Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ - ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ - ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Α΄ : ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ - ΧΩΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2010–2011, ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011 Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ : ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ : ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ, καθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.

2 ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Μάθημα 3 ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ Η Πόλη και οι Αποκάτω The City and the Grassroots, Manuel Castells , 1983 Επιλογή, μετάφραση αποσπασμάτων : ΕλένηΠορτάλιου (Συνέχεια από το Μάθημα 2) Urban Social Movements The City after Castells, Stuart Lowe , 1986 Πού Έχουν Πάει τα Aστικά Kινήματα ; C.C. Pickvance , 1995 Tο Δικαίωμα στην Πόλη σύμφωνα με την προσέγγιση του Ηenry Lefebvre Χώρος και Πολιτική στη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση από το έργο « For Space » της Doreen Massey Κομμουνάροι, 1871

3 Η Πόλη και οι Αποκάτω The City and the Grassroots,
Manuel Castells, 1983 Συμπέρασμα : Η Ιστορική Παραγωγή του Αστικού Νοήματος Η ιστορική μας επισκόπιση έχει δείξει την κρίσιμη σημασία των κοινωνικών κινημάτων στην εξέλιξη των πόλεων σε μια ποικιλία πολιτιστικών και πολιτικών συμφραζομένων. Έχει, επίσης, δώσει έμφαση στο ρόλο που έπαιξαν τα αστικά θέματα στη διαμόρφωση της διαδικασίας της συλλογικής κινητοποίησης, που έχει διαμορφώσει τον κύκλο της ιστορίας. Έχει, επίσης, γίνει φανερή μια στενή σχέση ανάμεσα στις πόλεις και τους ανθρώπους, αφ’ ης στιγμής οι άνθρωποι έχουν φτιάξει και είναι ακόμα αυτοί που φτιάχνουν τις πόλεις και οι πόλεις είναι μια ουσιαστική πρώτη ύλη στην παραγωγή της ανθρώπινης εμπειρίας. Ορισμένες συμπερασματικές παρατηρήσεις στα μεταβαλλόμενα πρότυπα των σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνική διαμαρτυρία και την αστική εξέλιξη: Πρώτ’ απ’ όλα υπάρχει, ταυτόχρονα, μια στενή σύνδεση και μια καθαρή διάκριση ανάμεσα στη δυναμική των κοινωνικών τάξεων και τη διαμόρφωση και το αποτέλεσμα των αστικών κοινωνικών κινημάτων. Αν η παρατήρηση για τη σύνδεσή τους είναι κλασική, η παρατήρηση για την ισχυρή διάκριση είναι σαφώς ένα ασυνήθιστο συμπέρασμα. Από τα πέντε μεγάλα κινήματα, που μελετήσαμε, μόνο η Απεργία των Ενοικίων της Γλασκόβης εμφανίζεται ως έκφραση ενός κοινωνικού κινήματος βασισμένου στην εργατική τάξη. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η αστική κινητικότητα ή έφερε κοντά διάφορες τάξεις, όσον αφορά τη θεώρηση της πόλης, είτε εξέφρασε ένα πολιτιστικό υποσύνολο ανθρώπων, που οργανώθηκε γύρω από αταξικές γραμμές και κινητοποιήθηκε γύρω από θέματα που μόνο έμμεσα σχετίζονται με την ταξική εξουσία. Έτσι, ούτε η εξομοίωση των αστικών συγκρούσεων με τον ταξικό αγώνα ούτε η πλήρης ανεξαρτησία των δύο διαδικασιών της κοινωνικής αλλαγής μπορούν να σταθούν.

4 Αντίθετα, μόνο εστιάζοντας στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στην κοινωνική δυναμική του ταξικού αγώνα και την αστική δυναμική, της οποίας το περιεχόμενο μπορεί να επαναπροσδιοριστεί σε κάθε ιστορική κατάσταση, μπορούμε να αντιληφθούμε την κοινωνική αλλαγή μ’ έναν περιεκτικό τρόπο. Περαιτέρω, η ιεραρχία του καθορισμού ανάμεσα στις τάξεις και τις πόλεις ποικίλει σύμφωνα με κάθε ιστορικό σχηματισμό. Στη Γλασκόβη, όπως στη διαδικασία της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης, η σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο καθόρισε άμεσα την εξέλιξη της πόλης. Δεν ήταν αυτή η περίπτωση της Καστίλλης, όπου οι πόλεις ενήργησαν όπως ενήργησαν σε απάντηση στη διαμόρφωση του απολυταρχικού κράτους· ούτε ήταν αυτή η περίπτωση στις κεντρικές περιοχές των Αμερικανικών πόλεων, όπου τα συσσωρευμένα γκέτο ήταν πρωταρχικές πηγές της κοινωνικής αντίδρασης στα μοντέλα των ταξικών σχέσεων. Το πρώτο μάθημα του ιστορικού μας οδοιπορικού είναι η ανάγκη να αναλύσουμε χωρικά τις πόλεις και τις τάξεις για να καταλάβουμε τη σύνδεση ανάμεσα στα δύο και να δώσουμε ταυτότητα στις παραλλαγές, στη λειτουργία και τις μορφές της αμοιβαίας τους επίδρασης.

5 Η δεύτερη σημαντική παρατήρηση αφορά τον αποφασιστικό ρόλο των γυναικών σε πολλά από τα αστικά κινήματα που μελετήσαμε. Μόνο οι Communidades της Καστίλλης, που τις χωρίζουν πολλοί αιώνες από τις άλλες εμπειρίες, φαίνεται να έχουν υποστηριχθεί κυρίαρχα από άνδρες ( αν και η τελευταία ηγέτις της τελευταίας Communidad του Τολέδου ήταν γυναίκα, η Dona Maria Pacheco…). Στα κέντρα των Αμερικανικών πόλεων οι γυναίκες ήταν εξίσου παρούσες με τους άνδρες και στα άλλα κινήματα έπαιξαν ηγετικό ρόλο. Υποθέτουμε ότι υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των αστικών θεμάτων και τον ρόλο των γυναικών σ’ αυτά τα κινήματα… Μέσα στην ιστορία, η ανδρική κυριαρχία έχει οδηγήσει στη συγκέντρωση και την ιεραρχία των κοινωνικών στόχων : παραγωγή, πόλεμος και πολιτική και θρησκευτική εξουσία – η ραχοκοκαλιά της κοινωνικής οργάνωσης – έχουν επιφυλαχθεί για τους άνδρες. Όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή η τεράστια ποικιλία της ανθρώπινης εμπειρίας, από τη γέννηση των παιδιών και την οικιακή εργασία μέχρι τη συναισθηματική ευχαρίστηση και την ανθρώπινη επικοινωνία, έχουν αποτελέσει την επικράτεια των γυναικών. Οι άνδρες ανέλαβαν το κράτος και άφησαν τη φροντίδα της πολιτικής (αστικής) κοινωνίας στις γυναίκες. Οι περισσότεροι αστικοί αγώνες, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, έχουν πολλές όψεις, εμπλέκοντας θέματα πέραν εκείνων της παραγωγικής διαδικασίας και ευρύτερα από τη μάχη κατάληψης των μηχανισμών της εξουσίας.

6 Ο ρόλος των γυναικών, ως οργανωτικών συντελεστών της κοινωνικής ζωής, εκτείνεται στη μάχη για μια καλύτερη ή καλύτερα για μια εναλλακτική μορφή ζωής. Το ενδιαφέρον τους για μια ποικιλία θεμάτων, που είναι ορισμένες φορές μακριά από την άμεση πολιτική εργαλειακότητα, δημιουργεί μια προκατάληψη από την πλευρά των ανδρών να αποδεχθούν τον ηγετικό ρόλο των γυναικών σ’ αυτούς τους αγώνες και, πιο σημαντικό, να καλέσουν τις γυναίκες σε συμμετοχή για την άμυνα ή το μετασχηματισμό ενός κόσμου του οποίου το νόημα συνδέεται στενά με τις καθημερινές ζωές… Υπάρχει μια άμεση σύνδεση ανάμεσα στις γυναίκες και την πόλη, ανάμεσα στα αστικά κινήματα και τα κινήματα για την απελευθέρωση των γυναικών. Η ιστορική μας έρευνα έχει αποκαλύψει τον βασισμένο στις γυναίκες χαρακτήρα ορισμένων σημαντικών αστικών κινημάτων. Η μελέτη μας πρέπει να ερευνήσει το ζήτημα της δυσκολίας μετάβασης από εκείνα τα κινήματα σε κινήματα προσανατολισμένα στο μετασχηματισμό της γυναικείας συνθήκης.

7 Ένα τρίτο συναφές θέμα της ιστορικής μας ανάλυσης είναι η σύνδεση ανάμεσα στα αστικά κοινωνικά κινήματα και την πολιτική άσκηση της δημοκρατίας των αποκάτω, είτε ως συμπληρωματικών είτε ως εναλλακτικών οργανισμών προς τους κρατικούς θεσμούς. Τα κινήματα που ήταν πρωταρχικά πολιτικά, όπως οι κομμούνες της Καστίλλης και του Παρισιού, οργανώθηκαν στη βάση συνοικιακών επιτροπών άμεσα συνδεδεμένων με το δημοτικό κοινοβούλιο και αγωνίστηκαν για ένα πολιτικό μοντέλο στο οποίο η μόνιμη και ενεργή συμμετοχή των πολιτών θα μπορούσε να εξασφαλιστεί. Η οργάνωση των ενοικιαστών στη Γλασκόβη, επίσης, έδωσε έμφαση στο ρόλο των επιτροπών των αποκάτω και η Αμερική στη 10ετία του ’60 ενθάρρυνε μια πολλαπλότητα μορφών μαχητικών οργανώσεων γειτονιάς που διεκδικούσαν συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των τοπικών κυβερνητικών θεσμών. Αν και οι inquilinarios της Βερακρούζ είχαν λίγο εκτιμήσει τις δημοκρατικές εκλογές, όλα τα άλλα κινήματα επέμειναν στα αιτήματά τους για δημοκρατικό κράτος, πιέζοντας για την αποκέντρωση της εξουσίας και για την επαύξηση της τοπικής αυτονομίας. Η πολιτική διάσταση των αστικών κινημάτων εμφανίζεται να είναι σε ανοιχτή αντίθεση με το κεντρικό κράτος, με τις απολυταρχικές τάσεις και με τις απομονωμένες γραφειοκρατίες.

8 Τέταρτον, τα κινήματα δεν ήταν μόνο βασισμένα στο αστικό αλλά και προσανατολισμένα σ’ αυτό. Αυτό σημαίνει ότι σε όλες τις καταστάσεις, με την εξαίρεση του 16ου αι. στην Καστίλλη, τα κινήματα πυροδοτήθηκαν εν μέρει από την κρίση της κατοικίας και των αστικών υπηρεσιών…Αλλά γνωρίζουμε ότι οι κοινωνικές κινητοποιήσεις δεν είναι μηχανικές αντιδράσεις σε ιστορικά κίνητρα. Γιατί για να αντιδράσουν οι άνθρωποι ενάντια στα υψηλά ενοίκια ή την καταστροφή των γειτονιών τους έπρεπε να βρίσκονται ήδη σε μια κατάσταση στην οποία το αστικό περιβάλλον ήταν το κοινωνικό πλαίσιο και τα απρόσιτα ενοίκια η προϋπόθεση οργάνωσης της ζωής τους. Σε όλες τις περιπτώσεις βρισκόμαστε σε μια κατάσταση γρήγορης αστικοποίησης, όπου ένας ξεριζωμένος πληθυσμός ωθήθηκε στην πόλη και μετά πιέστηκε από συνεχείς μετατοπίσεις, σύμφωνες με τις μεταβολές της αγοράς γης και ακινήτων ( real estate market ). H αντίδραση ενάντια στην αύξηση των ενοικίων εξέφραζε την αντίσταση ενάντια στην εμπορευματοποίηση της υλικής βάσης της καθημερινής ζωής. Η μάχη για τη διατήρηση των λαϊκών γειτονιών ενάντια στα σχέδια του Ωσμάν ή τις μπουλντόζες της Αμερικανικής κυβέρνησης ήταν η αντίσταση στο δεσποτισμό του κράτους πάνω στην κοινωνική ύπαρξη στην πόλη.

9 Και στα δύο επίπεδα οι άνθρωποι αντιδρούσαν όχι μόνο ενάντια στην οικονομική τους εκμετάλλευση αλλά και ενάντια στην άρνηση από το σύστημα να τους επιτρέψει να σταθεροποιήσουν και να κτίσουν νέες κοινωνικές κοινότητες,. Έτσι η διαδικασία της αστικοποίησης οδήγησε σε μια κοινωνικοποίηση των συνθηκών της κατανάλωσης που συναντήθηκε με τη συλλογική δράση ενάντια στην προσανατολισμένη στο κέρδος οργάνωση της παραγωγής και διανομής των αστικών υπηρεσιών. Το ξερίζωμα των περισσότερων νεοαφιχθέντων στον αστικό χώρο αντιμετωπίστηκε από κατοίκους που ήθελαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή ενάντια στον αγοραίο νόμο της κινητικότητας στο χώρο σύμφωνα με τις μεταβολές του κέρδους. Και η εφαρμογή του νέου αστικού συστήματος από ένα κράτος που μετασχηματίστηκε σε σχεδιαστή της πόλης, αντιμετωπίστηκε με την αυξανόμενη αντίσταση από τους κατοίκους, που υπερασπίστηκαν τις γειτονιές τους. Ενώ η πρώτη γραμμή της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης καλύφθηκε από τον αγώνα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία για τη διανομή του προϊόντος και τον σχηματισμό του κράτους, τα μετόπισθεν των αναπτυσσόμενων πόλεων ήταν η σκηνή μιας πεισματικής, συχνά αγνοημένης αντίστασης από τους κατοίκους για να διατηρήσουν την αυτονομία τους στις εστίες τους και το νόημα στις κοινότητές τους.

10 Το πέμπτο στοιχείο που προκύπτει από την ιστορική μας έρευνα είναι η σημασία του χώρου ως υλικής βάσης για όλες τις μορφές της κοινωνικής οργάνωσης. Η μεσαιωνική πόλη έγινε μια αυτόνομη πολιτικά ενότητα, προστατευμένη από τα τείχη της, των οποίων η στρατιωτική λειτουργία ήταν πράγματι σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη συμβολική έκφραση της θέλησης να είναι ελεύθερες. Η Κομμούνα του Παρισιού ήθελε η εδαφική της περιοχή να είναι απαγορευμένη στο στρατό έτσι ώστε οι αξίες της κοινωνικής προόδου και της πολιτικής δημοκρατίας να μπορούν να ανθίσουν σ’ ένα εύφορο αστικό έδαφος και να ισχυροποιηθούν αρκετά ώστε να αναλάβουν την ευθύνη του κόσμου. Οι inquilinarios της Βερακρούζ απέρριψαν την εξαρτημένη πόλη και συνεπώς είχαν την ελπίδα να εγκατασταθούν σ’ έναν άλλο χώρο, ως εάν ο φυσικός διαχωρισμός της αποικίας τους να ήταν ο μόνος καθοριστικός τρόπος για να αφήσουν την αστική κοινωνία που τόσο πολύ μισούσαν. Η εξέγερση των μαύρων γκέτο είχε το πλεονέκτημα της αστικής συγκέντρωσης ώστε να μετασχηματίσει τον χώρο του αποκλεισμού σε χώρο ελευθερίας, στον οποίο οι αυτόνομοι θεσμοί θα μπορούσαν να οικοδομηθούν και από τον οποίο θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί μια νέα σχέση εξουσίας. Ακόμα και οι εργάτες της Γλασκόβης, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για την υπεράσπιση των δικών τους συνθηκών ζωής παρά για την κατασκευή της πόλης, βασίστηκαν στο προστατευτικό σύνολο των εργατικών κοινοτήτων του Govan και Partick ώστε να δημιουργήσουν τις επιτροπές των ενοικιαστών, να οργανώσουν τον αγώνα τους και να συζητήσουν τους στόχους τους.

11 Αν έχει γίνει επί μακρόν αποδεκτό ότι ο χώρος είναι η έκφραση μιας δοσμένης κοινωνικής οργάνωσης, ο ρόλος της εδαφικής περιοχής στην παραγωγή των κοινωνικών μορφών έχει αντιμετωπιστεί λιγότερο σοβαρά από τους ερευνητές. Η αιτία είναι μια κατανοητή αντίδραση, την οποία συμμεριζόμαστε απόλυτα, ενάντια στην πρωτόγονη, φυσικά προσανατολισμένη προσέγγιση κάποιων ανθρωπο-οικολόγων, που αντιμετωπίζουν την κοινωνική συμπεριφορά με όρους πυκνότητας, προστριβής και απόστασης ως εάν οι άνθρωποι και τα ποντίκια να ήταν εναλλάξιμα πειραματικά υποκείμενα. Ακόμα, η έμφαση πάνω στον κοινωνικό και τον πολιτιστικό καθορισμό του χώρου πρέπει να συνδεθεί με την αναγνώριση του θεμελιακού ρόλου που έπαιξε η εδαφικότητα στη διαμόρφωση της κοινωνικής διαδικασίας. Πιο πέρα, ο αστικός χώρος είναι φορέας νοήματος με ιστορικούς όρους. Η στενή του σύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα, όπως αποκαλύφθηκε από την έρευνά μας, εκφράζει το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρειάζονται πάντα μια υλική βάση πάνω στην οποία να οργανώσουν την αυτονομία τους ενάντια στην κυριαρχία των πολιτικών μηχανισμών, που ελέγχουν τις σφαίρες της παραγωγής και της θεσμοθετημένης εξουσίας. Μόνο στην εχεμύθεια των σπιτιών τους, στη συνέργεια των γειτονιών, στην επικοινωνία των ταβερνών, στη χαρά των συναθροίσεων του δρόμου μπορούν να βρουν αξίες, ιδέες, σχέδια και, τελικά, αιτήματα που δεν συμμορφώνονται με τα κυρίαρχα κοινωνικά συμφέροντα. Ο έλεγχος στο χώρο είναι μια μείζων μάχη στον ιστορικό πόλεμο ανάμεσα στους ανθρώπους και το κράτος.

12 Οι παρατηρήσεις μας έχουν δώσει έμφαση στις κανονικότητες που απαντώνται μεταξύ των αστικών κοινωνικών κινημάτων, που συνέβησαν σε πολύ διαφορετικά ιστορικά περιβάλλοντα. Ενώ αυτές οι ομοιότητες θα μπορούσαν να κεντρίσουν μια υπόθεση με αναφορά σε μια γενική θεωρία των σχέσεων ανάμεσα στην πόλη και την κοινωνία, δεν θα έπρεπε να ερμηνεύονται ως σημεία μιας δι- ιστορικής κοινωνικής διαδικασίας, στην οποία ένα εξωτερικό « αστικό κοινωνικό κίνημα » αναπτύσσει την έμφυτη λογική του μέσω των αιώνων και διασχίζοντας τις κουλτούρες. Η αντίληψη και τα ευρήματά μας πράγματι υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη της ιστορίας, γιατί το πιο σημαντικό μάθημα, που μπορεί να ανασυρθεί από την έρευνα που παρουσιάστηκε σ’ αυτά τα κεφάλαια, είναι η ιστορική ποικιλία του κοινωνικού νοήματος της αστικότητας. Η μεσαιωνική πόλη ήταν, πάνω απ’ όλα, μια πολιτική κουλτούρα, ένα σχέδιο ενός νέου πολιτικού θεσμού. Αλλά η συζήτηση για την πόλη που έγινε στην Απεργία των Ενοικίων στη Γλασκόβη είχε μικρή συγγένεια με πολιτική αυτονομία και πολλά να συνεισφέρει στα καταναλωτικά αιτήματα των εργατών. Οι Παρισινοί κομμουνάροι προσπάθησαν να γενικεύσουν την αστική τους κουλτούρα ως μια ανώτερη μορφή κοινωνικής προόδου, ενώ η εξαρτημένη πόλη ήταν για τους inquilinarios η υλική έκφραση της ξένης κυριαρχίας και της ηθικής διαφθοράς. Το κοινωνικό περιεχόμενο της πόλης ως χωρικής μορφής και συνεπώς των αστικών θεμάτων, που υποβαστάζουν τις «κρίσεις» και τους αγώνες, είναι όλα ιστορικά καθορισμένα και συνεπώς ποικίλουν στους διάφορους τρόπους παραγωγής, στις διαφορετικές κουλτούρες και στα διαφορετικά στάδια της ιστορικής ανάπτυξης. Το νόημα της πόλης στον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, στην αρχαία Μεσοποταμία ή στο Αμερικάνικο γκέτο ήταν μια θεμελιακά διαφορετική κοινωνική πραγματικότητα, όχι μόνο επειδή τα προβλήματα ήταν διαφορετικά αλλά και γιατί ο ρόλος της χωρικής συγκέντρωσης του πληθυσμού και των λειτουργιών ήταν ιδιαίτερος σε κάθε ιστορικό περιβάλλον. Αυτό που στο Τολέδο ήταν η χωρική οργάνωση της πολιτικής δημοκρατίας μπορούσε να ήταν στη Βαβυλώνα η υλική οργάνωση του θρησκευτικού δεσποτισμού. Έτσι το κοινωνικό-πολιτιστικό νόημα του αστικού ( urbanism ) είναι ένα προϊόν της ιστορίας.

13 Αλλά ποιες είναι οι αρχές αυτού του προϊόντος ; Πως προκύπτει ένα ιδιαίτερο νόημα και συνεπώς ο καθορισμός των θεμάτων, των προβλημάτων, των κρίσεων και των αγώνων, που παράγονται στις πόλεις σε κάθε ιστορικό περιβάλλον; Έχουμε απαντήσει εμπειρικά αυτή την ερώτηση στα πέντε περιβάλλοντα που μελετήσαμε. Θα επιχειρήσουμε μια θεωρητική απάντηση σ’ ένα γενικό επίπεδο στο τελευταίο μέρος του βιβλίου όταν θα παραθέσουμε μια ευρύτερη θεωρία της αστικής κοινωνικής αλλαγής. Μπορούμε ακόμα να εισάγουμε εδώ τις αρχές αυτής της θεωρίας υπό το φως της ανάλυσης που παρουσιάσαμε σ’ αυτό το κεφάλαιο. Ο ιστορικός προσδιορισμός του αστικού νοήματος είναι συγκρουσιακός, ως αποτέλεσμα του αγώνα ανάμεσα σε ιστορικούς δράστες για τον έλεγχο της εξουσίας, των πόρων, του χώρου και των πολιτιστικών κατηγοριών, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μόνο εκείνα τα πράγματα που θεωρήθηκαν « παραγωγικά » από την κυρίαρχη τάξη ενός τρόπου παραγωγής αξιολογήθηκαν, ενώ κοινωνικά χρήσιμες, αλλά χωρίς αμοιβή, δραστηριότητες θεωρήθηκαν ασήμαντες. Ο καθορισμός της πόλης για κάθε κοινωνία είναι αυτός που οι ιστορικοί δράστες, που αγωνίζονται σε μια τέτοια κοινωνία, προσπαθούν να δημιουργήσουν. Αυτή η διαδικασία δεν είναι προφανώς ένα καθαρά υποκειμενικό θέμα με όρους αξιών, επιθυμιών και ευχών, αλλά καθορίζεται από τις παραγωγικές δυνάμεις, τη σχέση με τη φύση, τη θεσμική κληρονομιά και τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Αλλά στο επίπεδο της ιστορικής παραγωγής του ρόλου της πόλης στην κοινωνία τα πράγματα συνοψίζονται σ’ ένα ιδιαίτερο κοινωνικό σχέδιο ή σε σύνολα εναλλακτικών συγκρουόμενων σχεδίων, που ενεργοποιήθηκαν από κοινωνικά υποκείμενα. Και εδώ έγκειται ο πιο σημαντικός ρόλος των αστικών κοινωνικών κινημάτων, ακριβώς ο raison d’être τους ως διακριτού δράστη: είναι οι συλλογικές δράσεις που σκόπευσαν συνειδητά στο μετασχηματισμό του ρόλου της πόλης στην κοινωνία ή επαναπροσδιόρισαν το ιστορικό νόημα του «αστικού». Μ’ αυτή την έννοια όλα τα κινήματα που έχουμε μελετήσει είναι μείζονα αστικά κινήματα.

14 Οι Καστιλιάνοι comuneros προσπάθησαν να κάνουν την πόλη την εναλλακτική πολιτική μορφή της κατασκευής του μοντέρνου κράτους vis-à-vis με την εθνική οικοδόμηση της απόλυτης μοναρχίας. Οι Παριζιάνοι communards προσπάθησαν να συνδυάσουν την υπεράσπιση του λαού, την ελευθερία της Δημοκρατίας και την πρόοδο του ανθρώπινου είδους μέσω μιας δημοτικής επανάστασης, που θα μετασχημάτιζε την πόλη σ’ ένα αυτόνομο κέντρο για να εμπνεύσει την ομοσπονδία των απελευθερωμένων κοινοτήτων. Οι εργάτες της Γλασκόβης πίεσαν με επιτυχία το κράτος να παρέχει θεσμικά τα μέσα κατανάλωσης, τα οποία η καπιταλιστική αγορά δεν μπορούσε να παράγει στο επίπεδο που οι εργάτες θα μπορούσαν να πληρώσουν και κάτω από συνθήκες που μπορούσαν να αποδεχθούν. Η κατοικία έγινε δημόσια υπόθεση. Οι inquilinarios της Βερακρούζ προσπάθησαν να επιβιώσουν στην εξαρτημένη πόλη ενώ θεμελιακά την απέρριπταν και, τότε, πρότειναν μια αντι-πόλη σε μια περιφερειακή αποικία όπου θα μπορούσαν να επανακατασκευάσουν τον δικό τους κοινωνικό κόσμο. Και οι μαύροι της Αμερικής σταθεροποίησαν τα δικά τους γκέτο ενάντια στην απειλή της αστικής ανανέωσης για να διατηρήσουν την κοινωνική τους αυτονομία σε μια ρατσιστική κοινωνία και να χρησιμοποιήσουν τον ελεύθερο χώρο τους ως βάση για μια πολιτική αμφισβήτηση ώστε να κερδίσουν παραχωρήσεις από το θεσμικό σύστημα.

15 Ακόμα, η κοινωνική παραγωγή του αστικού νοήματος δεν είναι μια διαδικασία που εμπλέκει ένα μόνο δράστη. Έτσι τα αστικά σχέδια των κινημάτων που έχουμε αναλύσει συνιστούσαν αντιθετικά σχέδια σε σχέση με αυτά από τους κοινωνικούς ανταγωνιστές τους : την πόλη ως γραφειοκρατικό τόπο στην περίπτωση της ισπανικής μοναρχίας · στο Παρίσι, την πόλη ως πρωτεύουσα του κράτους, παροχέα υπηρεσιών για το κεφάλαιο και πηγή χρηματιστικής κερδοσκοπίας · στη Γλασκόβη, την πόλη ως ένα τόπο βιομηχανικής παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης · στη Βερακρούζ, την πόλη ως ένα ξένο εξαρτημένο εμπορικό κέντρο και ως κερδοσκοπική αγορά κατοικίας · στην Αμερική, την πόλη ως ένα καθοδηγητικό κέντρο και κοινωνικά ελεγχόμενη περιοχή για τις εθνικές μειονότητες. Το πραγματικό αστικό προϊόν, τόσο με όρους υλικής χωρικής δομής όσο και πολιτιστικής κατηγορίας, που αποδίδεται στην αστική σφαίρα, προέκυψε από την ιστορική διαδικασία της συνάντησης μεταξύ αυτών των ανταγωνιστικών σχεδίων, σύμφωνα με τις γραμμές που έχουμε περιγράψει για κάθε περίπτωση. Σίγουρα, η περιληπτική περιγραφή μας εδώ είναι πολύ σχηματική και θα ήταν αδύνατον να επανακατασκευάσουμε τον συνολικό μηχανισμό που συνδέει την ποικιλία των κοινωνικών δυνάμεων, που παρεμβαίνουν, με τις συγκεκριμένες αστικές μορφές που προκύπτουν στα πέντε ιστορικά περιβάλλοντα. Σκοπός μας σ’ αυτό το σημείο της ανάλυσης είναι απλά το να υπογραμμίσουμε μια ερευνητική προοπτική.

16 Είναι, επίσης, το να δείξουμε τον ιδιαίτερο ρόλο των κοινωνικών κινημάτων στην παραγωγή των αστικών μορφών και του αστικού νοήματος και να υπενθυμίσουμε ότι ο ρόλος τους δεν περιορίζεται στις δικές τους μεγάλες νίκες, που και μόνες τους θα ήταν εξαιρετικές, αλλά στην επίδραση που είχαν ακόμα και με ήττα. Τα διαρκή αποτελέσματά τους είναι παρόντα στα ρήγματα που δημιουργήθηκαν στην κυρίαρχη λογική, στους συμβιβασμούς που αποτυπώθηκαν στους θεσμούς, στις μεταβαλλόμενες πολιτιστικές μορφές της πόλης, στη συλλογική μνήμη των γειτονιών και, τελικά, στη συνέχιση της κοινωνικής συζήτησης περί του τι θα έπρεπε να είναι η πόλη. Η θεωρητική πρόκληση που έχουμε ανακαλύψει στο ιστορικό μας ταξίδι είναι : πως θα κατανοήσουμε την παραγωγή των πόλεων και του αστικού νοήματος ως μια συγκρουσιακή και πάντα ανοιχτή διαδικασία ανάμεσα στους ιστορικούς κοινωνικούς δράστες ; Αν αυτός ο μηχανισμός είναι πραγματικός, αν πραγματικά αντιπροσωπεύει την πηγή, που υποστηρίζει την κοινωνική αλλαγή και την κοινωνική αναπαραγωγή των αστικών συστημάτων, θα μπορούσαμε, επίσης, να ανακαλύψουμε μια ίδια λογική σε μια ποικιλία κοινωνικών συμφραζομένων, των οποίων η ιστορική εγγύτητα στον παρατηρητή θα κάνει δυνατή μια πιο συστηματική ανάλυση της διαδικασίας μέσω της οποίας οι άνθρωποι παράγουν τις πόλεις, όπως γράφουν την ιστορία.

17 Μια Δια-πολιτιστική Θεωρία της Κοινωνικής Αλλαγής
Μέρος 6 Μια Δια-πολιτιστική Θεωρία της Κοινωνικής Αλλαγής Εισαγωγή : Σε αναζήτηση μιας Θεωρίας Ο βασικός σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να προχωρήσει την κατανόησή μας της σχέσης ανάμεσα στις πόλεις και την κοινωνική αλλαγή. Όπως τέθηκε από την Εισαγωγή, οι μείζονες υποθέσεις που εμπνέουν την ανάλυση μας είναι : 1. Η πόλη είναι ένα κοινωνικό προϊόν που προκύπτει από τα συγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα και αξίες. 2. Επειδή τα κυρίαρχα κοινωνικά συμφέροντα έχουν θεσμοποιηθεί και ανθίστανται στην αλλαγή, οι μεγαλύτερες αλλαγές στο ρόλο της πόλης, το νόημα και τη δομή τείνουν να είναι το αποτέλεσμα της κινητοποίησης και των διεκδικήσεων των αποκάτω (του απλού λαού) : όταν αυτές οι κινητοποιήσεις επιδρούν στο μετασχηματισμό της αστικής δομής τις ονομάζουμε αστικά κοινωνικά κινήματα. 3. Ακόμα, η διαδικασία της αστικής κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να συρρικνωθεί στα αποτελέσματα που παράγονται πάνω στην πόλη από επιτυχή κοινωνικά κινήματα. Έτσι η θεωρία της αστικής αλλαγής πρέπει να λογαριάσει τον μετασχηματισμό που προκύπτει τόσο από τη δράση των κυρίαρχων συμφερόντων όσο και από την αντίσταση των αποκάτω και την αμφισβήτηση μιας τέτοιας κυριαρχίας. 4. Τελικά, αν και οι ταξικές σχέσεις και η ταξική πάλη είναι θεμελιώδεις στην κατανόηση της αστικής σύγκρουσης δεν είναι κατά κανένα τρόπο η μόνη ή ακόμα η πρώτη πηγή της αστικής κοινωνικής αλλαγής. Η θεωρία μας πρέπει να αναγνωρίσει άλλες πηγές αστικής κοινωνικής αλλαγής : ο αυτόνομος ρόλος του κράτους, οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, τα εθνολογικά και εθνικά κινήματα και τα κινήματα που αυτοπροσδιορίζονται ιδιαίτερα ως κινήματα πολιτών.

18 Η τεχνολογία per se ή η ίδια η δομή της οικονομίας δεν είναι η κατευθυντήρια δύναμη πίσω από τη διαδικασία της αστικοποίησης. Οι οικονομικοί παράγοντες και η τεχνολογική πρόοδος παίζουν ένα μείζονα ρόλο στη δημιουργία του σχήματος ή του νοήματος του χώρου. Αλλά αυτός ο ρόλος καθορίζεται, όπως και η οικονομία και η τεχνολογία, από την κοινωνική διαδικασία μέσω της οποίας το ανθρώπινο είδος οικειοποιείται τον χώρο και τον χρόνο και κατασκευάζει μια κοινωνική οργάνωση, που ακατάπαυστα αμφισβητείται από την παραγωγή νέων αξιών και την εμφάνιση νέων κοινωνικών συμφερόντων Δεν σκοπεύουμε να κατασκευάσουμε μια τυπική θεωρία της οποίας οι έννοιες και οι σχέσεις έχουν αξία για όλες τις κοινωνίες και τις πόλεις και η οποία αποκλείει σημαντικές προσαρμογές του γενικού της πλαισίου ως αποτέλεσμα της μοναδικότητας κάθε κοινωνικού περιβάλλοντος. Σκοπεύουμε, πάντως, να δημιουργήσουμε μια γενική άποψη της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις πόλεις, τις κοινωνίες και την ιστορική αλλαγή. Όταν αναζητήσαμε μελέτες περιπτώσεων για τα αστικά κινήματα ή την κοινοτική δράση βρήκαμε ένα τεράστιο αριθμό μονογραφιών, πολλές από τις οποίες έχουν συμπεριληφθεί στο εμπειρικό υπόβαθρο αυτού του βιβλίου. Αλλά όταν προσπαθήσαμε να εξερευνήσουμε πιο συστηματικά τη σύνδεση ανάμεσα στις πόλεις και την κοινωνική αλλαγή στη θεωρητική φιλολογία των κοινωνικών επιστημών, μπορέσαμε να βασιστούμε μόνο σε λίγες εμπειρίες, των οποίων τη συμβολή στο δικό μας πλαίσιο θα θέλαμε να κάνουμε ρητή πριν παρουσιάσουμε τη θεωρία μας, που αποτελεί η ίδια το προϊόν της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην έρευνα και την ανταλλαγή ιδεών και αναλύσεων, οι οποίες παρήχθησαν από άλλους συγγραφείς από διαφορετικές πνευματικές παραδόσεις.

19 Η έλλειψη ενός θεωρητικού σώματος... ερμηνεύεται από ορισμένες παραδόσεις.
…Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι η κλασική αστική κοινωνιολογία που οργανώθηκε γύρω από την παράδοση της Σχολής του Σικάγου ενδιαφερόταν (και ενδιαφέρεται) περισσότερο για τα προβλήματα της κοινωνικής ολοκλήρωσης παρά για το πρόβλημα της κοινωνικής αλλαγής, βλέποντας το τελευταίο, κυρίως, ως πηγή διάλυσης της εγκατεστημένης ηθικής τάξης. Αλλά η κλασική συνολιστική προσέγγιση της αστικής κοινωνιολογίας, που εύκολα ρέπει στη θεώρηση της κοινωνικής σύγκρουσης ως μια μορφή απόκλισης, δεν μπορεί πια να υποστηριχθεί σε μια νέα κατάσταση στην οποία η διαχείριση όλου του αστικού συστήματος από το κράτος έχει πολιτικοποιήσει τα αστικά προβλήματα και, έτσι, έχει μεταφράσει την κινητοποίηση των τοπικών κοινοτήτων σε μια νέα και σημαντική μορφή κοινωνικής αμφισβήτησης προς τις εγκαθιδρυμένες αξίες. Έχουμε αναπτύξει … μια κριτική των μεταφυσικών υποθέσεων του πλουραλιστικού παραδείγματος ( δηλαδή : του ορθολογικά προσανατολισμένου στο κέρδος ατόμου ως βάσης όλης της κοινωνικής οργάνωσης ) όπως και της ιστορικής ψευδαίσθησης της θεώρησης της πολιτικής διαδικασίας ως ανοιχτού παιχνιδιού όπου οι δράστες μπορούν να παίζουν, να χάνουν και να κερδίζουν χωρίς να βλέπουμε (παρά μ’ ένα πολύ μακρινό τρόπο ) τη σύνδεση των νόμων του παιχνιδιού με τους δομικούς νόμους και θεσμούς της κοινωνίας.

20 Η καλύτερη έκφραση αυτής της οπτικής είναι το κομψό μοντέλο που κατασκευάστηκε από τον Mancur Olson, για να εξηγήσει την ομαδική συμπεριφορά, στο βιβλίο που ορθά έχει γίνει ένα κόσμημα της νεοκλασικής θεωρίας στη δημόσια οικονομική επιστήμη, το The Logic of Collective Action. Το πρόβλημα του Olson δεν είναι λάθος – είναι απλά στον θεωρητικό Αντίποδα όσον αφορά τα ερωτήματα που θέτουμε σ’ αυτή την έρευνα. Ενδιαφερόμαστε να κατανοήσουμε το πώς οι πόλεις και οι κοινωνίες αλλάζουν στη βάση των συλλογικών σχεδίων και των κοινωνικών συγκρούσεων που γεννήθηκαν στην ιστορία. Ο Olson ενδιαφέρεται για το πώς το ορθολογικό άτομο μπορεί να κερδίσει πλεονέκτημα από τη συλλογική κινητοποίηση χωρίς να εμπλακεί τόσο πολύ σ’ αυτή. Πράγματι, υπάρχουν τρία είδη δραστών στην ιστορία : η κυρίαρχη ελίτ, οι δημιουργοί μιας νέας τάξης και οι εισοδηματίες κάθε κοινωνικής οργάνωσης. Τα ερωτήματά μας θέτουν το θέμα του πως και γιατί οι δημιουργοί αμφισβητούν τους κυρίαρχους και αφήνουμε τη μελέτη των εισοδημάτων στους νεοκλασικούς οικονομολόγους. Μολοταύτα, οι πιο πλουραλιστές θεωρητικοί δεν κάνουν αυτή την υπερβολικά μεταφυσική υπόθεση της ορθολογικότητας (με οικονομικούς όρους) και ατομικότητας των δραστών που παρεμβαίνουν σ’ ένα δοσμένο παιχνίδι. Περαιτέρω οι πιο περιεκτικοί εξ’ αυτών όπως ο Michael Lipsky ή ο John Mollenkopf, θεωρούν την κοινωνική διαμαρτυρία ως ένα μείζον στοιχείο στο μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος…Απ’ αυτή την άποψη η ευελιξία και το άνοιγμα του συστήματος θεωρούνται ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά, αναγκαία για τη διατήρηση της νομιμότητας των θεσμών και τη δυνατότητά τους να απαντούν σε νέες προκλήσεις, για να υιοθετήσουμε τους όρους του Gampson.

21 Ακόμα, αυτή η οπτική δεν μπορεί να εξηγήσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό με άλλο τρόπο παρά μέσω ενός βαθμιαίου μετασχηματισμού των κατεστημένων θεσμών, υπόθεση που απορρίπτεται από το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής εμπειρίας. Το πρόβλημα μ’ αυτή την οπτική, όταν αντιμετωπίζει τα κοινωνικά κινήματα, γενικά και τα αστικά κινήματα, ειδικά, είναι ότι τα θεωρεί με τους όρους της επίδρασης που μπορούν να έχουν στο πολιτικό σύστημα για το οποίο θεωρούνται ένα είδος βάσης σε μια ιεραρχική και αρχιτεκτονική προσέγγιση των πολιτικών θεσμών. Πράγματι, το κρίσιμο θεωρητικό στοιχείο, στο οποίο πρέπει να δώσουμε έμφαση εδώ, είναι η διάκριση των επιπέδων στην κοινωνική οργάνωση ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα και το πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα σκοπεύει στο κράτος, εξαρτάται από το κράτος και είναι μέρος του κράτους. Συνεπώς, σε κάποιο βαθμό, θεσμοποιεί ορισμένες μορφές κοινωνικής κυριαρχίας και αποδέχεται τους κανόνες της διαπραγμάτευσης μέσα σε τέτοιες μορφές. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, τα κοινωνικά κινήματα υπάρχουν, αναπτύσσονται και συνδέονται με την αστική κοινωνία και δεν περιορίζονται αναγκαστικά σ’ αυτή ή στους κανόνες του παιχνιδιού και τη θεσμοποίηση των κυρίαρχων αξιών και νορμών. Αυτό συμβαίνει γιατί τα κοινωνικά κινήματα είναι οι πηγές του κοινωνικού νεωτερισμού ενώ τα πολιτικά κόμματα ή συμμαχίες είναι τα όργανα της κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Όταν ένα κοινωνικό κίνημα είναι ταυτόχρονα κόμμα, αποτελεί ένα επαναστατικό κόμμα. Τότε η επανάσταση συμβαίνει ή το κόμμα είναι επαναστατικό μόνο στην ιδεολογία του. Δεν υπάρχει ιεραρχία ανάμεσα στα δύο είδη δραστών στην κοινωνική αλλαγή. Χωρίς κοινωνικά κινήματα, δεν θα εμφανιστεί καμμία αμφισβήτηση από την αστική κοινωνία ικανή να ταρακουνήσει του θεσμούς του κράτους μέσω των οποίων οι νόρμες ενισχύονται, οι αξίες διακηρύσσονται και ο χαρακτήρας διατηρείται. Χωρίς πολιτικά κόμματα και χωρίς ένα ανοιχτό πολιτικό σύστημα, οι νέες αξίες, τα αιτήματα και οι επιθυμίες, που γεννήθηκαν από τα κινήματα, όχι μόνο ξεθωριάζουν αλλά και δεν φωτίζουν την παραγωγή της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της θεσμικής αλλαγής.

22 Έτσι οι αδυναμίες της πλουραλιστικής θεωρίας είναι διπλές :
1. Τείνει να αγνοεί την αγκύρωση των πολιτικών δραστών σε μια γενικά αντιθετική δομή κοινωνικών συμφερόντων. Η θεωρία είναι, συνεπώς, ανίκανη να λάβει υπ’ όψιν τις προκαταλήψεις της διαπραγμάτευσης, τις διαφορετικές εξουσίες που διακυβεύονται και τις εγκαθιδρυμένες σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς δράστες. 2. Ακόμα και όταν το βασίλειο της πλουραλιστικής ανάλυσης χωρίζεται από τη μεταφυσική υπόθεση της ατομικής οικονομικής ορθολογικότητας και τα όρια του πολιτικού συστήματος εκτείνονται προς την κοινωνική διαμαρτυρία, το σημείο αναφοράς συνεχίζει να είναι το κράτος και η δυνατότητα διανομής της εξουσίας μέσα σε μια δοσμένη κοινωνική δομή. Μ’ αυτό τον τρόπο, η πλουραλιστική θεωρία δεν μπορεί ή δεν ενδιαφέρεται να κατανοήσει τον μετασχηματισμό της κοινωνικής δομής και των αξιών της και συνεπώς δεν μπορεί να μας προσφέρει μια θεωρία για τη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων

23 Με τον ίδιο τρόπο, η πολύ γνωστή έρευνα πάνω στα κοινωνικά κινήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή του Oberschall και της Roberta Ash, για παράδειγμα, αποδίδει προσοχή σ’ ένα φαινόμενο παραγνωρισμένο σε μεγάλο βαθμό από την κλασική κοινωνιολογία, δηλαδή το κοινωνικό κίνημα, αλλά το κάνει σε βάρος της άρνησής του ως αυθύπαρκτης πραγματικότητας και το ενσωματώνει άμεσα σε μια πολιτική διαδικασία που σκοπεύει θεμελιακά στο κράτος. Στην εισαγωγή του στην καλύτερη διαπολιτισμική συλλογή κειμένων από όλες τις σχολές σκέψεις πάνω στα κοινωνικά κινήματα και τη συλλογική δράση, ο Alberto Melucci αποδεικνύει καθαρά την αναγκαιότητα διατήρησης της αυτονομίας ανάμεσα στην ανάλυση της κοινωνικής δομής – αυτή των πολιτικών συστημάτων και των κοινωνικών κινημάτων. Και εγκαθιδρύει μια μείζονα διαφορά ανάμεσα στη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα. Μόνο στη βάση αυτών των διακρίσεων μπορούμε να μελετήσουμε την αμοιβαία επίδραση των πολιτικών συστημάτων στις κοινωνικές επαναστάσεις, την αλλαγή των επαναστάσεων σε κοινωνικά κινήματα και τη μεταρρύθμιση του κράτους, όπως και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας κάτω από την άμεση ή έμμεση επίδραση των κοινωνικών κινημάτων.

24 Η πνευματική μας μήτρα, η μαρξιστική παράδοση, μπορούσε να μας προσφέρει μικρή βοήθεια από τη στιγμή που εισήλθαμε στο αβέβαιο έδαφος των αστικών κοινωνικών κινημάτων. Με όρους του κλασικού μαρξισμού, η μείζων προσπάθεια από τον Henry Lefebvre, να ανασυστήσει την κύρια συμβολή των ιδρυτικών πατέρων σε μια ανάλυση της πόλης, δείχνει ότι τέτοιες συμβολές είναι περιορισμένες στη μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, ως χαρακτηριστικά των διαφορετικών τρόπων παραγωγής, που βασίζονται σε κάποια αποσπάσματα της Γερμανικής Ιδεολογίας και των Grundrisse Περιλαμβάνουν, επίσης, το φυλλάδιο του Ένγκελς που επιτίθεται στις μεταρρυθμίσεις της κατοικίας του κοινωνικού πατερναλισμού των αστών και την εντυπωσιακή, ερευνητική του μονογραφία πάνω στις συνθήκες ζωής της Αγγλικής εργατικής τάξης, με μια πολύ λεπτομερή μελέτη της βιομηχανικής πόλης του Μάντσεστερ, το Αλλά, όπως λέει ο Lefebvre, υπήρξε μια συρρίκνωση της μαρξιστικής σκέψης ακόμα και από τους Μαρξ και Ένγκελς επειδή, πιεσμένοι από τον επείγοντα στόχο της παραγωγής θεωρητικών εργαλείων για το εργατικό κίνημα και τις λαϊκές εξεγέρσεις, ωθούντο να τοποθετήσουν, ως επαναστάτες διανοούμενοι, τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την κυριαρχία από το κράτος στο προσκήνιο του έργου τους. Όπως γράφει ο Lefebvre, «η επαναστατική σκέψη θα γίνει επιφυλακτική. Η εστία της θα απομακρυνθεί και θα τοποθετηθεί στους χώρους της εργασίας και της παραγωγής. Δεν ήταν αυτή η οπτική ούτε η πρόβλεψη το Δεν θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας εκ των υστέρων συρρίκνωσης της μαρξιστικής επαναστατικής σκέψης που πραγματοποιήθηκε τον 20ο αιώνα ; »

25 Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια συρρίκνωση είχε τα διαρκή της αποτελέσματα σε κάθε προσπάθεια να ανανεωθεί η μαρξιστική σκέψη πάνω σε αστικά προβλήματα. Όταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60, τόσο ο Lefebvre όσο κι εμείς, δώσαμε προσοχή σε διαφορετικές ακόμα και αντιθετικές γραμμές, στην ανάγκη να εισάγουμε την ανάλυση της ταξικής σύγκρουσης σ’ ένα νέο βασίλειο προβλημάτων με την ταυτότητα των αστικών, αναπτύσσοντας έτσι τη μαρξιστική θεωρία, παρατηρήσαμε με ευχαρίστηση την επέκταση, πρώτα στη Γαλλία και αργότερα σε άλλες χώρες, μιας μεγάλης ερευνητικής προσπάθειας σ’ αυτή τη κατεύθυνση. Αυτό δεν συνέβη αναγκαστικά γιατί η έκκληση μας ήταν τόσο ισχυρή ή επηρέασε αλλά περισσότερο γιατί ήταν ο σωστός χρόνος. Οι αναπτυσσόμενες αστικές αντιθέσεις και συγκρούσεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες απαίτησαν ένα φρεσκάρισμα των κυρίαρχων ρευμάτων της αστικής θεωρίας.

26 Γιατί θα έπρεπε το θέμα μας να είναι αστικά κοινωνικά κινήματα ; Επιπροσθέτως προς τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν στην εισαγωγή αυτού του βιβλίου, να θυμηθούμε απλά το ότι οι αυξανόμενες αντιθέσεις στη διαδικασία της αστικοποίησης, ο αυξανόμενος αριθμός των κοινωνικών συγκρούσεων, που σκόπευαν στις αστικές πολιτικές και το έμβρυο κάποιων ισχυρών αστικών διαμαρτυριών, στην αρχή της δεκαετίας του ’70, μας οδήγησε να πιστεύουμε ότι μια νέα μορφή κοινωνικής πάλης γεννιόταν, πεποίθηση που μεγάλωσε επειδή δεν αντιμετωπίζαμε ξεχωριστά την ανάπτυξη των αστικών αντιθέσεων και την εμφάνιση νέων κοινωνικών δραστών. Πιο πέρα, επειδή το διανοητικό μας ενδιαφέρον είναι να καταλάβουμε την πόλη ως κοινωνική διαδικασία και η οπτική μας συνδέει την οργάνωση της κοινωνίας με τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης κοινωνικής αλλαγής, προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στη διαμόρφωση των κοινωνικών κινημάτων, τα οποία σκόπευσαν στην πόλη, για να συμβάλλουμε σε μια γενική γνώση για τις νέες υλικές μορφές της κοινωνικής μας ζωής. Μπορέσαμε να αποτιμήσουμε ένα τεράστιο ποσό εμπειρίας και πληροφορίας για να επιχειρήσουμε αυτό τον στόχο αλλά μπορέσαμε να στηριχθούμε μόνο σ’ ένα περιορισμένο θεωρητικό υποστηρικτικό υλικό. Το έργο του Lefebvre για την αστική επανάσταση ήταν πολύ διεγερτικό χωρίς να δίδει εργαλεία έρευνας δεδομένου του θεωρητικού χαρακτήρα αυτής της φιλοσοφικής οπτικής. Η ευαίσθητη ανάλυση του Richard Sennet για τη σύνδεση ανάμεσα στα πολιτιστικά συμφραζόμενα και τις αστικές μορφές ήταν σίγουρα αποφασιστική στην ανάπτυξη της υπόθεσής μας ανάμεσα στη δημόσια επικράτεια και την ιδιωτική σφαίρα, ενσωματώνοντας μια από τις πιο βασικές ιστορικές συζητήσεις που εμπλέκουν τα αστικά κοινωνικά κινήματα.

27 Το τελευταίο βιβλίο των Jean Remy και Liliane Voye ,Ville, Ordre et Violence, ήταν μια πηγή έμπνευσης πάνω στο ρόλο της εδαφικότητας στην κοινωνική οργάνωση. Το κλασικό βιβλίο του Neil Smelser, Theory of Collective Behavior, βοήθησε την κατανόησή μας των κοινωνικών κινημάτων ως συντελεστών του κοινωνικού μετασχηματισμού, ιδιαίτερα το κεφάλαιο πάνω σ’ αυτό που ονομάζει «προσανατολισμένο στην αξία κίνημα», ενώ μας αποθαρρύνει από το να αναζητήσουμε στον φονξιοναλισμό μια νέα πνευματική αντίληψη που αισθανθήκαμε ότι έλειπε από τον Αλτουσεριανο κύκλο. Το μεγάλο εμπειρικό έργο του Charles Tilly, βοήθησε σημαντικά στην τυπολογία μας των αστικών κινημάτων και μας έπεισε για την ανάγκη να δώσουμε έμφαση στο συγκριτικό χαρακτήρα της ανάλυσης της θεωρίας μας, μέσω της ιστορίας. Η άξια κριτική του Ira Katznelson, στο τελευταίο του βιβλίο, μας πρόσφερε το έργο βάσης για την προσπάθεια να ολοκληρώσουμε τα γενικά χαρακτηριστικά της αστικής κοινωνικής αλλαγής και το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται τα κινήματα. Το έργο των Norman και Susan Fainstein, Urban Political Movements, επέσυρε την προσοχή στη σημασία του ελέγχου της κοινότητας και μας έκανε ικανούς να δούμε τη σύνδεσή του με το πιο γενικό θέμα της αυτοδιαχείρησης, ενός από τους κρίσιμους στόχους που τέθηκαν από τα νέα κοινωνικά κινήματα.

28 Οι John Rex και Robert Moore με το πρωτοποριακό τους βιβλίο Race, Community and Conflict, έθεσαν το έδαφος για την αντίληψή μας των σχέσεων ανάμεσα στην εθνότητα, την τάξη και την κοινότητα, κάτι που δύσκολα θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε από την εμπειρία μας στη Γαλλία. Οι συνεχείς παρατηρήσεις από τον Chris Pickvance πάνω στις αντιφάσεις των τυπικών μας μοντέλων για τη μελέτη των αστικών κινημάτων, μας βοήθησαν να σπάσουμε τους τελευταίους δεσμούς της καθήλωσής μας με τον φορμαλισμό. Η εμμονή του Jordi Borja στην αντιμετώπιση των αστικών κινημάτων και της αστικής δομής με συγκριτικούς θεωρητικούς όρους, ανέδειξε το κρίσιμο θεωρητικό και μεθοδολογικό ερώτημα που έπρεπε να λυθεί. Η προσεκτική μας μελέτη του magnum opus του Kevin Lynch μας έδωσε μια διανοητική βάση για τη δημιουργία της σύνδεσης ανάμεσα στη μελέτη της ιστορικής αλλαγής και το νόημα των αστικών μορφών. Το ερευνητικό σεμινάριο που δώσαμε με τον Claude Fischer στο Berkley, την Άνοιξη του 1981, μας έδωσε ένα διάλογο με μια διαφορετική παράδοση της αστικής κοινωνιολογίας, που οδήγησε στην τελική διαμόρφωση των ιδεών μας.

29 Πάντως, το θεωρητικό πλαίσιο που έχουμε προσπαθήσει να κατασκευάσουμε χρεώνεται κυρίως στην πιο συστηματική και πλήρη μελέτη που αναλήφθηκε ποτέ πάνω στα κοινωνικά κινήματα σε όλη την κοινωνιολογία - αυτή του Alain Touraine. Βασιζόμαστε σ’ αυτόν, για παράδειγμα, για τον προσδιορισμό του κοινωνικού κινήματος ως … « της οργανωμένης συλλογικής δράσης μέσω της οποίας ένας ταξικός δράστης αγωνίζεται για τον ιστορικό καθορισμό της ιστορικότητας σε ένα δεδομένο ιστορικό σύνολο ». Αλλά δεν βλέπουμε κανένα λόγο στο να βασίζεται ένα κοινωνικό κίνημα σε μια ταξική κοινωνική σχέση : είτε επεκτείνουμε υπερβολικά την ιδέα της τάξης ή πρέπει να απορρίψουμε τη συλλογική δράση ως κοινωνικό κίνημα, γιατί υπάρχουν πολλές τέτοιες δράσεις – το φεμινιστικό κίνημα για παράδειγμα – που χωρίς να βασίζονται στην τάξη έχουν μεγάλες συμβολές στον επαναπροσδιορισμό των στόχων και των αξιών μιας κοινωνίας. Ακόμα ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι η σύγκλισή μας με την οπτική του Touraine πηγάζει περισσότερο μέσα από διανοητική αλληλεπίδραση και διάλογο χρόνων πάνω στο έργο του και λιγότερο από την εμπιστοσύνη στην σε μεγάλο βαθμό σχηματοποιημένη και με ακρίβεια ορισμένη θεωρία του. Θα μπορούσαμε να πούμε, πράγματι, ότι αρχίζουμε με ίδιες ερωτήσεις για την κοινωνία και τα κοινωνικά κινήματα και έχουμε το πλεονέκτημα της εμπειρίας του στην ανάπτυξη νέων ιδεών και μεθόδων για την προσέγγιση ενός προβλήματος, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε πρακτικά τη θεωρία του. Ο κύριος λόγος γι’ αυτή την επιφυλακτική στάση είναι ότι νομίζουμε ότι η θεωρία του Touraine είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο και ότι είναι ο μόνος πραγματικά ικανός, σ’ αυτό το σημείο, να εκτελέσει τα πειράματα για τον έλεγχό της.

30 Συνεπώς, ενώ είμαστε ισχυρά επηρρεασμένοι από την προσέγγιση των κοινωνικών κινημάτων που προτείνεται από τον Touraine και, πιο γενικά, της κοινωνιολογίας, η θεωρία που θα επεξεργαστούμε σ’ αυτό το μέρος, συνθέτοντας τους θεωρητικούς υπαινιγμούς που αποκτήθηκαν μέσω των εμπειρικών μας μελετών, δεν είναι μια εφαρμογή της θεωρίας των κοινωνικών κινημάτων, όπως προτείνεται από τον Touraine. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτουμε την αξιόλογη διδασκαλία του Touraine αλλά ότι απλά αρνούμαστε να τον καταστήσουμε υπεύθυνο για τη δική μας σύνθετη ανάγνωση της ιστορίας των πόλεων και της κοινωνίας, στην οποία φθάσαμε μέσω των ένδοξων ερειπίων της μαρξιστικής παράδοσης, των μεθόδων της Αμερικάνικης κοινωνιολογίας και ενός συνεχούς διαλόγου με πολεοδόμους και σχεδιαστές, όπως και με την επιθυμία της ιστορίας, που ο Touraine έχει σταθερά εγχαράξει στην ψυχή μας.

31 Η Διαδικασία της Αστικής Κοινωνικής Αλλαγής
Οι κοινωνίες υπάρχουν μόνο στο χρόνο και τον χώρο. Η χωρική μορφή μιας κοινωνίας είναι, συνεπώς, στενά συνδεδεμένη με τη δομή της και η αστική αλλαγή αλληλοϋφαίνεται με την ιστορική εξέλιξη. Αυτή η διατύπωση, πάντως, είναι πολύ γενική. Για να καταλάβουμε τις πόλεις, για ν’ αποκαλύψουμε τη σύνδεσή τους με την κοινωνική αλλαγή, πρέπει να καθορίσουμε τους μηχανισμούς μέσω των οποίων οι χωρικές δομές μετασχηματίζονται και αποσαφηνίζεται το αστικό νόημα. Για να διερευνήσουμε αυτή την ερώτηση που βασίζεται στις παρατηρήσεις και τις αναλύσεις που παρουσιάστηκαν, χρειαζόμαστε να εισάγουμε κάποια θεμελιώδη στοιχεία της γενικής θεωρίας της κοινωνίας που υποστηρίζουν την ανάλυσή μας. Αλλά για να είναι τα εργαλεία αυτά αποτελεσματικά πρέπει να θέσουμε πρώτα με ακρίβεια τα ερωτήματά μας. Στόχος μας είναι να εξηγήσουμε πως και γιατί οι πόλεις αλλάζουν. Αλλά τι είναι πόλεις ; Μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι με έναν ορισμό όπως χωρικές μορφές της ανθρώπινης κοινωνίας; Και πότε γνωρίζουμε ότι αυτές είναι πόλεις ; Σε ποιο στατιστικό κατώφλι της πυκνότητας του πληθυσμού η συγκέντρωση κάνει μια πόλη να γίνεται πόλη ; Και πως είμαστε βέβαιοι ότι, σε διαφορετικές κουλτούρες και ποικίλους ιστορικούς χρόνους, αναφερόμαστε στην ίδια κοινωνική πραγματικότητα στη βάση ενός όμοια συγκεντρωμένου, πυκνά εγκατεστημένου και κοινωνικά ετερογενούς πληθυσμού ;

32 Οι κοινωνιολόγοι της πόλης έχουν, βεβαίως, επανειλημμένα θέσει τα ίδια ερωτήματα χωρίς να δώσουν ποτέ μια πλήρως ικανοποιητική απάντηση. Πάνω απ’ όλα φαίνεται μάλλον ακαδημαϊκή η συζήτηση, πολύ απομακρυσμένη από τα δραματικά θέματα που πρόσφατα εγείρονται από τη διεθνή πραγματικότητα της αστικής κρίσης. Και, ακόμα, φαίνεται διανοητικά αμφίβολο να αναλάβουμε την εξήγηση της αλλαγής σε μια κοινωνική μορφή της οποίας το περιεχόμενο αγνοούμε ή της οποίας το προφίλ θα μπορούσε να αφεθεί σε μια κατηγορία που είναι ασθενώς προσδιορισμένη από τη Στατιστική Υπηρεσία. Πράγματι, η βασική μας θεωρητική οπτική υπερβαίνει το ερώτημα μελετώντας την πόλη από την οπτική της ιστορικής αλλαγής. Ας αρχίσουμε, με τον κίνδυνο να εμφανιστούμε σχηματικοί, με την πιο καθαρή δυνατή τοποθέτηση. Οι πόλεις, όπως όλες οι κοινωνικές πραγματικότητες, είναι ιστορικά προϊόντα, όχι μόνο όσον αφορά τη φυσική τους υλικότητα αλλά και το πολιτιστικό τους νόημα, τον ρόλο που παίζουν στην κοινωνική οργάνωση και στις ζωές των ανθρώπων. Η βασική διάσταση στην αστική αλλαγή είναι η συγκρουσιακή συζήτηση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και τους ιστορικούς δράστες για το νόημα του αστικού, τη σημασία των χωρικών μορφών στην κοινωνική δομή και το περιεχόμενο, την ιεραρχία και την τύχη των πόλεων σε σχέση με όλη την κοινωνική δομή. Μια πόλη ( και κάθε τύπος πόλης) είναι ό,τι η ιστορική κοινωνία αποφασίζει ότι θα είναι η πόλη. Το αστικό είναι το κοινωνικό νόημα που αποδίδεται σε μια ιδιαίτερη χωρική μορφή από μια ιστορικά προσδιορισμένη κοινωνία.

33 Δύο παρατηρήσεις : 1. Η κοινωνία είναι μια δομημένη, συγκρουσιακή πραγματικότητα στην οποία οι κοινωνικές τάξεις αντιτίθενται η μια στην άλλη για τους βασικούς κανόνες της κοινωνικής οργάνωσης σύμφωνα με τα δικά τους κοινωνικά συμφέροντα. Συνεπώς, ο καθορισμός του αστικού νοήματος θα είναι μια διαδικασία σύγκρουσης, κυριαρχίας και αντίστασης στην κυριαρχία, άμεσα συνδεδεμένη με τη δυναμική της κοινωνικής πάλης και όχι με την αναπαραγωγική χωρική έκφραση μιας ενοποιημένης κουλτούρας. Περαιτέρω, οι πόλεις και ο χώρος που είναι θεμελιώδεις για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, τη σύγκρουση πάνω στην απόδοση ορισμένων στόχων σε ορισμένες χωρικές μορφές, θα είναι από τους θεμελιώδεις μηχανισμούς κυριαρχίας και αντι – κυριαρχίας στην κοινωνική δομή. Για παράδειγμα, η επίτευξη της ίδρυσης της πόλης ως θρησκευτικού κέντρου που κυριαρχεί στην ύπαιθρο είναι η απόκτηση της υλικής υποστήριξης για την εκμετάλλευση της αγροτικής υπεραξίας με την ανταλλαγή συμβολικής νομιμοποίησης και ψυχολογικής ασφάλειας για την εργασία των χωρικών. Ή, σ’ ένα άλλο παράδειγμα, η διακήρυξη της πόλης ως ελεύθερου χώρου για το κοινό εμπόριο και τον πολιτικό αυτοκαθορισμό είναι μια μεγάλη νίκη ενάντια στη φεουδαλική τάξη. Έτσι, η αποσαφήνιση του νοήματος του «αστικού» δεν είναι το χωροποιημένο ξηρογραφικό αντίγραφο μιας κουλτούρας, ούτε η συνέπεια μιας κοινωνικής μάχης που δόθηκε ανάμεσα σε ακαθόριστους ιστορικούς δράστες σε κάποιο κενό. Είναι μια από τις θεμελιώδεις διαδικασίες μέσω των οποίων οι ιστορικοί δράστες (κοινωνικές τάξεις, για παράδειγμα) έχουν δομήσει την κοινωνία σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις αξίες τους.

34 2. Ο προσδιορισμός του αστικού νοήματος είναι μια κοινωνική διαδικασία
2. Ο προσδιορισμός του αστικού νοήματος είναι μια κοινωνική διαδικασία. Δεν είναι μια απλή πολιτιστική κατηγορία με τη χυδαία έννοια της κουλτούρας ως συνόλου ιδεών. Είναι πολιτιστική με την ανθρωπολογική έννοια, ως έκφραση μιας κοινωνικής δομής, που συμπεριλαμβάνει οικονομικές, θρησκευτικές, πολιτικές και τεχνολογικές λειτουργίες. Αν η πόλη προσδιορίζεται από τους εμπόρους ως αγορά θα σημαίνει εμποροπανήγυρεις δρόμων και έντονη κοινωνικότητα, αλλά θα σημαίνει, επίσης, την εμπορευματοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, τον εκχρηματισμό της εργασιακής διαδικασίας και την ίδρυση ενός μεταφορικού δικτύου προς όλες τις δυναμικές πηγές αγαθών και όλες τις αγορές που, ίσως, επεκτείνονται. Εν περιλήψει, ο ιστορικός καθορισμός του αστικού δεν είναι μια πνευματική αναπαράσταση μιας χωρικής μορφή, αλλά η απόδοση ενός δομικού σκοπού σ’ αυτή τη μορφή σε συμφωνία με τη συγκρουσιακή κοινωνική δυναμική της ιστορίας. Προσδιορίζουμε το αστικό νόημα ως τη δομική λειτουργία που αποδίδεται με τη μορφή ενός σκοπού στις πόλεις γενικά ( και σε μια ιδιαίτερη πόλη στον ενδο-αστικό καταμερισμό της εργασίας) από τη συγκρουσιακή διαδικασία ανάμεσα στους ιστορικούς δράστες σε μια δοσμένη κοινωνία. Θα εξετάσουμε πιο κάτω πως οι ίδιες οι κοινωνίες δομούνται γύρω από τρόπους παραγωγής. Έτσι, ο προσδιορισμός του αστικού νοήματος μπορεί να διαφοροποιείται τόσο εξ’ αιτίας των διαφορετικών τρόπων παραγωγής όσο και των διαφορετικών αποτελεσμάτων της ιστορίας μέσα στον ίδιο τρόπο παραγωγής.

35 Η ιστορική διαδικασία του προσδιορισμού του αστικού νοήματος καθορίζει τα χαρακτηριστικά των αστικών λειτουργιών. Για παράδειγμα, αν οι πόλεις προσδιορίζονται ως αποικιακά κέντρα, η χρήση της στρατιωτικής δύναμης και του εδαφικού ελέγχου θα είναι η βασική τους λειτουργία. Αν προσδιορίζονται ως καπιταλιστικές μηχανές θα υποδιαιρούν τις λειτουργίες τους (και ενίοτε θα τις εξειδικεύουν σε διαφορετικές πόλεις) μεταξύ της εξαγωγής (απόσπασης) της υπεραξίας στο εργοστάσιο, της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, της εξαγωγής ( απόσπασης ) κέρδους στην αστικοποίηση ( μέσω του real estate ), της οργάνωσης της κυκλοφορίας του κεφαλαίου στους οικονομικούς θεσμούς, της ανταλλαγής των εμπορευμάτων στο εμπορικό σύστημα και της διαχείρισης όλων των άλλων λειτουργιών στα διοικητικά κέντρα της καπιταλιστικής επιχείρησης. Έτσι, προσδιορίζουμε τις αστικές λειτουργίες ως το αρθρωμένο σύστημα των οργανωμένων μέσων τα οποία αποσκοπούν στην εκτέλεση των σκοπών που αποδίδονται σε κάθε πόλη από το ιστορικά προσδιορισμένο αστικό της νόημα.

36 Το αστικό νόημα και οι αστικές λειτουργίες από κοινού προσδιορίζουν την αστική μορφή, δηλαδή τη συμβολική χωρική έκφραση των διαδικασιών που υλοποιούνται ως αποτέλεσμά τους. Για παράδειγμα, αν η πόλη προσδιορίζεται ως θρησκευτικό κέντρο, και αν ο ιδεολογικός έλεγχος από τους ιερείς πάνω στον αγροτικό πληθυσμό είναι η λειτουργία που εκπληρώνεται, η μονιμότητα και το μέγεθος, το μυστήριο, η απόσταση και ακόμα η προστασία και ένας υπαινιγμός προσβασιμότητας, θα είναι κρίσιμα στοιχεία στα κτίρια και στο χωρικό τους σχηματισμό στο αστικό τοπίο. Λίγοι αρχιτέκτονες πιστεύουν ότι οι ουρανοξύστες στο κέντρο της Αμερικής συγκεντρώνουν μόνο τη γραφική εργασία των γιγάντιων επιχειρήσεων : συμβολίζουν τη δύναμη του χρήματος πάνω στην πόλη μέσω της τεχνολογίας και την αυτοπεποίθηση και είναι οι καθεδρικοί της περιόδου του ανερχόμενου καπιταλισμού των επιχειρήσεων. Επίσης, εκτελούν ένα αριθμό χρήσιμων διαχειριστικών λειτουργιών και είναι σημαντικές επενδύσεις κτηματαγοράς σ’ ένα χώρο που έχει γίνει ο ίδιος εμπόρευμα. Δεν υπάρχει φυσικά άμεση αντανάκλαση του αστικού νοήματος και της λειτουργίας πάνω στις συμβολικές μορφές , αφότου η σημειολογική έρευνα έχει αποδείξει τις σύνθετες παραγωγές της γλώσσας της μορφολογικής αναπαράστασης και τη σχετική της αυτονομία σε σχέση με το λειτουργικό τους περιεχόμενο. Σε κάθε γεγονός ισχυριζόμαστε ότι η οικονομία καθορίζει τις αστικές μορφές, αλλά, μάλλον, αποδεικνύουμε μια σχέση και ιεραρχία ανάμεσα στο ιστορικό νόημα, τις αστικές λειτουργίες και τις χωρικές μορφές. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό ως θεωρητική οπτική. Σε ορισμένες αστικές μορφές, όπως τις πρώτες μεσαιωνικές πόλεις, για παράδειγμα, το συμβολικό στοιχείο του καθεδρικού ήταν ο σημαντικός παράγων που δομούσε την αστική μορφή και το νόημα. Αλλά αυτό συνέβαινε επειδή το αστικό νόημα βασιζόταν στη θρησκευτική σχέση ανάμεσα στους χωρικούς, τους λόρδους και το Θεό, με την εκκλησία ως ενδιάμεσο.

37 Πιο πέρα, οι αστικές μορφές δεν είναι μόνο συνδυασμοί υλικών, όγκων, χρωμάτων και υψών : είναι, όπως μας δίδαξε ο Kevin Lynch, χρήσεις, ροές, αντιλήψεις, πνευματικές συνδέσεις, συστήματα αναπαραστάσεων, των οποίων η σημασία αλλάζει με τον χρόνο, τις κουλτούρες, και τις κοινωνικές ομάδες. Για το σκοπό μας, το μόνο σημαντικό ερώτημα είναι να δώσουμε έμφαση τόσο στη διακριτότητα της διάστασης της αστικής μορφής όσο και της σχέσης της με το αστικό νόημα και τις αστικές λειτουργίες. Συνεπώς, προσδιορίζουμε ως αστική μορφή τη συμβολική έκφραση του αστικού νοήματος και της ιστορικής υπέρθεσης των αστικών νοημάτων (και των μορφών τους), που καθορίζονται πάντα από μια συγκρουσιακή διαδικασία ανάμεσα στους ιστορικούς δράστες. Σε κάθε ιδιαίτερη κατάσταση, οι πόλεις σχηματίζονται από τρεις διαφορετικές, αν και εσωτερικά συσχετισμένες, διαδικασίες. 1. Συγκρούσεις για τον καθορισμό του αστικού νοήματος 2. Συγκρούσεις για την επαρκή απόδοση των αστικών λειτουργιών. Αυτές οι συγκρούσεις μπορεί να εγείρονται τόσο από τα διαφορετικά συμφέροντα και αξίες μέσα στο ίδιο αποδεκτό πλαίσιο όσο και από τις διαφορετικές προσεγγίσεις περί του πώς να αποδίδεται (εκτελείται) ένας κοινός σκοπός της αστικής λειτουργίας. 3. Συγκρούσεις για την επαρκή συμβολική έκφραση του αστικού νοήματος και (ή) των λειτουργιών

38 Ονομάζουμε αστική κοινωνική αλλαγή, τον επαναπροσδιορισμό του αστικού νοήματος. Ονομάζουμε αστικό σχεδιασμό τη, με διαπραγμάτευση, προσαρμογή των αστικών λειτουργιών σ’ ένα κοινό αστικό νόημα. Καλούμε αστικό σχέδιο τη συμβολική προσπάθεια να εκφράσουμε ένα αποδεκτό αστικό νόημα σε ορισμένες αστικές μορφές. Είναι αυτονόητο ότι, εφ’ όσον ο καθορισμός του αστικού νοήματος είναι μια συγκρουσιακή διαδικασία, θα είναι έτσι και ο αστικός σχεδιασμός (urban planning) και το αστικό σχέδιο (urban design). Αλλά ο δομικός ρόλος που αποδίδεται σε μια πόλη δια και μέσω της κοινωνικής σύγκρουσης πάνω στο νόημά της, καθορίζει τις λειτουργίες και τον συμβολισμό μέσω του οποίου θα εκτελεστεί και θα εκφραστεί αυτός ο ρόλος. Η αστική κοινωνική αλλαγή καθορίζει όλες τις όψεις της αστικής πράξης. Η θεωρία της αστικής κοινωνικής αλλαγής, συνεπώς, θέτει τη βάση για όλες τις άλλες θεωρίες της πόλης. Από που έρχεται μια τέτοια αλλαγή ; Και πως ξέρουμε ότι είναι αλλαγή ; Το κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι να απορρίψουμε κάθε υπόθεση ότι υπάρχει μια προκαθορισμένη κατεύθυνση αστικής αλλαγής. Η ιστορία δεν έχει κατεύθυνση, έχει μόνο ζωή και θάνατο. Είναι μια σύνθεση δράματος, νικών, ηττών, αγάπης και λύπης, χαράς και πόνου, δημιουργίας και καταστροφής.

39 Έχουμε τώρα τη δυνατότητα να απολαύσουμε τις πιο βαθιές ανθρώπινες εμπειρίες όπως και την ευκαιρία να αναπαραστήσουμε τους εαυτούς μας σ’ ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Μπορούμε να κάνουμε την επανάσταση με το λαό ή να πυροδοτήσουμε τις δυνάμεις του επαναστατικού τρόμου ενάντια στον ίδιο το λαό. Αν συμφωνούμε, συνεπώς, ότι η παρωχημένη ιδεολογία της φυσικής ανθρώπινης προόδου πρέπει να εγκαταλειφθεί, πρέπει, επίσης, να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο με την αστική κοινωνική αλλαγή. Έτσι, με την αλλαγή αναφερόμαστε απλά στην απόδοση ενός νέου νοήματος στο αστικό βασίλειο ή σε μια ιδιαίτερη πόλη. Τι σημαίνει νέο ; Από τη μια, η απάντηση είναι ιδιαίτερη σε κάθε ιστορικό περιβάλλον και σε κάθε πόλη που έχουμε παρατηρήσει αλλά από την άλλη, η απάντηση σχετίζεται με μια πιο γενική και θεωρητική εκτίμηση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ένα μείζον συμπέρασμα μπορεί, πάντως, να εξαχθεί, από τον προσδιορισμό της αστικής κοινωνικής αλλαγής : η εκτίμησή της είναι απαλλαγμένη αξίας. Δεν συνεπάγεται ότι η αλλαγή είναι βελτίωση και, συνεπώς, δεν χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε τι βελτίωση είναι. Όπως έχουμε πει πριν η θεωρία μας δεν είναι κανονιστική αλλά ιστορική. Θέλουμε να καταλάβουμε πως συμβαίνουν οι διαδικασίες τις οποίες οι πιο ουμανιστές σχεδιαστές της πόλης, όπως οι Allan Jacobson και Kevin Lynch, θα έβρισκαν θετικές για την ευημερία του περιβάλλοντός μας. Αν και γενικά συμφωνούμε με τα κριτήριά τους, σκοπός μας δεν είναι να προσδιορίσουμε την καλή πόλη. Είναι περισσότερο να καταλάβουμε πως καλό και κακό, ουρανός και άδης, παράγονται από αγγέλους και διαβόλους της ιστορικής μας εμπειρίας.

40 Η αστική κοινωνική αλλαγή συμβαίνει όταν ένα νέο αστικό νόημα παράγεται από μια από τις τέσσερεις ακόλουθες διαδικασίες Η κυρίαρχη τάξη σε μια δοσμένη κοινωνία, έχοντας τη θεσμική εξουσία να αναδομήσει τις κοινωνικές μορφές (και έτσι τις πόλεις) σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις αξίες της, αλλάζει το υπάρχον νόημα. Αυτό το ονομάζουμε αστική ανανέωση (για τις πόλεις) και περιφεριακή αναδόμηση (για την περιφέρεια ως σύνολο). Για παράδειγμα αν το South Bronx εγκαταλείπεται εσκεμμένα ή αν οι Ιταλικές γειτονιές της Βοστώνης μετασχηματίζονται σε μια διοικητική πόλη, ή αν κάποιες βιομηχανικές πόλεις (όπως το Buffalo, η Νέα Υόρκη) γίνονται αποθήκες για άνεργες μειονότητες, τότε έχουμε παραδείγματα αστικής ανανέωσης και περιφερειακής αναδόμησης. 2. Μια κυριαρχούμενη τάξη φέρει σε πέρας μια μερική ή συνολική επανάσταση και αλλάζει το νόημα της πόλης. Για παράδειγμα, η Κουβανέζικη επανάσταση αποαστικοποιεί την Αβάνα ή οι εργάτες της Γλασκώβης ,στα 1915, επιβάλλουν την κατοικία ως κοινωνική υπηρεσία , όχι ως εμπόρευμα.

41 3. Ένα κοινωνικό κίνημα αναπτύσει το δικό του νόημα σε ένα δοσμένο χώρο σε αντίθεση με το δομικά κυρίαρχο νόημα όπως στα φεμινιστικά σχήματα που περιγράφηκαν από την Dolores Hayden. 4. Μια κοινωνική κινητοποίηση (όχι αναγκαία βασισμένη σε μια ιδιαίτερη κοινωνική τάξη) επιβάλλει ένα νέο αστικό νόημα σε αντίθεση με το θεσμοποιημένο αστικό νόημα και ενάντια στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Σ’ αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούμε την έννοια του αστικού κοινωνικού κινήματος : μια συλλογική συνειδητή δράση που σκοπεύει τον μετασχηματισμό του θεσμοποιημένου αστικού νοήματος ενάντια στη λογική, το συμφέρον και τις αξίες της κυρίαρχης τάξης. Είναι υπόθεσή μας ότι μόνο τα αστικά κοινωνικά κινήματα είναι αστικά προσανατολισμένες κινητοποιήσεις που επιδρούν στη δομική κοινωνική αλλαγή και μετασχηματίζουν τα αστικά νοήματα. Το συμμετρικά αντίθετο σ’ αυτή την υπόθεση δεν είναι αναγκαστικά αληθινό. Μια κοινωνική αλλαγή ( για παράδειγμα η κυριαρχία μιας νέας τάξης) θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να αλλάξει το αστικό νόημα · για παράδειγμα, μια επανάσταση της εργατικής τάξης που διατηρεί τον ρόλο μιας πόλης ως τόπου μιας συγκεντρωτικής μη δημοκρατικής κρατικής μηχανής.

42 Η Εναλλακτική Πόλη : Η Δομή και το Νόημα των Σύγχρονων Αστικών Κοινωνικών Κινημάτων
Οι πόλεις και ο χώρος είναι τα μη τελειωμένα προϊόντα των ιστορικών συζητήσεων και συγκρούσεων που εμπλέκουν το νόημα, τη λειτουργία και τη μορφή. Έχουμε παρατηρήσει μέσω των διαφορετικών καταστάσεων, που παρουσιάστηκαν σ’ αυτό το βιβλίο, πως η κινητικότητα των αποκάτω έχει υπάρξει ένας κρίσιμος παράγοντας στη διαμόρφωση της πόλης, όπως και αποφασιστικό στοιχείο της αστικής ανανέωσης ενάντια στα κυρίαρχα κοινωνικά συμφέροντα. Ενώ οι καταστάσεις που ερευνήσαμε επελέγησαν προσεκτικά για να μεγιστοποιήσουν την επίδραση της αστικής αλλαγής, που υποδαυλίστηκε από την κοινωνική κινητοποίηση, αποτελεί θεωρητική μας προσέγγιση η θεώρηση ότι όλες οι πόλεις διαμορφώνονται ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συγκρούσεων και των αντιθετικών σχεδίων. Τα δομικά κυρίαρχα συμφέροντα κυριαρχούν πιο συχνά και έτσι διαμορφώνουν την πόλη. Ακόμα, καθώς η συνέχιση της καπιταλιστικής διαχείρισης δεν μειώνει τον κρίσιμο ρόλο της εργασίας όσον αφορά την επίδραση στην παραγωγή και τη διανομή, το ίχνος της αστικής διαμαρτυρίας και των εναλλακτικών σχεδίων μπορεί, επίσης, να αναγνωριστεί στις χωρικές μορφές και το νόημα της πόλης. Κάθε θεωρία της πόλης πρέπει να είναι στην αφετηρία της μια θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης. Η διαπολιτισμική μας μαρτυρία στηρίζει αυτή τη θεμελιώδη υπόθεση.

43 Ακόμα οι αστικές καταστάσεις μπορεί να είναι τόσο ποικίλες - και η ιδιαιτερότητα των διαδικασιών που έχουμε παρατηρήσει έχει εσκεμμένα ασχοληθεί με τις εξαιρέσεις, ώστε η θεωρητική χρησιμότητα των ευρημάτων μας να μπορεί να θεωρηθεί σε ένα ευρύτερο περιβάλλον. Η κύρια προϋπόθεσή μας είναι ότι υπάρχει μια στενή σύνδεση ανάμεσα στα θέματα, τους στόχους και τις εμπειρίες των αστικών κοινωνικών κινημάτων και της όλης διαδικασίας της ιστορικής σύγκρουσης και αλλαγής στις κοινωνίες μας. Όχι ότι τα αστικά κινήματα είναι οι νέοι ιστορικοί συντελεστές που δημιουργούν την κοινωνική αλλαγή ούτε η βασική πηγή των εναλλακτικών κοινωνικών μορφών. Πιο πολύ ισχυριζόμαστε ότι τα αστικά κινήματα δεν είναι σπάνιες εκφράσεις δυσαρέσκειας, που ποικίλουν από πόλη σε πόλη, αλλά φέρουν στη δομή και τους στόχους τους το στίγμα και τα σχέδια όλων των μεγάλων συγκρούσεων της εποχής μας. Αν ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι ορθός, η ιστορική αλλαγή και η αστική αλλαγή διαπλέκονται, όπως υποθέσαμε στη γενική μας θεωρία.

44 Αν αυτή η υπόθεση είναι ένα κοινωνικό γεγονός πρέπει να βρούμε το ίχνος αυτών των συζητήσεων και συγκρούσεων στα αστικά κινήματα που έχουμε μελετήσει. Περαιτέρω, τα θέματα αυτών των συζητήσεων πρέπει να είναι οι κρίσιμοι παράγοντες στην ερμηνεία της συμπεριφοράς και των αποτελεσμάτων των κοινωνικών κινημάτων όπως καταγράφηκαν στην έρευνά μας. Έτσι, ας στραφούμε στις μελέτες περιπτώσεων για να ορίσουμε πια ήταν τα τρία κύρια σημεία που εμφανίστηκαν σ’ αυτά τα αστικά κινήματα. Για ν’ αποφύγουμε την επανάληψη, θα αναλύσουμε μόνο τις ουσιαστικές τάσεις που ερευνήθηκαν σε κάθε πόλη… Έχουμε βρει ότι, σε συμφωνία με τη γενική υπόθεση που θέσαμε στην εισαγωγή, τα αστικά κινήματα, υλοποιώντας τα συμφέροντα και τις αξίες τους, δομούνται γύρω από τρεις βασικούς στόχους. Με στόχους, εννοούμε σκόπιμες επιθυμίες και απαντήσεις που παρουσιάζονται στη συλλογική πρακτική του κινήματος. Πρέπει να εκφράζονται συνειδητά, αλλά μια διακήρυξη ενός σκοπού ή μια λίστα αιτημάτων δεν αρκεί για να σηματοδοτήσει ένα στόχο, που πρέπει να γίνεται αντικείμενο συλλογικής δράσης και όχι μόνο να διακηρύσσεται. Κάθε στόχος αντιτίθεται σε ένα άλλο σχέδιο στην πόλη, βασιζόμενος σ’ ένα αντιφατικό σύνολο κοινωνικών συμφερόντων και αξιών. Συνεπώς, κάθε στόχος αποσαφηνίζει έναν αντίπαλο του οποίου η εξουσία και τα χαρακτηριστικά θα επηρεάσουν προφανώς το κίνημα. Δεν είχαν όλα τα κινήματα που παρατηρήσαμε τους τρεις βασικούς στόχους · ούτε τους επιδίωκαν με την ίδια ένταση. Πράγματι, η άρθρωση (ή η έλλειψη άρθρωσης ) των τριών στόχων σε κάθε δεδομένο κίνημα είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που εξηγεί τη θεωρία μας για τη σχέση ανάμεσα στα κινήματα και τις πόλεις.

45 Οι τρεις στόχοι είναι οι ακόλουθοι :
1. Η εξασφάλιση από τους κατοίκους μιας πόλης που οργανώνεται γύρω από την αξία χρήσης, σε αντίθεση με την αντίληψη της αστικής ζωής και των υπηρεσιών ως εμπορευμάτων, που είναι η λογική της ανταλλακτικής αξίας. Το περιεχόμενο αυτής της αξίας χρήσης άλλαζε σημαντικά από τόπο σε τόπο, από πόλη σε πόλη ή ανάμεσα στις τάξεις σε μια δεδομένη πόλη. Μπορούσε να είναι η αξιοπρεπής κατοικία που παράγεται ως δημόσια υπηρεσία, η διατήρηση ενός ιστορικού κτιρίου ή η απαίτηση για ελεύθερο χώρο. Αλλά όπου και αν συνέβαινε η κινητοποίηση, αφορούσε τη βελτίωση της συλλογικής κατανάλωσης σε αντίθεση με την ιδέα της πόλης για το κέρδος στην οποία ο επιθυμητός χώρος και οι αστικές υπηρεσίες διανέμονται σύμφωνα με τα επίπεδα των εσόδων. Ονομάσαμε αυτόν τον τύπο της κινητοποίησης συνδικαλισμό της συλλογικής κατανάλωσης. 2. Ο δεύτερος σημαντικός στόχος που συναντήσαμε στα αστικά κινήματα ήταν η αναζήτηση πολιτιστικής ταυτότητας, για να διατηρούνται ή να δημιουργούνται αυτόνομες τοπικές κουλτούρες, σε εθνοτική βάση ή με ιστορική καταγωγή. Μ’ άλλα λόγια, η υπεράσπιση της επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους, το αυτόνομα προσδιορισμένο κοινωνικό νόημα και η πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση, ενάντια στο μονοπώλιο των μηνυμάτων από τα media, την πρωτοκαθεδρία μονόδρομων ροών πληροφορίας και την τυποποίηση της κουλτούρας στη βάση των όλο και πιο ετερώνυμων πηγών για τους κατοίκους της γειτονιάς. Ονομάσαμε το κίνημα που προσανατολίζεται σ’ αυτό τον στόχο κοινότητα.

46 3. Ο τρίτος στόχος που ανακαλύψαμε ήταν η έρευνα για αυξανόμενη εξουσία για την τοπική κυβέρνηση, την αποκέντρωση της γειτονιάς και την αστική αυτό-διαχείριση σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό κράτος και μια υποδεέστερη και αδιαφοροποίητη περιφερειακή διοίκηση. Ονομάζουμε τον αγώνα για μια ελεύθερη πόλη, κίνημα πολιτών. Η έμφαση που δίδουμε στους στόχους πηγάζει από τη γενική μας θεωρητική οπτική ότι οι πόλεις και οι κοινωνίες παράγονται από τη συγκρουσιακή διαδικασία συλλογικών δραστών που κινητοποιούνται προς ορισμένους στόχους, δηλαδή τρόπους δόμησης της κοινωνίας και του χώρου. Συνεπώς, ένα κίνημα προσδιορίζεται πρώτ’ απ’ όλα από τους στόχους του ( όπως εκφράστηκαν στη συνειδητή πρακτική του ) ή ένα σύνολο στόχων. Κάθε φορά που ένας κοινωνικός δράστης προσδιορίζει ή αναζητά ένα στόχο βρίσκει έναν αντίπαλο όπως και συμμάχους και εχθρούς ( δηλαδή σύμμαχους και αντίπαλους στόχους ). Τότε, τόσο το κίνημα όσο και ο αντίπαλος κινούνται προς μια ιστορικά προσδιορισμένη αντιπαράθεση πάνω στο αντικείμενο των στόχων τους, που στην περίπτωσή μας είναι η πόλη. Έτσι η δομή ενός αστικού κινήματος, ενώ γεννιέται από τον ορισμό ενός στόχου, εμφανίζεται να γίνεται σύνθετη μόλις αρχίζει η ίδια η κοινωνική διαδικασία με την οποία ένα κίνημα προσδιορίζει τον στόχο του.

47 Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι αστικοί δράστες ; Δεν επανερχόμαστε σ’ ένα στρουκτουραλιστικό παράδειγμα, αποστερημένο από κοινωνικούς δράστες και εξελισσόμενο από αντιθέσεις ; Βεβαίως όχι. Οι δράστες των αστικών κινημάτων είναι τα ίδια τα αστικά κινήματα, εφ’ όσον έχουμε ορίσει τα κινήματα από τους στόχους που θέτουν για τους εαυτούς τους. Τα κινήματα γίνονται κοινωνικοί δράστες εμπλεκόμενα σε μια κινητοποίηση για ένα αστικό στόχο που ο ίδιος συνδέεται με τον γενικό αγώνα πάνω στη συνεχή αναδόμηση της κοινωνίας. Και τα κινήματα είναι διαφορετικά, σύμφωνα με τους στόχους κάθε τύπου κινήματος. Αλλά η ερώτηση παραμένει : ποιοι είναι αυτοί με όρους των δικών τους κοινωνικών χαρακτηριστικών; Στο εμπειρικό επίπεδο έχουμε απαντήσει προσεκτικά την ερώτηση σε κάθε κατάσταση που παρατηρήσαμε. Στο θεωρητικό επίπεδο, πάντως, πρέπει να γίνει ένα σημαντικό σημείο, βασισμένο στην εμπειρική μας παρατήρηση : τα κινήματα είναι αστικοί δράστες που προσδιορίζονται από τους στόχους τους και την αστική τους συνθήκη. Δεν είναι, λοιπόν, μια άλλη μορφή ταξικού αγώνα, φυλετικού αγώνα (φύλο) ή εθνοτικού αγώνα. Τα συνθετικά των αστικών κινημάτων πηγάζουν από μια ποικιλία κοινωνικών, φυλετικών (φύλο) και εθνοτικών καταστάσεων, σύμφωνα με τα αστικά και εθνικά τους συμφραζόμενα. Τα αστικά τους θέματα επανέρχονται και οι παράγοντες, που είναι η βάση της δυναμικής, των επιτυχιών και των αποτυχιών τους, είναι εντελώς ίδιοι, όπως μπορέσαμε να παρατηρήσουμε στα παραδείγματά μας.

48 Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, δεν είναι ούτε κινήματα της εργατικής τάξης ούτε κινήματα της μεσαίας τάξης όπως έχει προβληθεί ιδιαίτερα από τους Γάλλους ερευνητές. Πρώτον, αυτή η ιδέα είναι εμπειρικά λανθασμένη, όπως μαρτυρούν οι κεντρικές περιοχές των Αμερικανικών και Βρεταννικών πόλεων, τα Ισπανικά κινήματα γειτονιάς και το Ιταλικό self-discount κίνημα. Ακόμα και στο Παρίσι, η έρευνά μας πάνω στα Grands Ensembles έδειξε την κοινωνική ποικιλία των συμμετεχόντων στο κίνημα, που συμπεριλάμβανε, αλλά όχι κυρίαρχα, τη μεσαία τάξη. Δεύτερον και πιο σημαντικό, όταν οι Dagnaud και Mehl, μεταξύ άλλων, αποδεικνύουν τον ρόλο της νέας μεσαίας τάξης στα αστικά κινήματα δεν αρνούνται τη συμμετοχή των χειρώνακτων εργατών ή ακόμα των συνδικαλισμένων εργατών σ’ αυτά τα κινήματα, αλλά δίδουν έμφαση στη μη ταξική βάση των αστικών κινημάτων, που είναι μια θεμελιώδης και πολύ χρήσιμη παρατήρηση. Το γεγονός ότι μπορούν να συνδέονται με τη μικροαστική τάξη, μια μη τάξη εξ ορισμού, σύμφωνα με την κλασική έννοια της τάξης, σημαίνει ότι προσδιορίζονται πάνω σε μια άλλη κοινωνική διάσταση, που τέμνει κατά πλάτος την ταξική δομή. Δεν είναι κινήματα της μεσαίας τάξης αλλά πολυταξικά κινήματα για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν σχετίζονται άμεσα με τις σχέσεις παραγωγής αλλά με τις σχέσεις κατανάλωσης, επικοινωνίας και εξουσίας.

49 Έτσι, η εμπειρία που αποκτήσαμε, παρατηρώντας τα αστικά κινήματα, στρέφεται προς ένα εναλλακτικό αστικό νόημα, που θέτει την εναλλακτική αντίληψη της πόλης έναντι αυτής που πηγάζει από τα συμφέροντα και τις αξίες της κυρίαρχης τάξης. Η εναλλακτική πόλη είναι, συνεπώς, ένα δίκτυο πολιτιστικών κοινοτήτων που προσδιορίζονται από τον χρόνο και τον χώρο και είναι πολιτικά αυτοδιαχειριζόμενες, με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας χρήσης για τους κατοίκους τους · αυτή η αξία χρήσης αποφασίζεται πάντα και επανεξετάζεται από τους ίδιους τους κατοίκους. Αυτό το νέο αστικό νόημα δεν είναι ούτε μια ιδεώδης εικόνα ούτε το όνειρο μιας καλοκαιρινής νύχτας · είναι το σύνολο των στόχων που εμφανίζεται από την πρακτική των αστικών κινημάτων, που έχουμε παρατηρήσει και η σημασία και η ύπαρξή του δεν είναι αντιθετικά με το σύνολο δευτερευόντων δεδομένων, που είναι γνωστά για άλλα αστικά κινήματα σε άλλες πόλεις και άλλες κοινωνίες... Τα κινήματα είναι σχέδια πόλεων, κοινωνικής ζωής, και αστικών λειτουργιών και μορφών ( προκαθορισμένων από το αστικό νόημα ), που εμφανίζονται από την ικανότητα των νέων κατοίκων της πόλης να παράγουν και να ελέγχουν το δικό τους περιβάλλον, τον χώρο και τις αστικές υπηρεσίες. Ένα άλλο θεμελιώδες ερώτημα είναι το εφικτό μιας τέτοιας πόλης – η πιθανότητα ν’ αποκτήσει ποτέ μορφή. Πράγματι, αυτό το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τη σύγκρουση πάνω στην πόλη και τους δεσμούς της σύγκρουσης με την κοινωνική αλλαγή και τον πολιτικό αγώνα. Αυτός είναι ο σκοπός της θεωρητικής μας ανάλυσης : να ξεσκεπάσουμε τους μηχανισμούς που δρουν στη συγκρουσιακή διαδικασία που διαμορφώνει τα σημερινά δράματα και τον αυριανό ουρανό και τον άδη.

50 Η Κοινωνική Σημασία των Σύγχρονων Αστικών Κινημάτων
Έχουμε αποκαλύψει τη δομή και τη δυναμική των αστικών κοινωνικών κινημάτων… Έχουμε, συνεπώς, αρκετά στοιχεία να θέσουμε μερικά ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτικά ενδιαφέροντα για τον δραστικό ρόλο, που τα αστικά κινήματα παίζουν στην κοινωνία. Είναι περιθωριακές μορφές διαμαρτυρίας καταδικασμένα να εξαφανιστούν μόλις τα κόμματα, τα συνδικάτα και άλλες θεσμικές μορφές της κοινωνικής κινητικότητας ασχοληθούν με τα ενδιαφέροντα που εκφέρονται από τα αστικά κινήματα ; Πέραν αυτών, μερικά από τα κινήματα που μελετήσαμε εξαφανίστηκαν ή εξασθένισαν σημαντικά μετά την ήττα ή την νίκη. Περαιτέρω, ένας αριθμός από σημαντικά κινήματα, οι ιταλικοί αστικοί αγώνες των αρχών της δεκαετίας του ’70, για παράδειγμα, έχουν υποχωρήσει θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Μολοταύτα, σε καθαρά εμπειρικές βάσεις, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την άνιση ανάπτυξη των αστικών κινημάτων στην επέκτασή τους σε μια ευρύτερη γεωγραφική ή πολιτιστική περιοχή. Αν και το μέγεθος και η πανταχού παρουσία αυτής της ανάπτυξης είναι σημαντικά για την αξιολόγηση της ιστορικής σημασίας τους, το αποφασιστικό σημείο είναι ο ρόλος που τα αστικά κινήματα έχουν παίξει στη συνολική δυναμική μιας κοινωνίας. Αποτελούν άλλη μια μορφή ομάδων συμφερόντων ; Έχουν γίνει μια νέα μορφή εναλλακτικής κοινωνίας, που σημαίνει ένα μείζον σύγχρονο κοινωνικό κίνημα ; Ή τείνουν να είναι, όπως προτείναμε στο τελευταίο κεφάλαιο, αναζωπυρωμένες ουτοπίες; Και γιατί έτσι ;

51 Πρώτ’ απ’ όλα ας κάνουμε καθαρό ότι, πιστεύουμε ότι αντιμετωπίζουμε, γενικά, ένα κάπως ομοιογενές φαινόμενο. Σίγουρα, κάτω από τον γενικό όρο των αστικών κινημάτων θεωρούμε πολύ διαφορετικές μορφές κινητοποίησης, από καταληψίες αντι-κουλτούρας μέχρι αστικές ενώσεις γειτονιάς και ομάδες άμυνας στις παραγκουπόλεις. Μολοταύτα, όλα αυτά φαίνεται να μοιράζονται μερικά βασικά χαρακτηριστικά παρά την ποικιλία τους: 1. Θεωρούν ότι είναι αστικά κινήματα, ή κινήματα πολιτών ή, σε κάθε περίπτωση, συνδεδεμένα με την πόλη ( ή την κοινότητα) ως προς τον χαρακτήρα τους. 2. Βασίζονται τοπικά και προσδιορίζονται εδαφικά, χαρακτηριστικό αποφασιστικό, που μας βοηθά να προσδιορίσουμε τη σημασία τους. 3. Τείνουν να κινητοποιούνται γύρω από τρεις μείζονες αρχές που θέσαμε στη γενική μας επισκόπηση και βρήκαμε ότι είναι κρίσιμες στις μελέτες περιπτώσεων : συλλογική κατανάλωση, πολιτιστική ταυτότητα και πολιτική αυτοδιαχείριση. Περαιτέρω, η υπόθεση που θέσαμε και ελέγξαμε είναι ότι μόνο όταν τα τρία θέματα συνδυάζονται στην πρακτική ενός κινήματος αυτό συνεπιφέρει κοινωνική αλλαγή, ενώ ο διαχωρισμός ενός από τους στόχους και ένας στενός αυτοπροσδιορισμός το μετατρέπουν σε ομάδα συμφερόντων που θα συμμορφωθεί στους εγκαθιδρυμένους θεσμούς της κοινωνίας, χάνοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος της ταυτότητας και της επιρροής του. Αποδείξαμε, επίσης, ότι αυτοί οι τρεις στόχοι δεν εμφανίστηκαν τυχαία αλλά είναι τα σημαντικά σημεία αντίθεσης ενάντια στην κυρίαρχη λογική του καπιταλισμού. Έτσι, έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει κάποιος θεμελιώδης βαθμός ομοιογένειας των αστικών κινημάτων σε όποια κοινωνία και αν εμφανίζονται. Η ποικιλία των αποτελεσμάτων τους και της ανάπτυξής τους πηγάζει από το γεγονός ότι η πηγή τους, η κοινωνική αιτιότητα και η ανάπτυξή τους διαφοροποιούνται σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα κάθε ιστορικού περιβάλλοντος και το μοναδικό πρότυπο συμπεριφοράς τους. Σε κάποιο βαθμό αυτό μπορεί να λεχθεί και για το εργατικό κίνημα, ένα κίνημα που εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες, αλλά με διαφορετικές μορφές, συμπεριφέρεται με αποκλίνοντες τρόπους και έχει ποικίλα κοινωνικά αποτελέσματα.

52 Ακόμα, ενώ αναγνωρίζουμε τη γενικότητα των αστικών κινημάτων και την ανάπτυξή τους έχουμε απορρίψει τη θέση ότι αυτά μπορούν να συγκροτούν ένα νέο κεντρικό κοινωνικό κίνημα που μπορεί να μετασχηματίσει την ιστορία μας. Έχουμε περαιτέρω χαρακτηρίσει τα αστικά κινήματα ως αναζωπυρωμένες ουτοπίες. Γιατί έτσι ; Ο λόγος δεν είναι ότι δεν μπορούν να είναι πολιτικά αποτελεσματικά εξ’ αιτίας της απόστασης ή της υποταγής τους στο πολιτικό σύστημα. Πράγματι, όλα τα κοινωνικά κινήματα δεν μπορούν να εκπληρώσουν πλήρως το σχέδιό τους εφ’ όσον χάνουν την ταυτότητά τους καθώς θεσμοποιούνται ως αποφευκτό αποτέλεσμα της κοινωνικής διαπραγμάτευσης για την κοινωνική μεταρρύθμιση μέσα στο πολιτικό σύστημα. Τέτοιος είναι ο φυσικός κύκλος της ζωής και του θανάτου στην κοινωνία, έτσι ώστε η τύχη των αστικών κινημάτων δεν είναι μοναδική. Αν ακολουθούσαν την εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων θα διακρίνονταν σ’ έναν αγώνα που θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνική αλλαγή την οποία δεν θα επιβίωναν για να δουν. Αλλά δεν είναι αυτή η θέση μας για τα σημερινά αστικά κινήματα. Ισχυριζόμαστε ότι δεν είναι παράγοντες δομικής κοινωνικής αλλαγής αλλά συμπτώματα αντίστασης στην κοινωνική ιεραρχία ακόμα και αν, στην προσπάθειά τους να αντισταθούν, έχουν σημαντικά αποτελέσματα στις πόλεις και τις κοινωνίες. Ο λόγος γι’ αυτόν τον αμυντικό ρόλο είναι ότι δεν μπορούν να θέσουν ένα εφικτό σχέδιο οικονομικής παραγωγής, επικοινωνίας ή κυβέρνησης. Ας εξηγηθούμε. Για να χειριστεί κάθε ιστορικός δράστης ικανοποιητικά την παραγωγή και τη διανομή των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, πρέπει να μπορεί να αναδιοργανώνει τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή, την κατανάλωση και την κυκλοφορία. Και αυτός ο σκοπός είναι πάνω από κάθε τοπική κοινότητα σε μια τεχνολογικά ανεπτυγμένη οικονομία, που σημαίνει ότι όλο και περισσότερο οργανώνεται σε παγκόσμια κλίμακα και, ταυτόχρονα, όλο και περισσότερο μεταμφιέζεται μέσα στους λαβυρίνθους της υπόγειας οικονομίας.

53 Urban Social Movements The City after Castells STUART LOWE, 1986
Περιεχόμενο: Tα τελευταία είκοσι χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας δραματικής αύξησης της αστικής διαμαρτυρίας. Είτε στους Mαύρους εξεγερμένους στις HΠA, στο κίνημα στην Iσπανία, τις οργανώσεις άμυνας των κατοίκων των παραγκουπόλεων της Λατινικής Aμερικής, ή στα λιγότερο έντονα αλλά με επιρροή κινήματα αστικής διαμαρτυρίας στη Bρετανία, πολλά θέματα έχουν ανακύψει για τις πηγές και τις διαδικασίες της κοινωνικής αλλαγής σε ένα όλο και περισσότερο αστικοποιούμενο κόσμο. Ανάμεσα στις πολλές προσπάθειες κατανόησης και ερμηνείας αυτών των νέων κοινωνικών δυνάμεων, το έργο του Iσπανού κοινωνιολόγου Manuel Castells έχει, ίσως, τη μεγαλύτερη επίδραση. Tα Aστικά Kοινωνικά Kινήματα είναι μια κριτική εισαγωγή στις πρόσφατες και τρέχουσες συζητήσεις πάνω στο χαρακτήρα αυτών των γεγονότων. Χρησιμοποιεί μια επισκόπιση του έργου του Castells ως πλαίσιο για την ανάλυση της αστικής διαμαρτυρίας στη δεκαετία του 1980, για να ελέγξει τη δική του και άλλες προσπάθειες ανάπτυξης μιας γενικής θεωρίας του πολιτικού αγώνα στις πόλεις, απέναντι στην πραγματική εμπειρία. O Stuart Lowe υποστηρίζει ότι ενώ υπάρχουν διεθνικά φαινόμενα σε εξέλιξη, μια γνήσια συγκριτική ανάλυση θα πρέπει να βασιστεί σε μια αντίληψη της διαφορετικής δυναμικής των κοινωνικών κινημάτων σε διαφορετικές κοινωνίες και κουλτούρες.

54 Εισαγωγή Στο H Πόλη και οι Aποκάτω (1983) ο Castells διατηρεί στην καρδιά της ανάλυσής του την ιδέα των αστικών κοινωνικών κινημάτων ως δημιουργών των εναλλακτικών πολιτικών και πολιτιστικών συστημάτων: πράγματι τα αστικά κινήματα αποσυνδέονται από τη σχέση τους με τα πολιτικά κόμματα ως έχοντα την πρωτοβουλία της αλλαγής και προβάλλονται ως αυτόνομες οργανώσεις που σταθερά γεννούν τη δυνατότητα νέων “συστημάτων νοήματος” (“meaning systems”)... Αλλά τί είναι αστικά κοινωνικά κινήματα; Έχει γίνει συζήτηση για το ακριβές νόημα της λέξης. Στη μελέτη αυτή, το νόημα που υιοθετείται είναι διαφορετικό από τη σχετικά εξειδικευμένη χρήση του Castells… O όρος χρησιμοποιείται εδώ για να σημάνει οργανώσεις που βρίσκονται έξω από το επίσημο κομματικό σύστημα, που φέρνουν τους ανθρώπους μαζί για να υπερασπιστούν ή να αμφισβητήσουν την παροχή των αστικών δημόσιων υπηρεσιών και να προστατεύσουν το τοπικό περιβάλλον. Η εμπλοκή αυτών των οργανώσεων ως “κοινωνικών κινημάτων” συνίσταται στο ότι τα αντικείμενά τους αναλαμβάνονται συλλογικά με την κινητοποίηση μιας διακεκριμένης κοινωνικής βάσης και ότι η ορμή της δραστηριότητάς τους οδηγεί σε αλλαγές στην κατεύθυνση της πολιτικής.

55 Ο ορισμός που προτείνει ο Dunleavy προσαρμόζεται σ’αυτή την ιδέα: “Tα σημαντικά στοιχεία εδώ είναι η έμφαση στη συλλογικότητα και στην ώθηση προς κάποιου είδους αλλαγή. Ένα αστικό κοινωνικό κίνημα πρέπει να εμφανίζει αυτά τα χαρακτηριστικά στην οργάνωση γύρω από αστικά θέματα συλλογικής κατανάλωσης” (Dunleavy, 1980). Ο Dunleavy συνεχίζει επισύροντας την προσοχή στο διακριτό οργανωτικό στυλ αυτών των ομάδων – ο προσανατολισμός τους στους αποκάτω και ο αντιϊεραρχικός τρόπος οργάνωσης, η απόστασή τους και η μη εμπλοκή τους στην επίσημη πολιτική των κομμάτων και η έμφαση που αποδίδουν στην άμεση δράση και την τακτική της διαμαρτυρίας. Σ’αυτές τις βάσεις είναι δυνατόν να διακρίνουμε τα αστικά κοινωνικά κινήματα από τις συμβατικές ομάδες πίεσης και τις εθελοντικές ενώσεις. Το πρότυπο της γέννησης των αστικών κοινωνικών κινημάτων, σύμφωνα μ’αυτό τον ορισμό, είναι η δημιουργία ενός θέματος γύρω από μια ιδιαίτερη κοινωνική βάση, που σημαίνει ένας πληθυσμός σε αντικειμενική βάση, ο οποίος κατευθύνεται από μια αστική πολιτική δράση ή ένα θέμα πολιτικής. Η κινητοποίηση γύρω απ’ αυτές τις βάσεις συμβαίνει αναμφίβολα πάντα και ένα από τα θέματα κλειδιά στην ανάλυση των αστικών κοινωνικών κινημάτων είναι η αποκάλυψη των δυνάμεων και των διαδικασιών που λειτουργούν στο θεσμικό επίπεδο, ώστε να προβληθεί η κοινωνική σύγκρουση…

56 Υπήρξε ένα κύμα δραστηριότητας αστικών κοινωνικών κινημάτων στη Bρετανία τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Οι ειδικές οργανώσεις αυτού του είδους περιλαμβάνουν το κίνημα των ενοικιαστών κατοικίας του δήμου (χρονολογείται από το τέλος της 10ετίας του ’60), το οποίο αντιτάχθηκε στην κυβερνητική αναμόρφωση των ενοικίων σύμφωνα με τα επίπεδα της αγοράς και στην εισαγωγή εκπτώσεων ανάλογα με την οικονομική κατάσταση τις οργανώσεις των φορολογουμένων δημοτών, που εμφανίστηκαν στα μέσα της 10ετίας του ’70 για να προβάλουν την παροχή από τον ιδιωτικό τομέα αστικών υπηρεσιών και την κατάργηση του φόρου ακινήτων μια σειρά ομάδων αντίθετων στην περικοπή των δημόσιων δαπανών, που γέννησαν οργανώσεις ενδιαφερόμενες να σώσουν τα χωριά και τα τοπικά σχολεία, να υπερασπίσουν τα μικρότερα νοσοκομεία ενάντια στις συγχωνεύσεις σε μεγάλης κλίμακας νοσοκομεία περιοχής ομάδες δράσης, που εμφανίστηκαν σε κέντρα με μεγαλύτερο πληθυσμό όπου η αστική ανανέωση και τα προγράμματα εκκαθάρισης των slums απειλούσαν τις σταθερές κοινότητες και την καλή ποιότητα κατοικίας το κίνημα των καταλήψεων, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στο Λονδίνο, στο τέλος της 10ετίας του ’60 και έφτασε στην ακμή του στα μέσα της 10ετίας του ’70, στεγάζοντας χιλιάδες μόνους νέους ανθρώπους και οικογένειες σε αδειανές ιδιοκτησίες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα οργανώσεις για την υπεράσπιση και προώθηση της δημόσιας συγκοινωνίας ομάδες ενάντια στα σχέδια διαπλάτυνσης των δρόμων και στην κατασκευή αυτοκινητοδρόμων μέσα στην πόλη ομάδες που εμφανίστηκαν στην εποχή του Nόμου για την Yγεία και την Aσφάλεια στην Eργασία (1974), που είχαν κερδίσει μια νέα προσέγγιση των αποτελεσμάτων της βιομηχανικής ρύπανσης στους κατοίκους της περιοχής.

57 Η λίστα είναι αναμφίβολα περιεκτική αλλά δεν δείχνει όλη την κλίμακα των ομάδων στη Βρετανία, οι οποίες εμπίπτουν στον ορισμό που υιοθετήσαμε για τα αστικά κοινωνικά κινήματα. Αυτή η κλίμακα και η ένταση των κινημάτων σηματοδότησαν ένα σημαντικό κύμα πολιτικού ακτιβισμού στα Bρετανικά συμφραζόμενα. Πάντως, είναι, επίσης, καθαρό ότι ό,τι συνέβη στη Bρετανία δεν ήταν παρά ένα μικρό μέρος μιας πολύ ευρύτερης μετα-πολεμικής κλιμάκωσης της διαμαρτυρίας σ’όλο τον κόσμο, με μια ένταση στις 10ετίες ’60 και ’70. …… Στο The City and the Grassroots, o Castells επαναπροσανατολίζει πλήρως τη χρήση της θεωρίας του των αστικών κοινωνικών κινημάτων. Βρίσκονται ακόμα στο κέντρο των ιδεών του πάνω στη βασισμένη στο αστικό κοινωνική αλλαγή, αλλά τώρα, ανάμεσα σε άλλα, πρέπει να είναι αυτόνομα από τα πολιτικά κόμματα και πιο εμπλεκόμενα στη δημιουργία νέων πολιτιστικών κατευθύνσεων και αστικού “νοήματος”. Το ουσιαστικό στοιχείο στη χρήση από τον Castells του όρου Αστικά Κοινωνικά Κινήματα είναι η ικανότητα να επιτυγχάνουν κάποια θεμελιακού τύπου κοινωνική αλλαγή. O Pickvance ισχυρίζεται ότι o Castells έχει μια προκαταβολική απαίτηση η φράση “αστικά κοινωνικά κινήματα” να χρησιμοποιείται μόνο με τη δική του έννοια του όρου, δηλ. ομάδες που επιτυγχάνουν κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αντίθετα ο Pickvance θεωρεί ότι γενικές φράσεις όπως “αστική διαμαρτυρία”, “αστική σύγκρουση”, “αστικός αγώνας” ή “αστικό κίνημα” θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για να περιγράφουν όλα τα άλλα είδη δραστηριοτήτων αστικής διαμαρτυρίας. Μ’ αυτό τον τρόπο θ’ αποφευχθεί η σύγχυση ορισμών. Ο Pickvance μπορεί να έχει δίκιο όταν μας εφιστά την προσοχή, αλλά η χρήση του όρου από τον Castells είναι τόσο ειδική και η κλίμακα των ομάδων που αναφέρονται, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περιγράφηκαν παραπάνω, τόσο διακριτή, ώστε ένα διπλό νόημα είναι αναγκαίο.

58 Το πρόβλημα δεν είναι τόσο δύσκολο όσο εμφανίζεται
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο δύσκολο όσο εμφανίζεται. Παρά το θεωρητικό βάρος πίσω από την ανάλυση των αστικών κοινωνικών κινημάτων του Castells, η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν πολύ λίγα πρακτικά παραδείγματα. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι η ιδέα των αστικών κοινωνικών κινημάτων στην επιστημολογία του Castells συνδέεται πάντα με “πρακτική” – με τις αναγκαίες “τακτικές” ώστε να επιτευχθούν “αποτελέσματα” – και ότι οι στρατηγικές του, οι σκοποί που θέτει για τα αστικά κοινωνικά κινήματα και τα αντικείμενα, αλλάζουν ριζικά στα κείμενα μεταξύ 1972 και Είναι αδικαιολόγητο συνεπώς να αφαιρούμε μέρος μόνο από τη θέση – κοινωνικός μετασχηματισμός – και να ισχυριζόμαστε ότι αυτό δικαιολογεί το να δίνουμε στη χρήση του Castells μια μοναδική θέση στη φιλολογία. Η μαρτυρία για την πρακτική ύπαρξη των αστικών κοινωνικών κινημάτων του τύπου που συζητήθηκαν από τον Castells είναι, επίσης, πενιχρή. Επομένως, ο Lowe καταλήγει ότι θα χρησιμοποιεί τον όρο με πιο διευρυμένο περιεχόμενο από αυτό του Castells.

59 Πού Έχουν Πάει τα Aστικά Kινήματα; C.C. Pickvance , 1995
University of Kent at Canterbury, U.K. OPIΣMOΣ Όλες οι επιλογές της ορολογίας εκφράζουν θεωρητικές και άλλες υποθέσεις. Ο όρος “αστικό κίνημα” τέμνει την πραγματικότητα μ’έναν άλλο τρόπο από όροι όπως κοινοτική ομάδα, δράση πολιτών ή εθελοντική οργάνωση, αν και οι κοινωνικές ομάδες που σηματοδοτούνται με αυτούς τους όρους συμπλέκονται. Η επιλογή του όρου “αστικό κίνημα” συνδέει με την ευρύτερη κατηγορία “κοινωνικό κίνημα” του οποίου παραδείγματα αποτελούν, επίσης, το οικολογικό, το γυναικείο και το κίνημα της ειρήνης. Συνεπάγεται ενδιαφέρον για την κοινωνική αλλαγή και τη θέση ότι κοινωνικά κινήματα διαφορετικών ειδών είναι σημαντική πηγή κοινωνικής αλλαγής. Πάντως, ο βαθμός της πολιτιστικής κριτικής που ενσωματώνεται στα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων ποικίλει – και είναι τυπικά χαμηλότερος στην περίπτωση των αστικών κινημάτων έναντι των κινημάτων ειρήνης. Πιο πέρα τα κοινωνικά κινήματα καλύπτουν μια ποικιλία σκοπών (εναντίον των εκτρώσεων, εναντίον των φόρων, εθνικιστικά κ.λ.π.) και η κοινωνική αλλαγή που αναζητούν δεν είναι αναγκαστικά “προοδευτική” από αριστερή σκοπιά. Δεν ακολουθούμε συγγραφείς όπως ο Eder (1993) που περιορίζουν τον όρο κοινωνικά κινήματα σ’αυτά που συμβάλλουν άμεσα στον “εκμοντερνισμό” της κοινωνίας.

60 Όροι όπως “αστικό κίνημα” ή “κίνημα γυναικών” λειτουργούν σε δύο επίπεδα. Από τη μια αναφέρονται σε μια ευρεία κατηγορία κοινωνικών δυνάμεων και από την άλλη σε ιδιαίτερες οργανώσεις που συγκεκριμενοποιούν αυτές τις δυνάμεις. Αν ενδιαφερόμαστε για την άνοδο ή την πτώση των αστικών κινημάτων, αυτό το διφορούμενο έχει σημαντικές επιπτώσεις. Αν εστιάζουμε σε “οργανώσεις κοινωνικών κινημάτων”, όπως αναφέρονται συχνά, τότε η άνοδος και η παρακμή τους θα μπορούσε να μετρηθεί με τον αριθμό τους και το επίπεδο του ακτιβισμού. Από την άλλη, αν εστιάζουμε σ’ένα ιδιαίτερο τύπο κοινωνικού κινήματος γενικά, η άνοδος και η πτώση του είναι σε κάποιο βαθμό ανεξάρτητες από τον αριθμό των οργανώσεων του κοινωνικού κινήματος που εμπλέκονται. Για παράδειγμα, αν ο αριθμός των οργανώσεων του αστικού κινήματος φθίνει αλλά οι ιδέες που προβάλλουν ενσωματώνονται στην κυβερνητική πολιτική ή γίνονται αποδεκτές από την κοινή γνώμη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το αστικό κίνημα, θεωρούμενο ως σύνολο ιδεών αμφισβήτησης, δεν είχε παρακμάσει καθόλου αλλά είχε επιτύχει. Μ’αυτή την έννοια οι οργανώσεις του αστικού κινήματος θα ήταν ένα μέσον για ένα σκοπό και η άνοδος και πτώση τους θα ήταν λιγότερο σημαντικές έναντι της απορρόφησης ή όχι των ιδεών τους. Σ’αυτό το κεφάλαιο θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο “αστικό κίνημα” ως συντομογραφία για οργανώσεις αστικού κινήματος. Αυτή η επιλογή δεν σημαίνει ότι θα αγνοήσουμε το ερώτημα της διείσδυσης των ιδεών του κινήματος. Αλλά αυτό θα το αντιμετωπίσουμε περισσότερο ως χωριστό θέμα από την οργανωτική πραγματικότητα των αστικών κινημάτων.

61 Προσδιορίζουμε το αστικό κίνημα (οργανώσεις) ως κινητοποιημένες ομάδες, που θέτουν αστικά αιτήματα τα οποία αμφισβητούν τις υπάρχουσες πολιτικές και πρακτικές, που κάνουν χρήση μη θεσμικών μεθόδων και δεν παίρνουν τη μορφή πολιτικών κομμάτων. Αντίθετα με τις ομάδες συμφερόντων, που πιέζουν για τη διαμόρφωση πολιτικών και έχουν πρόσβαση ρουτίνας στην κυβέρνηση, τα αστικά κινήματα είναι ομάδες αμφισβήτησης. Πάντως, ο βαθμός της αμφισβήτησης είναι συνεχής και η διάκριση ανάμεσα σε αστικά κινήματα και ομάδες πίεσης, που είναι περισσότερο θεσμοθετημένες, είναι δύσκολο να γίνει σε ορισμένες περιπτώσεις. Αυτός ο προσδιορισμός δεν αναφέρεται στην οργανωτική μορφή που προσλαμβάνουν τα αστικά κινήματα ή στην επιτυχία τους. Μερικοί συγγραφείς έχουν υποστηρίξει ότι οι οργανώσεις κοινωνικού κινήματος είναι πάντα ανεπίσημες και μοιάζουν με δίκτυα (Diani, 1992) αλλά αυτό δεν είναι βεβαίως γενικά σωστό: μερικές είναι ανεπίσημες, άλλες όχι. Το ζήτημα της επιτυχίας των αστικών κινημάτων είναι εντελώς διακριτό από εκείνο του ορισμού τους.

62 Τελικά για να εξειδικεύσουμε τον χαρακτήρα των αστικών κινημάτων, χρειαζόμαστε να προσδιορίσουμε τί σημαίνει αστικό αίτημα. Όπως είναι καλά γνωστό, ο καθορισμός του αστικού έχει συζητηθεί έντονα ανάμεσα στους κοινωνιολόγους του αστικού (urban sociologists). Συγγραφείς, όπως ο Castells (1977), o Dunleavy (1979), o Pickvance (1985) και ο Saunders (1986), συμφωνούν ότι ο όρος δεν αναφέρεται στη γεωγραφική τοποθεσία των κινημάτων αλλά περισσότερο στα αντικείμενα των αιτημάτων τους. Τέσσερις κατηγορίες αιτημάτων μπορούμε να διακρίνουμε. Οι τρεις έχουν αναγνωριστεί ευρέως: 1. Aιτήματα “συλλογικής κατανάλωσης” (όπως η ύπαρξη, η καταλληλότητα και το κόστος πρόσβασης στις εξυπηρετήσεις κατοικίας, υγείας, εκπαίδευσης)· 2. Aιτήματα ώστε να προφυλάσσονται οι γειτονιές από φυσικές ή κοινωνικές απειλές, όπως διάνοιξη δρόμων, επαναξιοποίηση· 3. Aιτήματα για μεγαλύτερο λόγο στις διαδικασίες των τοπικών πολιτικών θεσμών και των υπηρεσιών που παρέχονται από τέτοιους θεσμούς. Eπιπροσθέτως, τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια τέταρτη κατηγορία που αυξάνει σε σημασία και αφορά τα κινήματα εναντίον των τοπικών φόρων.

63 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ HENRY LEFEBVRE
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ HENRY LEFEBVRE Το δικαίωμα στην πόλη, του Henry Lefebvre, δεν αποτελεί καταγραφή μια σειράς δικαιωμάτων που αφορούν την κατοικία, τις κοινωνικές υποδομές, τη χρήση και τη λειτουργία της πόλης κ.λ.π ,κ.λ.π., αν και, προφανώς, στο θεωρητικό και πολιτικό του ορίζοντα όλα τα παραπάνω εξυπακούονται. Τα δικαιώματα αυτά μαζί με άλλα ανθρώπινα και κοινωνικά (εργασιακά) δικαιώματα βρίσκονται, σήμερα, στην ημερησία διάταξη των κοινωνικών αγώνων και ιδιαίτερα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Όμως ο Lefebvre, με Το Δικαίωμα στην Πόλη, δεν προτείνει μια χάρτα δικαιωμάτων. Θέτει στην ουσία το πρόβλημα της απόλαυσης μιας πλούσιας και πολυδιάστατης αστικής ζωής και της αυτορυθμιζόμενης από τους ίδιους τους ανθρώπους καθημερινότητας, για τις οποίες ο χώρος της ιστορικής πόλης, ως παρελθούσα και σύγχρονη εμπειρία, αποτελεί υποδειγματικό υποδοχέα. Η επέλαση της βιομηχανίας διέσπασε την ιστορική πόλη και εγκατέστησε την ανταλλακτική αξία ως κινητήρια αρχή της επέκτασης, της διάχυσης και των πολλαπλών ανασυστάσεων της πόλης.

64 « Έτσι, μέσα από τα ξεχωριστά προβλήματα και το σύνολο της προβληματικής, διαφαίνεται η κρίση της πόλης . Κρίση θεωρητική και πρακτική. Στη θεωρία η έννοια της πόλης ( της αστικής πραγματικότητας) αποτελείται από γεγονότα, παραστάσεις και εικόνες που δανειζόμαστε από την αρχαία πόλη (την προβιομηχανική, προκαπιταλιστική), βρισκόμαστε όμως στο δρόμο του μετασχηματισμού τους και της νέας επεξεργασίας. Στην πράξη ο αστικός πυρήνας (ουσιαστικό τμήμα της εικόνας και της έννοιας της πόλης) ραγίζει και ωστόσο διατηρείται ∙ ξεχειλισμένος, συχνά εκφυλισμένος, κάποτε σάπιος, ο αστικός πυρήνας δεν εξαφανίζεται. Αν κάποιος προεξοφλεί το τέλος του και την απορρόφησή του απ’ το «δίκτυο της πόλης», απλώς διατυπώνει ισχυρισμούς αξιωματικά, χωρίς αποδείξεις. Παρόμοια, αν κάποιος προεξοφλεί την ανάγκη μιας ανασύστασης ή επανασυγκρότησης των αστικών πυρήνων, και πάλι διατυπώνει ισχυρισμούς αξιωματικά, χωρίς αποδείξεις. Ο πυρήνας της πόλης δεν έδωσε τη θέση του σε μια νέα και προσδιορισμένη «πραγματικότητα», όπως το χωριό έδωσε τη θέση του στην πόλη. Ωστόσο η βασιλεία του φαίνεται πως τελειώνει. Εκτός αν εδραιωθεί ισχυρότερα ακόμη, ως κέντρο εξουσίας…»

65 Παρ’ όλ’ αυτά μέσα από την κριτική θεώρηση της τραυματισμένης πραγματικότητας της πόλης συγκροτείται η έννοια του κατοικείν, την οποία ο Lefebvre αναλύει κατ’ αντιπαράθεση με την εκφυλισμένη της εκδοχή του habitat, που έλαβε συγκεκριμένη μορφή με τις κατοικίες χαμηλών εισοδημάτων στα περίχωρα του Παρισιού μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο Lefebvre επιμένει σε κάτι σημαντικό : ότι η πόλη, όχι αφηρημένη αλλά με την υλική της μορφή, ως πρακτικο-αισθητή πραγματικότητα, είναι καθοριστική για την εκδίπλωση των κοινωνικά ορισμένων ατομικών αναγκών. Τις ανάγκες αυτές περιγράφει ως αντιθετικές και συμπληρωματικές, ανάγκες δημιουργικής δραστηριότητας και έργου αλλά και ανάγκες χαρακτηριστικών τόπων συγχρονικότητας και συναντήσεων όπως και χρόνου συναντήσεων και ανταλλαγών. « Αν θεωρήσουμε την πόλη ως έργο ορισμένων ιστορικών και κοινωνικών φορέων, τότε πρέπει να διακρίνουμε τη δράση και το αποτέλεσμα, την ομάδα ( ή τις ομάδες) και το προϊόν τους. Χωρίς ωστόσο να τα ξεχωρίζουμε. Δεν υπάρχει έργο χωρίς μια ρυθμισμένη διαδοχή πράξεων και ενεργειών, αποφάσεων και συμπεριφορών, χωρίς μηνύματα και χωρίς κώδικες. Ούτε υπάρχει έργο χωρίς πράγματα, χωρίς κάποια ύλη που θα διαπλαστεί, χωρίς κάποια πρακτικο-αισθητή πραγματικότητα, χωρίς ένα έδαφος, μια φύση, μια ύπαιθρο και ένα περιβάλλον. Οι κοινωνικές σχέσεις έχουν σαν αφετηρία τους το αισθητό ∙ δεν περιορίζονται στον αισθητό κόσμο κι ωστόσο δεν αιωρούνται στον αέρα, δεν φεύγουν μέσα στην υπέρβαση. Αν η κοινωνική πραγματικότητα εμπεριέχει μορφές και σχέσεις , αν δεν μπορεί να νοηθεί με τρόπο ομόλογο προς το απομονωμένο αντικείμενο, αισθητό ή τεχνητό, ωστόσο δεν υφίσταται χωρίς χειροπιαστά πράγματα, χωρίς προσδέσεις με τα αντικείμενα, με τα πράγματα. Επιμένουμε πολύ σ’ αυτό το σημείο, που είναι μεθοδολογικά και θεωρητικά σημαντικό »

66 Επειδή θέλει να προεκτείνει τη σημερινή πόλη στο μελλοντικό της όραμα και άρα στη νέα μορφή που θα προκύψει ως αποτέλεσμα ενός νέου κοινωνικού σχεδίου, ο Lefebvre εισάγει μια διάκριση « ανάμεσα στην πόλη, πραγματικότητα παρούσα, άμεση, πρακτικο-αισθητό, αρχιτεκτονικό δεδομένο και από την άλλη στο αστικό (urbain), πραγματικότητα κοινωνική που συντίθεται από σχέσεις τις οποίες η σκέψη οφείλει να συλλάβει, να οικοδομήσει ή να ανοικοδομήσει… Η ζωή της πόλης, η κοινωνία της πόλης, με δυό λόγια το αστικό δεν μπορούν να ξεφύγουν από μια βάση πρακτικο-αισθητική, από μια μορφολογία » Αυτή η μορφολογία είναι, επίσης, επίδικο αντικείμενο της πολιτικής ακριβώς γιατί το κοινωνικό δεν υπερίπταται του αισθητού. Το δικαίωμα στην πόλη για να μη μείνει εγκλωβισμένο στη σημερινή πόλη και την κρίση της και αποκλειστικά προσδεδεμένο στο χώρο αναγορεύεται σε δικαίωμα στην αστική ζωή ώστε να ενσωματώσει το κοινωνικό ( κοινωνία πόλης ) και το μεταβλητό της πρακτικο-αισθητής πραγματικότητας. « Το δικαίωμα στην πόλη δεν μπορεί να νοηθεί ως απλό δικαίωμα επίσκεψης ή επιστροφής στις παραδοσιακές πόλεις. Δεν μπορεί να διατυπωθεί, παρά μόνο ως δικαίωμα στην αστική ζωή, μετασχηματισμένη, ανανεωμένη. Κι αν το αστικό πλέγμα περισφίγγει την ύπαιθρο και ό,τι επιζεί από την αγροτική ζωή, λίγο ενδιαφέρει : αρκεί να βρει το αστικό τη μορφολογική του βάση, την πρακτικο-αισθητή υλοποίησή του. Το αστικό : τόπος συνάντησης, προτεραιότητα της αξίας χρήσης, εγγραφή στο χώρο ενός χρόνου, που θα αναγορευτεί ανώτατο αγαθό ανάμεσα στα αγαθά. Πράγμα που προϋποθέτει μια συνολική θεωρία της πόλης και της κοινωνίας πόλης, θεωρία που θα χρησιμοποιεί τις πηγές της επιστήμης και της τέχνης. Μόνον η εργατική τάξη μπορεί να γίνει ο φορέας ή το κοινωνικό έρεισμα παρόμοιας υλοποίησης »

67 Οι αναφορές του Lefebvre στα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, όπου υπάρχουν, συνδέουν πάντα τη δράση τους με ένα όραμα πόλης που δεν αφίσταται της υλικής βάσης της πόλης γιατί αυτή παραμένει ακόμα σήμερα, όπως και στο παρελθόν, η φωλιά του αστικού. Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω αναφορά στην Κομμούνα. « Η Κομμούνα του Παρισιού μπορεί να ερμηνευτεί με τις αντιφάσεις του χώρου, όχι με μόνη αφετηρία τις αντιφάσεις του ιστορικού χρόνου (πατριωτισμός των μαζών και αντιπατριωτισμός των διευθυνουσών τάξεων). Ήταν μια λαϊκή απάντηση στη στρατηγική του Haussmann. Οι εργάτες καταδιωκόμενοι στις περιφερειακές συνοικίες και τις περιφερειακές κοινότητες, επαναϊδιοποιούνται τον χώρο, από τον οποίο ο βοναπαρτισμός και η στρατηγική των διευθυνουσών τάξεων τους είχε διώξει. Προσπάθησαν να τον ξαναπάρουν στην κατοχή τους, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτής (πολεμικής, μα περήφανης, λαμπρής) » Ο Lefebvre είναι εκείνος που έχει αποδώσει τη σύγκρουση του προλεταριάτου με το Παλαιό Καθεστώς ως σύγκρουση για την κατάκτηση της πόλης : τα σχέδια του Haussmann καταστρέφουν τη μεσαιωνική πόλη και μέσω αυτής απωθούν το προλεταριάτο στα περίχωρα. Όμως το προλεταριάτο με την Κομμούνα την επανακτά γιατί αυτή η πρακτικο-αισθητή πραγματικότητα αντιστοιχεί πολύ περισσότερο, έναντι της εξαρθρωμένης περιφέρειας, στο κοινωνικοπολιτικό του όραμα. Εδώ, φυσικά, ισχύουν και όλα όσα αφορούν την κεντρική χωροθέτηση της εξουσίας – εκμεταλλευτικής ή λαϊκής.

68 Ο κοινωνικός χώρος « Ο (κοινωνικός) χώρος δεν είναι ένα πράγμα ανάμεσα σε άλλα πράγματα ούτε ένα προϊόν ανάμεσα σε άλλα προϊόντα : περισσότερο εντάσσει πράγματα που παράγονται και ενσωματώνει τις αλληλοσυσχετίσεις τους στη συνύπαρξη και την ταυτοχρονία τους – τη (σχετική) τάξη και /ή τη (σχετική) αταξία. Είναι το αποτέλεσμα μιας διαδοχής και ενός συνόλου λειτουργιών και έτσι δεν μπορεί να συρρικνωθεί στην κατηγορία ενός απλού αντικειμένου. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει τίποτε φανταστικό, μη πραγματικό ή ιδεατό γι’ αυτόν, συγκρινόμενο, για παράδειγμα, με την επιστήμη, τις αναπαραστάσεις τις ιδέες ή τα όνειρα. Ο κοινωνικός χώρος, αποτέλεσμα ο ίδιος περασμένων δράσεων, επιτρέπει να συμβούν νέες δράσεις, ενώ προτείνει άλλες και ακόμη απαγορεύει άλλες. Μεταξύ αυτών των δράσεων ορισμένες εξυπηρετούν την παραγωγή, άλλες την κατανάλωση. Ο κοινωνικός χώρος συνεπάγεται μια μεγάλη ποικιλία γνώσης. Ποια είναι, λοιπόν, η ακριβής θέση του ; Και ποιά η φύση της σχέσης του με την παραγωγή;

69 Ας θεωρήσουμε την περίπτωση μιας πόλης - ενός χώρου που πλάθεται, σχηματίζεται και επενδύεται με κοινωνικές δραστηριότητες στη διάρκεια μιας πεπερασμένης ιστορικής περιόδου. Είναι αυτή η πόλη έργο ή προϊόν ; Ας πάρουμε τη Βενετία για παράδειγμα. Ακόμα και στη Βενετία ο κοινωνικός χώρος παράγεται και αναπαράγεται σε σύνδεση με τις δυνάμεις παραγωγής ( και με τις σχέσεις παραγωγής) και αυτές οι δυνάμεις, καθώς αναπτύσσονται, δεν καταλαμβάνουν έναν προϋπάρχοντα, αδειανό ή ουδέτερο χώρο ή ένα χώρο καθορισμένο μόνο από τη γεωγραφία, το κλίμα, την ανθρωπολογία ή κάποια άλλη ανάλογη θεώρηση. Έτσι, δεν είναι εύκολο να κάνουμε ένα ριζικό διαχωρισμό ανάμεσα στα έργα τέχνης και τα προϊόντα. Το κέρδος που πηγάζει από αυτό το συμπέρασμα είναι ότι μας αφήνει κάποια προοπτική ανακάλυψης μιας διαλεκτικής σχέσης στην οποία τα έργα είναι με μια έννοια εγγενή στα προϊόντα, ενώ τα προϊόντα δεν συμπιέζουν όλη τη δημιουργικότητα στην υπηρεσία της επανάληψης»

70 Στη συνέχεια ο Lefebvre περιγράφει τη συγκρότηση των πόλεων της μεσαιωνικής Τοσκάνης δίδοντας ένα υπόδειγμα των δυνάμεων που καθορίζουν τη δημιουργία και τη μορφή των πόλεων, πάντα μέσα από τις συγκρούσεις μεταξύ τους αλλά και με κοινή αναφορά στην πόλη. « Στην Τοσκάνη…οι νέες κοινωνικές μορφές δεν ήταν εγγεγραμμένες στον προϋπάρχοντα χώρο. Περισσότερο παρήχθη ένας χώρος που δεν ήταν αγροτικός ούτε αστικός αλλά το αποτέλεσμα μιας νεοεμφανιζόμενης σχέσης μεταξύ των δύο. Η αιτία και ο λόγος αυτού του μετασχηματισμού ήταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων – των επαγγελμάτων της πρώϊμης βιομηχανίας και της γεωργίας. Αλλά η ανάπτυξη μπορούσε να συμβεί μόνο μέσω της σχέσης πόλης – υπαίθρου και,, έτσι, μέσω εκείνων των ομάδων που ήταν κινητήρας της ανάπτυξης : η ολιγαρχία των πόλεων και ένα τμήμα των αγροτών. Το αποτέλεσμα ήταν μια αύξηση του πλούτου, και εξ’ ου, επίσης, αύξηση στην παραγωγή υπεραξίας ∙ αυτό με τη σειρά του είχε ένα αναδρομικό αποτέλεσμα στις αρχικές συνθήκες. Η πολυτελής δαπάνη για την κατασκευή των παλατιών και των μνημείων έδωσε στους καλλιτέχνες και, πρώτον, στους ζωγράφους, μια ευκαιρία να εκφράσουν, με τον δικό τους τρόπο, ό,τι συνέβαινε, να εκθέσουν ό,τι είχαν συλλάβει. Αυτοί οι καλλιτέχνες ανακάλυψαν την προοπτική και ανέπτυξαν τη θεωρία της, διότι ένας χώρος σε προοπτική βρισκόταν μπροστά τους, επειδή είχε ήδη παραχθεί. Το έργο και το προϊόν είναι μόλις διακριτά εδώ με το πλεονέκτημα της αναλυτικής εκ των υστέρων γνώσης. Το να τα χωρίζουμε πλήρως, το να θέτουμε μια ριζική ρωγμή ανάμεσά τους θα ισοδυναμούσε με την καταστροφή της κίνησης που γέννησε και τα δύο - ή, μάλλον, εφ’ όσον αυτό είναι όλο που μας μένει, με την καταστροφή της ιδέας αυτής της κίνησης. Η αύξηση που έχω περιγράψει και η ανάπτυξη που πήγε χέρι-χέρι μαζί της δεν έλαβαν χώρα χωρίς πολλές συγκρούσεις, χωρίς ταξικούς αγώνες ανάμεσα στην αριστοκρατία και την ανερχόμενη αστική τάξη, ανάμεσα στο popolo minuto και το popolo grosso στις πόλεις, ανάμεσα στους ανθρώπους της πόλης και αυτούς της υπαίθρου κ.λ.π. Η διαδοχή των γεγονότων ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στην κοινοτική επανάσταση που έλαβε χώρα σ’ ένα μέρος της Γαλλίας και αλλού στην Ευρώπη…»

71 Η ταξική γεωγραφία της πόλης και οι αντιστάσεις
« Οι διαφορές διαρκούν ή αναφύονται στα περιθώρια του ομογενοποιημένου βασιλείου είτε με τη μορφή αντιστάσεων ή με τη μορφή εξωτερικοτήτων (πλαγίων, ετεροτοπικών, ετερολογικών). Αυτό που διαφέρει είναι να αρχίσουμε, με ό,τι αποκλείεται : τα άκρα της πόλης, οι παραγκουπόλεις, οι χώροι των απαγορευμένων παιχνιδιών, του ανταρτοπόλεμου, του πολέμου. Αργά ή γρήγορα, πάντως, το υπάρχον κέντρο και οι δυνάμεις της ομογενοποίησης θα πρέπει ν’ αναζητήσουν να απορροφήσουν όλες αυτού του είδους τις διαφορές και θα πετύχουν αν εκείνες διατηρήσουν μια αμυντική στάση και δεν εγείρουν αντιπαράθεση από την πλευρά τους. Στο τελευταίο γεγονός η κεντρικότητα και η κανονικότητα θα ελεγχθούν ως προς τα όρια της εξουσίας τους να ενοποιεί, να ανακτά ή να καταστρέφει ο,τιδήποτε έχει υπερβεί τα όρια. Οι αχανείς παραγκουπόλεις της Λατινικής Αμερικής (favelas, barrios, ranchos) προβάλλουν μια κοινωνική ζωή πολύ πιο έντονη από τις περιοχές της αστικής τάξης στις πόλεις. Αυτή η κοινωνική ζωή μετατίθεται στο επίπεδο της αστικής μορφολογίας, αλλά επιζεί μόνο στο βαθμό που πολεμά σε αυτοάμυνα και συνεχίζει να επιτίθεται στον κύκλο του ταξικού αγώνα με τις σύγχρονες μορφές του. Παρά τη φτώχεια τους αυτές οι περιοχές διευθετούν ορισμένες φορές τόσο αποτελεσματικά τον χώρο τους – σπίτια, τοίχους, δημόσιους χώρους – ώστε να αποσπούν ένα νευρώδη θαυμασμό.

72 Η οικειοποίηση μιας αξιοσημείωτα υψηλής τάξης βρίσκεται εκεί
Η οικειοποίηση μιας αξιοσημείωτα υψηλής τάξης βρίσκεται εκεί. Η δυναμική αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός αποδεικνύονται πολύ ανώτερες από την οργάνωση του χώρου από ειδικούς, που μεταφράζουν άμεσες οδηγίες από τις οικονομικές και πολιτικές αρχές. Το αποτέλεσμα – στο έδαφος – είναι μια υπερβολικά χωρική δυαδικότητα. Και η ίδια η δυαδικότητα στο χώρο προκαλεί την ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει εκεί μια δυαδικότητα πολιτικής εξουσίας : μια ισορροπία τόσο απειλούμενη που μια έκρηξη είναι ανέφικτη – και σύντομης λειτουργίας. Μολαταύτα η εντύπωση δεν είναι εσφαλμένη - ακριβώς ένα μέτρο της κατασταλτικής και εξομοιωτικής ικανότητας του κυρίαρχου χώρου. Η δυαδικότητα θα επιμείνει βεβαίως ∙ και αποτυγχάνοντας κάθε ανατροπή της κατάστασης, ο κυριαρχούμενος χώρος απλά θα εξασθενήσει. Η δυαδικότητα σημαίνει αντίθεση και σύγκρουση ∙ μια σύγκρουση αυτού του είδους ενδέχεται να οδηγεί είτε στην εμφάνιση απρόβλεπτων διαφορών ή στη δική της απορρόφηση ∙ στην περίπτωση αυτή εγείρονται μόνο προκαλούμενες διαφορές (π.χ. διαφορές εσωτερικές ως προς την κυρίαρχη μορφή του χώρου). Μια συγκρουσιακή δυαδικότητα, που είναι μια μεταβατική κατάσταση ανάμεσα στην αντίθεση (εισαγόμενη διαφορά) και την αντίφαση / υπέρβαση (παραγόμενη διαφορά), δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα ∙ μπορεί, πάντως, να διατηρηθεί γύρω από μια ισορροπία που θεωρείται βέλτιστη από μια ιδιαίτερη ιδεολογία »

73 Ο Henry Lefebvre δεν έχει ασχοληθεί αναλυτικά με τους φορείς των κοινωνικών συγκρούσεων στο χώρο, που αμφισβητούν τη σημερινή συνθήκη της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Δεν θεωρεί, όμως, ότι ο χώρος είναι έξω από το σχέδιο της κοινωνικής αλλαγής – το αντίθετο. « Μια επανάσταση που δεν παράγει ένα νέο χώρο δεν έχει υλοποιήσει την πλήρη δυναμική της : πράγματι έχει αποτύχει στο ότι δεν έχει αλλάξει την ίδια τη ζωή, αλλά έχει απλώς αλλάξει τις ιδεολογικές υπερδομές, τους θεσμούς ή τους πολιτικούς μετασχηματισμούς. Για να είναι αληθινά επαναστατικός ως προς τον χαρακτήρα του ένας κοινωνικός μετασχηματισμός πρέπει να επιδεικνύει μια δημιουργική ικανότητα στα αποτελέσματα που έχει στην καθημερινή ζωή, στη γλώσσα και τον χώρο – αν και η επίδρασή του δεν χρειάζεται να συμβεί στον ίδιο βαθμό ή με την ίδια δύναμη σε κάθε μια από αυτές τις περιοχές »

74 Αποδεχόμενος την έννοια της ηγεμονίας κατά Gramsi σχετικά με τη θέση της εργατικής τάξης, ο Lefebvre εμμένει στον καθοριστικό ρόλο της ταξικής πάλης στην παραγωγή του χώρου. « Όσον αφορά την ταξική πάλη, ο ρόλος της στην παραγωγή του χώρου είναι κομβικός ως προς το ότι αυτή η παραγωγή εκτελείται μόνο από τάξεις, τμήματα τάξεων ή ομάδες αντιπροσωπευτικές των τάξεων. Σήμερα περισσότερο από ποτέ η ταξική πάλη εγχαράσσεται στο χώρο. Πράγματι μόνο αυτή η πάλη αποτρέπει τον αφηρημένο χώρο από το να καταλάβει όλο τον πλανήτη και να κρύψει όλες τις διαφορές. Μόνο η ταξική πάλη έχει την ικανότητα να διαφοροποιεί, να γεννά διαφορές που δεν είναι εγγενείς στην οικονομική ανάπτυξη ως στρατηγική, λογική ή σύστημα - δηλαδή διαφορές που δεν είναι ούτε προκαλούμενες ούτε αποδεκτές σ’ αυτή την ανάπτυξη. Οι μορφές της ταξικής πάλης είναι σήμερα πολύ πιο ποικίλες από πριν. Φυσικά, αυτές περιλαμβάνουν την πολιτική δράση των μειονοτήτων. Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αι., οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις και οι επαναστάσεις των χωρικών αναδιαμόρφωσαν την επιφάνεια του πλανήτη. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των αλλαγών εξυπηρέτησε τους σκοπούς του αφηρημένου χώρου, γιατί εξομάλυναν και, με μια έννοια, αυτοματοποίησαν τον προϋπάρχοντα χώρο των ιστορικών λαών και πόλεων. Στις πιο πρόσφατες εποχές, η δράση του αντάρτικου και η παρέμβαση των μαζών ακόμα και σε αστικές περιοχές έχει επεκτείνει αυτό το κίνημα, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική. Τα γεγονότα του Μάη του 1968 στη Γαλλία, όταν οι σπουδαστές κατέλαβαν και ανέλαβαν την ευθύνη του δικού τους χώρου και η εργατική τάξη, με τη σειρά της, ακολούθησε, σηματοδότησαν μια νέα αρχή »

75 Αξία χρήσης, οικειοποίηση και κυριαρχία
Η αξία χρήσης είναι βασικό στοιχείο προσέγγισης του ( κοινωνικού ) χώρου από τον Henry Lefebvre. Είναι το καθοριστικό στοιχείο διαφοροποίησης της ιστορικής πόλης έναντι της βιομηχανικής και της σύγχρονης, στις οποίες κυριαρχεί η ανταλλακτική αξία. Γύρω από την αξία χρήσης συγκροτείται η έννοια της οικειοποίησης του χώρου σε αντίθεση με αυτή της κυριαρχίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Manuel Castells συγκροτώντας την έρευνά του και τη θεωρία των αστικών κοινωνικών κινημάτων, εστιάζει στην αξία χρήσης ως σημείο – κλειδί της κοινωνικής διαφοροποίησης, των κοινωνικών αιτημάτων και της εναλλακτικής πόλης. « Η πόλη και η πραγματικότητα της πόλης , προκύπτουν από την αξία χρήσης. Η ανταλλακτική αξία, η γενίκευση του εμπορεύματος μέσω της εκβιομηχάνισης τείνουν να καταστρέψουν, υποτάσσοντάς την, την πόλη και την πραγματικότητά της, καταφύγιο ως τότε της αξίας χρήσης , σπέρμα μιας εν δυνάμει κυριαρχίας και επαναξιοποίησης της χρήσης »

76 « Η αντίθεση (opposition) ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και την αξία χρήσης, αν και αρχίζει σαν μια απλή αντίθεση (contrast) ή με μια διαλεκτική αντίθεση (antithesis), στην πράξη αποκτά ένα διαλεκτικό χαρακτήρα. Οι προσπάθειες να αποδείξουμε ότι η ανταλλαγή απορροφά τη χρήση είναι, πράγματι, ένας ατελής τρόπος να αντικαταστήσουμε μια στατική αντίθεση με μια δυναμική. Το γεγονός είναι ότι η χρήση επανεμφανίζεται έντονα , σε αντίθεση με την ανταλλαγή, στο χώρο γιατί συνεπάγεται όχι ιδιοκτησία αλλά οικειοποίηση. Η ίδια η οικειοποίηση συνεπάγεται χρόνο (ή χρόνους), ρυθμό ( ή ρυθμούς ), σύμβολα και μια πρακτική. Όσο πιο πολύ λειτουργικός γίνεται ο χώρος…τόσο λιγότερο επιρρεπής γίνεται στην οικειοποίηση. Γιατί ; Γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο απομακρύνεται από τη σφαίρα του βιωμένου χρόνου, από τον χρόνο των χρηστών του, που είναι ένας ποικίλος και σύνθετος χρόνος. Μ’ άλλα λόγια, τι αποκτά ένας που αγοράζει χώρο ; η απάντηση είναι χρόνο. Έτσι, η καθημερινή ζωή δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή χωρίς να κατανοηθεί η αντίφαση ανάμεσα στη χρήση και την ανταλλαγή ( αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία ). Η πολιτική, πάντως, χρήση του χώρου επενεργεί περισσότερο στην επανατοποθέτηση της αξίας χρήσης ∙ το κάνει με όρους πόρων, χωρικών τοποθεσιών και στρατηγικών »

77 «Ο κυριαρχούμενος χώρος και ο οικειοποιούμενος χώρος μπορεί να συνδέονται επί της αρχής – και ιδεατά ,τουλάχιστον, όφειλαν να συνδέονται. Αλλά η ιστορία – δηλαδή η ιστορία της συσσώρευσης – είναι επίσης η ιστορία του διαχωρισμού και του αμοιβαίου ανταγωνισμού τους. Επιπλέον, νικητής σ’ αυτή τη διαμφισβήτηση έχει υπάρξει η κυριαρχία. Υπήρξε κάποτε οικειοποίηση χωρίς κυριαρχία – μάρτυρας η καλύβα που προαναφέρθηκε, το ιγκλού ή το αγροτικό σπίτι. Η κυριαρχία έχει αυξηθεί pari passu με τον ρόλο που παίζουν τα στρατεύματα, ο πόλεμος, το κράτος και η πολιτική εξουσία. Η διχοτομία ανάμεσα στο κυριαρχούμενο και το οικειοποιημένο δεν περιορίζεται έτσι στο επίπεδο του λόγου ή της σημασίας, γιατί γεννά μια αντίφαση ή συγκρουσιακή τάση που ταλαντεύεται μέχρις ότου ο ένας από τους όρους του παιχνιδιού (κυριαρχία) κερδίσει μια συντριπτική νίκη και ο άλλος (οικειοποίηση) υποταχθεί πλήρως. Όχι ότι η οικειοποίηση εξαφανίζεται γιατί αυτό δεν μπορεί να γίνει : τόσο η πρακτική όσο και η θεωρία συνεχίζουν να διεκδικούν τη σημασία της και να απαιτούν την επαναφορά της »

78 ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ « for space » ΤΗΣ DOREEN MASSEY Μία εναλλακτική προσέγγιση του χώρου παρουσιάζει η Doreen Massey στο πρόσφατο έργο της for space όπου προσδιορίζει τις έννοιες του χώρου, της πόλης, του παγκόσμιου / τοπικού και της πολιτικής σε αναφορά με τις σύγχρονες μορφές και διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Τα σημεία που ενδιαφέρουν τη δική μας εστίαση στο χώρο και την πόλη, ως ανοιχτά πεδία εκδήλωσης των κοινωνικών και πολιτικών αντιφάσεων και, άρα, συνάντησης κοινωνικών δραστών και άσκησης πολιτικής (των αποκάτω), παρουσιάζονται με αποσπάσματα από το συγκεκριμένο έργο της Massey. Τρεις προτάσεις που ορίζουν τον χώρο « Πρώτον, αναγνωρίζουμε τον χώρο ως προϊόν αλληλοσυσχετίσεων ∙ συγκροτούμενo μέσα από αλληλοεπιδράσεις, από το αχανές του παγκόσμιου στην οικειότητα του μικροσκοπικού. Δεύτερον, αντιλαμβανόμαστε τον χώρο ως σφαίρα της πιθανής ύπαρξης της πολλαπλότητας, με την έννοια της ταυτόχρονης πληθύος ∙ ως σφαίρα στην οποία συνυπάρχουν διακριτές τροχιές ∙ ως σφαίρα, συνεπώς, της συνυπάρχουσας ετερογένειας. Χωρίς χώρο δεν υπάρχει πολλαπλότητα, χωρίς πολλαπλότητα δεν υπάρχει χώρος. Τρίτον, αναγνωρίζουμε τον χώρο ως ευρισκόμενο πάντα υπό κατασκευή. Ακριβώς επειδή ο χώρος σ’ αυτή την ανάγνωση είναι προϊόν των μεταξύ σχέσεων, σχέσεων που αναγκαστικά προσδένονται σε υλικές πρακτικές , βρίσκεται πάντα στη διαδικασία της κατασκευής. Δεν τελειώνει ποτέ ∙ δεν κλείνει ποτέ »

79 Ο χώρος ανοιχτός στο μέλλον και τη δυνατότητα της πολιτικής
«Η συζήτηση ξεκίνησε από τη θέση ότι ο χώρος είναι μια διακριτή πολλαπλότητα αλλά που τα ίδια τα στοιχεία της είναι εμποτισμένα με χρονικότητα. Απορρίφθηκε μια στατική συγχρονία χάριν μιας δυναμικής ταυτοχρονίας. Μια άλλη μορφή που κλείνει μια εκτίμηση της δυναμικής πολλαπλότητας, που είναι ο χώρος, θεωρήθηκε ότι είναι η σύλληψή του ως ακίνητου συστήματος. Αντίθετα, το επιχείρημα εδώ είναι να αντιληφθούμε τον χώρο ως ανοιχτή εξελισσόμενη παραγωγή. Η σύλληψη του χώρου ως στατικής φέτας μέσω του χρόνου, ως αναπαράστασης, ως κλειστού συστήματος και ούτω καθεξής, είναι όλοι τρόποι εξημέρωσής του. Μας επιτρέπουν να αγνοούμε το αληθινό του φορτίο και την αναγκαστικά εξωτερική του εμφάνιση ως χωροποιημένης υποκειμενικότητας. Αν ο χρόνος είναι ανοιχτός σ’ ένα μέλλον του νέου, ο χώρος δεν μπορεί να εξισωθεί με το κλείσιμο και τις οριζοντιότητες της αναπαράστασης. Πιο γενικά, αν ο χρόνος πρόκειται να είναι ανοιχτός και ο χώρος πρέπει, επίσης, να είναι ανοιχτός. Η σύλληψη του χώρου ως ανοιχτού, πολλαπλού και σχετικού, μη τελειωμένου και πάντα υπό κατασκευή, είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για να παραμείνει η ιστορία ανοιχτή και αναγκαία προϋπόθεση για τη δυνατότητα της πολιτικής»

80 Παγκοσμιοποίηση «Η σημερινή ηγεμονική ιστορία της παγκοσμιοποίησης αφηγείται μια παγκοσμιοποίηση πολύ ιδιαίτερης μορφής… Πόσο εύκολο είναι να γλιστρήσουμε σε τρόπους σκέψης που καταπνίγουν την αμφισβήτηση του χώρου ∙ και πόσο πολιτικά σημαντικά μπορεί να είναι τα χωρικά φαντασιακά ; Η παγκοσμιοποίηση που διατυπώνεται έτσι, είναι όπως η παλιά ιστορία της μοντερνικότητας. Για άλλη μια φορά συναιρεί τη χωρική διαφορά στη χρονική διαδοχή και, συνεπώς, αρνείται την πιθανότητα πολλαπλών τροχιών ∙ το μέλλον δεν μένει ανοιχτό. Αυτή η απόδοση της παγκοσμιοποίησης παράγει το πλαίσιο του αναπόφευκτου για την κατασκευή πολιτικών όπως ο Τρίτος Δρόμος με την κατάργηση της Δεξιάς και Αριστεράς και το πολιτικό του κλείσιμο γύρω από ένα λόγο που δεν προβλέπει την ακινησία – αυτό που η Chantal Mouffe έχει αποκαλέσει μια πολιτική χωρίς αντίπαλο. Εγκαθιστά μια αντίληψη του χώρου, τον χώρο των ροών, ο οποίος, ακριβώς όπως ο χώρος των τόπων της μοντερνικότητας, επιστρατεύεται για τη νομιμοποίηση της δικής του παραγωγής και διεκδικεί μια καθολικότητα που, σε κάθε περίπτωση, αρνείται συστηματικά στην πράξη. Γιατί, πράγματι, στα συμφραζόμενα και ως μέρος αυτής της παγκοσμιοποίησης οικοδομούνται ακριβώς τώρα νέα κλεισίματα ».

81 «Όμως, ο χώρος δεν μπορεί ποτέ να αποκαθαρθεί οριστικά
«Όμως, ο χώρος δεν μπορεί ποτέ να αποκαθαρθεί οριστικά. Αν ο χώρος είναι η σφαίρα της πολλαπλότητας, προϊόν κοινωνικών σχέσεων και αυτές οι σχέσεις είναι αληθινές υλικές πρακτικές και πάντα σε εξέλιξη, τότε ο χώρος δεν μπορεί ποτέ να είναι κλειστός, θα έχει πάντα χαλαρά άκρα, πάντα σχέσεις με το πέραν, πάντα δυναμικά στοιχεία ευκαιρίας. Πράγματι, ξανά αυτό το σύνολο των χαρακτηριστικών της σύγχρονης εποχής ανταγωνίζεται με το αντίθετό του – ιστορίες υβριδικότητας, μείξης, χάκερς, επιδρομών, ιών και ρευστότητας. Όλα αυτά είναι αμφιλεγόμενα, βεβαίως, αλλά ούτε το ερμητικό κλείσιμο, ούτε ένας κόσμος που συντίθεται μόνο από ροές ( όχι σταθερότητα, όχι σύνορα κανενός είδους) είναι δυνατός. Ενώ το τέλος των πόλεων, μέσω του διασποράς που οδηγείται από την τεχνολογία, προβλέφθηκε από τους κυβερνομελλοντολόγους, οι πόλεις αναπτύσσονται όσο ποτέ πριν. Κινητικότητα και σταθερότητα , ροή και εγκατάσταση προϋποθέτουν η μια την άλλη. Όπως έχει δείξει η Saskia Sassen, η ίδια η παγκόσμια πόλη με την ατελείωτη ικανότητά της να γεννά και να ελέγχει τις ροές, κτίζεται πάνω σε τεράστιους εντοπισμένους πόρους »

82 «Ένα επιπλέον σύνολο επιχειρημάτων περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι τόσο το άνοιγμα και το κλείσιμο όσο και η κλασική εδαφική περιοχή και η ριζωματική ροή, μπορούν να είναι το αποτέλεσμα ιζηματογενών και άνισων σχέσεων εξουσίας. Στην επίκληση του Castells για μια μετάβαση από ένα χώρο τόπων σ’ ένα χώρο ροών, ο τελευταίος δεν είναι λιγότερο κλειστός όσον αφορά τον έλεγχο και τη δυναμική αλλαγή σε σχέση με το κλείσιμο του έθνους – κράτους που επιχειρήθηκε. Εγκατάσταση και ροή, εξ ίσου, είναι προϋποθέσεις της ύπαρξης η μία της άλλης. Όπως τα αναπτυσσόμενα επιχειρήματα της Confédération paysanne και του José Bové κάνουν καθαρό, οι μετακινούμενες γεωμετρίες εξουσίας των σχέσεων σύνδεσης είναι εξ ίσου σημαντικές με οποιαδήποτε θέματα για άνοιγμα / κλείσιμο. Ή ξανά, οι μεγάλες μάχες της παγκόσμιας πολιτικής στον 21ο αι. φαίνεται να γίνονται εξ ίσου ενάντια στις επενδεδυμένες στην εξουσία ροές, από τη μια και ενάντια στο κλείσιμο ως προς τις ροές, από την άλλη »

83 Παγκόσμιο / Τοπικό « Μια διπλή πόλωση ενός χώρου ελεύθερης κίνησης, από τη μια και ενός χώρου εσώκλειστων περιοχών, από την άλλη δεν είναι μόνο μια αντίφαση, σημαντικό να τονιστεί, στο σύγχρονο συντηρητικό / νεοφιλελεύθερο αστερισμό, αλλά μπορεί, επίσης, να αποτελεί επικίνδυνο έδαφος για την κατασκευή της αντίθεσης και /ή των εναλλακτικών προσεγγίσεων » « Υπάρχει μια συντριπτική τάση τόσο στην ακαδημαϊκή και την πολιτική φιλολογία όσο και σε άλλες μορφές λόγου, όπως και στην πολιτική πρακτική, να φανταζόμαστε το τοπικό ως προϊόν του παγκόσμιου αλλά να απορρίπτουμε την αντίστιξη σ’ αυτό : την τοπική κατασκευή του παγκόσμιου. Τα τοπικά σημεία (local places) με μια γενική έννοια, είτε είναι εθνικά κράτη ή πόλεις ή μικρές τοπικότητες, γίνονται χαρακτηριστικά αντιληπτά παραγόμενα μέσω της παγκοσμιοποίησης. Υπάρχουν προβλήματα στις δύο πλευρές αυτής της αντίφασης. Από τη μια, σημαίνει ότι, άρρητα, αντιλαμβανόμαστε το παγκόσμιο να έρχεται από κάπου αλλού. Είναι, συνεπώς, χωρίς τόπο ∙ πουθενά… Από την άλλη, τα τοπικά σημεία, σ’ αυτή την αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, δεν έχουν επίδραση». Σύμφωνα π.χ. με τον Arturo Escobar : το παγκόσμιο είναι συνδεδεμένο με τον χώρο, το κεφάλαιο, την ιστορία και τη δράση ενώ, αντίθετα, το τοπικό είναι συνδεδεμένο με τον τόπο, την εργασία και την παράδοση- όπως και με τις γυναίκες, τις μειονότητες, τους φτωχούς και, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, και με τις τοπικές κουλτούρες.

84 « Ο τόπος, μ’ άλλα λόγια, διαμορφώνεται, αναπόφευκτα, ως θύμα της παγκοσμιοποίησης.
Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει κάτι σαν μάχη οπισθοφυλακής σ’ αυτό το μέτωπο και μια υποστήριξη της δυναμικής δράσης του τοπικού σημείου στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ακόμα και αυτές οι σημαντικές τοποθετήσεις έχουν, μολαταύτα, παραμείνει σ’ ένα λόγο υπεράσπισης του τόπου , μιας πολιτικής υπεράσπισης του τοπικού ενάντια στο παγκόσμιο. Πάντως, αν πάρουμε σοβαρά τη σχετική κατασκευή ενός χώρου, αυτή μας δείχνει μια πιο ποικιλόχρωμη πολιτική. Γιατί σε μια συναφή αντίληψη της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι τόποι διασταυρώνονται στις ευρύτερες γεωμετρίες της εξουσίας, που συγκροτούν τόσο τους ίδιους όσο και το παγκόσμιο. Απ’ αυτή την άποψη τα τοπικά σημεία δεν είναι πάντα, απλά, τα θύματα του παγκόσμιου ∙ ούτε είναι, πάντα , πολιτικά αμυντικά οχυρά ενάντια στο παγκόσμιο. Η αντίληψη του χώρου ως μιας σταθερής ανοιχτής παραγωγής των τοπολογιών της εξουσίας υποδεικνύει το γεγονός ότι διαφορετικοί τόποι θα βρίσκονται σε αντιθετικές σχέσεις με το παγκόσμιο. Είναι διαφορετικά τοποθετημένοι μέσα στις ευρύτερες γεωμετρίες της εξουσίας. Το Mali και το Chad μπορεί να γίνουν, πιο σίγουρα, αντιληπτά ως κατέχοντα θέσεις με σχετική έλλειψη εξουσίας. Αλλά το Λονδίνο ή οι ΗΠΑ ή το Ηνωμ. Βασίλειο ; Αυτοί είναι οι τόποι μέσα στους οποίους και δια των οποίων παράγεται η παγκοσμιοποίηση : οι στιγμές μέσω των οποίων συγκροτείται το παγκόσμιο, ανακαλύπτεται, συντονίζεται. Είναι δράστες μέσα στην παγκοσμιοποίηση. Δεν θέλουμε να πούμε ότι ολόκληροι τόποι είναι με κάποιο τρόπο δράστες αλλά να υποστηρίξουμε μια πολιτική που παίρνει υπ’ όψιν της και προτείνει την τοπική παραγωγή του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού παγκόσμιου.

85 Υπάρχει ένας αριθμός άμεσων επιπτώσεων
Υπάρχει ένας αριθμός άμεσων επιπτώσεων. Για ν’ αρχίσουμε, αυτό το γεγονός της αναπόφευκτα τοπικής παραγωγής του παγκόσμιου σημαίνει ότι υπάρχει δυναμικά κάποια απόδοση μέσω της τοπικής πολιτικής στους ευρύτερους παγκόσμιους μηχανισμούς. Όχι απλά υπεράσπιση του τοπικού ενάντια στο παγκόσμιο, αλλά αναζήτηση ακριβώς της αλλαγής των μηχανισμών του ίδιου του παγκόσμιου. Αυτό εγείρει το ερώτημα της τοπικής υπευθυνότητας για το παγκόσμιο. Διαφορετικοί τόποι καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις μέσα στις ευρύτερες γεωμετρίες εξουσίας του παγκόσμιου. Κατά συνέπεια, τόσο οι πιθανότητες για παρέμβαση όσο και η φύση της δυναμικής πολιτικά σχέσης με αυτές τις ευρύτερα συγκρουσιακές σχέσεις, θα ποικίλουν επίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας που αφορά την υπεράσπιση του τόπου έχει έρθει ή αφορά τον Νότο ή, για παράδειγμα, αποβιομηχανοποιημένους τόπους του Βορρά. Από μια τέτοια οπτική, η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση φαίνεται πράγματι να φτάνει ως μια απειλητική εξωτερική δύναμη. Αλλά σε άλλους τόπους μπορεί, κάλλιστα, μια ιδιαίτερη κατασκευή του τόπου να μην είναι πολιτικά υπερασπίσιμη ως μέρος μιας πολιτικής ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση – και αυτό όχι εξαιτίας του ανεφάρμοστου μιας τέτοιας στρατηγικής αλλά επειδή η κατασκευή αυτού του τόπου, τα πλέγματα των σχέσεων εξουσίας, μέσω των οποίων κατασκευάζεται και ο τρόπος που οι πόροι του μετακινούνται, είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να αμφισβητηθεί » « Προβληματικό πολιτικά είναι το ότι αυτή η έμμονη υπεράσπιση του τοπικού, ως τοπικού, χωρίς αναφορά στις κοινωνικές σχέσεις που το συγκροτούν, μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλειψη αναφοράς στη συγκρότηση του ίδιου του τοπικού »

86 Η προσέγγιση αυτής της σχέσης τοπικό/παγκόσμιο από την Doreen Massey, όπως και ανάλογες ή διαφοροποιούμενες προσεγγίσεις, αντανακλούν στον τρόπο με τον οποίο τα σύγχρονα αστικά κινήματα στις αναπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες χώρες συγκροτούνται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και ερμηνεύοντας τις διαδικασίες καθορισμού του επίδικου αντικειμένου τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Massey παραθέτει τον τρόπο με τον οποίο η Αγροτική Συνομοσπονδία και ο Ζωρζ Μποβέ βλέπουν τη σχέση τοπικού / παγκόσμιου, αναγνωρίζοντας ομοιότητες με την προσέγγισή της. Δεν προσδοκούσαμε η μια πλευρά να πείσει την άλλη. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι θέσεις δεν είναι τόσο διαφορετικές όσο φαίνονται, γιατί ενώνονται στην εκτίμησή τους για την βλάβη που κάνει ο ΠΟΕ ( Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Δεν μπορείς να μιλάς για πτέρυγες στη Via Campesina …Ότι ισχύει για το Santiago ή το Bamalco δεν ισχύει απαραίτητα για τη Ρώμη ή το Παρίσι. Η ανταλλαγή γνωμών και εμπειριών το καθιστά ένα θαυμάσιο δίκτυο για πρακτική και συζήτηση. Η δύναμη αυτού του παγκόσμιου κινήματος βρίσκεται ακριβώς στο ότι διαφέρει από τόπο σε τόπο, ενώ οικοδομεί την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους. «Όλ’αυτά», λέει η Massey, «είναι ολοκληρωμένα και σημαντικά χωρικά. Η διαφορετική τοποθέτηση των τοπικών αγώνων μέσα στη σύνθετη γεωμετρία της εξουσίας των χωρικών σχέσεων είναι ένα στοιχείο-κλειδί στη διαμόρφωση των πολιτικών τους ταυτοτήτων και της πολιτικής. Αντίστροφα, η πολιτική δραστηριότητα μετασχηματίζει τόσο τις ταυτότητες όσο και τις χωρικές σχέσεις. Ο χώρος, ως σχετικός και σφαίρα της πολλαπλότητας, είναι τόσο ένα ουσιαστικό μέρος του χαρακτήρα της πολιτικής δέσμευσης όσο και επαναδιαμορφώνεται αιωνίως μέσω αυτής »

87 « Τα ζεύγη τοπικό /παγκόσμιο και ο τόπος /χώρος δεν αντιστοιχούν στο ζεύγος συγκεκριμένο / αφηρημένο. Το παγκόσμιο είναι ακριβώς τόσο συγκεκριμένο όσο και το τοπικό σημείο. Αν ο χώρος γίνεται πράγματι αντιληπτός μέσω των σχέσεων τότε δεν είναι πια παρά το άθροισμα των σχέσεων και των διασυνδέσεων όπως και η έλλειψή τους ∙ είναι, επίσης, πλήρως, συγκεκριμένος (είναι φανερό εδώ πως το εξιδανικευμένο τοπικό, μπορεί να είναι η άλλη πλευρά της σύλληψης του χώρου της αφαίρεσης). Ούτε η έκλειψη των νοημάτων του παγκόσμιου βοηθά γιατί διαχειρίζεται τόσο την εξιδανίκευση του τοπικού όσο και την προβολή του παγκόσμιου είτε ως τη μόνη σκόπιμη πραγματική μάχη ή ως αβάσιμη ώστε να μην έχει αποδέκτη… Μια αντίληψη του κόσμου με όρους σχετικότητας, ενός κόσμου στον οποίο το τοπικό και το παγκόσμιο πραγματικά συγκροτούνται αμοιβαία καθιστά αβάσιμα αυτά τα είδη διαχωρισμού »

88 Οι πόλεις « Η προσεκτική και διεγερτική συζήτηση του Donald αφορά ειδικά τις πόλεις. Παραθέτει το αναπόφευκτο της σύγκρουσης στις πόλεις, την πρόκληση της συμβίωσης σε τέτοιους χωρo- τόπους (το σημαντικό ερώτημα δεν είναι αυτό που τίθεται συχνά –πως ζω στην πόλη – αλλά πως ζούμε μαζί) ∙ παραθέτει το ερώτημα του Rajchman της ύπαρξης στην πατρίδα σ’ ένα κόσμο όπου η ταυτότητά μας δεν είναι δοσμένη και η συμβίωσή μας υπό κρίση. Αυτή είναι η ιδιαίτερη αίσθηση σύμφωνα με την οποία η ζωή στην πόλη είναι αναπόφευκτα πολιτική. Οι πόλεις είναι, ίσως, οι τόποι που αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη δημοκρατία. Είναι ιδιαίτερα μεγάλοι, έντονοι και ετερογενείς αστερισμοί τροχιών, που απαιτούν μια σύνθετη διαπραγμάτευση. Αυτή η φαντασία της ( συνήθως Δυτικής ) πόλης, πάντως, έχει πιο συχνά εστιάσει στην πολιτιστική και εθνική μείξη – που είναι βεβαίως ένα είδος συνάντησης τροχιών που προέκυψαν μέσω της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αλλά υπάρχουν άλλοι τρόποι, επίσης, σύμφωνα με τους οποίους τέτοιες πόλεις και ιδιαίτερα οι δυτικές αποκαλούμενες παγκόσμιες πόλεις, έχουν αποτελέσει το έδαφος των συγκρουόμενων τροχιών της παγκοσμιοποίησης.

89 Ας πάρουμε το Λονδίνο. Είναι μια παγκοσμιούπολη για το κεφάλαιο όπως και για τη διεθνή μετανάστευση. Οι τροχιές του κεφαλαίου, όσο και της εθνικότητας, συγκρούονται εδώ » «Οι πόλεις, ίσως πράγματι θέτουν το γενικό ερώτημα της συμβίωσής μας μ’ ένα τρόπο πιο έντονο από πολλά άλλα είδη τόπων. Πάντως, ακριβώς το γεγονός ότι οι πόλεις ( όπως όλοι οι τόποι ) στεγάζουν τις κοινές μας υφάνσεις, την αμοιβαία αδιαφορία και τους αναμφισβήτητους ανταγωνισμούς τόσων μυριάδων τροχιών, και ότι αυτό το γεγονός έχει το ίδιο μια χωρική μορφή, η οποία θα διαμορφώσει παραπέρα αυτές τις διαφοροποιήσεις και τις σχέσεις, σημαίνει ότι μέσα στις πόλεις, η φύση του ερωτήματος της συμβίωσής μας θα είναι πολύ διαφοροποιημένα αρθρωμένη »


Κατέβασμα ppt "Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google