Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΜακεδνός Σιλουανός Βασιλειάδης Τροποποιήθηκε πριν 7 χρόνια
1
Ο Εμπειρισμός στην Αναλυτική Φιλοσοφία
Διονυσησ χρηστιασ Πανεπιστημιο πατρων
2
Ιστορία του εμπειρισμού
Ο εμπειρισμός, ως φιλοσοφική ‘σχολή’ ή ‘στάση’ έχει μεγάλη ιστορία ήδη από την αρχαιότητα (σοφιστές (υποκειμενιστικός εμπειρισμός’), Αριστοτέλης (υλομορφικός ‘εμπειρισμός’)). Ως συστηματικό φιλοσοφικό ρεύμα εμφανίζεται και παγιώνεται τον 17ο-18ο αιώνα (ενάντια στο αριστοτελικό ‘υλομορφισμό’) με βασικούς εκπροσώπους τους Locke ( ), Berkeley ( ), Hume ( ). Κοινός στόχος των εν λόγω εκπροσώπων του βρετανικού εμπειρισμού είναι η ανάδειξη της άμεσης (αδιαμεσολάβητης θεωρητικά) εμπειρίας ως ενός είδους θεμελίου της εμπειρικής γνώσης.
3
Αντίθεση εμπειρισμού-ρασιοναλισμού
Ο εμπειρισμός αντιτίθεται στον ρασιοναλισμό (Descartes, Spinoza, Leibniz). Σύμφωνα με τον ρασιοναλισμό: 1) όλη η γνώση (συμπεριλαμβανομένης της εμπειρικής) πηγάζει από ‘πρώτες (και καθολικές) αρχές του Λόγου’, δηλαδή από γνωσιακές πηγές ανεξάρτητες από την εμπειρία (π.χ. ‘cogito, ergo sum’ (Descartes), η αρχή του αποχρώντος λόγου (Leibiniz)). 2) η αντιληπτική εμπειρία είναι ένα είδος ‘συγκεχυμένης’ σκέψης. Δεν μας αποκαλύπτει ξεκάθαρα τον κόσμο παρά μόνο αν ‘διαυγαστεί’ από τον ‘Λόγο’.
4
Κίνητρα του βρετανικού εμπειρισμού
Ο βρετανικός εμπειρισμός, μέσω της έμφασης που έδινε στην άμεση αντιληπτική εμπειρία, προσπάθησε να μεταγράψει στο φιλοσοφικό πεδίο τις προοδευτικές κατακτήσεις της τότε αναδυόμενης επιστήμης, που βασίστηκαν εν πολλοίς στην εισαγωγή της παρατήρησης και του πειράματος στην εμπειρική έρευνα. Γι’ αυτόν το λόγο, εκτός της έμφασης που έδωσε στην άμεση εμπειρία (ως θεμέλιο της εμπειρικής γνώσης), ο βρετανικός εμπειρισμός υποστήριξε ταυτόχρονα τη συναφή θέση ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη επιστημονική μέθοδος παραγωγής αξιόπιστης γνώσης από το εν λόγω θεμέλιο που παρέχει η άμεση εμπειρία. Αυτή είναι η επαγωγική μέθοδος, σύμφωνα με την οποία οφείλουμε να ξεκινάμε από τη συστηματική και απροκατάληπτη συλλογή επιμέρους ‘γεγονότων’ μέσω προσεκτικών παρατηρήσεων και πειραμάτων και να προχωρούμε στη συνέχεια στη συνακόλουθη συναγωγή γενικών νόμων και θεωριών από αυτά τα γεγονότα μέσω της επαγωγικής μεθόδου.
5
Ο εμπειρισμός ως μια ‘προοδευτική’ κοινωνική δύναμη
Η αντίληψη αυτή άρχισε να διαδίδεται κατά τη διάρκεια της επιστημονικής επανάστασης (16ος-17ος αιώνας) και ως συνέπειά της. Francis Bacon ( ): Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη φύση, οφείλουμε να απευθυνόμαστε στην ίδια τη φύση και όχι στα γραπτά του Αριστοτέλη (ή στη Βίβλο). Αυτή η ‘εμπειριστική’ στάση τον 17ο αιώνα αντιπροσώπευε μια προοδευτική στάση απέναντι στους δογματικούς ‘σχολαστικούς’ φυσικούς φιλοσόφους του μεσαίωνα (που ακολουθούσαν τυφλά τον Αριστοτέλη) και στο θρησκευτικό δόγμα. Παρακινημένοι από τις επιτυχίες μεγάλων ‘πειραματιστών’ της εποχής, όπως ο Γαλιλαίος (αλλά και γενικότερα, από τη λεγόμενη ‘επιστημονική επανάσταση’), οι εν λόγω ‘εμπειριστές’ φυσικοί φιλόσοφοι έφτασαν να θεωρούν όλο και περισσότερο την αντιληπτική εμπειρία ως θεμελιώδη πηγή της γνώσης.
6
Προβλήματα του βρετανικού εμπειρισμού
Ωστόσο, ο βρετανικός εμπειρισμός είχε δύο τουλάχιστον σοβαρές αντιδιαισθητικές (οντολογικές και γνωσιολογικές) συνέπειες: Ο εμπειρισμός του Locke καταλήγει σε έναν σκεπτικισμό σχετικά με την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου (πέραν της άμεσης εμπειρίας μας). Στην εκδοχή του Berkeley κατέληγε σε ένα είδος ιδεαλισμού (esse est percipi). Στην περίπτωση του Hume ο εμπειρισμός του έχει ως συνέπεια έναν ακραίο σκεπτικισμό -π.χ. ως προς τη δικαιολόγηση βασικών καθημερινών εμπειρικών μας πεποιθήσεων. Οι εν λόγω αντιδιαισθητικές φιλοσοφικές συνέπειες φαίνεται ότι βασίζονται σε μια πολύ περιοριστική έννοια εμπειρικής γνώσης (αντιληπτικής εμπειρίας) που διαθέτουν οι Locke, Berkeley και Hume.
7
Πρόβλημα Berkeley Στον Berkeley η γνωσιακή σύλληψη/οικειοποίηση ενός εξωτερικού αντικειμένου της εμπειρίας θεωρείται ότι είναι κάτι που βρίσκεται αναγκαία στο ‘εσωτερικό του νου’. Αυτό συνάγεται από τον εμπειρισμό του Berkeley: μπορώ να συλλαμβάνω γνωστικά την πραγματικότητα μόνο στο βαθμό που τα περιεχόμενά της είναι (δυνητικά) αντικείμενα της άμεσης αντιληπτικής μου εμπειρίας. Και εφόσον η άμεση αντιληπτική μου εμπειρία είναι κάτι το οποίο βρίσκεται εντός της συνείδησής μου, δηλαδή εντός του νου μου, ο Berkeley καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορώ να συλλαμβάνω γνωστικά την πραγματικότητα μόνο στο βαθμό που τα περιεχόμενά της βρίσκονται στο ‘εσωτερικό του νου’. Αλλά από αυτό έπεται το ιδεαλιστικό συμπέρασμα ότι το ίδιο το περιεχόμενο της ‘εξωτερικής’ πραγματικότητας είναι ‘νοητικό’.
8
Πρόβλημα Hume Στον Hume η εμπειρική γνώση είναι ασφαλής μόνο αν θεμελιώνεται στο επίπεδο των ‘εντυπώσεων’ (impressions) που μας παρέχουν οι αισθήσεις. Αυτό όμως καθιστά αυτομάτως επισφαλή κάθε γνώση που δεν αφορά απολύτως παροντικά γεγονότα της άμεσης εμπειρίας ενός συγκεκριμένου υποκείμενου. Κατ’ αυτό δε τον τρόπο καθίσταται επισφαλής η δικαιολόγηση βασικών εμπειρικών πεποιθήσεων της καθημερινότητας, όπως π.χ. της επαγωγής, των συμβάντων του παρελθόντος, της ενότητας του προσώπου μέσα στο χρόνο κλπ.
9
Η σύνθεση εμπειρισμού και ορθολογισμού του Kant
Η υπερβατολογική φιλοσοφία του Καντ (που αναζητά τις συνθήκες δυνατότητας της εμπειρίας και της επιστημονικής γνώσης) μπορεί να νοηθεί ως μια προσπάθεια συμβιβασμού των δύο μεγάλων αντίπαλων ρευμάτων του 17ου-18ου αιώνα, του εμπειρισμού και του ρασιοναλισμού. Αυτό το πετυχαίνει αφενός με την αυστηρή διάκριση της ‘αισθητικότητας’ (ικανότητα πρόσληψης παραστάσεων από τον κόσμο) από τη ‘διάνοια’ (ικανότητα διαμόρφωσης και χρήσης εννοιών) και αφετέρου με την ταυτόχρονη σύνδεσή τους μέσω της αρχής: «οι έννοιες χωρίς εποπτείες είναι κενές· οι εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές». Η συσχέτιση εννοιών και εποπτειών καθιστά δυνατές τις έλλογες κρίσεις επί της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Καντ, η ανθρώπινη εποπτεία (αισθητικότητα) μπορεί να προσφέρει εμπειρική γνώση μόνο αν είναι ‘προδιαμορφωμένη’ κατά τρόπο που να ‘ταιριάζει’ στα ‘καλούπια’ που της ‘φορούν’ οι a priori μορφές της διάνοιας (κατηγορίες).
10
Η Καντιανή έννοια του ‘συνθετικού a priori’
Η καινοτόμα Καντιανή έννοια του «συνθετικού a priori» (των συνθετικών a priori κρίσεων): συμβιβάζει ρασιοναλισμό και εμπειρισμό υπερβαίνοντάς τους. Παραδοσιακά οι κρίσεις διακρίνονται σε a priori (σχηματιζόμενες ανεξάρτητα από την εμπειρία) και a posteriori (σχηματιζόμενες επί τη βάσει της εμπειρίας). Επίσης, συναφώς, διακρίνονται σε αναλυτικές (όπου το περιεχόμενο του κατηγορήματος εμπεριέχεται σε αυτό του υποκειμένου -π.χ. ‘εργένης είναι ο ανύπαντρος άντρας’) και σε συνθετικές (όπου το περιεχόμενο του κατηγορήματος δεν εμπεριέχεται σε αυτό του υποκειμένου, αλλά ‘συντίθεται’ με αυτό ώστε η αλήθεια της κρίσης να προκύψει από σύγκριση με την εμπειρία -π.χ. ‘το τραπέζι είναι πράσινο’).
11
Πριν τον Καντ, θεωρείτο αυτονόητο εξίσου από τους εμπειριστές και τους ρασιοναλιστές ότι υπάρχουν μόνο δύο κατηγορίες κρίσεων: οι αναλυτικές a priori και οι συνθετικές a posteriori. Αντίθετα, κατά τον Καντ οι a priori κρίσεις δεν είναι πάντα αναλυτικές (αλήθειες της λογικής), και οι συνθετικές κρίσεις δεν είναι πάντα a posteriori. Υπάρχουν και οι ‘συνθετικές a priori’ κρίσεις (π.χ. ‘κάθε συμβάν έχει μια προγενέστερη αιτία’, η δομή του φυσικού χώρου είναι αναγκαία ευκλείδεια, κλπ.) που προσκομίζουν γνήσια γνώση όντας την ίδια στιγμή εμπειρικά αδιάψευστες. H δυνατότητα της συνθετικής a priori γνώσης πηγάζει από το ότι η ανθρώπινη εποπτεία και διάνοια έχει a priori δομές (το χώρο και το χρόνο στην περίπτωση της εποπτείας, τις κατηγορίες στην περίπτωση της διάνοιας) που είναι ταυτόχρονα και a priori δομές της εξωτερικής εμπειρικής πραγματικότητας (δηλ. της πραγματικότητας όπως εμφανίζεται στα ανθρώπινα υποκείμενα). Τα παραπάνω δε καθιστούν δυνατή και αντικειμενική την επιστημονική γνώση.
12
Καντ και επιστήμη του 20ου αιώνα
Ωστόσο, νέες επαναστατικές εξελίξεις στα μαθηματικά (αξιωματικοποίηση της γεωμετρίας, ανακάλυψη μη ευκλείδειων γεωμετριών) και στη φυσική (θεωρία σχετικότητας, εφαρμογή μη ευκλείδειας γεωμετρίας στον φυσικό χώρο) κλονίζουν το οικοδόμημα του Καντ (ο οποίος π.χ. απέδιδε (συνθετικό) a priori status στην ευκλείδεια γεωμετρία), και ειδικότερα τις έννοιές του περί εποπτείας και περί συνθετικής a priori γνώσης. Αρχίζει να φαίνεται πλέον (τον 20ο αιώνα) ότι ο ‘πραγματικός κόσμος’, όπως περιγράφεται από την επιστήμη, δεν περιορίζεται αναγκαία από το περιεχόμενο της Καντιανής εποπτείας : Με άλλα λόγια, ο [επιστημονικά περιγραφόμενος] κόσμος δεν είναι όπως εμφανίζεται στην Καντιανή εποπτεία. Π.χ. o ‘πραγματικός’ φυσικός χώρος μπορεί να είναι μη ευκλείδειος, αλλά να εμφανίζεται στην ανθρώπινη ‘εποπτεία’ ως ευκλείδειος.
13
Οι νέες επιστημονικές έννοιες του 20ου αιώνα δεν μπορούν να αντιστοιχηθούν σε καμία καθαρή ‘εποπτεία’. Αυτό, ωστόσο, contra Kant, δεν σημαίνει ότι είναι κενές (εμπειρικού) περιεχομένου. Π.χ. η εξάρτηση της έννοιας του ‘ταυτόχρονου’ από τη σχετική κίνηση του παρατηρητή, η ισοδυναμία μάζας-ενέργειας, η αξεδιάλυτη σύνδεση βαρύτητας και γεωμετρίας, η μη ευκλείδεια δομή του φυσικού χώρου, το ότι τα θεμελιώδη συστατικά της ύλης επιδεικνύουν αντιφατικές ιδιότητες (είναι και εντοπισμένα στο χώρο ως σωματίδια και απλωμένα στο χώρο ως κύματα) αποτελούν πειραματικά πλήρως επικυρωμένες ιδέες που δεν μπορούν να στηριχθούν σε καμία προ-δεδομένη εποπτεία και σε κανένα a priori σύστημα κατηγοριών. Φαίνεται λοιπόν ότι η δυνατότητα και η αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης δεν βασίζονται στις Καντιανές a priori μορφές της εποπτείας και της διάνοιας. Η επιστημονική γνώση είναι δυνατή (και αντικειμενική) σε εντελώς διαφορετική βάση. Contra Kant, Δεν απαιτείται για κάτι τέτοιο η ύπαρξη συνθετικής a priori γνώσης.
14
Η αντίδραση του Russell-Η απαρχή του σύγχρονου εμπειρισμού
O Russell ( ) προσπαθεί να ανανεώσει τον βρετανικό εμπειρισμό των Berkeley και Hume, αποφεύγοντας τον ιδεαλισμό του πρώτου στην οντολογία και τον σκεπτικισμό του δεύτερου στη γνωσιολογία. Επίσης, απορρίπτει ως δογματική την Καντιανή έννοια του ‘συνθετικού a priori’, και την υποτιθέμενη ‘προαποκατεστημένη αρμονία’ μεταξύ ‘αισθητικότητας’ και ‘διάνοιας’ (λόγω ακριβώς των επιστημονικών εξελίξεων στον 20ο αιώνα). Τίποτα από αυτά δεν καθιστά δυνατή και αντικειμενική την εμπειρική (και επιστημονική) γνώση μας περί της πραγματικότητας.
15
Russell contra Berkeley
Η κριτική του Russell στον εμπειρισμό του Berkeley: Βασική θέση του Berkeley είναι ότι για να συλλάβουμε π.χ. ένα δέντρο (ή οποιοδήποτε άλλο εξωτερικό αντικείμενο) και να αποκτήσουμε γνώση αυτού πρέπει το τελευταίο να έχει μια νοητική διάσταση (ή υπόσταση), δηλαδή πρέπει να βρίσκεται με κάποιο τρόπο ‘μέσα’ στο νου μας. Eιδάλλως το εν λόγω ‘πράγμα’ θα ήταν μη συλλήψιμο, μη γνώσιμο, και άρα δεν θα ήταν τίποτε για εμάς. Ωστόσο, κατά τον Russell, η εν λόγω ιδεαλιστική θέση του Berkeley βασίζεται σε μια σύγχυση μεταξύ αυτού του ίδιου του πράγματος που αντιλαμβανόμαστε (το οποίο δεν βρίσκεται με κανένα τρόπο ‘μέσα’ στο νου μας) και της διαδικασίας αντίληψής του (που αναμφίβολα βρίσκεται ‘εντός’ του νου μας).
16
Russell contra Kant Ο Russell δέχεται επίσης, συμφωνώντας με την προηγηθείσα κριτική στον Καντ (προερχόμενη από τις επιστημονικές εξελίξεις στον 20ο αιώνα), ότι οι ‘εγγενείς ιδιότητες’ του ‘πραγματικού κόσμου’ δεν αντιστοιχούν με τις ιδιότητες της ανθρώπινης ‘εποπτείας’ (των αντιληπτικών μας οργάνων) ή τις Καντιανές κατηγορίες της διάνοιας. Ο Russell ξεκινά την επιχειρηματολογία του προς αυτή την κατεύθυνση τονίζοντας ότι οι αισθητές ιδιότητες που αποδίδουμε στα ίδια τα εξωτερικά αντικείμενα (χρώμα, υφή, σχήμα, ήχος, θερμό-ψυχρό) μεταβάλλονται ανάλογα με την προοπτική του παρατηρητή και τις εξωτερικές συνθήκες παρατήρησης. Επομένως, δεν μπορούν να συνιστούν ιδιότητες του ίδιου του εξωτερικού αντικειμένου (εφόσον θεωρούμε, εύλογα, ότι το τελευταίο παραμένει σταθερό κατά τις παραπάνω μεταβολές). Ως εμπειριστής, ωστόσο, ο Russell δέχεται ότι η βάση της δικαιολόγησης των εμπειρικών μας πεποιθήσεων παρέχεται από τα αισθητηριακά μας δεδομένα. Και αυτό διότι, βάσει του παραπάνω επιχειρήματος, μπορεί να συναχθεί ότι οι αισθητές ιδιότητες των εξωτερικών αντικειμένων, δεν είναι μεν εγγενείς ιδιότητες των ίδιων αυτών των αντικειμένων, είναι όμως εγγενείς ιδιότητες των αισθήσεών μας. Μπορεί δε να μην έχουμε ποτέ βέβαιη γνώση για τις ιδιότητες των εν λόγω εξωτερικών αντικειμένων, αλλά διαθέτουμε βέβαιη γνώση για το πώς αυτά φαίνονται σε εμάς, για το περιεχόμενο των αισθητηριακών μας δεδομένων.
17
Τα αισθητηριακά μας δεδομένα δεν μας αποκαλύπτουν μεν άμεσα τις εγγενείς ιδιότητες των εξωτερικών αντικειμένων, μας προσφέρουν ωστόσο ενδείξεις των ιδιοτήτων εκείνων των εν λόγω αντικειμένων που πιθανόν είναι οι αιτίες των αισθητηριακών δεδομένων που προσλαμβάνουμε από αυτά. Στη βάση αυτή ο Russell συνδέει έμμεσα την άμεση αντιληπτική μας εμπειρία (π.χ. ενός τραπεζιού) με τον κόσμο καθ’ αυτόν (το τραπέζι ‘καθ’ εαυτό’) ως εξής: Οι εγγενείς ιδιότητες των εξωτερικών αντικειμένων δεν αντιστοιχούν ως προς το περιεχόμενο, αλλά αντιστοιχούν ως προς τη δομή τους, με τις ιδιότητες των αισθητηριακών μας οργάνων. Μόνο αν υποθέσουμε μια τέτοια αντιστοιχία μπορούμε να εξηγήσουμε (=να απλοποιήσουμε και να συστηματοποιήσουμε) τις κανονικότητες και τη συνεκτική δομή που παρατηρείται στα αισθητηριακά μας δεδομένα. Ειδάλλως, οι εν λόγω κανονικότητες και συνεκτική δομή θα αποτελούσαν ένα ανεξήγητο θαύμα.
18
Γνώση μέσω γνωριμίας vs γνώση μέσω περιγραφής
Σημαντική, στη συνάφεια αυτή, είναι και η (εμπνεόμενη από τον εμπειρισμό) διάκριση του Russell μεταξύ ‘γνώσης μέσω γνωριμίας’ (knowledge by acquaintance) και ‘γνώσης μέσω περιγραφής’ (knowledge by description). Η ‘γνώση μέσω γνωριμίας’ περιλαμβάνει την ‘εξωτερική αίσθηση’ (αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας με τις 5 αισθήσεις), την ‘εσωτερική αίσθηση’ (ενδοσκόπηση, σκέψη, αίσθηση εσωτερικών καταστάσεων, π.χ. πόνος, συναισθήματα, επιθυμίες), τη μνήμη, τη φαντασία, και, ενδεχομένως, την αίσθηση του εαυτού. Η γνώση μέσω περιγραφής (που είναι πιθανή αλλά ποτέ βέβαιη γνώση) βασίζεται στο θεμέλιο της γνώσης μέσω γνωριμίας (που είναι βέβαιη γνώση, μη επιδεκτική αμφιβολίας, παραγωγός νοήματος). Στη γνώση μέσω περιγραφής δεν γνωρίζουμε άμεσα, αλλά μόνο έμμεσα, τα επιμέρους όντα για τα οποία γίνεται λόγος σε μια πρόταση. Π.χ. ‘Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης είναι αυτός που διέπραξε τα ειδεχθή εγκλήματα στο Λονδίνο το 1888’.
19
Ο ίδιος ο Russell δέχεται ότι γνώσεις τόσο βασικές όσο η γνώση μας περί της ύπαρξης (των εγγενών ιδιοτήτων) των εξωτερικών φυσικών αντικειμένων και περί του νου των άλλων ανθρώπων δεν αποτελούν γνώση μέσω γνωριμίας, όπως αρχικά μπορεί να φαίνεται, αλλά ανήκουν στη γνώση μέσω περιγραφής. Αυτό συμβαίνει διότι, κατά Russell, γνώση μέσω γνωριμίας έχουμε μόνο για τα ιδιωτικά αισθητηριακά δεδομένα του δικού μας νου) και άρα οι πεποιθήσεις μας περί οποιουδήποτε πράγματος εκτός αυτής της ‘σφαίρας’ δεν αποτελούν βέβαιη γνώση αλλά μόνο πιθανή και πάντα επισφαλή γνώση (συνιστούν υποθέσεις, όχι βεβαιότητες). Τα δε επιμέρους όντα για τα οποία γίνεται λόγος στις προτάσεις που εκφράζουν γνώση μέσω περιγραφής δεν γίνονται άμεσα, αλλά μόνο έμμεσα γνωστά.
20
Ο εμπειρισμός του Russell ως απάντηση στις επιστημονικές εξελίξεις του 20ου αιώνα
Είδαμε ότι αν και η ‘γνώση μέσω γνωριμίας’, λόγω της αμεσότητάς της μπορεί να είναι απολύτως βέβαιη, αφορά μόνο την ιδιωτική σφαίρα του καθενός, περιορίζεται χωροχρονικά στα ατομικά βιώματα (και ατομικές μνήμες) του καθενός. Ο περιορισμός αυτός έχει σχέση και με τις επιστημονικές εξελίξεις στον 20 αιώνα: Είναι ακριβώς η κατάρρευση της Καντιανής έννοιας της ‘καθαρής εποπτείας’ και της ‘συνθετικής a priori’ γνώσης που ωθεί τον Russell στον περιορισμό της ‘σφαίρας κυριότητας’ της βέβαιης, μη επιδεκτικής αναθεώρησης, γνώσης, στην ιδιωτική, παροντική εμπειρία (‘δεδομένα των αισθήσεων’). Π.χ. στο Καντιανό σχήμα ήταν δυνατό να διαθέτουμε αντικειμενική/‘βέβαιη’ (συνθετική a priori) γνώση της κατηγοριακής δομής των εξωτερικών αντικειμένων και των νοητικών και αντιληπτικών δομών των άλλων ανθρώπων. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι αυτόματα εξασφαλισμένο μετά την αμφισβήτηση της ευλογοφάνειας της έννοιας του συνθετικού a priori τον 20ο αιώνα λόγω των εξελίξεων στις επιστήμες.
21
Μετά την κατάρρευση των παραπάνω Καντιανών εννοιών, έχει διαφανεί πλέον καθαρά ότι 1) η δομή και το περιεχόμενο της εξωτερικής πραγματικότητας μπορεί να είναι πολύ παράξενο/εξωτικό, εντελώς εκτός της καθημερινής ‘εποπτεύσιμης’ εικόνας μας για τον κόσμο και των καθημερινών εννοιολογικών κατηγοριών βάσει των οποίων τον κατανοούμε, καθώς και ότι 2) είναι δυνατό να γνωρίσουμε (έστω έμμεσα) και να επαληθεύσουμε πειραματικά αυτή την ‘παράξενη’/μη εποπτεύσιμη πραγματικότητα μέσω εννοιολογικών κατηγοριών (αυτών της επιστήμης) που βρίσκονται εκτός της εμβέλειας των Καντιανών κατηγοριών. Το ‘ηθικό δίδαγμα’ που εξάγει ο Russell από αυτή την κατάσταση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Αν θέλουμε να διατηρήσουμε μια ‘στιβαρή’ έννοια εμπειρικής γνώσης που να μην είναι επιδεκτική αναθεώρησης (που να λειτουργεί δηλαδή ως θεμέλιο της εμπειρικής γνώσης), θα πρέπει να περιορίσουμε τις αξιώσεις της και την εμβέλειά της και να τη θεωρήσουμε ως κάτι που δεν προβαίνει σε δεσμεύσεις για τη δομή της εξωτερικής πραγματικότητας. Και κάτι τέτοιο ακριβώς γίνεται περιορίζοντας τη μη αναθεωρήσιμη γνώση στα δεδομένα των αισθήσεων, που αφορούν αυστηρά την ιδιωτική εμπειρία (γνώση μέσω γνωριμίας) -και θεωρώντας όλη την υπόλοιπη γνώση περί της αντικειμενικής πραγματικότητας δυνατή μεν, αλλά πάντα δυνάμει αναθεωρήσιμη (γνώση μέσω περιγραφής).
22
Η αναγκαία αλληλεξάρτηση της ‘γνώσης μέσω γνωριμίας και της ‘γνώσης μέσω περιγραφής’
Από την άλλη μεριά, αν και η ‘γνώση μέσω περιγραφής’ είναι πάντα επισφαλής και ποτέ βέβαιη, ξεπερνά τους περιορισμούς της ιδιωτικής σφαίρας, αφορά τη διυποκειμενική σφαίρα, και άρα είναι η μόνη που μπορεί να έχει διυποκειμενική και άρα αντικειμενική (αλλά πάντα επισφαλή) ισχύ και εγκυρότητα. Η συνολική γνώση της πραγματικότητας (περιεχόμενο + δομή) απαιτεί την ύπαρξη και λειτουργιά και των δύο αυτών τρόπων γνώσης (γνώση μέσω γνωριμίας, γνώση μέσω περιγραφής). Καμία από τις δύο αυτές μορφές γνώσης δεν επαρκεί από μόνη της για κάτι τέτοιο. Η ΓΓ είναι απαραίτητη για τη γνώση των εγγενών ιδιοτήτων-περιεχομένων της πραγματικότητας (όπως προσλαμβάνεται από εμάς) ενώ η ΓΠ είναι απαραίτητη για τη γνώση της γενικής μορφής/δομής της (ανεξάρτητα από το πώς προσλαμβάνεται αντιληπτικά από μας). Επίσης, η γνώση που προσφέρεται από τη ΓΠ είναι η καλύτερη εξήγηση της κανονικότητας και συνεκτικότητας των δεδομένων των αισθήσεων, δηλαδή της ΓΓ, ενώ, αντίστροφα, η ΓΠ μπορεί να θεμελιωθεί (επικυρωθεί) μόνο βασιζόμενη στα τεκμήρια που προσφέρονται από τα δεδομένα των αισθήσεων, δηλαδή από τη ΓΓ.
23
Russell: «Αν και η γνώση μας περί του τι πράγματι υπάρχει έχει μειωθεί σε σχέση με αυτό που θεωρούσαμε ότι είναι στο παρελθόν, η γνώση μας περί του τι ενδέχεται να υπάρχει έχει δραματικά αυξηθεί». Δεν βρισκόμαστε σε ένα κλειστό σύμπαν, με δεδομένη κατηγοριακή δομή, όπου το μόνο που απομένει είναι η διερεύνηση του σε όλο και μεγαλύτερη λεπτομέρεια -δίχως ωστόσο η βασική του δομή να αλλάζει (όπως π.χ. πίστευε ο Καντ).
24
Η αντίδραση του λογικού εμπειρισμού/θετικισμού (στις εξελίξεις των επιστημών στον 20ο αιώνα)
Σημαντικοί εκπρόσωποι του Λογικού εμπειρισμού: Schlick ( ), Carnap ( ), Reichenbach ( ). Κύκλος της Βιέννης: Εκτός από τους Schlick (ηγετική φυσιογνωμία της ομάδας) και Carnap, στην ομάδα των φιλοσόφων του κύκλου της Βιέννης ανήκαν οι Otto Neurath, Herbert Feigl, Friedrich Waismann, Victor Kraft. Εξέχουσα επιρροή στα μέλη του Κύκλου είχαν οι απόψεις των Russell και Wittgenstein. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση των απόψεων του Λογικού εμπειρισμού στον αγγλόφωνο χώρο είχε ο A.J. Ayer (Language, Truth and Logic, 1936).
25
Βασικές αρχές αναλυτικής φιλοσοφίας (Russell-Wittgenstein-Λογικός Θετικισμός)
Στροφή του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος προς τη γλώσσα. Ανάλυση του νοήματος των γλωσσικών εννοιών και προτάσεων επί τη βάσει της νέας Λογικής των Frege-Russell. Διάκριση μεταξύ ‘επιφανειακής’ και ‘πραγματικής’ (‘βαθιάς’) λογικής δομής/γραμματικής των προτάσεων. Βάσει της λογικής ανάλυσης της (καθημερινής ή/και επιστημονικής) γλώσσας επιδιώκεται η οριστική λύση ή ‘διάλυση’ των φιλοσοφικών προβλημάτων. Ανάδειξη της σχέσης μεταξύ Λογικής και γλώσσας σε ‘πρώτη φιλοσοφία’. Στροφή προς τον εμπειρισμό και τον θετικισμό (δηλ. προς μια έννοια άμεσης εμπειρίας ως κριτηρίου νοήματος για τις κρίσεις μας περί πραγματικότητας).
26
«Μια πρόταση έχει νόημα μόνο αν υπάρχει μέθοδος επαλήθευσής της (δια της εμπειρίας)»
Οι λογικοί εμπειριστές/θετικιστές αμφισβητούν την Καντιανή φιλοσοφία (και τον γερμανικό ιδεαλισμό) και γενικότερα, κάθε είδους μεταφυσική που δεν θεμελιώνεται στην εμπειρία. Προσπαθούν να θέσουν τη φιλοσοφία «στον ασφαλή δρόμο της επιστήμης». Στόχος: η επιστημονική αναμόρφωση της φιλοσοφίας. Βασική (καινοτόμα για την εποχή) θέση του ρεύματος προς αυτή την κατεύθυνση είναι ότι μια πρόταση έχει νόημα μόνο αν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι αληθής ή ψευδής είναι (τουλάχιστον δυνητικά) εμπειρικά διακριβώσιμες. Σλόγκαν: Το νόημα μιας (συνθετικής) πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της. Αυτό σημαίνει ότι αν για μια πρόταση δεν υπάρχει μια μέθοδος επαλήθευσης (ή διάψευσής της) με αναγωγή σε -ή σε συσχετισμό με- παρατηρησιακά δεδομένα τότε αυτή η πρόταση δεν είναι απλώς ψευδής, ελλιπώς τεκμηριωμένη, ή πρακτικά άχρηστη, αλλά κυριολεκτικά στερείται νοήματος.
27
Το status των προτάσεων της λογικής και των μαθηματικών στον λογικό θετικισμό
Από την άλλη μεριά, οι αναλυτικές προτάσεις (π.χ. οι προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών), μολονότι δεν βασίζονται στην εμπειρία, δεν στερούνται νοήματος. Οι λογικοί θετικιστές δέχονται δηλαδή ότι, υπό μια έννοια, οι αναλυτικές προτάσεις είναι αναγκαία αληθείς. Ωστόσο, οι εν λόγω αναλυτικές προτάσεις δεν προσφέρουν γνώση περί γεγονότων, δεν αναφέρονται σε κάποιο είδος πραγματικότητας (π.χ. σε κάποια ‘υπερπραγματικότητα’ ανώτερης τάξεως από την συνηθισμένη εμπειρική πραγματικότητα). Είναι ταυτολογίες, κενές εμπειρικού περιεχομένου. Μας παρέχουν τον δομικό σκελετό της σκέψης, δεν αναφέρονται σε βασικούς νόμους του ‘είναι’. Αυτό σημαίνει ότι η σκέψη δεν μπορεί να μας παράσχει γνώση της πραγματικότητας χρησιμοποιώντας ως πηγή τον εαυτό της. Δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί μια «μεταφυσική» από την «καθαρή σκέψη». Αυτή η θέση των λογικών εμπειριστών είναι παρμένη από το Tractatus του Wittgenstein (1921).
28
Η έννοια του νοήματος στο πλαίσιο του ‘σλόγκαν’ των λογικών θετικιστών (‘μια πρόταση έχει νόημα μόνο αν υπάρχει μέθοδος επαλήθευσής της’) λειτουργεί, μεταξύ άλλων, και ως κριτήριο που προσδιορίζει τη γνωσιακή βαρύτητα (cognitive significance) των προτάσεων της επιστήμης (εμπειρικές προτάσεις) και τις διαχωρίζει από τις προτάσεις της μεταφυσικής (μη εμπειρικές προτάσεις με μη γνωσιακό (αλλά, ενδεχομένως, συναισθηματικό, ποιητικό) νόημα). Είναι σαφής εδώ η επιρροή που άσκησε στους λογικούς εμπειριστές/θετικιστές το Tractatus του Wittgenstein. Οι τελευταίοι του αποδίδουν μάλιστα την πατρότητα της αρχής της επαλήθευσιμότητας (βλ. παρακάτω).
29
Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, η θέση των λογικών εμπειριστών είναι ότι προκειμένου οι προτάσεις που εκφέρουν ισχυρισμούς για τον κόσμο να έχουν νόημα (γνωσιακή βαρύτητα) θα πρέπει να είναι δυνατόν (θα πρέπει να υπάρχει μια μέθοδος) να ανάγονται σε -ή να σχετίζονται με- άμεσα αισθητηριακά δεδομένα (και να επαληθεύονται ή να διαψεύδονται βάσει αυτών). Προτάσεις που εκφέρουν ισχυρισμούς για τον κόσμο οι οποίες δεν δύνανται να επαληθευτούν/διαψευστούν μέσω της σύνδεσής τους με τα εν λόγω αισθητηριακά δεδομένα δεν έχουν γνωσιακή βαρύτητα και συνεπώς είναι μεταφυσικές και δεν ανήκουν στην επιστήμη (και άρα ούτε στη ‘ορθώς εννοούμενη’ φιλοσοφία).
30
Παραδείγματα μεταφυσικών προτάσεων
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μάλιστα, ο λογικός εμπειρισμός απορρίπτει πλείστες όσος μεταφυσικές προτάσεις -π.χ. τις προτάσεις ‘το απόλυτο είναι πέραν του χρόνου’, ‘υπάρχει [υπερβατικός] θεός’, ‘ο θεός είναι παντοδύναμος’, ‘υπάρχει το πράγμα καθεαυτό αλλά δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε’, ‘πρώτη αρχή του κόσμου είναι το ασυνείδητο (ή η βούληση)’, ‘υπάρχει η εντελέχεια, που είναι η αρχή που διέπει και ορίζει τους ζώντες οργανισμούς’. Απορρίπτει επίσης και προτάσεις της ηθικής που αναφέρονται π.χ. σε απόλυτες (άχρονες) αξίες, δηλαδή σε έναν «κόσμο αξιών» υπεράνω του κόσμου της εμπειρίας. Τέλος απορρίπτει τις μεταφυσικά ρεαλιστικές θέσεις περί της ύπαρξης μιας εξωτερικής πραγματικότητας καθεαυτής, εντελώς ανεξάρτητα από τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνεται μέσω της εμπειρίας, αλλά και τις ιδεαλιστικές θέσεις περί αναγκαίας οντολογικής εξάρτησης της ‘εξωτερικής πραγματικότητας’ από τον νου. Και στις δύο αυτές -φαινομενικά διαμετρικά αντίθετες- φιλοσοφικές θέσεις, έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό ότι οι ισχυρισμοί τους είναι αδύνατο να ελεγχθούν από την εμπειρία.
31
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο ο λογικός εμπειρισμός απορρίπτει τις μεταφυσικές προτάσεις είναι καινοφανής: Δεν κατατάσσει τις εν λόγω μεταφυσικές προτάσεις απλά στην κατηγορία των ψευδών προτάσεων, των ελλιπώς δικαιολογημένων προτάσεων, των ‘πρακτικά άχρηστών’ προτάσεων, ή των προτάσεων που μπορεί να είναι αληθείς ή ψευδείς χωρίς εμείς να μπορούμε να το γνωρίζουμε (αγνωστικισμός). Τις κατατάσσει στην (νέα) κατηγορία των ‘ψευδοπροτάσεων’, δηλαδή αυτών που ενώ φαίνεται ότι έχουν νόημα, στην πραγματικότητα στερούνται κυριολεκτικού (ήτοι, γνωσιακού) νοήματος. Οι εν λόγω μεταφυσικές ‘προτάσεις’ δεν είναι δηλαδή ούτε αληθείς ούτε ψευδείς. Δεν φτάνουν ούτε καν στο επίπεδο να είναι υποψήφιες για να είναι αληθείς ή ψευδείς (δεν μπορούμε να τις καταφάσκουμε ούτε να τις αρνούμαστε) μιας και κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι έχουν ήδη (γνωσιακό) νόημα.
32
Το ίδιο επίσης συμβαίνει και με φιλοσοφικές προτάσεις που θεμελιώνονται σε μια ‘διαίσθηση’ που δεν μπορεί να ελεγχθεί διυποκειμενικά/επιστημονικά, δεν ανάγεται δηλαδή σε δημόσια κοινοποιήσιμες παρατηρησιακές προτάσεις (π.χ. Bergson). Τέτοιου τύπου μεταφυσικές θέσεις προσομοιάζουν με ‘μυστικιστικές εμπειρίες’, που ως εκ της ίδιας τους της -καταστατικά αινιγματικής- φύσης, θεωρούνται, και αυτές, ως κενές γνωσιακού νοήματος. Heidegger: Υπάρχει κάτι, το «Είναι», που δεν μπορεί να αναχθεί στα «όντα» (σε κάποιο συγκεκριμένο ον που υπάρχει εντός της πραγματικότητας), δεν μπορεί να οριστεί, να ταυτοποιηθεί διυποκειμενικά/επιστημονικά, ούτε ανάγεται σε δημόσια κοινοποιήσιμες παρατηρησιακές προτάσεις. Σύμφωνα με τον λογικό θετικισμό/εμπειρισμό, το πραγματικό περιεχόμενο τέτοιων μεταφυσικών προτάσεων είναι, σε τελευταία ανάλυση, συγκινησιακό: αποτελούν έκφραση μιας ορισμένης (αισθητικής ή πνευματικής) διάθεσης. Δεν δηλώνουν/περιγράφουν την ύπαρξη (αναγκαίων) καταστάσεων πραγμάτων στον κόσμο.
33
Μανιφέστο του λογικού θετικισμού: Η ‘επιστημονική κοσμοαντίληψη’ (Neurath-Carnap-Hahn)
Όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του κύκλου της Βιέννης στο έργο-μανιφέστο τους ‘Η επιστημονική κοσμοαντίληψη’ (1929): «Ό, τι μπορεί να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια» (Wittgenstein-Tractatus). «Η επιστημονική κοσμοαντίληψη δεν αναγνωρίζει άλυτα αινίγματα. Η διασαφήνιση των παραδοσιακών (μεταφυσικών) προβλημάτων μας οδηγεί αφενός στο να τα αποκαλύψουμε ως ψευδοπροβλήματα και αφετέρου να τα μετασχηματίσουμε σε εμπειρικά προβλήματα, που υπόκεινται στην κρίση της πειραματικής επιστήμης» (παράδειγμα: το μεταφυσικό πρόβλημα της ύπαρξης του θεού). Ο κύκλος της Βιέννης εμπνέεται από το ‘επιστημονικό πνεύμα’ από το οποίο διέπεται η επιστημονική κατανόηση του κόσμου: Κεντρικά χαρακτηριστικά της επιστημονικής πρακτικής που εκπροσωπούν το εν λόγω ‘επιστημονικό πνεύμα’ είναι η έρευνα (διαρκής αναζήτηση), ο έλεγχος των υποθετικών πορισμάτων, η ανακλητότητα και η μη δεσμευτικότητά τους (λόγω των συνεχών εξελίξεων και ανακατατάξεων στις επιστήμες).
34
Συνέπειες στη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης
Η επιστημονική κοσμοαντίληψη χαρακτηρίζεται από δύο γνωρίσματα: 1) είναι ‘άτεγκτα’ εμπειριστική: υπάρχει γνώση, που πηγάζει μόνο από την εμπειρία, γνώση που στηρίζεται στο ‘άμεσα δεδομένο’ . Έτσι προσδιορίζονται τα όρια για το περιεχόμενο της νόμιμης επιστήμης. 2) Η επιστημονική κοσμοαντίληψη χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης μεθόδου (στη φιλοσοφία), της λογικής ανάλυσης της γλώσσας της επιστήμης. Ο στόχος της φιλοσοφίας δεν είναι η απόδειξη/δικαιολόγηση της αλήθειας συγκεκριμένων ‘φιλοσοφικών προτάσεων’, αλλά η διασαφήνιση του νοήματος των εν λόγω προτάσεων. Αυτή η διασαφήνιση επιτυγχάνεται μέσω της λογική ανάλυσης της γλώσσας της επιστήμης. Δεν υπάρχει φιλοσοφία ως θεμελιακή ή καθολική επιστήμη δίπλα ή πάνω από τους διάφορους κλάδους της μιας (ενοποιημένης) εμπειρικής επιστήμης.
35
Λογικός θετικισμός contra Kant
Το πρώτο γνώρισμα (1), το ότι δηλαδή η εμπειρική γνώση θεμελιώνεται στη σύνδεσή της με το ‘άμεσο δεδομένο’, αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την αντίθεση των λογικών θετικιστών στη δυνατότητα ‘συνθετικών a priori’ κρίσεων ή ‘γνώσης’ (Kant). Μια πρόταση μπορεί είτε να είναι αναλυτική (αληθής εκ του νοήματος των όρων της και μόνον -ταυτολογία), και άρα a priori δικαιολογημένη, είτε συνθετική, και άρα a posteriori δικαιολογήσιμη μέσω της εμπειρίας. Τρίτη δυνατότητα (συνθετικές a priori προτάσεις και γνώση) δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν π.χ. ‘a priori (αναγκαίες) μορφές της εποπτείας’.
36
Διάκριση θεωρητικών-παρατηρησιακών όρων
Το δεύτερο γνώρισμα (2), δηλαδή η αναγωγή της φιλοσοφίας στη λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, επιτάσσει κατά τους λογικούς θετικιστές/εμπειριστές μια αυστηρή διάκριση μεταξύ ‘θεωρητικών’ και ‘παρατηρησιακών’ όρων -όπου οι πρώτοι οφείλουν πάντα να δικαιολογούνται επί τη βάσει των δεύτερων (να ‘μεταφράζονται’ στους τελευταίους, να παράγονται λογικά από τους τελευταίους). Οι ‘παρατηρησιακοί’ όροι αντιστοιχούν σε ‘αισθητηριακά δεδομένα’ (sense data), τα οποία, ως αδιαμεσολάβητα (άμεσα) δεδομένα της εμπειρίας, συγκροτούν την (ανεξάρτητη από θεωρία) ασφαλή/ουδέτερη βάση της επιστήμης. Δεν επηρεάζονται από προκαταλήψεις, προτιμήσεις, ελπίδες ή προσδοκίες του παρατηρητή.
37
‘Ατομικές’/‘βασικές’ προτάσεις
Οι προτάσεις που εν είδει θεωρητικά ουδέτερων (μη θεωρητικά φορτισμένων, αμερόληπτων) αναφορών εκθέτουν τα αισθητηριακά δεδομένα ονομάστηκαν ‘βασικές’ προτάσεις (παρατηρησιακές προτάσεις ιδιωτικού χαρακτήρα-Schlick) ή ‘προτάσεις πρωτοκόλλου’ (παρατηρησιακές προτάσεις δημόσιου χαρακτήρα-Neurath). (Η καταγωγή των παραπάνω όρων είναι από τις ‘ατομικές’ προτάσεις του Tractatus.) Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο (τη μετάφρασή τους, τη λογική τους παραγωγή από παρατηρησιακές ‘ατομικές’ προτάσεις) κρίθηκε ότι είναι δυνατόν οι θεωρητικοί όροι της επιστήμης -και, γενικά, οποιεσδήποτε προτάσεις που αξιώνουν να περιγράφουν την πραγματικότητα- να επαληθευτούν (ή να διαψευστούν) τελεσίδικα από την εμπειρία, και άρα να αποκτήσουν εμπειρικό (μη μεταφυσικό) νόημα. Δεν έπεται βέβαια από τα παραπάνω ότι μια (εμπειρική) πρόταση που έχει (τελεσίδικα) επαληθευτεί από τα (μέχρι τώρα υπάρχοντα) παρατηρησιακά δεδομένα δεν μπορεί στο μέλλον ποτέ να διαψευστεί. Αν στο μέλλον προκύψουν νέα παρατηρησιακά δεδομένα τα οποία συγκρούονται με αυτά που επαληθεύουν την εν λόγω εμπειρική πρόταση είναι δυνατό αυτή να διαψευστεί (εν σχέσει με αυτά τα νέα παρατηρησιακά δεδομένα).
38
Το εγχείρημα της ενοποιημένης επιστήμης
Κεντρικός στόχος του φιλοσοφικού προγράμματος του κύκλου της Βιέννης είναι το αίτημα της ενοποίησης των επιμέρους επιστημονικών κλάδων (στη βάση της ‘διυποκειμενικής και καθολικής γλώσσας’ της φυσικής). Αυτό που χαρακτηρίζει την ‘επιστημονική κοσμοαντίληψη’ κατά τους νεο-θετικιστές του κύκλου της Βιέννης δεν είναι τόσο κάποιες συγκεκριμένες θέσεις (π.χ. αυτές της παρούσας επιστήμης), όσο η βασική στάση και ο προσανατολισμός απέναντι στην έρευνα. Στόχος η ενοποιημένη επιστήμη. Η ενοποιημένη επιστήμη, ιδεωδώς, θα αποτελούσε ένα σύστημα της γνώσης -με την Καντιανή έννοια του όρου -όπου απαραίτητη για την ολοκληρωμένη κατανόηση της πραγματικότητας είναι η ύπαρξη συστηματικότητας και συνεκτικότητας στο οικοδόμημα της εμπειρικής γνώσης μας. Ολόκληρο δε το εν λόγω συστηματικό οικοδόμημα της επιστημονικής γνώσης θα αποκτούσε νόημα (=θα επικυρωνόταν ή θα διαψευδόταν) μόνο με τη σύνδεσή του με την άμεση αισθητηριακή εμπειρία. Πρόβλημα: Η αναγωγή της ψυχολογίας (ψυχικά συμβάντα) ή της ηθικής συμπεριφοράς σε φυσικά, σωματικά συμβάντα. Μια τέτοια αναγωγή δεν είναι ποτέ μονοσήμαντη. Δεν υπάρχει 1-1 αντιστοιχία μεταξύ ψυχικών και σωματικών συμβάντων. Τα ψυχικά συμβάντα φαίνεται π.χ. ότι ταυτοποιούνται από το ρόλο που παίζουν εντός μιας πρακτικής, όχι από τον υλικό τους φορέα (αναλογία με πιόνια σκακιού και το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα).
39
Ενάντια στη διάκριση επιστημών της φύσης-επιστημών του πνεύματος
H θέση των λογικών θετικιστών περί ενοποιημένης επιστήμης αντιπαρατίθεται σε αυτή των Νεοκαντιανών (π.χ. Windelband, Rickert). Σύμφωνα με τους εν λόγω Νεοκαντιανούς (η θέση των οποίων έλκει την καταγωγή της από τον γερμανικό ιδεαλισμό -Hegel, Herder, ‘volkgeist’) υπάρχει μια ριζική και μη αναγώγιμη διάκριση μεταξύ των επιστημών της φύσης (naturwissenschaften) και των επιστημών του πνεύματος (geisteswissenschaften). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει ‘ενοποιημένη’ επιστήμη (ούτε υπό μια πιο ‘χαλαρή’ έννοια του όρου), και μάλιστα για λόγους αρχής. Οι naturwissenschaften ασχολούνται με την εξήγηση των (εξω-ανθρώπινων) φαινομένων ενώ οι geisteswissenschaften ασχολούνται με την ‘κατανόηση’ των (ανθρώπινων) φαινομένων (π.χ. ψυχολογία, ιστορία, φιλολογία, κοινωνικές επιστήμες). Η μια οπτική γωνία αποκλείει αυτομάτως την άλλη διότι η πρώτη είναι ‘απρόσωπη’ και υπαγάγει τα φαινόμενα που μελετά σε γενικούς αιτιακούς νόμους που συνδέονται μόνο ‘εξωτερικά’ με τις ανθρώπινες πράξεις, ενώ η δεύτερη είναι πρωτο-προσωπική και ασχολείται με ενικά φαινόμενα που δεν υπάγονται σε γενικούς αιτιακούς νόμους.
40
Προβλήματα λογικού εμπειρισμού/θετικισμού
Η ίδια η αρχή της επαληθευσιμότητας (που χαρακτηρίζει το επαληθευσιοκρατικό κριτήριο νοήματος) δεν είναι επαληθεύσιμη. Πώς μπορεί π.χ. η πρόταση «το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της» να επαληθευτεί η ίδια με αναγωγή σε παρατηρησιακά δεδομένα; Δεν φαίνεται καν εμπειρικού (ούτε καθαρά λογικού) τύπου πρόταση. Περιέχει δε όρους που δεν αναφέρονται σε τίποτα συγκεκριμένο (π.χ. μιλά για την «πρόταση» ή το «νόημα» εν γένει). «Πώς λοιπόν θα μπορούσαν οι εν λόγω όροι να αναχθούν σε συγκεκριμένα παρατηρησιακά δεδομένα; Κατά ειρωνικό τρόπο, η κεντρική θέση όλου του προγράμματος του λογικού θετικισμού προσομοιάζει περισσότερο στις συνθετικές a priori προτάσεις a la Kant, που αποτελούν ανάθεμα για τους λογικούς εμπειριστές. Συνεπώς, σύμφωνα με τα ίδια τα κριτήρια του λογικού εμπειρισμού, η αρχή της επαληθευσιμότητας στερείται νοήματος.
41
Έτερη κριτική: Η αρχή της επαληθευσιμότητας είναι πολύ περιοριστική: Αν ισχύει, τότε ακόμα και καθόλα νόμιμες επιστημονικές προτάσεις, όπως οι καθολικοί νόμοι της φύσης, στερούνται νοήματος -μιας και δεν είναι δυνατόν να επαληθευτούν με την αυστηρή έννοια του όρου: Δεν υπάρχει -και δεν μπορεί να υπάρξει- μέθοδος που να μας δείχνει πώς από πεπερασμένα σύνολα παρατηρησιακών προτάσεων και περιορισμένου αριθμού σχετικών τεκμηρίων μπορούν να επαληθευτούν γενικοί ισχυρισμοί με απεριόριστο εύρος (π.χ. νόμος της παγκόσμιας έλξης). Δεν μπορεί δηλαδή να υπάρξει μέθοδος (λογική ή επαγωγική) που να μας οδηγεί δικαιολογητικά από σύνολα ενικών παρατηρησιακών προτάσεων, που εξ’ορισμού αναφέρονται σε συγκεκριμένα συμβάντα που προσδιορίζεται τοπικά και χρονικά, σε καθολικές, γενικές, θεωρητικές προτάσεις περί φυσικών νόμων που αναφέρονται σε όλα τα συμβάντα ενός συγκεκριμένου είδους, για κάθε τόπο και για κάθε χρονική στιγμή (π.χ. ‘όλοι οι πλανήτες, όπου και αν βρίσκονται, κινούνται πάντα σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από τους ήλιους τους’).
42
Μετάβαση από τις ενικές στις καθολικές αποφάνσεις-επαγωγική γενίκευση
Σύμφωνα με τους λογικούς εμπειριστές, αυτό που οδηγεί από ένα πεπερασμένο σύνολο ενικών παρατηρησιακών αποφάνσεων στη διατύπωση ενός καθολικού νόμου είναι η επαγωγική γενίκευση (generalization). Η εν λόγω γενίκευση, ωστόσο, είναι νόμιμη (=αξιόπιστη) μόνο όταν πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: 1) Να είναι μεγάλος ο αριθμός των παρατηρησιακών αποφάνσεων που σχηματίζουν τη βάση μιας γενίκευσης. 2) Οι παρατηρήσεις πρέπει να επαναλαμβάνονται υπό συνθήκες πολύ διαφορετικές (ευρύ φάσμα συνθηκών). 3) Καμία παρατηρησιακή απόφανση δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τον προκύπτοντα καθολικό νόμο. Αυτό ονομάζεται «αρχή της επαγωγής»: Εάν έχουν γίνει παρατηρήσεις, κάτω από ένα ευρύ φάσμα συνθηκών, σε ένα μεγάλο αριθμό από Α, και εάν όλα τα παρατηρηθέντα Α, χωρίς εξαίρεση, διαθέτουν την ιδιότητα Β, τότε όλα τα Α διαθέτουν την ιδιότητα Β.
43
Η αρχή της επαγωγής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε λογικά ούτε εμπειρικά
Ακόμα όμως και αν δεχθούμε (χάριν του επιχειρήματος) ότι η παρατήρηση πράγματι μας εξασφαλίζει ένα ασφαλές σύνολο παρατηρησιακών αποφάνσεων ως σημείων αφετηρίας της εμπειρικής-επιστημονικής γνώσης, πώς αποδεικνύεται ότι ο επαγωγικός συλλογισμός μας οδηγεί σε αξιόπιστη επιστημονική γνώση; Μπορεί η αρχή της επαγωγής να δικαιολογηθεί μέσω παραγωγικού επιχειρήματος; Είναι η αρχή της επαγωγής λογικώς (=παραγωγικά) έγκυρο επιχείρημα; Όχι. Μπορεί η επαγωγή να δικαιολογηθεί μέσω της εμπειρίας; Όχι. Πρόβλημα κυκλικότητας. Από μια σειρά ενικών παρατηρησιακών προτάσεων που καταγράφουν προηγούμενες επιτυχείς εφαρμογές αυτής της αρχής (η αρχή της επαγωγής λειτούργησε στο παρελθόν επιτυχώς στις περιπτώσεις x1, x2, x3), συνάγεται μια καθολική πρόταση (η αρχή της επαγωγής λειτουργεί πάντοτε). Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επαγωγή για να δικαιολογήσουμε την επαγωγή.
44
(Εσωτερική) Κριτική του λογικού εμπειρισμού (Neurath) στην έννοια των «παρατηρησιακών προτάσεων»
Κριτική στην αντίληψη των λογικών εμπειριστών περί της θεμελιωτικής λειτουργίας των ίδιων των παρατηρησιακών προτάσεων: Κριτική στις προτάσεις πρωτοκόλλου (Neurath) («στις 3.15 ένα κόκκινο τραπέζι έγινε αντιληπτό από τον Otto») και στις «διαπιστωτικές προτάσεις» (Schlick) («εδώ, τώρα, κόκκινο»). Ο κύκλος της Βιέννης υποστήριζε ότι οι «βασικές» ή «ατομικές» προτάσεις είναι 1) βέβαιες και μη αναθεωρήσιμες, 2) έσχατες ή γνωσιολογικά πρότερες (όταν συλλαμβάνω το νόημά τους, συλλαμβάνω αυτομάτως και την αλήθεια τους). Κάτι τέτοιο θεωρείτο απαραίτητο διότι 1) διασφάλιζε ένα σημείο επαφής της γλωσσικής και της εξω-γλωσσικής πραγματικότητας, το οποίο είναι 2) άμεσα δεδομένο (γνωστό) στο υποκείμενο. Και μόνο αν πληρούνταν οι εν λόγω προϋποθέσεις θεωρείτο ότι μπορούν οι προτάσεις μας γενικώς (και οι επιστημονικές προτάσεις, ειδικότερα) να έχουν εμπειρικό περιεχόμενο και αντίκρυσμα, να αναφέρονται στην εμπειρική πραγματικότητα (σε κάτι έξω από τον εαυτό τους, ανεξάρτητο, εξω-εννοιολογικό).
45
Ωστόσο, σύμφωνα με την κριτική του Neurath (στις «διαπιστωτικές προτάσεις» του Schlick), δεν μπορούν προτάσεις που αξιώνουν να περιγράφουν την εμπειρία να είναι καταστατικά μη αναθεωρήσιμες από την εμπειρία: αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε απλά ότι οι εν λόγω προτάσεις δεν περιγράφουν εν τέλει την εμπειρία, μιας και η εμπειρία είναι ουσιωδώς ενδεχομενική. Άλλωστε, οι προτάσεις πρωτοκόλλου είναι, αυστηρά μιλώντας, επισφαλείς: στηρίζονται π.χ. στην ισχύ της (γενικής) υπόθεσης ότι δεν μας εξαπατά η μνήμη μας για μικρά χρονικά διαστήματα. Συνεπώς, οι εν λόγω (‘ατομικές’) προτάσεις πρωτοκόλλου δεν μπορούν να θεωρηθούν γνωσιολογικά προνομιακές (πρότερες) έναντι άλλων (π.χ. περισσότερο ‘θεωρητικά φορτισμένων’, ‘γενικών’) προτάσεων.
46
Ο συνεκτικισμός του Neurath
O Neurath, βάσει των παραπάνω, καταλήγει σε μια ολιστική αντιμετώπιση της γλώσσας (εννοιολογικού συστήματος) της επιστήμης χωρίς ακλόνητα (βέβαια) θεμέλια. Εντός αυτής της δομής δεν έχει νόημα να αναζητείται η αλήθεια μιας πρότασης μέσω μιας ανεξάρτητης και άμεσης σύγκρισης ή αντιστοίχησής της με την (εξωτερική ή ‘εσωτερική’) πραγματικότητα (παρατηρησιακές προτάσεις πρωτοκόλλου), αλλά μόνο η αύξηση ή μείωση της συνοχής που θα επιφέρει στο όλο σύστημα προτάσεων η εισαγωγή αυτής της πρότασης (συνεκτικισμός).
47
Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι οι (ενικές) παρατηρησιακές αποφάνσεις ακόμα και για τα πιο αυτονόητα πράγματα (π.χ. το χρώμα των αντικειμένων, το σχήμα και το είδος τους -π.χ. μια κιμωλία) προϋποθέτουν για τη δικαιολόγησή τους την ισχύ γενικών θεωρητικών αρχών-νόμων (π.χ. περί κανονικών συνθηκών για την αξιόπιστη αναφορά χρωμάτων, θεωρία χημείας για την αξιόπιστή δικαιολόγηση του ότι αυτό μπροστά μου είναι μια κιμωλία κλπ). «Δεν υπάρχει τρόπος να θέσουμε ως αφετηρία των επιστημών οριστικά αποδεδειγμένες καθαρές προτάσεις πρωτοκόλλου. Δεν υπάρχει tabula rasa. Δεν υπάρχει κάποια αυστηρή γνωσιολογική ασυμμετρία μεταξύ ενικών/παρατηρησιακών και γενικών/καθολικών/θεωρητικών προτάσεων. «Είμαστε οι ναύτες που πρέπει να επισκευάζουν το πλοίο τους στην ανοικτή θάλασσα [=επισφάλεια, συνεκτικότητα] χωρίς ποτέ να μπορούν να το διαλύσουν στην ξηρά [=θεμέλιο] και να το ανακατασκευάσουν εκεί με καλύτερα υλικά» (Neurath 1932).
48
Quine: Κληρονόμος και αναθεωρητής του λογικού εμπειρισμού
O Quine ασκεί δριμεία κριτική σε ό,τι ο ίδιος εκλαμβάνει ως ‘(δύο) δόγματα του εμπειρισμού’ εν γένει (1951). Ασκεί όμως αυτή την κριτική στον εμπειρισμό ακριβώς στο όνομα του εμπειρισμού: Π.χ. δηλώνει ‘ριζοσπαστικός εμπειριστής’. Απορρίπτει π.χ. το εμπειριστικό δόγμα της αναλυτικότητας: Απορρίπτει δηλαδή τη διάκριση αναλυτικών-συνθετικών προτάσεων ως διάκριση είδους και τη θεωρεί απλά διάκριση βαθμού. Συνέπεια: δεν υπάρχουν προτάσεις των οποίων η αληθοτιμή να είναι απολύτως απρόσβλητη από την εμπειρία -ακόμα και αν αυτές είναι προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών.
49
Ο Quine απορρίπτει επίσης το εμπειριστικό δόγμα του αναγωγισμού, ήτοι, την εμπειριστική θέση ότι κάθε πρόταση μπορεί μεμονωμένα να ελεγχθεί από την εμπειρία. Συνέπεια: ολισμός: oι προτάσεις της επιστήμης αντιμετωπίζουν το «δικαστήριο» της αισθητηριακής εμπειρίας όχι ατομικά (δηλαδή όχι μέσω της αναγωγής τους σε ‘ατομικές’ προτάσεις), αλλά ως όλον: ως ένα συνολικό σύστημα προτάσεων που έρχεται «αντιμέτωπο» με το σύνολο της εμπειρίας. Όταν μια εμπειρία συγκρούεται με κάποια συγκεκριμένη ατομική ‘παρατηρησιακή’ πρόταση δεν έπεται από αυτό ότι η τελευταία διαψεύδεται κατά τελεσίδικο τρόπο.
50
Παράδειγμα (από Lakatos)
Ένας φυσικός υπολογίζει με βάση τη νευτώνεια μηχανική τη διαδρομή ενός μικρού πλανήτη p που έχει μόλις ανακαλυφθεί (αναμενόμενη παρατήρηση), αλλά ο εν λόγω πλανήτης αποκλίνει από την υπολογισθείσα διαδρομή (‘στριφνή’ εμπειρία). Διαψεύδεται η νευτώνεια μηχανική (και η συγκεκριμένη αναμενόμενη παρατηρησιακή πρόταση); Όχι κατ’ανάγκη. Ο φυσικός υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει ένας άγνωστος ως τότε πλανήτης q ο οποίος διαταράσσει την τροχιά του p. Δεν ανακαλύπτεται όμως κανένας τέτοιος άγνωστος πλανήτης.
51
Διαψεύδεται η θεωρία του (και η συγκεκριμένη νέα πρόβλεψή του); Όχι κατ’ανάγκη. Υποστηρίζει ότι ένα σύννεφο κοσμικής σκόνης κρύβει τον πλανήτη q από τα μάτια μας. Κανένα τέτοιο σύννεφο όμως δεν ανευρίσκεται (από τον δορυφόρο που στέλνεται για τον εντοπισμό του). Διαψεύδεται η θεωρία του (και η συγκεκριμένη νέα πρόβλεψή του); Όχι κατ’ανάγκη. Υποστηρίζει ότι υπάρχει κάποιο μαγνητικό πεδίο σε αυτή την περιοχή του σύμπαντος το οποίο παρενοχλεί τα όργανα του δορυφόρου (που έκανε τις μετρήσεις σχετικά με την ύπαρξη του σύννεφου κοσμικής σκόνης).
52
Ολισμός: Θέση Duhem-Quine
Με άλλα λόγια, αν το πείραμα (ή η παρατήρηση) αποφανθεί ότι μια συγκεκριμένη επιστημονική θεωρία ή υπόθεση αστοχεί (κάνει λανθασμένες προβλέψεις, παράγει λανθασμένες παρατηρησιακές προτάσεις), είναι αδύνατον να εντοπιστεί επακριβώς, με απόλυτη λογική αυστηρότητα μια συγκεκριμένη ατομική πρόταση-πηγή αυτής της αστοχίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι τουλάχιστον μια πρόταση-προκείμενη της θεωρίας είναι ψευδής. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί κάποιος να διασώσει τη θεωρία θυσιάζοντας θεωρητικά οποιοδήποτε τμήμα της (π.χ. τις βοηθητικές υποθέσεις της σχετικά με τη λειτουργία των οργάνων παρατήρησης), ακόμη και (πιο σπάνια, και κοστοβόρα) τον λογικό-μαθηματικό πυρήνα της. (Καταρρέει συνεπώς η -καίρια για τον λογικό εμπειρισμό- έννοια του «κρίσιμου» ή «αποφασιστικού» πειράματος για τον έλεγχο των επιστημονικών θεωριών.)
53
Κανένα πείραμα δεν μπορεί, από λογικής απόψεως, να θεωρηθεί ότι επιφέρει την οριστική διάψευση μιας επιστημονικής θεωρίας/υπόθεσης (και των αντίστοιχων παρατηρησιακών προτάσεων-προβλέψεων) αφού είναι πάντα δυνατόν να παραμείνει η τελευταία αλώβητη μέσω δραστικών αναπροσαρμογών κάπου αλλού στο σύστημα (π.χ. στις βοηθητικές υποθέσεις). Αυτό δεν σημαίνει, κατά Quine, ότι οι επιστημονικές (και γενικότερα εμπειρικές) μας πεποιθήσεις είναι απολύτως μη διαψεύσιμες από το «δικαστήριο» της αισθητηριακής εμπειρίας (μιας και σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε ο Quine να θεωρηθεί εμπειριστής κατά καμία έννοια). Σημαίνει ότι οι εν λόγω εμπειρικές μας πεποιθήσεις αντιμετωπίζουν το εν λόγω «δικαστήριο» της αισθητηριακής εμπειρίας (επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται) όχι ατομικά, αλλά ως όλον (ως συνολικό σύστημα πεποιθήσεων), και κρίνονται επί τη βάσει πραγματιστικών κριτηρίων (αρχή ‘οικονομίας’, ‘συντηρητισμού’) και όχι βάσει κάποιας υποτιθέμενης ‘αυθεντίας’ μεμονωμένων (‘ατομικών’) παρατηρησιακών προτάσεων.
54
Η εν λόγω ‘ολιστική’ θέση του Quine αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την αντίληψή του (σε συμφωνία εδώ με τους λογικούς εμπειριστές) περί «συνέχειας» μεταξύ διαφορετικών επιστημών (ενοποιημένη επιστήμη) και μεταξύ της επιστήμης και του (εννοιολογικού συστήματος του) κοινού νου. Ο Quine εν τέλει είναι μεθοδολογικός μονιστής: όλες οι περιπτώσεις στις οποίες προβαίνουμε σε αναθεώρηση πεποιθήσεων (λόγω ‘στριφνών’ εμπειριών) υπακούουν σε ένα και μόνο κριτήριο: τη διατήρηση/αποκατάσταση της ‘συνεκτικότητας’ (‘ισορροπίας’) του συνολικού συστήματος πεποιθήσεών μας (βάσει αρχών ‘οικονομίας’, ‘συντηρητισμού’). Οι διαφορές των θεματικών πεδίων των ομάδων πεποιθήσεων μας (π.χ. μαθηματικά, λογική, καθημερινές πεποιθήσεις του κοινού νου, επιστημονικές θεωρίες διαφόρων κλάδων) όσο σημαντικές και αν είναι από πρακτικής απόψεως, από γνωσιολογικής (και σημασιολογικής) απόψεως είναι μόνο διαφορές βαθμού και όχι είδους.
55
O (πραγματιστικός) ολισμός του Quine
Οι πεποιθήσεις μας συνδέονται οργανικά μεταξύ τους: Σχηματίζουν ένα συνεχές όλον (αποτελούν τους κόμβους ενός δικτύου) το οποίο δεν επιτρέπει την 1 προς 1 αντιστοίχηση παρατηρησιακών προτάσεων και κόσμου σε επίπεδο ατομικής πρότασης. Καμία πεποίθηση όσο κεντρική και αν είναι στο σύστημα δεν είναι καταστατικά μη αναθεωρήσιμη. Απλώς ισχύει ότι όσο πιο κεντρικές (σημαντικές) στο σύστημα είναι οι πεποιθήσεις μας τόσο πιο δύσκολο (ασύμφορο πρακτικά) είναι να αναθεωρηθούν. Π.χ. οι πεποιθήσεις που αφορούν αισθητηριακές εμπειρίες του κοινού νου είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν ευκολότερα από τις προτάσεις/πεποιθήσεις των διάφορων κλάδων των επιστημών. Ακόμα πιο δύσκολα είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν οι προτάσεις των μαθηματικών και της λογικής (λόγω της απολύτως κεντρικής τους θέσης στο όλο σύστημα πεποιθήσεών μας για την πραγματικότητα). Όσο πιο κεντρική θέση έχει στο σύστημα μια πεποίθηση τόσο περισσότερο διαταράσσεται το πρώτο από μια ενδεχόμενη αναθεώρηση/απόρριψή της τελευταίας (δηλαδή τόσο περισσότερες και σημαντικές άλλες πεποιθήσεις θα πρέπει επίσης να εξοβελιστούν από το σύστημα προκειμένου να αποκατασταθεί η ‘ισορροπία’).
56
Ο νατουραλισμός του Quine
Απόρριψη της ‘πρώτης φιλοσοφίας’. Δεν μπορεί η μεταφυσική, η οντολογία, η γνωσιολογία (η οποιαδήποτε άλλη αμιγώς φιλοσοφική έρευνα ανεξάρτητη από τις επιστήμες, όπως π.χ. η υπερβατολογική ή φαινομενολογική μέθοδος) να παράσχει έξωθεν νομιμοποίηση στην επιστήμη. Η επιστήμη δεν έχει ανάγκη έξωθεν (φιλοσοφικής) νομιμοποίησης, πέραν αυτής που προκύπτει από την ίδια την πρακτική της.
57
Σύνδεση νατουραλισμού-εμπειρισμού στον Quine
Η επιστήμη μάλιστα είναι ακριβώς αυτή που μας δείχνει (με όλο και περισσότερη λεπτομέρεια) ποια είναι η φύση και η δομή της ‘αισθητηριακής εμπειρίας’ που λειτουργεί ως «δικαστήριο» το οποίο κρίνει τη δικαιολόγηση των προτάσεων (των επιστημονικών συμπεριλαμβανομένων) ως ‘όλον’. 1) Δημιουργεί κάτι τέτοιο μια φαύλη κυκλικότητα; Όχι απαραίτητα, αν υιοθετεί κανείς τον συνεκτικισμό. Κι αυτό γιατί φαύλη κυκλικότητα υπάρχει μόνο αν κανείς δέχεται το γνωσιολογικό αίτημα περί πλήρους ανεξαρτησίας του περιεχομένου των πεποιθήσεων που δικαιολογούν (justificans) από αυτό των πεποιθήσεων υπό δικαιολόγηση (justificandum). Ωστόσο, στον συνεκτικισμό μια τέτοια πλήρης ανεξαρτησία δεν υφίσταται: όλες οι πεποιθήσεις μας λαμβάνουν την (όποια) δικαιολόγησή τους ‘ταυτόχρονα’, τρόπον τινά.
58
Η δικαιολόγηση των πεποιθήσεών μας, στο μοντέλο του Quine, προσδιορίζεται από τη συνεισφορά τους στη συνεκτικότητα του συνολικού συστήματος πεποιθήσεών (είναι δηλαδή συνάρτηση του βαθμού (εξηγητικής) συνεκτικότητας που αυτές παρουσιάζουν σε σχέση με όλες τις άλλες σχετικές πεποιθήσεις του συστήματος). Μόνο αν μια θεωρία δικαιολόγησης δεσμεύεται εκ των προτέρων στο αίτημα πλήρους ανεξαρτησίας των δικαιολογουσών πεποιθήσεων έναντι των υπό δικαιολόγηση πεποιθήσεων (π.χ. θεμελιοκρατία) θα προέκυπτε ζήτημα φαύλης (κυκλικής) δικαιολόγησης. 2) Έχει πρόβλημα η εν λόγω αντίληψη του Quine ως θεωρία δικαιολόγησης των εμπειρικών (και επιστημονικών) πεποιθήσεων επειδή συγχέει τα αίτια με τους λόγους; Ναι (Davidson, Sellars), Όχι (φυσικοποιημένη γνωσιολογία (Quine), αξιοπιστοκρατία-εξτερναλισμός).
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.