Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΣΤΟ ΡΩΜΑΪΚΌ ΔΙΚΑΙΟ ΑΘΗΝΆ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΣΤΟ ΡΩΜΑΪΚΌ ΔΙΚΑΙΟ ΑΘΗΝΆ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΣΤΟ ΡΩΜΑΪΚΌ ΔΙΚΑΙΟ ΑΘΗΝΆ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ
Νομή ΣΤΟ ΡΩΜΑΪΚΌ ΔΙΚΑΙΟ ΑΘΗΝΆ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ

2 Νομή (possessio) Κυριότητα (dominium) = το πληρέστερο δικαίωμα επί του πράγματος Διακρίνεται από τη νομή (possessio), που συνιστούσε ένα πραγματικό γεγονός: τον φυσικό έλεγχο κάποιου επί του πράγματος. Από τις πλέον δύσκολες εννοιολογικά δημιουργίες του Ρωμαϊκού Δικαίου, καθώς οι δύο έννοιες ενίοτε επικαλύπτονται, μιας και το συνηθέστερο είναι, να είναι ο κύριος ταυτοχρόνως και νομέας, κάτι ωστόσο που δεν συμβαίνει πάντα. Η διάκριση συνδέεται ιστορικά με την δυσκολία απόδειξης "νόμιμου τίτλου" ακινήτου σε μία κοινωνία όπως η ρωμαϊκή. Αυτός που κατέχει και χρησιμοποιεί το ακίνητο (ή άλλο πράγμα) σαν να είναι δικό του, φαίνεται κατ' αρχάς να ασκεί κάποιο νόμιμο δικαίωμα επ' αυτού.

3 Διάκριση κυριότητας - νομής
βασίζεται στην κοινή αντίληψη ότι αποτελεί διαφορετική κατάσταση το να κατέχει κάποιος ένα πράγμα ως δικό του και διαφορετική το να δικαιούται να το κατέχει ως δικό του. Ο κύριος ασκεί νόμιμο δικαίωμα επί του πράγματος, ο κλέφτης συμπεριφέρεται σαν το πράγμα να είναι δικό του, χωρίς όμως να έχει σχετικό νόμιμο δικαίωμα. Αν ο κύριος χάσει τη νομή του πράγματος, δεν μπορεί να κάνει χρήση του, χωρίς όμως να έχει χάσει και το δικαίωμα της κυριότητάς του επ' αυτού. Αν το πράγμα κλαπεί, τη νομή του ασκεί πλέον ο κλέφτης, χωρίς να είναι κύριος του πράγματος. Είναι επομένως δυνατόν να υπάρξει νομή άνευ κυριότητας και το αντίστροφο.

4 Τι θεωρείται νομή; Οι Ρωμαίοι νομικοί αποφεύγουν να δώσουν σαφή ορισμό της Νομή θεωρείται η άσκηση φυσικής εξουσίασης επί κινητού ή ακινήτου πράγματος, με τη θέληση να εξουσιάζει κανείς το πράγμα σαν να είναι δικό του κατ' αποκλειστικότητα. Στην πραγματική αυτή κατάσταση το ρωμαϊκό δίκαιο αναγνωρίζει έννομες συνέπειες, καθώς π.χ. μπορούσε να οδηγήσει υπό προϋποθέσεις στην κτήση κυριότητας μέσω χρησικτησίας.

5 Λόγω ακριβώς των σημαντικών εννόμων συνεπειών της νομής, οι Ρωμαίοι νομικοί έδωσαν μεγάλη σημασία στο ποιος μπορούσε να αποκτήσει νομή, επί ποίου αντικειμένου (μόνο ενσώματα πράγματα), με ποιον ακριβώς τρόπο (corpore & animo), και στη διάκριση μεταξύ καλόπιστου και κακόπιστου νομέα. Οι Πραίτορες παρείχαν επίσης –χάριν της διατήρησης της κοινωνικής τάξης και ειρήνης– προστασία στο νομέα με ασφαλιστικά μέτρα (inderdicta).

6 Πράξεις νομής. Ως πραγματική κατάσταση, η νομή εκδηλώνεται μόνον μέσω πράξεων (οι λεγόμενες πράξεις νομής) Με αυτές ο νομέας χρησιμοποιεί κατά βούληση το πράγμα σαν να ήταν δικό του: κάνοντας χρήση του ατομικά, διαθέτοντάς το σε τρίτους, καλλιεργώντας το, περιφράσσοντάς το, επιδιορθώνοντάς το. Η κυριότητα, που θεωρείται από τους Ρωμαίους δικαίωμα, δεν εξαρτάται αντιθέτως από την εξωτερική εκδήλωση υλικών πράξεων.

7 Συστατικά στοιχεία νομής: Corpus & Animus
"Και αποκτούμε νομή corpore et animo, όχι μόνον animo oύτε μόνον corpore." Παύλος, D Σύμφωνα με τον Παύλο, αποκτούμε τη νομή με μία ενέργεια του μυαλού (animo) και μία ενέργεια του σώματος (corpore). Το animus είναι η θέληση να κατέχει κανείς το πράγμα ως δικό του (διανοία κυρίου). Το corpore (σώματι), είναι η φυσική εξουσίαση του πράγματος. Η νομή ήταν επομένως δυνατή μόνον για τα ενσώματα πράγματα και όχι για δικαιώματα όπως π.χ. οι δουλείες. Το "ψυχή τε και σώματι» η σύγχρονη νομική θεωρία έχει αποκαλέσει "συστατικά στοιχεία" της νομής.

8 Ποιος μπορούσε να έχει animus;
Πέραν από την corpore φυσική επαφή (που μπορούσε να έχει οιοσδήποτε), έπρεπε να συντρέχει και το animus, δηλαδή η θέληση να κατέχει κανείς το πράγμα "σαν να είναι δικό του". Αυτή προϋπέθετε κατ' αρχάς ο αποκτών να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή δυνατότητα να αποκτά δικαιώματα και υποχρεώσεις μέσω έγκυρων δικαιοπραξιών τις οποίες συνάπτει. Δεν μπορούν να αποκτήσουν νομή οι παράφρονες, καθώς στερούνται βούλησης, όπως και τα νήπια κάτω των 7 ετών. Όπως αναφέρει ο Παύλος (D ) οι ως άνω, ελλείψει πρόθεσης ιδιοποίησης, δεν αποκτούν νομή, ακόμα και αν έχουν τη μέγιστη φυσική επαφή με το πράγμα, "όπως αν κάποιος έβαζε κάτι στο χέρι κάποιου που κοιμάται". Ως προς την ικανότητα των λοιπών ανηλίκων να αποκτούν νομή, είχαν διατυπωθεί διαφορετικές γνώμες, επεκράτησε όμως η άποψη ότι μπορούν να αποκτήσουν νομή, ακόμα και χωρίς τη γνώμη του επιτρόπου τους.

9 Κτήση νομής μέσω τρίτου.
Μία ρωμαϊκή ιδιαιτερότητα αποτελούσε η αδυναμία των υπεξουσίων (και δούλων) να αποκτήσουν κυριότητα ιδίω ονόματι, καθώς όλη η περιουσία της οικογενείας ανήκε στον pater familias. Καθώς όμως τα πρόσωπα αυτά θεωρούντο τρόπον τινά "προέκταση" του προσώπου του pater familias ή του κυρίου τους, μπορούσαν να αποκτήσουν τη νομή πράγματος για λογαριασμό του, ακόμα και χωρίς αυτός να το ξέρει. Αντιθέτως, στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, με τρίτο αντιπρόσωπο δεν μπορούσε να αποκτηθεί η νομή παρά μόνον κατ' εξαίρεση, μέσω του επιμελητή περιουσίας (procurator) και του επιτρόπου (curator). Καθώς ο νομέας πρέπει να κατέχει το πράγμα και να το θεωρεί δικό του, κάποιος δεν μπορούσε να αποκτήσει νομή εν αγνοία του, εν αντιθέσει προς την κυριότητα, που μπορούσε να αποκτηθεί εν αγνοία του κυρίου (π.χ. σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής).

10 Κατοχή (detentio) Η υλική σχέση με το πράγμα δεν αρκεί, από άποψης δικαίου, για να υπάρχει νομή. Απαιτείται να συνυπάρχει και το πνευματικό στοιχείο. Αν δεν υπάρχει το πνευματικό στοιχείο, δηλαδή η θέληση να κατέχει κανείς το πράγμα ως δικό του, δεν υφίσταται νομή αλλά απλή κατοχή. Αν και οι Ρωμαίοι θεωρούν αυτονόητο ότι όποιος έχει απλώς φυσική επαφή με το πράγμα δεν είναι και νομέας του, αποκαλούσαν την κατοχή possessio naturalis (φυσική νομή) κατά τρόπο που δημιουργεί μια κάποια σύγχυση.

11 Ο κάτοχος δεν είναι νομέας.
Ο κάτοχος διαφέρει από τον νομέα ως προς το ότι δεν συμπεριφέρεται προς το πράγμα σαν να ήταν δικό του, αλλά το χρησιμοποιεί, αναγνωρίζοντας το ανώτερο δικαίωμα κάποιου άλλου επί του πράγματος. Οιοσδήποτε κατείχε ένα πράγμα δυνάμει κάποιας συμφωνίας με τον κύριο (π.χ. ο μισθωτής, ο θεματοφύλακας, ο χρησιδανειζόμενος), δεν θεωρείτο νομέας του, γιατί δεν θεωρούσε το πράγμα δικό του αλλά ξένο. Αν πάλι κάποια στιγμή αποφάσιζε να ιδιοποιηθεί το πράγμα, καθίστατο νομέας του. Επίσης, κάτοχος θεωρείτο οιοσδήποτε κατείχε το πράγμα δυνάμει κάποιου περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος, όπως η επικαρπία

12 Κλέφτης = νομέας Ο κλέφτης όμως είναι εξαρχής νομέας, γιατί κλέβει το πράγμα με την πρόθεση να το ιδιοποιηθεί. Ειδικώς στο Ρωμαϊκό Δίκαιο κάτοχοι και όχι νομείς, θεωρούνται οι υπεξούσιοι και οι δούλοι (όταν κατέχουν κάποιο πράγμα για λογαριασμό τους και όχι για τον pater familias ή τον κύριό τους). Οι κάτοχοι δεν είχαν την έννομη προστασία της νομής, παρά μόνον προστασία δυνάμει της έννομης σχέσης που είχαν με τον κύριο του πράγματος Π.χ. ο μισθωτής δεν μπορούσε να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή κατά του τρίτου που τον απέβαλλε από το μίσθιο Ειδικώς στον επικαρπωτή παρασχέθηκε μία κατ' αναλογία έννομη προστασία.

13 Τρόποι απόκτησης της νομής α) Παράδοση της νομής
Τρόποι απόκτησης της νομής α) Παράδοση της νομής Για την κτήση της νομής πρέπει κατά κανόνα να συμπέσει στο πρόσωπο του νομέα το υλικό στοιχείο (corpore) με το πνευματικό στοιχείο (animus): η φυσική εξουσίαση επί του πράγματος με τη θέληση να το εξουσιάζει ως δικό του. To animus συνήθως δεν είναι εμφανές, αλλά εκδηλώνεται μέσω της φυσικής εξουσίασης, η οποία πρακτικά συνίσταται στο να έχω το πράγμα στο χέρι μου (για τα κινητά) ή να βρίσκομαι εντός αυτού (για τα ακίνητα).

14 Το στοιχείο τη σωματικής επαφής ήταν ιδίως σημαντικό να συντρέχει κατά τη στιγμή της μεταβίβασης κυριότητας. = άμεση υλική επαφή με αυτό, η οποία γινόταν μέσω της traditio (παράδοσης της νομής), της πραγματικής μεταβίβασης της κατοχής του πράγματος από τον μεταβιβάζοντα στον αποκτώντα. Η φυσική αυτή "μετάβαση" του πράγματος από τον ένα στον άλλο θεωρείτο αναγκαίο στοιχείο εξωτερίκευσης της βούλησης των μερών, που γνωστοποιούσε έναντι των τρίτων την αλλαγή του ιδιοκτήτη του.

15 Έκταση και ο τρόπος της φυσικής επαφής
Διέφεραν ανάλογα με τη φύση του πράγματος, εάν δηλαδή επρόκειτο για κινητό ή ακίνητο. Η κατάληψη της νομής των κινητών ήταν απλούστερη, για παράδειγμα, ο αποκτών ένα εμπόρευμα έπρεπε να το παραλάβει εις χείρας του. Στα ακίνητα, που δεν μπορεί φυσικά κάποιος να "αγγίξει" στο σύνολό τους, αρκούσε κατ' αρχάς να μπει κάποιος μέσα σε αυτά με τη θέληση να τα εξουσιάσει στο σύνολό τους. Ο αποκτών π.χ. έναν αγρό έπρεπε να εισέλθει σε αυτόν ή να αποθέσει πράγματά του σε αυτόν. Οι Ρωμαίοι νομικοί επέμεναν στην ύπαρξη έστω και ελάχιστης φυσικής επαφής με το πράγμα (ακόμα και δια των οφθαλμών, όταν κάποιος επιδείκνυε το πράγμα εξ αποστάσεως) για την απόκτηση της νομής του, καθώς "animo solo" δεν μπορούσε να αποκτηθεί η νομή.

16 Από την άλλη, ούτε corpore solo μπορούσε κάποιος να αποκτήσει τη νομή, π.χ. ενός πράγματος που βρισκόταν κρυμμένο ή θαμμένο στην ιδιοκτησία του, καθώς δεν είχε εν προκειμένω το animus του νομέα. Καθώς όμως η άμεση και πλήρης υλική επαφή του αποκτώντος με το πράγμα δεν ήταν πάντα εφικτή στις συναλλαγές, οι Ρωμαίοι νομικοί διαμόρφωσαν ένα όριο ελάχιστης φυσικής επαφής που απαιτείτο για τη μεταβίβασης της νομής Κατέγραψαν πρώτοι ορισμένες εξαιρέσεις στον κανόνα της απόκτησης μέσω άμεσης επαφής και σχετικά τυπικά παραδείγματα, τα οποία ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται στο δίκαιό μας.

17 β) Βραχεία χειρί παράδοση (brevi manu traditio)
Σε περίπτωση που ο αποκτών κατείχε ήδη το πράγμα δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης (π.χ. μίσθωσης), γινόταν δεκτό ότι δεν χρειαζόταν το πράγμα να επιστρέψει στον κύριο και αυτός να το παραδώσει εκ νέου στον αποκτώντα. Ο έως τώρα κάτοχος του πράγματος γίνεται και νομέας, αποκτώντας τη νομή με συμφωνία με τον έως τώρα νομέα. Πρόκειται για την περίπτωση όπου ο μισθωτής αγοράζει το ακίνητο που έχει μισθώσει και γίνεται κύριός του. Στην περίπτωση που το πράγμα βρίσκεται ήδη στην κατοχή του αποκτώντος, αυτός αποκτούσε κατά κάποιον τρόπο animo solo, αφού η παράδοση του πράγματος είχε προηγηθεί.

18 "Μερικές φορές, ακόμα και χωρίς παράδοση της νομής (traditio) η απλή πρόθεση του κυρίου αρκεί για την μεταβίβαση του πράγματος, όπως όταν σου πωλώ κάτι που σου έχω χρησιδανείσει ή μισθώσει ή παρακαταθέσει. Αν και δεν σου το παραδίδω για το λόγο αυτό, το κάνω δικό σου συναινώντας να παραμείνει σε σένα λόγω της πώλησης." Γάιος, D

19 γ) Μακρά χειρί παράδοση (longa manu traditio)
Αφορά κυρίως τα ακίνητα και τα δυσκίνητα, λόγω του όγκου, της ποσότητας ή του μεγέθους τους, κινητά, τα οποία θα ήταν ανέφικτο κάποιος να αγγίξει ένα προς ένα ή στο σύνολό τους: Ακίνητα: Γινόταν δεκτό ότι για την απόκτηση νομής ακινήτου, αρκούσε η επίδειξη των ορίων π.χ. αγρού από ύψωμα ή από την κορυφή ενός υψηλού κτιρίου. Για την απόκτηση της νομής οικίας, αρκούσε η παράδοση των κλειδιών της.

20 Συμβολική παράδοση κινητών
Kινητά: Για την απόκτηση νομής κινητού πράγματος αρκούσε να προσκομισθεί το πράγμα ενώπιον του αποκτώντος ή εντός του οπτικού του πεδίου. Γινόταν επίσης δεκτό ότι αρκούσε να γίνει παράδοση των κλειδιών της αποθήκης όπου βρισκόταν το εμπόρευμα, παράδοση που αργότερα ονομάστηκε “συμβολική παράδοση” (με τα κλειδιά να είναι το σύμβολο του περιεχομένου της αποθήκης).

21 "Γιατί δεν είναι αναγκαίο να λάβουμε τη νομή με σωματική επαφή και την αφή μας, αλλά αρκεί και με την όραση και την πρόθεση. Αυτό αποδεικνύεται από τα πράγματα αυτά που δεν μπορούν να μετακινηθούν λόγω του μεγάλου όγκου τους, όπως οι κολώνες, που θεωρείται ότι έχουν παραδοθεί εάν τα μέρη το συμφωνούν ενώπιον του πράγματος. Και το κρασί θεωρείται παραδοθέν, αν παραδοθούν στον αγοραστή τα κλειδιά του κελαριού." Παύλος, D

22 δ) Αντιφώνηση νομής (constitutum possessorium)
Πρόκειται για την αντίστροφη περίπτωση της "βραχεία χειρί παράδοσης": η αντιφώνηση της νομής (constitutum possessorium) λάμβανε χώρα όταν π.χ. ο πωλητής ενός ακινήτου παρέμενε σε αυτό ως μισθωτής, μετά από συμφωνία με το νέο κύριο, ο οποίος αποκτούσε το ακίνητο εμμέσως μέσω αυτού (κατ' εξαίρεση του κανόνα το Ρωμαϊκού Δικαίου ότι δεν μπορούσε κάποιος να αποκτήσει μέσω τρίτου). Εν προκειμένω δεν υφίστατο καμία φυσική παράδοση του πράγματος, αλλά αρκούσε η συμφωνία με τον κάτοχο ότι θα το κατείχε επ' ονόματί μου δυνάμει της μεταξύ μας ειδικής ενοχικής σχέσης (μίσθωση, δανείου κ.λπ.). Ο όρος συνήθως περιλαμβανόταν στο έγγραφο που συντασσόταν για τη σχέση αυτή.

23 Ποιος φέρει τον κίνδυνο;
Ο χρόνος παράδοσης της νομής του πράγματος είχε σημασία για το ποιος έφερε τον κίνδυνο καταστροφής ή υποβάθμισης του πράγματος. Παύλος: "Αν υλικό αγορασθέν χαθεί από κλοπή μετά την παράδοσή του, απάντησε ότι ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο (periculum est emptoris). Αν δεν έχει ακόμα παραδοθεί, τον φέρει ο πωλητής.» Ο αγοραστής αμέσως μετά τη συμφωνία πώλησης και πριν την παράδοση του πράγματος έφερε επομένως τον κίνδυνο καταστροφής του πράγματος από ανωτέρα βία, Ο πωλητής ευθυνόταν το ίδιο διάστημα για κάθε καταστροφή του πράγματος από δόλο ή αμέλειά του, έχοντας ειδικό καθήκον μέριμνας (custodia), που περιελάμβανε την προστασία του από κλοπή. Σε αυτή την περίπτωση, αν το τίμημα είχε ήδη καταβληθεί, όφειλε να το επιστρέψει στον αγοραστή.

24 Απώλεια της νομής Καθώς η νομή αποτελείται από το corpore και το animus, για τη διατήρησή της πρέπει να υφίστανται τα δύο αυτά στοιχεία στο πρόσωπο του νομέα. Η νομή χάνεται κατ' αρχάς με το θάνατο. Επίσης εν ζωή, αν ο νομέας απωλέσει ένα εκ των δύο συστατικών της στοιχείων, τη φυσική εξουσία ή το animus, ή αν απωλέσει και τα δύο στοιχεία αυτά. Έτσι η νομή χάνεται αν χαθεί το πράγμα, χωρίς να ξέρει ο νομέας πού βρίσκεται (όχι όμως αν έχει προσωρινά ξεχάσει πού το έχει βάλει).

25 της εξοχικής κατοικίας που χρησιμοποιούμε λίγους μήνες το χρόνο.
Καθώς η απώλεια της νομή είχε σοβαρές επιπτώσεις σε βάρος του νομέα (διακοπή χρόνου χρησικτησίας, δυσμενής θέση στην αντιδικία για την κυριότητα), οι νομικοί ήταν ελαστικότεροι στις προϋποθέσεις απώλειας της νομής απ' ό,τι σε αυτές για την κτήση της. Προσπάθησαν να διευρύνουν τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η νομή δεν χανόταν, αν χανόταν προσωρινά η φυσική κατοχή του πράγματος, εφόσον ο νομέας διατηρεί την πρόθεση (animus) να ανακτήσει το πράγμα στην κατοχή του, εισάγοντας ποικίλες εξαιρέσεις στον σχετικό κανόνα. ο νομέας μπορούσε να ασκεί τη νομή μέσω τρίτου, του υπεξούσιου και του δούλου, που διατηρούν το animus για λογαριασμό του, αλλά και του θεματοφύλακα, που συνδέεται με ενοχική σχέση με το νομέα. Κλασικό παράδειγμα των Ρωμαίων νομικών ήταν οι περιπτώσεις των θερινών και χειμερινών βοσκών, τη νομή των οποίων διατηρούσαν οι βοσκοί παρ' ότι τις άφηναν για ένα διάστημα κάθε χρόνο, κάθε αγροτικού ακινήτου "που δεν αφήνουμε με την πρόθεση να το εγκαταλείψουμε", της εξοχικής κατοικίας που χρησιμοποιούμε λίγους μήνες το χρόνο.

26 "Ιδού η διαφορά μεταξύ κυριότητας και νομής: ο κύριος παραμένει καθ' όλα κύριος ακόμα κι αν δεν το θέλει, ενώ η νομή χάνεται αν ο νομέας αποφασίσει να μην νέμεται." Κέλσος, D "Αν χάσουμε αυτό που νεμόμαστε, αγνοώντας πού βρίσκεται, τότε παύουμε να το νεμόμαστε." Πομπώνιος, D pr. "Έτσι, αν ένα βόδι ξέφυγε ή έχουμε χάσει ένα βάζο κατά τρόπο που δεν μπορούμε να το βρούμε, αμέσως χάνουμε τη νομή του, ακόμα κι αν δεν το έχει πάρει στη νομή του κάποιος άλλος. Είναι διαφορετική περίπτωση αν το πράγμα βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου αλλά δεν το έχω ακόμα βρει, καθώς είναι παρόν και εν τω μεταξύ λείπει μόνον μία προσεκτική έρευνα." Παύλος, D

27 Αποβολή από τη νομή. Kατά πόσον χάνουμε τη νομή μας, αν κάποιος προσπαθήσει να οικειοποιηθεί ένα πράγμα που μας ανήκει; Καθώς δεν χάνουμε το animus, εξηγεί ο Ουλπιανός, δεν χάνουμε τη νομή του σπιτιού μας, αν κάποιος το καταλάβει κρυφά ενόσω το αφήσαμε, για να πάμε στην αγορά, τουλάχιστον όχι άμεσα, προσθέτει ο Κέλσος, "εάν μπορώ εύκολα να τον αποβάλω μόλις το μάθω". Ο καταπατητής δεν αποκτούσε στην περίπτωση αυτή δική του νομή, καθώς "δεν θεωρείται νομέας αυτός που έχει αποκτήσει τη νομή κατά τέτοιον τρόπο, που δεν μπορεί να την διατηρήσει.»

28 Σε περιπτώσεις βίαιας αποβολής από τη νομή, όταν ο νομέας που αποβλήθηκε δεν μπορούσε να την ανακτήσει μόνος του, τού παρεχόταν έννομη προστασία από τον Πραίτορα με την μορφή ασφαλιστικών μέτρων. Αν όμως το πράγμα δεν ανακτάτο άμεσα, αυτός που το είχε αποσπάσει με πρόθεση να το οικειοποιηθεί, αποκτούσε δική του νομή, αν και επιλήψιμη. Στα ακίνητα επομένως, στα οποία διατηρούμε τη νομή animo solo όσο διάστημα δεν έχουμε τη φυσική κατοχή τους, αν πληροφορηθούμε ότι κάποιος τα κατέλαβε και δεν κινηθούμε άμεσα για την αποβολή του καταληψία, χάνουμε τη νομή τους. (Για αντίστοιχο λόγο, στο σύγχρονο δίκαιο, τα ασφαλιστικά μέτρα περί νομής έχουν σύντομη προθεσμία παραγραφής ενός έτους.)

29 Η περίπτωση της κλοπής Σε περίπτωση επίσης κλοπής του πράγματος, ο κύριος παύει να είναι νομέας (νομέας καθίσταται ο κλέφτης), αλλά δεν χάνει την κυριότητα του πράγματος. Ο κύριος που έχανε τη νομή του μπορούσε να στραφεί με διεκδικητική αγωγή (rei vindicatio) κατά του νέου νομέα και να διεκδικήσει πίσω το πράγμα. Δηλαδή, μία παράνομη πράξη μπορούσε να παύσει τη νομή κάποιου, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται και την εξάλειψη της κυριότητάς του.

30 Θάνατος ή αιχμαλωσία του νομέα.
Με το θάνατο του νομέα, η νομή του αποσβένεται. Η νομή δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, καθώς δεν θεωρείται δικαίωμα. Ο κληρονόμος όμως, ως νέος νομέας, μπορεί να προσμετρήσει στο χρόνο του (για τον υπολογισμό της συμπλήρωσης του χρόνου για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία), τη νομή αυτού που προηγήθηκε. Σε περίπτωση αιχμαλωσίας Ρωμαίου πολίτη, αυτός έχανε την corpore νομή των πραγμάτων του, θεωρείτο όμως ότι μετά την επάνοδο από την αιχμαλωσία του αποκτούσε νέα νομή.

31 ΑΚ Σήμερα ο Αστικός Κώδικας υιοθετεί (άρθρα ) το περί νομής σύστημα του Ρωμαϊκού Δικαίου, διατηρώντας τη διάκριση μεταξύ νομής και κατοχής. Για την κτήση της νομής απαιτείται η συνύπαρξη του corpοre με το animus (άρθρο 974). Η μεταβίβαση της νομής μπορεί να γίνει με απλή συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος (άρθρο 976) και με αντιφώνηση της νομής (άρθρο 977). Μία περίπτωση συμβολικής παράδοσης της νομής προβλέπεται στο άρθρο 978 ΑΚ, όπου η μετάθεση της νομής εμπορευμάτων και εν γένει κινητών πραγμάτων αποθηκευμένων σε αποθήκη, ή που έχουν παραληφθεί από μεταφορέα με την έκδοση αποθετηρίου εγγράφου ή φορτωτικής, γίνεται με τη μεταβίβαση του αποθετηρίου εγγράφου ή της φορτωτικής. Η απώλεια της νομής γίνεται όπως και στο Ρωμαϊκό Δίκαιο (άρθρο 981), ορίζεται όμως ρητώς ότι παροδικό κώλυμα προς άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει την απώλειά της. Σε αντίθεση όμως προς το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο Αστικός Κώδικας θεωρεί τη νομή δεκτική ειδικής και καθολικής διαδοχής, και αναγνωρίζει, ως αναγκαία συνέπεια της καθιερώσεως του θεσμού της οριζοντίου ιδιοκτησίας, την νομή κατά διαιρετά μέρη (άρθρο 993).

32 Τα ασφαλιστικά μέτρα περί νομής (interdicta)
Ο νομέας μπορούσε κατ' αρχάς να απωθήσει με τη βία μία αθέμιτη παρέμβαση στην ιδιοκτησία του ή να ανακτήσει την τελευταία με τη βία, εφ' όσον όμως ενεργούσε σύντομα, πριν ο καταπατητής θεμελιώσει δική του νομή. Η απόκρουση της βίας με τη βία θεωρείτο, έως ενός ορίου, θεμιτή και φυσική στο πλαίσιο του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Καθώς ο νομέας είχε κατ' αρχάς την έξωθεν καλή μαρτυρία, ότι ασκούσε κάποιο νόμιμο δικαίωμα επί του πράγματος, αναπτύχθηκαν έννομα μέσα προστασίας του. Για την προστασία όμως όσων αποβάλλονταν από τη γη τους αθέμιτα, προκειμένου ακριβώς να μην χρειάζεται να καταφύγουν στην αυτοδύναμη προστασία, που δεν ήταν πάντα εφικτή ή ευκταία, αναπτύχθηκαν τα interdicta, ένας νομικός μηχανισμός, μέσω του οποίου το κράτος παρείχε τη βοήθειά του στον νομέα.

33 Μία διαδικασία που έμοιαζε με τα σημερινά ασφαλιστικά μέτρα
Ο νομέας μπορούσε να ζητήσει από τον Πραίτορα την χορήγηση αντίστοιχου της σημερινής προσωρινής διαταγής, Απαγόρευε (με τη χρήση του ρήματος veto) κάποια ενέργεια του καταπατητή ή του επέστρεφε το πράγμα (κινητό ή ακίνητο). Συνήθως η διαδικασία αυτή αποτελούσε ένα προκαταρκτικό στάδιο της κυρίως δίκης, το οποίο ουσιαστικά καθόριζε ποιος θα είναι εναγόμενος σε αυτήν (νομέας). Ο μη νομέας, συνήθως θα έπρεπε στη συνέχεια να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή (rei vindicatio) για να αναζητήσει το πράγμα, αποδεικνύοντας την κυριότητά του (dominium). Αν πάλι με το interdictum το πράγμα αποδιδόταν στον αληθή κύριο, η υπόθεση μπορούσε να σταματήσει εκεί, καθώς ο καταπατητής θα δίσταζε να ασκήσει μία αγωγή που δεν μπορούσε να στηρίξει. Η εντολή του Πραίτορα δεν έτεμνε ωστόσο πάντα την υπόθεση, αλλά ρύθμιζε πώς και έναντι ποίου θα διεξαγόταν η διεκδικητική αγωγή, αν υπήρχε εκατέρωθεν αμφισβήτηση της νομής.

34 Ποιος προστατεύεται; Aν και η διαδικασία των interdicta ήταν αρχαΐζουσα και περίπλοκη, η λειτουργία της ήταν κατά βάση απλή, προστατεύοντας τον εκάστοτε νομέα του ακινήτου, εφ' όσον δεν είχε αποκτήσει νομή του επί του ακινήτου επιλήψιμα, δηλαδή "nec vi, nec clam, nec precario" (χωρίς χρήση βίας, κρυφά, χωρίς άδεια του προηγούμενου νομέα). Χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής όσον αφορά την προστασία των ακινήτων (καθ' όσον μπορούσε να ασκηθεί και για κινητά) ήταν ότι δεν προστατεύεται μόνον ο αληθινός κύριος, αλλά κάθε νομέας του ακινήτου, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας του τίτλου του -– που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω – φθάνει να έχει ισχυρότερο δικαίωμα επί του ακινήτου έναντι του καταπατητή τη δεδομένη στιγμή. Αυτό στο οποίο απέβλεπε η συγκεκριμένη διαδικασία ενώπιον του Πραίτορα ήταν η προστασία του status quo της νομής μεταξύ δύο προσώπων και η αποφυγή διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης και ανεξέλεγκτης προσφυγής στην αυτοδικία, όχι η διεκδίκηση του πράγματος καθ' εαυτού. Για παράδειγμα, ο κύριος ακινήτου (Α) που αποβαλλόταν από αυτό, μπορούσε να προσφύγει κατά του καταπατητή (Β) ζητώντας την απόδοσή του με interdictum. Αν δεν το έκανε, και ένας τρίτος (Γ) απέβαλε εν συνεχεία τον Β από το ακίνητο, ο Α δεν μπορούσε να στραφεί έναντι του Γ αιτούμενος interdictum (μπορούσε όμως να ασκήσει διεκδικητική αγωγή εναντίον του), αλλά ο Β μπορούσε να στραφεί εναντίον του Γ αιτούμενος interdictum, αν ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα (vi, clam ή precario). Αυτό δε, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας ή μη του δικού του τίτλου και του ότι ο ίδιος είχε επιλήψιμη νομή έναντι του Α.

35 Η ευκολία της απόδειξης.
Καθώς η νομή (possessio) αποτελεί μία πραγματική κατάσταση που μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί (ποίος κατέχει και νέμεται αυτή τη στιγμή το πράγμα), η προστασία της μέσω των interdicta είχε το πλεονέκτημα της ευκολίας απόδειξης, ενώ αντιθέτως, η απόδειξη της κυριότητας (dominium) όπως θα δούμε, ήταν πολύ δυσκολότερη (probatio diabolica). Ο κύριος που είχε αποβληθεί από τη νομή του είχε επομένως συμφέρον να επιδιώξει άμεσα να την ανακτήσει μέσω interdictum, αφήνοντας στον καταπατητή το βάρος άσκησης της δυσχερέστερης διεδικητικής αγωγής και το βάρος της απόδειξης του κύρους του δικού του τίτλου. Ο σκοπός των διατηρητικών της νομής παραγγελμάτων ήταν επομένως προπαρασκευαστικός της διεκδικητικής δίκης: προσδιοριζόταν με αυτά ποιος από τους διαδίκους θα θεωρείτο νομέας του πράγματος, ο οποίος θα ήταν στη συνέχεια ο εναγόμενος με τη διεκδικητική αγωγή (rei vindicatio).

36 Ανάλογα με την περίσταση, προβλέποντο περισσότερα interdicta (παραγγέλματα), που απέβλεπαν κυρίως στην διατήρηση της νομής (interdicta retinendae possessionis) ή στην ανάκτησή της (interdicta recuperandae possessionis) έως την άσκηση της κυρίως αγωγής. Ακίνητα. Ο νομέας που κάποιος απειλούσε να αποβάλλει από τη νομή του μπορούσε να αιτηθεί το interdictum uti possidetis ("αφού ήδη κατέχεις"), με το οποίο ο Πραίτορας απαγόρευε την άσκηση βίας εναντίον του. Έπρεπε να αποδείξει ότι ο ίδιος δεν είχε προηγουμένως αποκτήσει τη νομή από τον αντίδικό του με επιλήψιμο τρόπο, δηλαδή με τη βία, λαθραία ή χωρίς άδεια του προηγούμενου νομέα (vi, clam, precario).

37 Παράδειγμα Interdictum uti possidetis
"Αφού ήδη κατέχεις τον αγρό, για τον οποίο υπάρχει αντιδικία, κατέχοντάς τον έναντι του άλλου μέρους χωρίς χρήση βίας, ούτε λαθραία, ούτε κατά παράκληση, απαγορεύω (veto) τη χρήση βίας εναντίον σου."

38 & ανακτητικο της νομής Το παράγγελμα αυτό αργότερα επέτρεψε και την ανάκτηση της νομής από αυτόν που την έχασε "με τη βία, λαθραία ή κατά παράκληση", ακόμα και κάνοντας ο ίδιος χρήση βίας αν παρίστατο ανάγκη. Αν ο αντίδικός του αρνιόταν παρ' όλα αυτά να αποδώσει το ακίνητο, ο Πραίτορας του επέβαλλε πρόστιμο και εν συνεχεία, με διαφορετική διαδικασία, τον καταδίκαζε να επιστρέψει το ακίνητο ή να αποζημιώσει το νομέα με την αξία του. "Κάποιος δικαιούται να αποκρούσει τη βία με τη βία, γράφει ο Κάσσιος, και το δικαίωμα αυτό υπάρχει εκ φύσεως. Από αυτό συνάγεται ότι είναι θεμιτό να αποκρούσεις τα όπλα με τα όπλα." Ουλπιανός, D

39 Αν κάποιος είχε ανακτήσει αυτοδύναμα τη νομή του ακινήτου του, αποβάλλοντας μόνος του τον καταπατητή με τη βία αμέσως μετά την κατάληψη, όμως ο καταπατητής εν συνεχεία στρεφόταν εναντίον του, ζητώντας την έκδοση interdictum από τον Πραίτορα σε βάρος του, Ο κύριος μπορούσε να τον αποκρούσει με την "ένσταση επιλήψιμης νομής" (exceptio vitiosae possessionis), αφού ο καταληψίας δεν προστατευόταν έναντι του νόμιμου νομέα του ακινήτου. Ο καταληψίας μπορούσε όμως με το ίδιο παράγγελμα να προστατευτεί έναντι τρίτου που, αν και χωρίς δικαίωμα, θα επιχειρούσε να τον αποβάλλει με τη σειρά του από τη νομή του ακινήτου.

40 Βία αφαίρεση Με το interdictum unde vi ("απ' όπου με βία" αφαιρέθηκε το πράγμα), ο Πραίτορας προστάτευε όποιον είχε αποβληθεί βίαια από τη νομή του, εφ' όσον ο ίδιος δεν είχε αποβάλλει άλλον με τη βία. Έπρεπε να ασκηθεί εντός ενός έτους από τη βίαια αποβολή. Το παράγγελμα αυτό ήταν ανακτητικό της νομής, ο αποβληθείς ζητούσε δηλαδή να επιστρέψει στη θέση του ως νομέας του πράγματος. Παραλλαγή του ήταν και το interdictum unde vi armata, που προστάτευε αυτόν που είχε αποβληθεί από τη νομή του από πρόσωπο οπλισμένο ή συνοδεία ένοπλης ομάδας. Ως όπλα νοούνται, εκτός από τα συνήθη, και οι πέτρες και τα ρόπαλα, δεν ήταν δε αναγκαία η χρήση τους, αλλά και μόνον η απειλή χρήσης τους. Το παράγγελμα αυτό είναι χαρακτηριστικό των συνθηκών βίας των εμφυλίων πολέμων του τέλους της Res publica. Όποιος έκανε χρήση ένοπλης βίας για την αποβολή άλλου, δεν μπορούσε να αντιτάξει την ένσταση δικής του προηγούμενης βίαιας αποβολής από το ακίνητο. Το παράγγελμα αυτό δεν υπέκειτο σε προθεσμία.

41 Το interdictum quod vi aut clam ("για ό,τι με βία ή κρυφά"), αποτελούσε το συνηθέστερο ένδικο βοήθημα για την προστασία κάποιου έναντι μίας σειράς πράξεων των γειτόνων του που επιδείνωναν το ακίνητό του (όπως με σκάψιμο τάφρου, όργωμα, μεταφορά κοπριάς, βοσκή, μόλυνση νερού, παράνομη είσοδο). Μπορούσε να το ζητήσει τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και ο έχων έννομο συμφέρον.

42 Κινητά. Αν το διεκδικούμενο πράγμα ήταν κινητό, προστατευόταν με το interdictum utrubi ("σε εκείνο από τα δύο μέρη"), με το οποίο δινόταν εντολή, να επιστραφεί το πράγμα όχι στον τελευταίο καλόπιστο νομέα, αλλά σε εκείνο από τα δύο μέρη που το κατείχε με ανεπίληπτη νομή (χωρίς δηλαδή να το έχει αποκτήσει με βία, λαθραία ή κατά παράκληση) για το μεγαλύτερο διάστημα κατά τον τελευταίο χρόνο. Παράδειγμα interdictum quod vi aut clam " Πρέπει να αποκαταστήσεις ό,τι έχει γίνει με τη βία ή κρυφά, σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, εάν δεν έχει περάσει περισσότερο από ένα έτος, αφ' ότου μπορούσε να ασκηθεί αγωγή".

43 Στο σύγχρονο δίκαιο Η νομή προστατεύεται από αγωγές, οι οποίες ρυθμίζονται κατά το υπόδειγμα των interdicta. Για την προστασία της νομής υπάρχουν επίσης τα Ασφαλιστικά μέτρα περί νομής, τα οποία υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, και έχουν σκοπό την προσωρινή ρύθμιση της νομής, προς αποφυγή διενέξεων μεταξύ των διαδίκων, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της τακτικής περί νομής αγωγής. Σύμφωνα με τον ΑΚ η νομή προστατεύεται κατά κάθε προσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται σε διατάραξη ή σε αποβολή, οι οποίες πρέπει να έχουν γίνει παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα. Η νομή που έχει αποκτηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο ονομάζεται επιλήψιμη (άρθρο 984). Ο νομέας δικαιούται να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή από τη νομή (άρθρο 985). Έτσι, μπορεί να αναλάβει με τη βία κινητό που του αφαιρέθηκε παράνομα, από τον επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενο ή διωκόμενο δράστη (άρθρο 985), ή να αναλάβει με τη βία ακίνητο που του αφαιρέθηκε παράνομα (άρθρο 985). Η προστασία, σε περίπτωση αποβολής, συνίσταται στην απόδοση του πράγματος (άρθρο 987), η αγωγή όμως είναι απαράδεκτη, αν ο αποβληθείς είχε αποκτήσει την νομή εντός του τελευταίου έτους πριν την αποβολή με τρόπο επιλήψιμο έναντι του νυν νομέα ή των δικαιοπαρόχων του (άρθρο 987). Η προστασία, σε περίπτωση διαταράξεως, συνίσταται στην παύση της διατάραξης και την παράλειψή της στο μέλλον (άρθρο 988), εκτός αν η νομή ήταν και πάλι επιλήψιμος (άρθρο 990). Στο άρθρο 992, ορίζεται επίσης, όπως στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, ότι οι αξιώσεις από την αποβολή ή τη διατάραξη παραγράφονται ένα έτος μετά από την αποβολή ή διατάραξη.


Κατέβασμα ppt "ΣΤΟ ΡΩΜΑΪΚΌ ΔΙΚΑΙΟ ΑΘΗΝΆ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google