Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΚυβηλη Καζαντζής Τροποποιήθηκε πριν 7 χρόνια
1
Υγρά του σώματος Σύνθεση - Κατανομή –Διαταραχές υγρών και ηλεκτρολυτών
2
Συστατικά του αίματος (%) ΠΛΑΣΜΑ ΛΕΥΚΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ ΕΡΥΘΡΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ
Ανά λίτρο:0.9 l νερό, g ηλεκτρολυτών, g πρωτεϊνών, κυρίως αλβουμίνη (30-50 g), ινοδογόνο (~3 g). 100 ΠΛΑΣΜΑ Πρωτεΐνες, λευκοκύτταρα (π.χ. ουδετερόφιλα, μονοκύτταρα, λεμφοκύτταρα) και θρομβοκύτταρα. 50 ΛΕΥΚΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ ΕΡΥΘΡΑ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ Η αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αυτό του συνολικού αίματος καλείται αιματοκρίτης.
3
Νερό Ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται από νερό και από στερεά συστατικά Το ολικό ύδωρ του σώματος (Total Body Water = TBW) αποτελεί το 60% του σωματικού βάρους Η ποσότητα του νερού και η κατανομή του στον άνθρωπο ποικίλει, ανάλογα με την ηλικία αλλά και την κατασκευή του σώματος. Από την νεογνική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση, επέρχεται συνεχώς ελάττωση του εξωκυττάριου υγρού και αύξηση του ενδοκυττάριου. Επίσης το ολικό νερό από 70-75% του Βάρους Σώματος (ΒΣ) στα νεογνά φθάνει το 60% στους ενήλικες άνδρες και το 55% στις ενήλικες γυναίκες. Αυτή η ελάττωση συνεχίζεται με την πάροδο της ηλικίας και φθάνει στο γήρας στο 50% στους άνδρες και το 45% στις γυναίκες. Τα παχύσαρκα άτομα και οι γυναίκες έχουν λιγότερο νερό
4
Κατανομή To νερό-ολικό ύδωρ σώματος (Total Body Water = TBW) κατανέμεται στον ενδοκυττάριο χώρο (Intracellular Fluid = ICF) (40%) και εξωκυττάριο χώρο (Extracellular Fluid = ECF) (20%) Εκτός από νερό, τα υγρά του σώματος περιέχουν ηλεκτρολύτες (Κ, Να) και μη ηλεκτρολύτες (γλυκόζη, ουρία) Η κατανομή των ηλεκτρολυτών δεν είναι ομοιόμορφη στα διαμερίσματα του σώματος Ο ενδοκυττάριος χώρος χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση καλίου (Κ) και μαγνησίου (Μg) Ο εξωκυττάριος χώρος αποτελείται από το διάμεσο υγρό που περιβάλλει τα κύτταρα και το πλάσμα που περιέχεται στα αιμοφόρα αγγεία Ο εξωκυττάριος χώρος χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση νατρίου (Νa) χλωρίου (Cl) και διττανθρακικών (HCO3) Οι κυτταρικές μεμβράνες είναι ελεύθερα διαπερατές από το νερό ανάλογα με την ηλεκτρολυτική πυκνότητα
5
Ηλεκτρολύτες Έτσι π.χ. το νάτριο είναι κατεξοχήν εξωκυττάριο ιόν σε αντίθεση με το κάλιο που είναι ενδοκυττάριο. Εξωκυττάρια ιόντα (Na+ 144 meq/lt, Cl 103 meq/lt, HCO3- 27 meq/lt) Ενδοκυττάρια ιόντα (K+ 150 meq/lt, Mg++ 40 meq/lt, [HPO4-2, SO4-2, HCO3-] 150 meq/lt. Οι ηλεκτρολύτες είναι ουσίες που φέρουν ηλεκτρικό δυναμικό και μπορούν να διασπαστούν σε ιόντα που είναι είτε αρνητικά είτε θετικά Τα θετικά και τα αρνητικά φορτισμένα ιόντα είναι ίσα. Η διαταραχή κάποιου εξ αυτών των ιόντων οδηγεί σε σοβαρά προβλήματα ενίοτε θανατηφόρα (Υπερκαλιαιμία καρδιακή ανακοπή)
6
Σύνθεση Ηλεκτρολυτών Σώματος
Εξωκυττάριος χώρος Ενδοκυττάριος χώρος Ηλεκτρολύτης Μεσοκυττάριος χώρος Πλάσμα Sodium (mmol/l) 141 143 10 Potassium (mmol/l) 4 4 155 Calcium (mmol/l) 2.5 1.3 < 0.001 Magnesium (mmol/l) 1 0.7 15 Chloride (mmol/l) 103 115 8 Phosphate (mmol/l) 1 1 65 Bicarbonate (mmol/l) 25 28 10 pH 7.4 7.4 7.2 Osmolarity (mOsm/l) 280 280 280
7
Ρόλος ηλεκτρολυτών Διατήρηση οσμωτικής ισορροπίας
Διατήρηση οξεοβασικής ισορροπίας Διατήρηση ιοντικής ισορροπίας (νευρική ώση, διεγερσιμότητα μυών κλπ) Διατήρηση ισορροπίας υγρών του σώματος Στη φυσιολογική λειτουργία ενζυμικών συστημάτων Στην αναπνευστική λειτουργία
8
Ωσμωτικότητα Ωσμωτικότητα είναι ο αριθμός των διαλυμένων σωματιδίων σε ένα διάλυμα Η συγκέντρωση των σωματιδίων καθορίζει τη σχέση των υγρών μεταξύ του ενδοκυττάριου και εξωκυττάριου χώρου Με τον όρο ωσμωτικότητα εννοούμε τον αριθμό των ωσμωτικά δραστικών ουσιών ανά Kg βάρους διαλύτη [osmolality] και ισούται με Ωσμωτικότητα = ([Na+] x 2) + (δεξτρόζη/18) + (ουρία/2,3) Η φυσιολογική οσμωτικότητα του σώματος είναι περί τα mOsm/lt To Na+ εκφράζεται σε mEq/L και η γλυκόζη και η ουρία σε mg/100 ml. Η ωσμωτικότητα του ICF και του ECF κυμαίνεται από mOsm/kg. Ρυθμίζεται από την ΑΠ, ενεργοποίηση συμπαθητικού, νεφρική λειτουργία, έκκριση ορμονών
9
Τα διαμερίσματα των υγρών του σώματος χωρίζονται από μια ημιδιαπερατή μεμβράνη που επιτρέπει την μετακίνηση των διαλυμένων ουσιών/σωματιδίων μεταξύ των διαμερισμάτων
10
Όσμωση
11
Υδατική ισορροπία Φυσιολογικά η ποσότητα προσλαμβανομένων και αποβαλλομένων είναι ίση. Η πρόσληψη νερού είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων διεργασιών, με τελικό αποτέλεσμα τη διέγερση του κέντρου της δίψας στον υποθάλαμο. Η αποβολή νερού ρυθμίζεται κυρίως από την ADH, μια ορμόνη που απελευθερώνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης
12
Υδατική ισορροπία Πρόσληψη Αποβολή Από το φαγητό (1200 ml)
13
Επίδραση ορμονών Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH) που απελευθερώνεται από την οπίσθια υπόφυση στην υπογκοαιμία. Δρα στο νεφρό κατακρατώντας υγρά και αυξάνοντας την συγκέντρωση των ούρων. Ρυθμίζει την ισορροπία υγρών και ηλεκτρολυτών Αλδοστερόνη που εκκρίνεται από το φλοιό των επινεφριδίων. Δρα στο νεφρό κατακρατώντας νάτριο και αυξάνει την νεφρική αποβολή καλίου Κολπικό νατριουρητικό πεπτίδιο (ΑΝΡ) εκκρίνεται από τους κόλπους της καρδιάς ως απάντηση στην αυξημένη ενδοκολπική πίεση (π.χ. οξεία αύξηση όγκου). Το ΑΝΡ μειώνει την πίεση του αίματος και τον αγγειακό τόνο με την αύξηση της απέκκρισης του νατρίου και νερού από τους νεφρούς, την μείωση της έκκρισης αλδοστερόνης και ADH και την άμεση αγγειοδιαστολή
14
Διαταραχές ισορροπίας των υγρών
Οι αλλαγές της ισορροπίας των υγρών έχουν επιπτώσεις 1. στην κατάσταση του όγκου των υγρών 2. στην ομοιόσταση στην σύσταση των υγρών του σώματος μεταβάλλεται η συγκέντρωση των σωματιδίων στα διαμερίσματα του οργανισμού Διαταραχές ισορροπίας των υγρών
15
Μείωση εξωκυττάριου όγκου-υπογκαιμία
16
Μείωση εξωκυττάριου όγκου-υπογκαιμία
Απώλεια ολικού αίματος: Αιμορραγία (μέχρι 1 lt αντιρροπείται). Απώλεια πλάσματος: Έγκαυμα, περιτονίτιδα (+ διαβατότητα τριχοειδών). Παθολογικές απώλειες από το πεπτικό (διάρροιες, έμετοι), δέρμα, νεφρούς Μειωμένη πρόσληψη υγρών (κώμα, στέρηση υγρών) Κατάχρηση διουρητικών Μετακίνηση υγρών και ηλεκτρολυτών στον 3ο χώρο (υπεζωκότας, περιτοναϊκή κοιλότητα, διάμεσος χώρος π.χ. ) Απώλεια μόνο ύδατος: Εφιδρώσεις, εγκαύματα, ταχύπνοια (σπανιότερη). Ανάλογα με τον τύπο υγρού που χάνεται ή μετακινείται η υπογκαιμία μπορεί να συνοδεύεται από διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας της ωσμοτικότητας ή των ηλεκτρολυτών
17
Κλινική εικόνα: ίλιγγος, αδυναμία, εξάντληση, ανορεξία, ναυτία, έμετος, δίψα, σύγχυση, δυσκοιλιότητα
Φυσική εξέταση: μειωμένη ΑΠ και ειδικά ορθοστατική υπόταση, αυξημένη καρδιακή συχνότητα, μειωμένη παραγωγή ούρων, ξηρή αυλακωμένη γλώσσα, ξηροί βλεννογόνοι, εμβυθισμένοι βολβοί ματιών, επίπεδες τραχηλικές φλέβες, αυξημένη θερμοκρασία, ωχρότητα (σε αιμορραγία), οξεία απώλεια βάρους, παρατεταμένος χρόνος πλήρωσης των τριχοειδών (>3-5δ) Αιμοδυναμικές μετρήσεις: ταχυκαρδία με ασθενή σφυγμό, μείωση του εύρους της πίεσης σφυγμού, υπόταση, παραγωγή ούρων <0,5 mL/kg/ώρα, χαμηλή CVP (<2mmHg), χαμηλή PAWP (<3mmHg), αύξηση Hct, αύξηση πρωτεϊνών πλάσματος.
18
Υπογκαιμία-αντισταθμιστικοί μηχανισμοί
Ενεργοποίηση ΣΝΣ ↑ Καρδιακή Συχνότητα ↑ ένταση Καρδιακή Συστολή (θετική ινότροπη δράση) Αγγειοσυστολή για τη διατήρηση αιμάτωσης ↑ αισθήματος της δίψας ↑ έκκρισης αλδοστερόνης και ADH Υπογκαιμικό shock αναπτύσσεται όταν μειώνεται ο ενδαγγειακός όγκος σε βαθμό που οι αντισταθμιστικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να διατηρήσουν την απαιτούμενη αιμάτωση για την φυσιολογική αεροβική κυτταρική λειτουργία. Αναερόβιος κυτταρικός μεταβολισμός, οξέωση, καρδιακή καταστολή, ενδαγγειακή πήξη, ↑ διαπερατότητα τριχοειδών και απελευθέρωση τοξινών
19
Μετακίνηση ύδατος και ηλεκτρολυτών μετά τραυματισμό
Ο οργανισμός μπορεί να αντιμετωπίσει μια μικρή αιμορραγία, ενεργοποιώντας τους αμυντικούς του μηχανισμούς. σε απότομη ελάττωση του όγκου αίματος προκαλείται άμεση μετακίνηση υγρών από τον διάμεσο χώρο στο πλάσμα που φθάνει τα 500 ml σε 10 min. σε υποπρωτεϊναιμικά πειραματόζωα, η μετακίνηση υγρών σε περίπτωση αιμορραγίας γινόταν ακόμα ταχύτερα.
20
Η ρύθμιση αυτή είναι σωτήρια στην αρχή της διαταραχής της αιμάτωσης αλλά η παρατεταμένη δράση της, έχει βλαπτικές έως επικίνδυνες επιπτώσεις και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του αρρώστου. Καθώς το shock εξελίσσεται, η καρδιακή συχνότητα ελαττώνεται και η κοιλιακή ενδοτικότητα και οι χρόνοι πλήρωσης μειώνονται με αποτέλεσμα μείωση της ΚΦΠ. Η κατάσταση του όγκου των υγρών μπορεί να υποτιμηθεί Η αποτελεσματικότερη θεραπεία για την αποκατάσταση του όγκου αίματος, της ΚΠ και της αιμάτωσης των ιστών είναι η χορήγηση υγρών.
21
Ο σημαντικότερος λόγος που επιβάλει τη χορήγηση υγρών στον άνθρωπο είναι η διατήρηση ή η αποκατάσταση της αιμάτωσης των ιστών. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαραίτητη προϋπόθεση είναι η χορήγηση του όγκου υγρών που ο άρρωστος χρειάζεται. Η ελαττωμένη χορήγηση δεν αποκαθιστά τον όγκο αίματος και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ελάττωση της καρδιακής παροχής (ΚΠ). Η υπερβολική χορήγηση είναι δυνατόν να δημιουργήσει προβλήματα σε αρρώστους με διαταραχή της καρδιακής ή νεφρικής λειτουργίας.
22
Ελάττωση της ΚΠ που μπορεί να φθάσει σε ανεπαρκή αιμάτωση των ιστών παρατηρείται σε shock, ισχαιμία, σήψη, τραύμα. Σ' αυτές τις καταστάσεις ο άνθρωπος προσπαθεί να διατηρήσει την αιμάτωση των ζωτικών του οργάνων, όπως ο εγκέφαλος και η καρδιά, με ανακατανομή των υγρών του σώματος και της αιματικής ροής. Αυτό επιτυγχάνεται με μετακίνηση υγρών από το μεσοκυττάριο χώρο στον ενδοαγγειακό και με ελάττωση της ροής του αίματος στο δέρμα, τα σπλάγχνα, τους μύες, τους νεφρούς, με διέγερση του συμπαθητικού αλλά και παραγωγή ουσιών όπως οι προσταγλανδίνες, οι κατεχολαμίνες, η αγγειοτενσινη II.
23
Συνεργατική αντιμετώπιση υπογκαιμίας
Ισοτονικά διαλύματα (0,9% NaCl): για την αύξηση του όγκου του ECF και γρήγορη αποκατάσταση όγκου π.χ. καταπληξία Υποτονικά αλατούχα διαλύματα (0,45% NaCl): για την αύξηση του όγκου του ECF και για την παροχή κάποιας ποσότητας ελεύθερου νερού στα κύτταρα π.χ. σε υπογκαιμία και υπερωσμωτικότητα Δεξτρόζη με νερό (διάλυμα D/W 5%): παρέχει μόνο ελεύθερο νερό και διανέμεται ομοιόμορφα στον ΙCF και ECF χώρο. Χρησιμοποιείται για τη αντιμετώπιση της αφυδάτωσης. Μετά τη χορήγηση του η γλυκόζη προσλαμβάνεται από τα κύτταρα και μεταβολίζεται. Μεικτά ισοτονικά διαλύματα (Ringer’s): παρέχουν επιπλέον ηλεκτρολύτες σε μικρή ποσότητα (π.χ. κάλιο) και ένα ρυθμιστικό διάλυμα (π.χ. γαλακτικό) που μεταβολίζεται σε διττανθρακικά στο ήπαρ για να βοηθήσει στην ρύθμιση του pH του αίματος Αίμα και λευκωματίνη: για την αύξηση μόνο του ενδαγγειακού τμήματος του ECF. Συμπυκνωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια αλλά και πρόσφατα κατεψυγμένο πλάσμα αυξάνουν τον ενδαγγειακό όγκο Συνθετικά κολλοειδή διαλύματα (Dextran, hetastαrch κλπ)
24
Αποκατάσταση της ιστικής αιμάτωσης (υπογκαιμικό shock)
Γρήγορη αποκατάσταση υγρών με κρυσταλλοειδή: μπορούν να χορηγηθούν σχετικά γρήγορα όταν η ΑΠ παραμένει σχετικά χαμηλή Αποκατάσταση όγκου με κολλοειδή: αμφισβητούμενη η χρησιμότητά τους στην αποφυγή πνευμονικού οιδήματος Αίμα: χορηγείται όταν κριθεί απαραίτητο και για την διατήρηση της ικανότητας μεταφοράς οξυγόνου. Ο αιματοκρίτης όχι >35% Αγγειοσυσταλτικά: χρησιμοποιούνται για την μείωση του μεγέθους των αιμοφόρων αγγείων καθώς συνεχίζονται οι εγχύσεις υγρών, ώστε να αυξηθεί η ΑΠ. Είναι αποτελεσματικά στην ψευδοϋπογκαιμία που προκαλείται από σηπτικό, αναφυλακτικό, νευρογενές shock για τον έλεγχο της σοβαρής αγγειοδιαστολής
25
Καθημερινές ανάγκες σε νερό
Για πρακτικούς λόγους οι περισσότερες απώλειες και χορηγήσεις υγρών γίνονται κατευθείαν από το εξωκυττάριο υγρό. Εάν χορηγηθεί υπότονο διάλυμα, τότε ελαττώνεται η ΩΠ στον εξωκυττάριο χώρο με τελικό αποτέλεσμα το οίδημα των κυττάρων. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική σε νευροχειρουργικούς αρρώστους όπου «απαγορεύεται» το οίδημα του εγκεφάλου. Αντίθετα σε χορήγηση υπερτόνου διαλύματος π.χ. NaCl 7,5% τότε αυξάνεται η ΩΠ του εξωκυτταριου υγρού. Ακολουθεί έξοδος ύδατος από τον ενδοκυττάριο χώρο έως ότου επέλθει η εξισορρόπηση της ΩΠ στα δύο διαμερίσματα.
26
Oι καθημερινές ανάγκες σε ύδωρ εξαρτώνται από το βάρος σώματος
Oι καθημερινές ανάγκες σε ύδωρ εξαρτώνται από το βάρος σώματος. Ο υπολογισμός των αναγκών είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη διάρκεια της αναισθησίας όπου σι άρρωστοι απαγορεύεται να πάρουν υγρά, το ελάχιστο 8 h πριν την εγχείρηση. Οι ανάγκες αυτές ανά ώρα ανέρχονται σε 4 ml/kg για τα πρώτα 10 kg, 2ml /kg για τα επόμενα 10 kg και 1 ml/kg για τα υπόλοιπα Kg.
27
Διαταραχές ισορροπίας των υγρών
υπερογκαιμία Διαταραχές ισορροπίας των υγρών
28
Διαταραχές ισορροπίας των υγρών
Υπερογκαιμία- Αύξηση του ενδαγγειακού όγκου μεγαλύτερη από το κανονικό Υπερβολική κατακράτηση νατρίου και νερού Χρόνια νεφροπάθεια Υπερφόρτωση με υγρά Μετακίνηση υγρών από το διάμεσο χώρο στο πλάσμα Η υπερογκαιμία μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια και πνευμονικό οίδημα ειδικά σε ασθενείς με καρδιαγγειακά προβλήματα Περίσσεια όγκου: Αύξηση χορήγησης αίματος, αύξηση παραγωγής πρωτεϊνών (μυέλωμα) υπερφόρτωση κυκλοφορίας πνευμονικό οίδημα.
29
Ιστορικό και παράγοντες κινδύνου
Κατακράτηση νερού και νατρίου: καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια, νεφρωσικό σύνδρομο Παθολογική νεφρική λειτουργία: οξεία ή χρόνια νεφρική ανεπάρκεια με ολιγουρία ή ανουρία Υπερβολική χρήση ενδοφλέβιων υγρών Μετακίνηση υγρών από το διάμεσο χώρο στο πλάσμα: επανακινητοποίηση των υγρών μετά από αντιμετώπιση εγκαυμάτων, υπερβολική χορήγηση υπέρτονων διαλυμάτων (π.χ. μανιτόλης) Κλινική εικόνα: ταχύπνοια, ορθόπνοια, πιθανό περιφερικό οίδημα Φυσική αξιολόγηση: αύξηση βάρους οιδήματα, υπέρταση (αν και η ΑΠ μειώνεται καθώς η καρδιά ανεπαρκεί), έντονοι σφυγμοί, ασκίτης, διάταση τραχηλικών φλεβών, μείωση κορεσμού, υποτρίζοντες, ρόγχοι, συριγμός Αιμοδυναμικές μετρήσεις: αύξηση Κ.Φ.Π. (Φ.Τ cm H2O), PAP, PAWP. δύσπνοια, μείωση Hct, πνευμονικό οίδημα
30
Συνεργατική αντιμετώπιση
Στόχος της θεραπείας είναι η αντιμετώπιση του αιτιολογικού παράγοντα και η επάνοδος του εξωκυττάριου όγκου ECF στα φυσιολογικά επίπεδα Περιορισμός νατρίου και νερού Χορήγηση διουρητικών Αιμοκάθαρση ή συνεχής νεφρική υποκατάσταση
31
Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
32
Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
Οι αιτιολογικοί μηχανισμοί άλλοτε συνδέονται με την υποκείμενη νόσο και άλλοτε όχι. Μεταβολή στην συγκέντρωση ενός ηλεκτρολύτη μπορεί να προκληθεί εξαιτίας μεταβολής της ολικής ποσότητάς του ή μεταβολής του εξωκυττάριου όγκου. Υπονατριαιμία: νάτριο ορού <135mEq/L Υπερνατριαιμία: νάτριο ορού >145mEq/L Υποκαλιαιμία: κάλιο ορού <3,5mEq/L Υπερκαλιαιμία: κάλιο ορού >5mEq/L
33
Νάτριο ορού ΦΤ=137- 147mEq/L Κυριότερο κατιόν του ECF
Ρυθμίζεται από τους νεφρούς (νεφρικά σωληνάρια) Ελέγχεται από ορμόνες ADH Αλδοστερόνη-κατακράτηση νατρίου και νερού
34
Υπονατριαιμία: νάτριο ορού <135mEq/L
Δεν είναι ειδική νόσος Αραίωση –συχνώτερο αίτιο στους βαρέως πάσχοντες Υπογκαιμική, υπερογκαιμική και ισογκαιμική Μειωμένος όγκος ECF Νεφρικές απώλειες: χορήγηση μεγάλων δόσεων διουρητικών, νεφροπάθειες, νεφρωσικό σύνδρομο, επινεφριδιακή ανεπάρκεια Απώλειες από το γαστρεντερικό: διάρροια, εμετός Δερματικές απώλειες: εγκαύματα, παροχέτευση τραύματος, υπερβολική εφίδρωση Φυσιολογικός/αυξημένος όγκος ECF Υπερέκκριση αντιδιουρητικής ορμόνης Ψυχογενή πολυδιψία Παρεντερική χορήγηση διαλυμάτων χωρίς ηλεκτρολύτες Υποθυρεοειδισμό Επινεφριδική ανεπάρκεια
35
Συμπτώματα-αντιμετώπιση
Εκδηλώσεις ΚΝΣ (<115mEq/L) Κεφαλαλγία Σπασμοί Σύγχυση, λήθαργος, κώμα Μυϊκή αδυναμία και σπασμοί Οιδηματώδες δέρμα Χαμηλή ΑΠ και ορθοστατική υπόταση Ανορεξία Σε συμπτωματικούς ασθενείς από το ΚΝΣ πρέπει να δοθεί επιθετική θεραπεία Η παρουσία οξείας συμπτωματικής υπονατριαιμίας απαιτεί επιθετικότερη θεραπεία από ότι η η χρόνια ασυμπτωματική υπονατριαιμία
36
Υπερνατριαιμία Υπερνατριαιμία: νάτριο ορού >145mEq/L
Δεν είναι ειδική νόσος και μπορεί να προκληθεί από Χορήγηση υπέρτονων διαλυμάτων Σακχαρώδης διαβήτης Διαταραχές νεφρικής συμπύκνωσης Εγκαύματα Μηχανικό αερισμό χωρίς εφύγρανση Σύνηθες αίτιο η υπογκαιμία Έντονη δίψα, εξάντληση, ανησυχία, άγχος Συμπτωματολογία από το ΚΝΣ εξαιτίας της αφυδάτωσης των νευρικών κυττάρων με διέγερση του ασθενή ως τη μανία και τους σπασμούς
37
Κάλιο ορού 3,5-5 mEq/L Ενδοκυττάριο κατιόν
98% μέσα στα κύτταρα και επηρεάζει τον κυτταρικό μεταβολισμό Αντλία καλίου-νατρίου ECF pH Γλυκόζη Πρωτεϊνικός μεταβολισμός Επίπεδα ινσουλίνης Διέγερση των β2 αδρενεργικών υποδοχέων
38
Υποκαλιαιμία Υποκαλιαιμία: κάλιο ορού <3,5mEq/L που μπορεί να προκληθεί από Μειωμένη πρόσληψη καλίου Έμετος, διάρροια, κατάχρηση καθαρτικών Έντονη και παρατεταμένη εφίδρωση, χρήση διουρητικών Μετακίνηση Κ στον ενδοκυττάριο χώρο (από ινσουλίνη, κατεχολαμίνες, μεταβολική αλκάλωση) Χορήγηση δακτυλίτιδας Διαβητική κετοξέωση Φλεγμονώδους νόσου το εντέρου Η υποκαλιαιμία εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για εκδήλωση σοβαρών καρδιακών αρρυθμιών (κατάσπαση ST, επίπεδο T) Μυϊκή αδυναμία και κράμπες, ναυτία, έμετος, επίταση της δράσης της δακτυλίτιδας
39
Υπερκαλιαιμία Υπερκαλιαιμία: κάλιο ορού >5mEq/L. Η φυσιολογική αντιρρόπηση γίνεται με την αποβολή καλίου από τα ούρα Οι αλλαγές στα επίπεδα καλίου ορού αντικατοπτρίζουν αλλαγές στο ECF και όχι απαραίτητα στα συνολικά επίπεδα καλίου στον οργανισμό Υπερκαλιαιμία μπορεί να προκληθεί από Αυξημένη πρόσληψη Κ Μειωμένη αποβολή Κ (ΧΝΑ) Μετακίνηση Κ στο εξωκυττάριο υγρό από οξέωση, ινσουλινοπενία, βλάβη των ιστών
40
Υπερκαλιαιμία ΗΚΓραφική εικόνα με οξυκόρυφα επάρματα Τ και διαπλάτυνση του QRS και 1ου βαθμού κολποκοιλιακό αποκλεισμό. Ο κίνδυνος θανάτου από κοιλιακή μαρμαρυγή είναι άμεσος Διακοπή πρόσληψης Κ Χορήγηση γλυκονικού ασβεστίου 10% Χορήγηση διττανθρακικών Χορήγηση γλυκόζης με ινσουλίνη Εφαρμογή περιτοναϊκής κάθαρσης ή αιμοκάθαρσης Χορήγηση διουρητικών
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.