Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας

2 Ελληνισμός ( Ελλαδίτες, Κύπριοι) της διασποράς 1.Ιστορική διασπορά ( Κάτω Ιταλία,π. Σοβιετική Ένωση, Συρία, Τουρκία) 2.Μεταναστευτική διασπορά ( μετανάστευση στην Αμερική, Αυστραλία, Αφρική, Ευρώπη)

3 3 Ενδιαφέρον για την ελληνική ως δ/ξ τέλος δεκαετίας 1980: μαζικός επαναπατρισμός Ελλήνων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ Έλληνες και Κύπριοι του εξωτερικού (Γερμανία, Αυστραλία, Καναδάς, ΗΠΑ) Μετανάστες (κυρίως οικονομικοί) Ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ε.Ε.

4 4 Το μάθημα θα αρθρωθεί σε δύο μέρη: Η εκμάθηση του δεύτερου κώδικα επικοινωνίας (Κ2) - Θεωρητικά προβλήματα ζητήματα που θέτει η διδασκαλία/εκμάθηση του Κ2 Η Ελληνική ως δεύτερη (ή ξένη) γλώσσα ειδικά μεθοδολογικά και πρακτικά θέματα για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δ/ξ

5 5 Πρώτο μέρος α. Διαδικασία κατάκτησης του Κ1 (μητρική) και αντίστοιχα η διαδικασία εκμάθησης του Κ2 β. Σχέσεις μεταξύ Κ1 και Κ2 γ. Διγλωσσία δ. Παράγοντες που επηρεάζουν την εκμάθηση του Κ2 - μέθοδοι διδασκαλίας - επίδραση στη διδακτική πράξη

6 6 Δεύτερο μέρος α. ειδικά προβλήματα που θέτει η διδασκαλία της Ελληνικής ως δ/ξ (ειδικά δομικά χαρακτηριστικά, ιστορία, πολιτισμός) β. τεχνικές διδασκαλίας των τομέων του γλωσσικού μαθήματος - στρατηγικές ανάπτυξης των γλωσσικών δεξιοτήτων (σε όλα τα επίπεδα και της μορφές για δημιουργική χρήση της Ελληνικής)

7 7 Πρώτος και Δεύτερος κώδικας επικοινωνίας (Κ1-Κ2) η κατάκτηση του Κ1 αξιοθαύμαστη διαδικασία ως τα 5-6 χρόνια από τη δεκαετία του ’50 έρευνες για τη φύση των ψυχογλωσσολογικών διαδικασιών στο «παιχνίδι» της κατάκτησης του Κ1 από το παιδί, δύο παράγοντες: άτομο και περιβάλλον

8 8 άτομο: από τη στιγμή της γέννησής του έντονη ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον μόνιμη τάση για κοινωνικοποίηση - επικοινωνία με πρόσωπα του περιβάλλοντος σταθερή τάση για μίμηση, συνεχής επιθυμία για δραστηριότητες δείχνουν δυνατότητες ή διαθέσεις του

9 9 περιβάλλον του παρέχει συναισθηματική στήριξη ερεθίσματα, κίνητρα και πρότυπα συμπεριφοράς συμβάλλει στη νοητική του ανάπτυξη στη βαθμιαία οικειοποίηση του γλωσσικού κώδικα

10 10 το κύριο πρόβλημα των επιστημόνων ο τρόπος που μαθαίνει το παιδί τη γλώσσα του το ποσοστό συμμετοχής των πιο πάνω παραγόντων στη γλωσσική κατάκτηση τρεις θεωρητικές ερμηνείες: της συμπεριφοράς η γενετική, και οι σύγχρονες γνωστικές

11 11 α. η θεωρία της συμπεριφοράς το πρώτο μισό του 20ού αι. η γλώσσα τμήμα της συμπεριφοράς: Ερέθισμα > Απάντηση το παιδί: tabula rasa, διαμορφώνεται σταδιακά από τα ερεθίσματα κυρίαρχες: η μίμηση και η ενίσχυση

12 12 η μίμηση φυσιολογική διαδικασία το άτομο οικειοποιείται (και γλωσσικές) συμπεριφορές επαναλαμβάνει λέξεις ή δομές

13 13 ενίσχυση κάθε αμοιβή ηθική ή/και υλική θετική αντίδραση στην κατάλληλη γλωσσική διατύπωση μετά την ενίσχυση: ενσωμάτωση και αυτόματη γλωσσική συμπεριφορά

14 14 β. η γενετική θεωρία, Noam Chomsky στον αντίποδα της συμπεριφοριστικής τονίζει τις «αόρατες» πλευρές του γλωσσικού φαινομένου η γλωσσική ικανότητα βιολογικά προκαθορισμένη (μηχανισμός γλωσσικής κατάκτησης) το άτομο αντιλαμβάνεται τη συστηματικότητα της γλώσσας - εσωτερικεύει / αναδημιουργεί το γλωσσικό σύστημα

15 15 έτσι ερμηνεύεται η ταχύτητα της κατάκτησης και η δημιουργική χρήση της γλώσσας

16 16 η γλωσσική εξέλιξη του παιδιού όχι μια πορεία από το λανθασμένο στο ορθό (παραδοσιακή αντίληψη) αλλά πορεία διαδοχικών σταδίων στο καθένα το παιδί διατυπώνει υποθέσεις και τις επιβεβαιώνει στην πορεία οι αρχικές υποθέσεις αναθεωρούνται > όλο και συστηματικότερη σύλληψη της γλώσσας > κώδικας ενηλίκων

17 17 γ. οι νεότερες γνωστικές θεωρίες δεν υπάρχει μηχανισμός ή φυσική προδιάθεση για κατάκτηση γλώσσας η διαδικασία αυτή συνέπεια της όλης νοητικής συγκρότησης το παιδί πρώτα κατανοεί τον κόσμο και ύστερα μιλάει γι’ αυτόν

18 18 οι νεότερες γνωστικές θεωρίες ξεκινούν από τον Piaget κ.ά.: η εξέλιξη του παιδιού αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης νοημοσύνης και περιβάλλοντος

19 19 στη γλώσσα κάποια στιγμή το παιδί δημιουργεί ένα γλωσσικό σύστημα αν δεν επιβεβαιωθεί από τα πράγματα > ανισορροπία, το αναθεωρεί > ανισορροπία ανώτερου επιπέδου κ.ο.κ. > κώδικας ενηλίκων

20 20 το κοινό σε όλες τις γνωστικές θεωρίες η γλωσσική εμπειρία παράλληλα με την αντιληπτική ικανότητα άρα: η γλωσσική ικανότητα όχι ανεξάρτητο φαινόμενο, στη διαδικασία απόκτησης της γνώσης

21 21 Η εκμάθηση του Δεύτερου Κώδικα επικοινωνίας (Κ2, Γ2, L2) ο Κ2 χρονολογικά μεταγενέστερος και αξιολογικά υποδεέστερος σε ένα πεδίο κατειλημμένο ήδη από τον Κ1 ο Κ2 πάντα σε συσχετισμό με έναν Κ1

22 22 Η εκμάθηση του Κ2 / L2 συνιστά διαδικασία διαφορετική από αυτήν του Κ1 «κατάκτηση ή πρόσκτηση» για τον Κ1 - «εκμάθηση» για τον Κ2, συνειδητή επιλογή μετά την κατάκτηση του Κ1 με εξαίρεση τα δίγλωσσα άτομα πολύ δύσκολα ένα άτομο που μαθαίνει έναν Κ2 φτάνει στο επίπεδο του Κ1

23 23 Οι δυσκολίες αυτές συνίστανται σε τρεις κυρίως λόγους:

24 24 1. Ψυχολογικούς και κοινωνικούς (ταύτιση της προσωπικότητας και του εγώ με τη μητρική γλώσσα και κοινωνική ένταξη στην ευρύτερη ομάδα που χρησιμοποιεί αυτήν τη γλώσσα). Ο ομιλητής θεωρεί τη Γ2 ως εισβολέα που προσπαθεί να μεταβάλει την εσωτερική του ισορροπία και τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά.

25 25 2. η Γ1 η οποία έχει και θετικές και αρνητικές ταυτόχρονα επιδράσεις (θα τις συζητήσουμε παρακάτω)

26 26 3. Η δυνατότητα εκμάθησης Η έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου για τη συγκρότηση του γραμματικού μηχανισμού της γλώσσας αρχίζει σταδιακά να μειώνεται μετά το τέλος της παιδικής του ηλικίας τα μικρά παιδιά μπορούν να κατακτούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την Γ1, ως ενήλικες δύσκολα μαθαίνουν μια Γ2

27 27 επειδή όλοι οι ψυχοφυσιολογικοί μηχανισμοί προσαρμοσμένοι στον Κ1, ο Κ2 προσπάθεια για: κατάργηση των αυτοματισμών του Κ1, γλωσσική αποδόμηση παλιών και δόμηση νέων σχημάτων και αυτοματισμών όλα τα επίπεδα: φωνολογία ως σημασιολογία δύσκολο εγχείρημα

28 28 Ειδικά για την εμπλοκή της Γ1 στη διαδικασία εκμάθησης της Γ2, έχει ειπωθεί πως η μητρική γλώσσα «τυφλώνει» το άτομο και δεν αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν και άλλες εκφραστικές δυνατότητες πέραν του Κ1 για να αναλυθεί και να αποδοθεί η πραγματικότητα ο Κ1 διαρκώς παρών, διευκολύνει / δυσκολεύει, έτσι:

29 29 4. Μεταφορά και γενίκευση transfer and generalization Μεταφορά: χρησιμοποίηση προηγούμενης γνώσης για την επίλυση νέου προβλήματος, διευκόλυνση Παρεμβολή ή παρέμβαση (interference): η προηγούμενη γνώση περιπλέκει, δυσκολεύει τη νέα π.χ. “I am in Athens since February” από τη φράση “Είμαι στην Αθήνα από τον Φεβρουάριο” χρήση λανθασμένη, άστοχη

30 30 Στη γενίκευση ( generalization ) δυνατότητα αναγωγής από τα επί μέρους στο σύνολο, στη διατύπωση ενός κανόνα, μιας αρχής όταν κατάχρησή της: υπεργενίκευση (overgeneralization) π.χ. ψηλός - ψηλότερος > απλός -απλότερος, καλός - καλότερος. πβ. ξενύχτωσε, ξεπείνασα και η παρεμβολή και η υπεργενίκευση αναμενόμενες στα αρχικά στάδια εκμάθησης με τον καιρό μειώνονται, εξαλείφονται.

31 31 Διγλωσσία (bilingualism) χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ευρύ φάσμα φαινομένων > ασαφής Ferguson (1959) διασάφηση της έννοιας, άρση συγχύσεων παράλληλη χρήση: bilingualism - diglossia

32 32 bilingualism - diglossia διγλωσσία (bilingualism): συνύπαρξη δύο (ή περισσότερων) διαφορετικών γλωσσών σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο γλωσσική διμορφία (diglossia): συνύπαρξη δύο (ή περισσότερων) διαφορετικών γλωσσικών επιπέδων και κοινωνικών ή διαλεκτικών παραλλαγών στην ίδια γλώσσα, π.χ. καθαρεύουσα - δημοτική για τα ελληνικά

33 33 Η διγλωσσία ως κοινωνικό φαινόμενο σε μια κοινότητα μιλιούνται ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες γλώσσες έχει ιστορική θεμελίωση, δεν είναι τυχαία ή ηθελημένη, π.χ. ορισμένα άτομα μιλούν μια άλλη γλώσσα

34 34 τρεις μορφές κοινωνικής διγλωσσίας α. δύο γλώσσες από διαφορετικές μονόγλωσσες ομάδες π.χ. μειονότητες που δε γνωρίζουν την κοινή γλώσσα β. όλα τα άτομα είναι δίγλωσσα π.χ. πρώην αποικίες: Αγγλικά/γαλλικά + τοπική γ. ένα τμήμα μονόγλωσσο, ένα άλλο δίγλωσσο, π.χ. μειονότητες που μιλούν και τη δική τους και την κοινή/επίσημη γλώσσα

35 35 Διευκρινίσεις α. η πιο πάνω διαίρεση σχηματική· η πραγματικότητα πολύ πιο σύνθετη και περίπλοκη β.1. μειονεκτική διγλωσσία, π.χ. η χρήση της ισπανικής σε μερικές περιοχές των ΗΠΑ β.2. πλεονεκτική διγλωσσία, π.χ. η χρήση της γαλλικής στο Κεμπέκ, παράλληλα με την επίσημη αγγλική.

36 36 η γλωσσική διμορφία στο πλαίσιο της ίδιας γλώσσας οι γλώσσες εύκαμπτα και μη ομοιόμορφα συστήματα κάθε γλωσσική μορφή ή παραλλαγή εξυπηρετεί λειτουργικά συγκεκριμένες ανάγκες από όλες αυτές, μία για λόγους κοινωνικούς, ιστορικούς κ.λπ. > επίσημη/«κοινή» γλώσσα οι άλλες υποδεέστερες > αμόρφωτοι οι ομιλητές

37 37 άλλη μια διάκριση (Ferguson) σε κάθε γλώσσα δύο επίπεδα: H (High), τυπικές/απαιτητικές μορφές της γλώσσας L (Low), μη απαιτητικές, οικείες μορφές της γλώσσας εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες H: κοινωνικό κύρος, συνδέεται με τους κοιννωνικούς θεσμούς L: καθημερινή επικοινωνία, φιλικές συναναστροφές

38 38 τα παιδιά ξεκινούν με την L στο οικογενειακό, οικείο περιβάλλον (απλή δομή, και συνεχίζουν με την Η στο σχολείο (πολύπλοκη δομή) Εντελώς διαφορετικά πράγματα η γνώση των L και Η επιπέδων μιας γλώσσας από την κατοχή και χρήση μιας ξένης γλώσσας

39 39 Η διγλωσσία ως ατομικό φαινόμενο κάθε δίγλωσσο άτομο ξεχωριστή περίπτωση, δύσκολη η κατηγοριοποίηση π.χ. Έλληνες που έμαθαν λίγα αγγλικά στην Ελλάδα - Έλληνες που ζουν στη Γερμανία κατοχή προφορικής ή/και γραπτής γλώσσας επίπεδα ύφους, πβ. και H / L ποικιλίες οι προηγμένες κοινωνίες κατά κανόνα μονόγλωσσες

40 40 άλλη μια διάκριση ακόμα τέλεια ή ανεξάρτητη διγλωσσία: ικανότητα χειρισμού δύο γλωσσών ανεξάρτητα η μία από την άλλη ατελής ή εξαρτημένη: το άτομο προσαρμόζει και τελικά υποτάσσει την ξένη γλώσσα στο σύστημα και στις δομές της μητρικής του, «μεταφράζει» από και προς τη μητρική του και η διάκριση αυτή σχηματική: πολλές ενδιάμεσες περιπτώσεις

41 41 στη διδασκαλία η παραδοσιακή μέθοδος απέβλεπε σε μια ατελή διγλωσσία, αφού στόχος κυρίως η μετάφραση και η χρήση αντιστοιχιών μητρικής-ξένης οι σύγχρονες μέθοδοι στοχεύουν στη συγκρότηση ανεξάρτητων μεταξύ τους κωδίκων επικοινωνίας

42 42 Οι σχέσεις 1ου και 2ου κώδικα (Γ1 και Γ2) από τη δεκαετία του ’50 μετάβαση από τη θεωρητική στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία και ιδιαίτερα στον τομέα διδασκαλίας των ξένων γλωσσών. Υπόθεση της συγκριτικής ανάλυσης των κωδίκων (constrastive analysis hypothesis= CAH) εφαρμογή αρχών δομιστικής γλωσσολογίας στόχος η επισήμανση των δυσκολιών > λάθη στον Κ2 > πρόληψή στους > ευχερέστερη πρόσκτηση του Κ2

43 43 Τα βασικά αξιώματα της CAH είναι: 1. Η παρεμβολή (interference) της Γ1 στην εκμάθηση της Γ2 > σοβαρά προβλήματα και παραμορφώσεις στην Γ2 2. Η παρεμβολή της Γ1 ιδιαίτερα στα στοιχεία μεγάλης απόκλισης (νέες δομές) από τη Γ2. Όταν έχει δυσκολίες με δομές της Γ2 ανατρέχει στη Γ1 3. Οι δομικές διαφορές μεταξύ των Γ1 και Γ2 συνιστούν τα σημεία/κλειδιά, αποτελούν τις αιτίες των εμφανιζόμενων λαθών

44 44 Τα βασικά αξιώματα της CAH: 4. Η παραγωγή διδακτικού υλικού, η μέθοδος διδασκαλίας και τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τα φαινόμενα της παρεμβολής της Γ1 στην εκμάθηση της Γ2 για την ελαχιστοποιήσουν

45 45 Η CAH θεωρεί ότι οι δυσκολίες και τα προβλήματα στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών οφείλονται στην επίδραση του Κ1 > Κ2 άρα να προηγείται μα δομική ανάλυση των δύο Κ, για να φανούν οι διαφορές, να προβλεφθούν οι δυσκολίες όμως έτσι απλοποιείται ένα σύνθετο πρόβλημα (η πρόσκτηση του Κ2)

46 46 o Robert Lado από τους σημαντικότερος εκπροσώπους της CAH στο (Linguistics Across Cultures) λέει: Στη σύγκριση μεταξύ Γ1 (μητρικής γλώσσας) και Γ2 βρίσκεται το κλειδί που διευκολύνει ή δυσχεραίνει την εκμάθηση των ξένων γλωσσών. Τα στοιχεία της Γ2 που μοιάζουν με στοιχεία της Γ1 θα είναι εύκολα για τον μαθητή, ενώ εκείνα που διαφοροποιούνται θα είναι δύσκολα.

47 47 παράλληλα το διδακτικό υλικό περιλάμβανε 4 στάδια: α. περιγραφή των συστημάτων των δύο γλωσσών (Γ1-Γ2) β. επιλογή των γλωσσικών στοιχείων τα οποία θα συγκριθούν (όχι όλα τα στοιχεία-υποκειμενισμός) γ. σύγκριση, για να φανούν οι διαφορές δ. πρόβλεψη των λαθών που θα γίνουν από τους μαθητές και προτάσεις διόρθωσής τους π.χ. στον τομέα της προφοράς της Γ2 πρέπει να προβλεφθεί η παρεμβολή του φωνολογικού συστήματος της Γ1, πβ. ύπαρξη παχιών συριστικών

48 48 μια πιο ήπια εκδοχή της CAH όχι εκ των προτέρων πρόβλεψη των λαθών, αλλά εκ των υστέρων διόρθωσή τους

49 49 H CAH δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν εξαιρέσει κανείς τη φωνολογία όποιος μαθαίνει μια ξένη γλώσσα προσαρμόζει συνήθως το φωνολογικό της σύστημα στη μητρική του άρα έχουμε τη δυνατότητα να προβλέψουμε την παρεμβολή και να την αποτρέψουμε και το ότι υπήρξε η πρώτη ουσιαστικά μορφή εφαρμοσμένης γλωσσολογίας

50 50 Η θεωρία του «Ενδιάμεσου ή Μεταβατικού Γλωσσικού Συστήματος» (interlanguage), αρχές ’70 θεωρεί την πρόσκτηση της ξ.γ. διαδικασία διαδοχικών υποθέσεων τις διατυπώνει ο μαθητής σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του Κ2 η θεωρία αυτή αποδεκτή σχεδόν από όλους έχει σχέση με τη στρατηγική που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να αφομοιώσουν την Γ2 βαθμιαία και προοδευτικά διευρυνόμενη σύλληψη του συστήματος και της λειτουργίας του

51 51 Όπως και στον Κ1 το άτομο στηριγμένο στις εμπειρίες του διατυπώνει υποθέσεις για τη συστηματική υπόσταση του Κ2 και τις επαληθεύει διά της «δοκιμής και της πλάνης» οι διαδικασίες αυτές διαισθητικές, όχι συνειδητές τα «λάθη» έχουν συστηματικό χαρακτήρα οφείλονται στον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται το σύστημα

52 52 Τα στάδιά του είναι: (Corder 1973) 1. το στάδιο των τυχαίων λαθών ή το πρωτο- συστηματικό στάδιο. τα (πολλά) λάθη του μαθητή δεν έχουν συστηματικό χαρακτήρα, δεν έχει ακόμα κατανοήσει το σύστημα του Κ2, διαισθητικά προσπαθεί να λειτουργήσει εδώ σημειώνονται πολλές παρεμβολές ανάλογα και με την προσωπικότητα των υποκειμένων

53 53 2. το πρώιμο συστηματικό στάδιο όπου ο μαθητής αρχίζει να συστηματοποιεί τη γλωσσική του παραγωγή. Διαμορφώνει μια απλοϊκή γραμματική με τις στοιχειώδεις αρχές και κανόνες λειτουργίας της Γ2 που δεν συμφωνούν πάντα με τις αρχές και τους κανόνες που πραγματικά διέπουν την Γ2 αδυνατεί να διορθώσει τα λάθη του, ακόμα κι αν του επισημαίνονται

54 54 3. το μεταβατικό συστηματικό στάδιο όπου ο μαθητής χρησιμοποιεί την Γ2 με μεγαλύτερη συνέπεια στον τομέα της γλωσσικής παραγωγής οι αρχές λειτουργίας του Κ2 δεν έχουν ακόμα εσωτερικευθεί, αλλά γλωσσική του παραγωγή αποδεκτή και βελτιώνεται με ταχύ ρυθμό, διορθώνει μόνος του τα λάθη του ―και τα πιο απαιτητικά

55 55 4. το σταθεροποιημένο συστηματικό στάδιο όπου ο μαθητής έχει εσωτερικεύσει το σύστημα Κ2 κάνει λιγότερα λάθη πλέον το κυριότερο, διαθέτει την ικανότητα της αυτοδιόρθωσης, χωρίς να περιμένει τις αντιδράσεις των συνομιλητών του

56 56 Συμπερασματικά, η θεωρία του ενδιάμεσου (ή μεταβατικού συστήματος) ευρέως αποδεκτή η βελτίωση της ικανότητας του μαθητή όχι διόρθωση μεμονωμένων «λαθών» αλλά ανάπτυξη συνθετότερων στρατηγικών με στόχο την αναπροσαρμογή και αναδόμηση του γλωσσικού συστήματος

57 57 Διάκριση μεταξύ δεύτερης και ξένης γλώσσας δεύτερη ή ξένη, για τους περισσότερους το ίδιο αφού, κάθε γλώσσα που διδάσκεται ή μαθαίνεται μετά τη μητρική συνιστά έναν νέο κώδικα άρα είναι χρονολογικά μεταγενέστερος αλλά και αξιολογικά υποδεέστερος αφού μπαίνει σε δεύτερη θέση σε σχέση με τη μητρική γλώσσα και εμφανίζεται ως ένα ενιαίο σύστημα που χαρακτηρίζεται

58 58 όπως κι αν διδαχθεί ο Κ2 πάντοτε θα είναι κάτι διαφορετικό από τη Γ1 και θα είναι είτε δεύτερη (second language) είτε ξένη (foreign language) γλώσσα. τελευταία αναθεωρείται αυτή η ταύτιση, καθώς

59 59 H εκμάθηση μιας γλώσσας εκτός της Γ1 είναι δυνατόν: 1. να συντελείται σε περιβάλλον όπου αυτή συνιστά το φυσικό μέσο επικοινωνίας και ο μαθητής έχει τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιεί επικοινωνιακά και να βιώνει άμεσα τον τρόπο και τις πολιτισμικές αξίες που αυτή εμπεριέχει. π.χ. ένας ξένος που ζει μόνιμα στην Κύπρο και μαθαίνει τα κυπριακά ή τα ελληνικά (δεύτερη)

60 60 είναι δυνατόν: 2. να συντελείται σε περιβάλλον όπου αυτή χρησιμοποιείται ευρέως για ειδικές χρήσεις (γλώσσα εμπορίου, εκπαίδευσης, οικονομίας κ.λπ.) π.χ. Ινδοί οι οποίοι χρησιμοποιούν τα αγγλικά στη χώρα τους (πρώην βρετανική αποικία)/δεύτερη 3. να συντελείται σε περιβάλλον όπου αυτή δεν χρησιμοποιείται καθόλου και ο μαθητής δεν έχει καθόλου ευκαιρίες να τη χρησιμοποιήσει π.χ. Κινέζος στην Κίνα μαθαίνει ελληνικά/ξένη γλώσσα

61 61 σύμφωνα με αυτά στις περιπτώσεις 1 και 2 το περιβάλλον υποβοηθεί τη διδασκαλία, δεύτερη γλώσσα στην 3 μόνο η αίθουσα διδασκαλίας, ξένη γλώσσα η διάκριση χρήσιμη για τους διδάσκοντες διαφοροποίηση τη μεθοδολογία και τις στρατηγικές π.χ. η ελληνική όχι με τον ίδιο τρόπο σε γερμανούς μαθητές που ζουν στην Ελλάδα (εμπειρίες από το περιβάλλον έξω από το σχολείο) και σε γερμανούς μαθητές που ζουν στη Γερμανία

62 62 τέλος


Κατέβασμα ppt "Διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google