις είναι διμερές και ανήκει κυρίως στον υπότυπο IgA2, ενώ εκείνο του ορού είναι συνήθως μονομερές και ανήκει στον υπότυπο IgA1
IgE ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ IgE: Απειροελάχιστη ποσότητα (0.005% της συνολικής) Παίζουν ρόλο στις παρασιτικές λοιμώξεις. Ο πιο γνωστός ρόλος της είναι στα αλλεργικά νοσήματα όπως το εξωγενές άσθμα, η αλλεργική ρινίτιδα, η ατοπική δερματίτιδα και η γενικευμένη αναφυλακτική αντίδραση. Οι μορφές αλλεργικών αντιδράσεων που προκαλούνται από την IgE είναι γνωστές σαν «ατοπία». Διεγείρει την παραγωγή βραδυκινίνης, ισταμίνης και άλλων φλεγμονωδών μεσολαβητών
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ Τα αντισώματα συνδέονται με τα αντιγόνα και προκαλούν την καταστροφή τους, με τους ακόλουθους μηχανισμούς: 1.Ενίσχυση της μη ειδικής ανοσίας 2.Συγκόλληση 3.Εξουδετέρωση - αδρανοποίηση
1. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΜΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ Στόχευση και ενίσχυση της μη ειδικής ανοσίας (IgG, IgM) Δρουν σαν οψονίνες που βοηθούν στη σύνδεση των φαγοκυττάρων στα αντιγόνα Ενεργοποίηση του συμπληρώματος. Το Fc συνδέεται με το C1. Βοηθούν στη λύση των βακτηριδίων και τη φαγοκυττάρωση Συνεργασία με το συμπλήρωμα για την κάθαρση των ανοσοσυμπλεγμάτων. Το C3b συνδέεται με σύμπλοκα αντιγόνου-αντισώματος και παράλληλα με θέσεις σύνδεσης του C3b πάνω στα ερυθρά. Ετσι μεταφέρονται στον σπλήνα ή το ήπαρ.
2. ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ Είναι η δημιουργία συσσωμάτων βακτηριδίων ή ξένων κυττάρων τα οποία συγκρατούνται με δεσμούς αντισωμάτων. Αυτό συμβαίνει όταν τα αντισώματα έχουν περισσότερες από μια περιοχές σύνδεσης (IgM). Ετσι μειώνεται η διασπορά των παθογόνων και αυξάνεται η πιθανότητα φαγοκυττάρωσης. Οι αντιδράσεις συγκόλλησης χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των ομάδων αίματος
3. ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΑΔΡΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΙΩΝ Η αδρανοποίηση επιτυγχάνεται με την επένδυση των βιολογικά δραστικών περιοχών μιας τοξίνης ή ενός ιού από ανοσοσφαιρίνες. Ετσι παρασκευάζονται οι αντιοροί για τα δηλητήρια φιδιών και εντόμων.
ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ Β-ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ
Τα Β κύτταρα φυσιολογικά δεν παράγουν αντισώματα. Αντισώματα παράγονται μόνο μετά από ενεργοποίηση των Β λεμφοκυττάρων με το αντίστοιχο αντιγόνο. Η ενεργοποίηση των Β-λεμφοκυττάρων είναι το πρώτο βήμα στην παραγωγή αντισωμάτων. Τα αντιγόνα υφίστανται επεξεργασία από τα μακροφάγα και στη συνέχεια εκτίθενται στα Β-λεμφοκύτταρα Τα Β-λεμφοκυτταρα έχουν στην επιφάνειά τους ανοσο- σφαιρίνες ή αντισώματα (υποδοχείς), που όταν συνδε- θούν με το αντίστοιχο αντιγόνο ενεργοποιούν το κύτταρο. Κάθε Β-κύτταρο ενεργοποιείται μόνο από ένα αντιγόνο. Η σύνδεση γίνεται σε έναν επίτοπο. Δηλαδή, κάθε Β- κύτταρο ενεργοποιείται από έναν επίτοπο.
ΠΟΛΥΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ Κάθε αντιγόνο μπορεί να διαθέτει αρκετούς, διαφορετικούς μεταξύ τους επιτόπους. Κάθε επίτοπος επάγει τον πολλαπλασιασμό ενός κλώνου Β κυττάρων που αναγνωρίζουν το συγκεκριμένο επίτοπο και παράγουν ένα αντίστοιχο αντίσωμα. Ετσι, παράγονται πολλά διαφορετικά αντισώματα από πολλούς κλώνους («πολυκλωνική αντισωμική απόκριση») Τα πολυκλωνικά αντισώματα έχουν πλεονεκτήματα στον οργανισμό, αλλά μειονεκτήματα στην έρευνα (μειώνεται η ισχύς τους) Το 1975 επιτεύχθηκε η παραγωγή μονοκλωνικών αντισωμάτων που έχουν πολλές κλινικές και ερευνητικές εφαρμογές
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗΣ Μετά την ενεργοποίηση, τα λεμφοκύτταρα πολλαπλασιάζονται. Τα θυγατρικά μετατρέπονται σε: α) πλασματοκύτταρα και β) κύτταρα μνήμης Τα πλασματοκύτταρα παράγουν αντισώματα με ρυθμός 2000 μόρια/sec Τα κύτταρα μνήμης είναι πανομοιότυπα με τα μητρικά και εμφανίζουν ικανότητα διέγερσης
Τα βοηθητικά λεμφοκύτταρα ενεργοποιούνται από μακροφάγα και με τη σειρά τους διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό των Β λεμφοκυττάρων
ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Μετά την 1 η έκθεση σε ένα αντιγόνο, η ανοσολογική απάντηση χρειάζεται μερικές εβδομάδες για να αναπτυχθεί. Αυτή ονομάζεται πρωτογενής απάντηση. Εμφανίζεται σχετικά αργά. Τα αντισώματα αρχικά αυξάνουν και μετά πέφτουν σε χαμηλότερα επίπεδα. Σε κάθε επόμενη έκθεση σε αντιγόνα, η παραγωγή αντισωμάτων είναι ταχύτατη, γιατί υπάρχουν τα κύτταρα μνήμης που οδηγούν σε ταχεία αντίδραση. Αυτή είναι η δευτερογενής απάντηση. Η ενισχυμένη αυτή απάντηση μπορεί να καταστρέψει έναν παθογόνο μικροοργανισμό, πριν προκαλέσει συμπτώματα.