ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ι Μ. Δ. Χρυσομάλλης Αναπληρωτής Καθηγητής
ΠΑΡΑΓΩΓΟ ή ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ Το Παράγωγο ή Δευτερογενές Δίκαιο της Ένωσης είναι το σύνολο των νομικών (δεσμευτικών) πράξεων, που θεσπίζουν τα θεσμικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Θα μπορούσε να ονομασθεί και ενωσιακή νομοθεσία. Οι νομικά δεσμευτικές πράξεις, πηγές του παραγώγου δικαίου κατά το ά. 288 ΣΛΕΕ είναι: o Κανονισμός, η Οδηγία, η Απόφαση. Οι Συστάσεις και οι Γνώμες δεν έχουν σύμφωνα με το ά. 288 ΣΛΕΕ δεσμευτικό χαρακτήρα και έτσι δεν αποτελούν πηγές του παραγώγου δικαίου. Το ά. 288 ΣΛΕΕ δεν αποτελεί γενική εξουσιοδοτική διάταξη για τη θέσπιση νομικών πράξεων. Καθορίζει, απλώς την τυπολογία και τα χαρακτηριστικά των πράξεων. Για την έγκυρη θέσπιση μιας νομικής πράξης απαιτείται η πρόβλεψή της από ειδική διάταξη της Συνθήκης, που χαρακτηρίζεται νομική βάση της πράξης.
Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ Κατά το ά. 288 ΣΛΕΕ «Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος». Από τη διάταξη αυτή συνάγονται τα εξής χαρακτηριστικά του Κανονισμού: Γενική ισχύς: Το χαρακτηριστικό αυτό έχει τρείς διαστάσεις: Οι διατάξεις του Κανονισμού είναι γενικές και αφηρημένες και όχι συγκεκριμένες και προσωποποιημένες. Ο Κανονισμός ως γενική πράξη, προσομοιάζει με τον εθνικό νόμο, που και αυτός έχει γενικό και απρόσωπο χαρακτήρα. Το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού είναι το σύνολο του εδάφους της Ένωσης. Ως εκ της γενικής ισχύος του ο Κανονισμός αναπτύσσει υπεροχή έναντι πάσης φύσεως εθνικών κανόνων δικαίου, αφού στην περίπτωση που η εφαρμογή του μπορούσε να εμποδιστεί από μια αντίθετη εθνική διάταξη θα αποστερούνταν της γενικής ισχύος του.
Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ Καθολική δεσμευτικότητα (Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του) : Ο Κανονισμός είναι ένας πλήρης νομικός κανόνας (lex perfecta), αφού καθορίζει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ρύθμισης, τα μέσα και τις μεθόδους για την επίτευξή του καθώς και τις συνέπειες στην περίπτωση που αυτό δεν επιτευχθεί (κυρώσεις). Ο Κανονισμός για την ισχύ του δεν απαιτεί μέτρα εφαρμογής. Αποκλείεται ακόμη και η επανάληψη των διατάξεών του σε εθνικό νομοθετικό κείμενο. Το σύνολο των μερών του Κανονισμού (αποτέλεσμα, μέσα, κυρώσεις) είναι δεσμευτικό για τα θεσμικά όργανα, τα Κ-μ και του ιδιώτες. Άμεση ισχύς: οι διατάξεις του Κανονισμού, λόγω της νομικής τους πληρότητας και του ανεπιφύλακτου χαρακτήρα τους, δημιουργούν αγώγιμα (δικαστικά προστατεύσιμα) δικαιώματα και εκτελεστές υποχρεώσεις υπέρ και σε βάρος των ιδιωτών
Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ Δημοσίευση: Ο Κανονισμός, ως γενική πράξη της Ένωσης (πράξη δηλαδή που δεν απευθύνεται σε ένα ή περισσότερους αποδέκτες) αποκτά την ισχύ του από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή την ημερομηνία που ορίζει ο ίδιος. Εναρμονιστική λειτουργία: Ο Κανονισμός λόγω των χαρακτηριστικών του και κυρίως λόγω της καθολικής του δεσμευτικότητας προωθεί την άμεση ή σκληρή εναρμόνιση του δικαίου των Κ-μ. Δεν καταλείπει καμία διακριτική ευχέρεια στην επιλογή των μέτρων εφαρμογής του στις εθνικές αρχές ούτε και θέτει προθεσμία. Θέσπιση: Ο Κανονισμός θεσπίζεται από το Συμβούλιο και το Ευρ.Κοινβ (συνήθης νομοθετική διαδικασία), από το Συμβούλιο (ειδική νομοθετική διαδικασία), την Επιτροπή (κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικός Κανονισμός) και την ΕΚΤ.
Η ΟΔΗΓΙΑ Κατά το ά. 288 ΣΛΕΕ «η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών». Από τη διάταξη αυτή συνάγονται τα εξής χαρακτηριστικά της Οδηγίας: Γενική ισχύς: και η Οδηγία, όπως ο Κανονισμός, είναι πράξη γενικής ισχύος αφού: Οι διατάξεις της Οδηγίας είναι γενικές και αφηρημένες και όχι συγκεκριμένες και προσωποποιημένες (πχ άρση των εμποδίων στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών των δικηγόρων). Η Οδηγία ως γενική πράξη, προσομοιάζει με τον εθνικό νόμο – πλαίσιο. Το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας είναι το σύνολο του εδάφους της Ένωσης. Ωστόσο η Οδηγία επειδή στερείται αμέσου ισχύος δεν μπορεί και πριν υιοθετηθούν τα μέτρα ενσωμάτωσης να αναπτύξει υπεροχή έναντι πάσης φύσεως εθνικών κανόνων δικαίου.
Η ΟΔΗΓΙΑ Μερική δεσμευτικότητα: (η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα). Η Οδηγία καθορίζει δεσμευτικά μόνο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ρύθμισης, Καταλείπει διακριτική ευχέρεια στα Κ-μ για την επιλογή του τύπου (Νόμος, Προεδρικό Διάταγμα κα, όχι πάντως διοικητική πρακτική, εγκύκλιοι) και των μέσων (ειδικές νομοθετικές, κανονιστικές, διοικητικές ρυθμίσεις) για την επέλευση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Προβλέπει προθεσμία (ένα έως δύο χρόνια αναλόγως) εντός της οποίας τα Κ-μ θα πρέπει να έχουν συμμορφωθεί, ενσωματώνοντας τις διατάξεις της Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, επιτυγχάνοντας το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Η Οδηγία είναι νομικά δεσμευτική πράξη και όχι σύσταση, απλώς η νομική δεσμευτικότητά της περιορίζεται στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, η μη επέλευση του οποίου επιφέρει συγκεκριμένα έννομα αποτελέσματα (πχ παραπομπή του Κ-μ για παράβαση στο ΔΕΕ, γέννηση εξωσυμβατικής ευθύνης του δημοσίου για ζημίες ιδιωτών από τη μη εφαρμογή).
Η ΟΔΗΓΙΑ Στερείται αμέσου ισχύος: Λόγω του ατελούς περιεχομένου της Οδηγίας, της διακριτικής ευχέρειας, που καταλείπει αλλά και της προθεσμίας συμμόρφωσης, που προβλέπει, οι διατάξεις της Οδηγίας δεν αναπτύσσουν άμεση ισχύ, με αποτέλεσμα οι ιδιώτες να μην μπορούν να τις επικαλεσθούν αξιώνοντας δικαστική προστασία. Τα δικαιώματα των ιδιωτών καθίστανται αγώγιμα μετά τη λήψη των μέτρων εφαρμογής της Οδηγίας και βασίζονται σε αυτά και σε κάθε περίπτωση μετά τη λήξη της προθεσμίας εφαρμογής. Ωστόσο, το Δικαστήριο με τη νομολογία του (βλ. Van Duyn, Becker, Francovich) δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο το ενδεχόμενο της αμέσου ισχύος διατάξεων Οδηγιών, υπό την προϋπόθεση ότι η διάταξη είναι νομικά πλήρης, αυτάρκης και ανεπιφύλακτη (δεν χρειάζεται δηλαδή μέτρων εφαρμογής) και γεννά δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών.
Η ΟΔΗΓΙΑ ΔHΜΟΣΙΕΥΣΗ: Κατ’ εφαρμογή του ά. 291 ΣΛΕΕ και η Οδηγία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η έναρξη της ισχύος της (πχ έναρξη της προθεσμίας εφαρμογής από τα Κ-μ) εκκινεί από την κοινοποίησή της στους αποδέκτες της Οδηγίας (Κράτη - μέλη). Εναρμονιστική λειτουργία: Η Οδηγία, σε αντίθεση με τον Κανονισμό, προωθεί την ήπια εναρμόνιση του δικαίου των Κ-μ, αφού και διακριτική ευχέρεια καταλείπει και προθεσμία προβλέπει. Έτσι, τα Κ-μ έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τα καταλληλότερα για την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση μέσα και μεθόδους, που θα είναι, εξάλλου, συμβατά με το νομικό τους σύστημα. Θέσπιση: Η Οδηγία θεσπίζεται από το Συμβούλιο και το Ευρ.Κοινβ (συνήθης νομοθετική διαδικασία), από το Συμβούλιο (ειδική νομοθετική διαδικασία), την Επιτροπή (κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική Οδηγία) και την ΕΚΤ.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ Κατά το ά. 288 ΣΛΕΕ «η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς». Η Απόφαση, όταν είναι νομοθετικού περιεχομένου, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του Κανονισμού, πλην της γενικής της ισχύος (χωρίς και αυτή να αποκλείεται πλέον). Έτσι, τα χαρακτηριστικά της είναι: Καθολική δεσμευτικότητα (δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της), άμεση ισχύς και άμεση (σκληρή) εναρμονιστική λειτουργία. Μερική ισχύς, σε αντίθεση με τη γενική ισχύ του Κανονισμού, αφού είναι δεσμευτική μόνο για τους αποδέκτες της, που είναι Κ-μ ή ιδιώτες, εκτός αν η απόφαση έχει γενικό χαρακτήρα (γενική Απόφαση), όπως προβλέπεται πλέον με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η ισχύς της Απόφασης αρχίζει από της κοινοποιήσεώς της στους αποδέκτες της, αν και αυτή για λόγους ασφαλείας του δικαίου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ Προβλέπονται δύο είδη Αποφάσεων: Αυτές που είναι γενικού χαρακτήρα και προβλέπονται για πρώτη φορά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Αυτές που απευθύνονται σε συγκεκριμένους αποδέκτες και διακρίνονται σε: 1. Προς τα Κράτη-μέλη απευθυνόμενη Απόφαση: απευθύνεται σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα Κ-μ, αποδέκτες, και κατά κανόνα θέτουν εξαιρετικό δίκαιο (πχ εξαίρεση από ορισμένες διατάξεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων) κατόπιν σχετικού αιτήματος του/των Κ-μ και για ορισμένο χρονικό διάστημα. Επειδή θέτουν κανόνες δικαίου αποτελούν πηγές του παραγώγου δικαίου της Ένωσης. 2. Προς τους ιδιώτες απευθυνόμενη Απόφαση: απευθύνεται σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους ιδιώτες και έχουν διοικητικό χαρακτήρα (ατομικές διοικητικές πράξεις). Δεν θέτουν κανόνες δικαίου αλλά εφαρμόζουν ήδη προυπάρχοντες κανόνες (πχ κανόνες του ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις), με αποτέλεσμα να μη θεωρούνται πηγές του παραγώγου δικαίου της Ένωσης.
ΕΠΙΠΕΔΑ ΝΟΜΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Η Συνθήκη της Λισαβόνας στα ά. 289 – 292 ΣΛΕΕ επιχειρώντας να απλοποιήσει στο σύστημα των νομικών πράξεων της Ένωσης, να τις ιεραρχήσει εγκαταλείποντας τους νεωτερισμούς της Συνταγματικής Συνθήκης (ευρωπαϊκός νόμος αντί κανονισμός, ευρωπαϊκός νόμος – πλαίσιο αντί οδηγίας) αλλά και να διατηρήσει την ορολογία και τυπολογία των ιδρυτικών Συνθηκών (Κανονισμός – Οδηγία – Απόφαση) καθιερώνει την υπεροχή των νομοθετικών πράξεων έναντι των εκτελεστικών και τρία (3) επίπεδα νομοπαραγωγής: Α ΕΠΙΠΕΔΟ - Νομοθετικές πράξεις: είναι οι πράξεις, που θεσπίζονται σύμφωνα με τη νομοθετική διαδικασία της Ένωσης (συνήθη ή ειδική νομοθετική διαδικασία), που χαρακτηρίζεται από τη σύμπραξη Συμβουλίου και Ευρ.Κοινβ. Οι νομοθετικές πράξεις ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους ονομάζονται Κανονισμοί – Οδηγίες – Αποφάσεις, χωρίς κανένα άλλο προσδιοριστικό επίθετο.
ΕΠΙΠΕΔΑ ΝΟΜΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Β ΕΠΙΠΕΔΟ – Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις: Σύμφωνα με το ά. 290 ΣΛΕΕ «Με νομοθετική πράξη μπορεί να ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης μη νομοθετικών πράξεων γενικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης». Οι νομοθετικές πράξεις οριοθετούν σαφώς τους στόχους, το περιεχόμενο, την έκταση και τη διάρκεια της εξουσιοδότησης. Τα ουσιώδη στοιχεία ενός τομέα ρυθμίζονται αποκλειστικά με νομοθετική πράξη και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης. Οι νομοθετικές πράξεις καθορίζουν σαφώς τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η εξουσιοδότηση, οι οποίες μπορούν να είναι οι εξής: (α) το Ευρ.Κοινβ ή το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσουν την ανάκληση της εξουσιοδότησης, (β) η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνον εφόσον το ΕυρΚοινβ ή το Συμβούλιο δεν εκφράσουν αντιρρήσεις εντός προθεσμίας. Οι λέξεις «κατ’ εξουσιοδότηση» παρεμβάλλονται στον τίτλο των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων (πχ Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός)
ΕΠΙΠΕΔΑ ΝΟΜΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Γ ΕΠΙΠΕΔΟ – Εκτελεστικές πράξεις: το ά. 291 ΣΛΕΕ, αν και αναγνωρίζει την αρμοδιότητα των Κ-μ να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, προβλέπει ότι «Όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή» ή κατ’ εξαίρεση στο Συμβούλιο. Κατά τη θέσπιση των εκτελεστικών πράξεων η Επιτροπή θα πρέπει να τηρεί τους εκ των προτέρων γενικούς κανόνες και αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα Κ-μ της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων. Οι κανόνες αυτοί θεσπίζονται από το Ευρ.Κοινβ και το Συμβούλιο (Κανονισμός - συνήθης νομοθετική διαδικασία) και επικράτησε να ονομάζονται «επιτροπολογία». Το επίθετο «εκτελεστικός» ή «εκτελεστική» παρεμβάλλεται στον τίτλο των εκτελεστικών πράξεων (πχ Εκτελεστικός Κανονισμός).
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Τι είναι νομική βάση μιας ενωσιακής πράξης και τι καθορίζει αυτή; 2. Να αιτιολογήσετε την πρόταση: «ο Κανονισμός αναπτύσσει καθολική δεσμευτικότητα ενώ η Οδηγία μερική». 3. Γιατί κατά τη γνώμη σας η Οδηγία προωθεί την ήπια εναρμόνιση του δικαίου των Κρατών-μελών; 4. Ποιες είναι οι διαφορές ενός Κανονισμού από μια Οδηγία και ποια κατά τη γνώμη σας είναι η σημαντικότερη από αυτές; 5. Πόσα είδη Αποφάσεων γνωρίζετε και ποια από αυτά αποτελούν πηγές του παραγώγου δικαίου της Ένωσης; 6. Πόσα επίπεδα νομοπαραγωγής του παραγώγου δικαίου της Ένωσης καθορίζει η Συνθήκη της Λισαβόνας; 7. Τι είναι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Ένωσης και υπό ποιες προϋποθέσεις και όρους θεσπίζονται; 8. Τι είναι εκτελεστικές πράξεις της Ένωσης και υπό ποιες προϋποθέσεις και όρους θεσπίζονται;
ΑΣΚΗΣΗ 1 Σας δίνονται διατάξεις από τρείς νομικές πράξεις της Ένωσης. Να Χαρακτηρίσετε με βάση τις διατάξεις αυτές τις πράξεις, αιτιολογώντας τη γνώμη σας. ΠΡΑΞΗ I Το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου του 2012, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση με την παρούσα πράξη. Εφαρμόζουν αυτές τις διατάξεις από την 1η Ιουλίου Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα πράξη ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα πράξη.
ΑΣΚΗΣΗ 1 (συνέχεια) ΠΡΑΞΗ II Το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο τηρούν όλες τις δεσμεύσεις που ορίζονται στο παράρτημα Ι της παρούσας πράξης, στο σύνολό τους και εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο ενημερώνουν την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας πράξης, για τα μέτρα που έχουν λάβει για να συμμορφωθούν με αυτήν. Η παρούσα πράξη απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου, τη Γαλλική Δημοκρατία και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. ΠΡΑΞΗ III Η παρούσα πράξη αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της, ισχύει δε άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
ΑΣΚΗΣΗ 2 Την 18 η Νοεμβρίου 2011, μετά από αρκετά χρόνια κυοφορίας, εξεδόθη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο η Οδηγία 2011/76 σχετικά με την άρση των περιορισμών και τη διευκόλυνση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών των λογιστών. Η Οδηγία έθετε προθεσμία στα Κράτη-μέλη δύο (2) ετών για την ενσωμάτωση των διατάξεών της στις εθνικές έννομες τάξεις. Η προθεσμία έληγε στις 17 Νοεμβρίου Η ελληνικές αρχές υπό την πίεση των συνδικαλιστικών φορέων των λογιστών δεν έλαβαν κανένα μέτρο συμμόρφωσης με τις διατάξεις της Οδηγίας εντός της παραπάνω προθεσμίας. Κατόπιν τούτου η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία για παράβαση κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ά. 258 ΣΛΕΕ και εξέδωσε τη σχετική Αιτιολογημένη Γνώμη ζητώντας την εντός δύο μηνών συμμόρφωση της Ελλάδας. Οι ελληνικές αρχές απαντώντας στην ανωτέρω Αιτιολογημένη Γνώμη προέβαλαν, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι δεν είναι υποχρεωμένες να συμμορφωθούν με τις προβλέψεις της Οδηγίας 2011/76 και ότι, αν τα όργανα της Ένωσης επεδίωκαν να υποχρεώσουν τα Κράτη-μέλη σε εναρμόνιση του δικαίου τους, θα έπρεπε να θεσπίσουν Κανονισμό και όχι Οδηγία. ΕΡΩΤΗΣΗ: Πως κρίνετε τον ισχυρισμό των ελληνικών αρχών σε απάντηση της Αιτιολογημένης Γνώμης της Επιτροπής;