Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η ΑΘΗΝΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄50 ΜΕΣΑ ΑΠO ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Η ΑΘΗΝΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄50 ΜΕΣΑ ΑΠO ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Η ΑΘΗΝΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄50 ΜΕΣΑ ΑΠO ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Γυμνάσιο Νέας Χαλκηδόνας| Τμήμα B3 Σχολικό έτος Επιμέλεια εργασίας : Καχριμάνη Βασιλική (Φιλόλογος)

2 Ιστορικά στοιχεία για τη δεκαετία του ΄50
Η Αθήνα βγαίνει από μια δεκαετία γερμανικής κατοχής και εμφύλιου πολέμου με μεγάλα προβλήματα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Στη δεκαετία αυτή επικρατεί αστάθεια στην πολιτική ζωή. Το πολίτευμα της Ελλάδας ήταν βασιλευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στην εξουσία βρίσκεται η Δεξιά, ενώ η Αριστερά μετά τον εμφύλιο τίθεται εκτός νόμου και διώκεται.

3 ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Στον τομέα της οικονομίας μετά το σχέδιο Μάρσαλ υπήρξε μόνο μία τάξη οικονομικά εύρωστη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του λαού ζει στη φτώχεια.H επαρχία εγκαταλείπεται με αποτέλεσμα την αστυφιλία, την ανεργία και στη συνέχεια τη μετανάστευση στο εξωτερικό.

4 Ο δρόμος που ανοιγόταν μπροστά στους Έλληνες συνήθως τους οδηγούσε μακριά από την πατρίδα σε δουλειές κάτω από σκληρές συνθήκες .

5 Στα γραφεία ευρέσεως εργασίας συνωστιζόταν ο κόσμος αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο

6 ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Όσον αφορά στην κοινωνία της εποχής υπήρχε αυστηρή ηθική απέναντι στη νεολαία γι’ αυτό εφαρμόστηκε και ο νόμος 4000 (νόμος τεντιμποϊσμού). Σύμφωνα με αυτόν οι νεαροί ταραχοποιοί που κατηγορούνταν για το αδίκημα της εξύβρισης τιμωρούνταν με κούρεμα και σκίσιμο των ρεβέρ στα παντελόνια τους . Ο Νόμος 4000 καταργήθηκε το Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981.

7 Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950

8 Τα δικαιώματα των μαθητών την δεκαετία του 1950 ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.
Έπρεπε να έχουν ομοιόμορφη αμφίεση: στολή-ποδιά και πηλίκιο (είδος καπέλου). Είχαν αυστηρούς περιορισμούς και εκτός του σχολείου:τα κορίτσια έπρεπε να είναι σεμνά ντυμένα,χωρίς βάψιμο και χτενίσματα και τα αγόρια έπρεπe να είναι ευπρεπή με κοντοκουρεμένα κεφάλια. Υπήρχαν αυστηροί ηθικοί κανόνες . ,

9 Μερικοί από τους αυστηρούς ηθικούς κανόνες της εποχής ήταν ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός κάθε Κυριακή και εορτή και η συμμετοχή σε κατηχητικό σχολείο, η επιβολή αυστηρής τιμωρίας για αργοπορημένη προσέλευση στο σχολείο, για ομιλία εν ώρα μαθήματος, για μη επιμέλεια στα μαθήματα. Χτύπημα με τη βέργα ( πολλές φορές την έφερναν οι ίδιοι οι μαθητές),χαστούκια και τράβηγμα μαλλιών, όρθιοι στο ένα πόδι, ήταν συνηθισμένες τιμωρίες. Οι δάσκαλοι ανάγκαζαν τους μαθητές να πατούν σε πινέζες. Τους έσερναν δεμένους με σκοινί μέχρι το αστυνομικό τμήμα αν έκαναν κάποια ζημιά ή παραβίαζαν κάποιον κανόνα, για να τους διασύρουν.

10 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Την περίοδο της δεκαετίας του ‘50 στη πεζογραφία υπάρχουν δύο ομάδες πεζογράφων : η πρώτη με θέματα σχετικά με τον εμφύλιο και την Ελληνική πραγματικότητα μετά από αυτόν με εκπροσώπους τον Στρατή Τσίρκα, τον Δημήτρη Χατζή κ.α., και η δεύτερη με θέματα σχετικά με τον κοινωνικό περίγυρο και την ψυχογράφηση προσώπων ,στην οποία εντάσσeται και ο Μένης Κουμανταρέας .

11 ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ( 1931 - ) Η ζωή του
ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ( ) Η ζωή του Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 και ζει σε αυτή πάντα, εγκαταλείποντας τη σπάνια. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών Κάρολος Μπερζάν και το 1948 πήγε για ένα εξάμηνο στο Λονδίνο., όπου ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα φοίτησε για λίγο διάστημα στη Φιλοσοφική και μετά στη Νομική Σχολή, αλλά δε συνέχισε τις σπουδές του. Έκανε επίσης σπουδές θεάτρου, τις οποίες εγκατέλειψε, ενώ ασχολήθηκε για λίγο και με τη δημοσιογραφία. Μετά τη στρατιωτική του θητεία ξεκίνησε να εργάζεται ως υπάλληλος σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Η γνωριμία του με τον μουσικοσυνθέτη Μάνο Χατζηδάκη και τον κύκλο του έπαιξε θετικό ρόλο στη λογοτεχνική του πορεία. Με παρότρυνση του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού , ο Κουμανταρέας προχώρησε στην έκδοση της πρώτης του συλλογής διηγημάτων με τίτλο « Τα μηχανάκια » το 1962, που είχε θετική κριτική. Από τότε ακολούθησαν πολλές συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες πεζογράφους της 2ης μεταπολεμικής γενιάς. Η πρώτη τιμητική διάκριση για το έργο του ήταν το Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων του « Το αρμένισμα » (1966). Ακολούθησαν το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τα έργα του « Βιοτεχνία υαλικών » (1975) και « Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω » (1996) καθώς και το Ελληνογερμανικό Βραβείο Blue Book για το μυθιστόρημα « Ο ωραίος λοχαγός » (1982). Από το 1982 ο Κουμανταρέας εγκατέλειψε την υπαλληλική ζωή κααι ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Εκτός από την πεζογραφία έχει κάνει και αρκετές μεταφράσεις έργων ξένων συγγραφέων ιδιαίτερα Αμερικανών, από τους οποίους δέχτηκε θετικές επιρροές στο έργο του.

12 Το έργο του Το έργο του Κουμανταρέα κάνει από την αρχή εντύπωση, γιατί εισάγει μερικά αξιόλογα νέα στοιχεία στη θεματολογία και την αφηγηματική τεχνική. Ως προς το θέμα είναι ο πρώτος που παρουσιάζει ως πρωταγωνιστές στο έργο του μια ιδιαίτερη κατηγορία εφήβων και νέων, οι οποίοι κινούνται χωρίς σκοπό και προορισμό στη ζωή και τελικά χάνονται ή βουλιάζουν στη φθορά και την αποτυχία. Για το εσωτερικό τους αδιέξοδο δεν έχουν οι ίδιοι ευθύνη, αλλά το περιβάλλον και η εποχή τους. Προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα και κινούνται στα όρια μεταξύ του φυσιολογικού και νοσηρού, μεταξύ νόμιμου και περιθωριακού. Ο συγγραφέας τους αντιμετωπίζει με συμπάθεια και κατανόηση. Ως προς τη τεχνική τα πρώτα του έργα αναδεικνύουν μια γλώσσα δουλεμένη, με πολλά σχήματα λόγου, ενώ ξεχωρίζει η ικανότητά του να αναπλάθει το χώρο και την ατμόσφαιρα των ιστοριών του. Μετά τα πρώτα διηγήματα και νουβέλες ο συγγραφέας περνάει στο μυθιστόρημα και διευρύνει τα θέματά του επιλέγοντας ως πρωταγωνιστές μεσήλικες αστούς και μικροαστούς που ενώ είχαν πολλά νεανικά όνειρα φθείρονται από τη καθημερινότητα και τα προσωπικά τους προβλήματα. Ο συγγραφέας κρατάει μεγαλύτερες αποστάσεις από τους ήρωές του, ενώ ελέγχει απόλυτα τη γλώσσα και τα εκφραστικά του μέσα. Στα επόμενα έργα του οι περιθωριακοί ή απροσάρμοστοι νέοι επανέρχονται. Κινούνται στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης και αποτελούν ρεαλιστικές φιγούρες της σύγχρονης εποχής. Συχνά ο συγγραφέας αποδίδει στους διαλόγους τον ιδιωματικό τους λόγο. Γενικά το έργο του Κουμανταρέα εντάσσεται στο κοινωνικό ρεαλισμό. Αποτυπώνει τα πρόσωπα και το σκηνικό της πόλης με αληθοφάνεια και ρεαλιστική γλώσσα. Υπάρχει όμως και το ποιητικό στοιχείο στο έργο του, με τη μελαγχολία και τη φθορά της νιότης, της αθωότητας και της ομορφιάς, με το ρομαντικό στοιχείο να αποτελεί το κυρίαρχο μοτίβο των ιστοριών του

13 ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Τα μηχανάκια (1962) Το αρμένισμα (1967)
Τα καημένα (1972) Βιοτεχνία υαλικών (1975) Η κυρία Κούλα (1978) Το κουρείο (1979) Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981) Ο ωραίος λοχαγός (1982) Η φανέλα με το εννιά (1986) - μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο Πλανόδιος σαλπιγκτής (1989) Η συμμορία της άρπας (1993) Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996) Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (1999) Δυο φορές Έλληνας (2001) Νώε (2003) Η γυναίκα που πετάει (2006) Θυμάμαι τη Μαρία (2007) Το show είναι των Ελλήνων (2008) Σ΄ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά (2009) Ξεχασμένη Φρουρά (2010) Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ (2011) Θάνατος στο Βαλπαραΐζο (2013)

14 Ο

15

16 «ΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ» Τέσσερις ιστορίες απροσάρμοστων εφήβων της δεκαετίας του '50. Ο Αναστάσης παίζει "Μηχανάκια" για να ξεφύγει από τον κλοιό της οικογένειας, της γειτονιάς και της ασυνεννοησίας των φίλων. Ο Χαράλαμπος στο "Λουτρό" γίνεται υποχείριο μιας αδηφάγας μητρικής στοργής.· Το γυμνασιόπαιδο, ο Κίτσος, ανθίζει και μαραίνεται μέσα στο τέλμα της «Επαρχίας Λοκρίδος» . Τέλος, ο Δημητρούλης, ασουλούπωτος φαντάρος στη "Δόξα του Σκαπανέα", και αιώνιο θύμα της στρατοκρατίας. Και οι τέσσερεις ιστορίες αντλούνται από καθημερινά προβλήματα και παρουσιάζουν την καταπίεση και τα αδιέξοδα που οδηγούν τους νέους σε κοινωνική απομόνωση, σε αποξένωση, σε παθητικότητα και διαφόρων ειδών εξαρτήσεις. Οι τέσσερεις νέοι προσπαθώντας να βρουν τη ταυτότητά τους, έχασαν τελικά το δρόμο της ζωής. Όλες οι ιστορίες είναι μελαγχολικά διαχρονικές.

17 Στην Αθήνα αυτής της εποχής ,με τις αρνητικές συνθήκες ζωής, με τα κοινωνικά και ιδεολογικά αδιέξοδα, καλείται να ζήσει ο Αναστάσης. Να ζήσει την άχαρη αλλά και γεμάτη μαγεία περίοδο της ζωής του, τότε που τελειώνει η εφηβεία, χωρίς να έχει έρθει ωστόσο η πεζή αντρική ηλικία . Αρχικά στέκεται απαθής και αποδέχεται παθητικά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται … χωρίς δουλειά … χωρίς μέλλον …

18 Σαν διέξοδο ο Αναστάσης, στις δύσκολες καταστάσεις που ζούσε, είχε βρει τα φλιπεράκια («τα μηχανάκια») και περνούσε το χρόνο του σε αυτά. Τα φλιπεράκια είναι ιδέα, είναι μια εποχή ολόκληρη, είναι τρόπος ζωής. Υπήρχαν στη σειρά στα καφενεία, ακόμα και στα καπνοπωλεία της εποχής και λειτουργούσαν με κέρματα.

19 «Είχε κάτι ωραίο αυτή η ανταμοιβή της επιτυχίας - με φώτα και μουσικές
«Είχε κάτι ωραίο αυτή η ανταμοιβή της επιτυχίας - με φώτα και μουσικές. Παραξενευόσουνα που στη ζωή κανείς δεν σε χειροκροτούσε τόσο- όσο ένα μηχάνημα. Εκεί χτυπούσες το στόχο και τότε ήταν που όλα σώπαιναν εχθρικά…»

20 Προσπαθεί να βρει τη ταυτότητά του και το δρόμο που θ΄ ακολουθήσει στο μέλλον. Και τότε αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί και γεμάτος προσδοκίες ξεκινά να επισκεφτεί ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας. «Γραφείον ευρέσεως εργασίας»

21 Ξεκινά ευδιάθετος την αναζήτηση εργασίας
Ξεκινά ευδιάθετος την αναζήτηση εργασίας. Έχει πάρει στα σοβαρά την απόφαση να δουλέψει και να γίνει ενεργό μέλος της κοινωνίας . Είναι γεμάτος αισιοδοξία, όλα τα βλέπει όμορφα και το βλέμμα του μεταμορφώνει καθημερινές αθηναϊκές εικόνες, σε μαγικές παραστάσεις.

22 «…Περπάτησε με το κεφάλι ψηλά, χαμογέλασε στον φούρναρη που τον καλημέρισε…»

23 «…κι έστειλε στον κουρέα του ένα φιλικό χαμόγελο- γρήγορα θα τον είχε πάλι πελάτη…»

24

25

26 «…Βάδισε κάμποσο , ώσπου βγήκε στη λεωφόρο…»

27 «Το φως της μέρας ήταν πεντακάθαρο λες και το είχαν αλλάξει σήμερα …»
«Περνούσε πάνω στο μάγουλο του δρόμου σαν ακονισμένο ξυράφι.»

28 «Τα δέντρα εκεί πρασίνιζαν, κουρεμένα και φυτεμένα με τάξη επάνω στο πεζοδρόμιο, κρατώντας το ένα τον ώμο του αλλουνού…

29 …σαν στοιχισμένοι μαθητές την ώρα της γυμναστικής.»

30 «Τ΄αυτοκίνητα φαρδιά με καλογυαλισμένα φτερά
και συντηρημένες λαμαρίνες

31 κυλούσαν πάνω στην άσφαλτο χωρίς να την πληγώνουν.»

32 «Κι ο τροχαίος στη μέση του δρόμου με την κολλαρισμένη στολή του,το κράνος του που φεγγοβολούσε, φαινόταν να πιάνει τα αυτοκίνητα από μια αόρατη κλωστή.»

33 «Ως κι οι κοπέλες ήταν διαφορετικές σήμερα, ξυπνημένες θαρρείς από ύπνο θανάτου που τις είχε σκεπάσει με καινούριο πρόσωπο.»

34 «Τ΄ αγόρια είχαν παντελόνια στη τρίχα και έναν αέρα αυτοπεποίθησης ….»

35 «Άλλοι κρατούσαν τη τσάντα του σχολείου, κι άλλοι τα σύνεργα της δουλειάς»

36 «Και οι γέροι είχαν ένα τρόπο να τον κοιτάζουν λες κι ακόμα θυμόντουσαν πως είχαν περάσει από νέοι.»

37 ΓΕμΑτοΣ αυτοπεποΙθηση ο ΑναστΑσηΣ πηδΑει σ΄ένα λεωφορεΙο για να φτΑσει στο στΟχο του … μια δουλειΑ … μια νΕα ζωΗ

38 «Ο Ανάστασης χαμογέλασε στον εισπράχτορα που του έκοψε το εισιτήριο και του έδωσε μια θέση που περίσσευε.»

39 «Ένα μικρό αγόρι φάνηκε να κυνηγά το λεωφορείο
«Ένα μικρό αγόρι φάνηκε να κυνηγά το λεωφορείο.Όχι για να το προφτάσει στη στάση μα για να πηδήξει στον προφυλακτήρα.»

40 «Όταν κατόρθωσε να το φτάσει και να κρεμαστεί, ο εισπράχτορας σηκώθηκε από τη θέση του και του χτύπησε θυμωμένα το τζάμι.» «Μπρος δίνε του .»

41 «Το παιδί έμεινε για λίγο κοιτάζοντας τον εισπράχτορα .»
«Τα χέρια του ήταν πολύ λιγνά, το πρόσωπό του χλωμό, κρατιόταν με κόπο. Έπειτα έβγαλε στον εισπράχτορα τη γλώσσα του.Την ίδια στιγμή τρομαγμένο, άφησε τα χέρια του να ξεφύγουν και πήδησε χάμω . Ο Αναστάσης είδε το αγόρι να χάνεται στη στροφή του δρόμου.»

42 Η διαδρομή προς το γραφείο ευρέσεως εργασίας είχε πια σχεδόν τελειώσει
Η διαδρομή προς το γραφείο ευρέσεως εργασίας είχε πια σχεδόν τελειώσει. Κάθε βήμα του Αναστάση στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας , τον έφερνε πιο κοντά στο νέα ζωή που ονειρευόταν…

43 «Κατέβηκε στην επόμενη στάση
«Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Περπάτησε κοιτάζοντας τα σπίτια και τους αριθμούς .»

44 «Ύστερα στάθηκε μπροστά σε μια είσοδο μεγάρου.»

45 «Διάβασε μια ταμπέλα με κεφαλαία ξεθωριασμένα γράμματα : ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.»

46 «Δίστασε , έπειτα προχώρησε, μπήκε και άρχισε ν΄ ανεβαίνει τις σκάλες»

47 «Ήταν ατέλειωτες να τις ανέβει κανείς μα του άρεσαν.»
«Του άρεσε καθετί που ψήλωνε, που τον ανέβαζε.»

48 « Έψαξε, ρώτησε, τέλος χτύπησε μια πόρτα
« Έψαξε, ρώτησε, τέλος χτύπησε μια πόρτα. Επειδή δε πήρε απάντηση , άνοιξε και γλίστρησε αθόρυβα στο εσωτερικό.» «Στο βάθος της κάμαρης μια κοπέλα έγραφε στη γραφομηχανή.»

49 Η εικόνα που αντικρίζει αρχίζει σιγά σιγά να σβήνει τα όμορφα χρώματα, τα χαρούμενα πρόσωπα και τα γυαλιστερά μάτια που έβλεπε μέχρι τώρα ο Αναστάσης και το γκρίζο, η ψυχρότητα και η εχθρότητα του γραφείου γκρεμίζουν τις προσδοκίες του …… Η άχρωμη γραμματέας, με τα κρυμμένα πίσω από τα χοντρά γυαλιά μάτια που του συμπεριφέρεται αδιάφορα συνεχίζοντας την ανούσια δουλειά της , σαν να μην υπάρχει ο ίδιος, σαν να μην στέκεται απέναντί της …

50 «Ούτε που σήκωσε τα μάτια της πάνω του .»
‘Έγραφε σαν υπνωτισμένη. Χρειάστηκε να πάει να σταθεί πολύ κοντά της για να τόνε δει.»

51 «Σαν δυο ψάρια μέσα στη γυάλα τους.»
«Είχε δυο μάτια κλουβισμένα σε χοντρούς φακούς, που έμοιαζαν ν΄ αποστειρώνουν το φως.» «Σαν δυο ψάρια μέσα στη γυάλα τους.»

52 «Ύστερα η μηχανή έπαψε απότομα .»
«Τι θέλετε παρακαλώ ;» «Περιμένετε παρακαλώ. Ο κύριος Διευθυντής είναι απασχολημένος.»

53 «Ξανάπιασε το γράψιμο. Τα μάτια της δεν κοίταζαν καθόλου τα πλήκτρα
«Ξανάπιασε το γράψιμο . Τα μάτια της δεν κοίταζαν καθόλου τα πλήκτρα . Ήταν από τις τυφλές δακτυλογράφους .»

54 «Ο θόρυβος της μηχανής είχε αποκτήσει τώρα μιαν ένταση και μια πυκνότητα, σα να στριφογύριζε κανένα ελικόπτερο πάνω από το κεφάλι του Αναστάση .»

55 Έπεσε σε μια καρέκλα. Προσπάθησε να κρατηθεί ακίνητος, μα κάθε φορά που η κοπέλα πατούσε κανένα πλήκτρο δυνατότερα, τα πόδια του έφευγαν προς τα μπρος, σα να τα βαρούσε κανένας γιατρός με σφυράκι.

56 Έσκυψε να δει κάτω και ζαλίστηκε .»
«Επειδή δε μπορούσε να κάθεται ακίνητος, να περιμένει, σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Έσκυψε να δει κάτω και ζαλίστηκε .»

57 Όλα τώρα φάνταζαν μακρινά, πνιγηρά και το στομάχι του … σφιγγόταν όλο και περισσότερο.

58 «Ο αστυφύλακας της τροχαίας ήταν μια τελεία.
Το κράνος βουλιαγμένο κάτω από τον ήλιο, οι κλωστές στα χέρια του σπασμένες.»

59 «Τα πλήκτρα της μηχανής δούλευαν σε ρυθμό πολυβόλου
«Τα πλήκτρα της μηχανής δούλευαν σε ρυθμό πολυβόλου. Αμέσως ο πονοκέφαλος σφίχτηκε γύρω από το κεφάλι του σαν αρραβώνας. Ο πόνος επιδέξιος ξιφομάχος τον χτυπούσε ύπουλα στο αφύλαχτο μέρος .»

60 Κυριευμένος από την απογοήτευση και το πανικό, ο Αναστάσης, με το στομάχι σφιγμένο και το κεφάλι του να γυρίζει, το μόνο που θέλει είναι να τραπεί σε φυγή …. «Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε εκεί με το πρόσωπο τσαλακωμένο, τα χέρια κλεισμένα σε γροθιές. Ύστερα έκανε απότομη στροφή, άνοιξε τη πόρτα κι, αφήνοντάς την ορθάνοιχτη, πετάχτηκε έξω .»

61 Πετάχτηκε έξω …. ξανά στο κόσμο από τον οποίο στην αρχή της ημέρας ονειρευόταν ότι θα ξεφύγει . Σε μία Αθήνα που έδιωχνε τους ανθρώπους της κυνηγημένους από την ανεργία, τη πείνα και τη φτώχεια ….

62 Τέλος παρουσίασης

63 Παρασκευοπούλου Κάλλη Σαραντή Αργυρώ Σιδηροπούλου Νικολέτα Σούση Ζήνα
ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ: Μεϊμάρη Μάγδα Μπηλιώνη Δέσποινα Ντούρο Τσέσικα Παπίγγης Δημήτρης Παρασκευοπούλου Κάλλη Σαραντή Αργυρώ Σιδηροπούλου Νικολέτα Σούση Ζήνα Τσαλμόρι Χρύσα Τσέρτου Αλίκη Χατζηφωτιάδη Σταυρίνα Χλιάπα Γαβριέλλα


Κατέβασμα ppt "Η ΑΘΗΝΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄50 ΜΕΣΑ ΑΠO ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google