Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΝῶε Βιλαέτης Τροποποιήθηκε πριν 8 χρόνια
1
Ανθρωπολογία του Θεάτρου Ενότητα 1 η : Εισαγωγή - Ορισμοί Γιώργος Σαμπατακάκης, M.Phil. (Καίμπρητζ) – Ph.D. (Λονδίνο) Τμήμα Θεατρικών Σπουδών
2
Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες, που υπόκειται σε άλλου τύπου άδειας χρήσης, η άδεια χρήσης αναφέρεται ρητώς. 2
3
Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού έργου του διδάσκοντα. Το έργο «Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Πατρών» έχει χρηματοδοτήσει μόνο τη αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού. Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους. 3
4
Ανθρωπολογία Η Ανθρωπολογία είναι μια επιστήμη που σκοπό έχει να παραγάγει «λόγο» για τον άνθρωπο και δηλαδή «γνώση» για τον άνθρωπο. Χωρίζεται σε φυσική ανθρωπολογία (μελέτη του ανθρώπου από την πλευρά της βιολογίας) και κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία (μελέτη της ποικιλότητας των κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων κατά παράδοση σε μη βιομηχανικές κοινωνίες). Στο μάθημα αυτό εννοείται ότι θα ασχοληθούμε με τον κοινωνικο- πολιτισμικό «βραχίονα» της ανθρωπολογίας. Η κοινωνική ανθρωπολογία ασχολείται κυρίως με την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών/κοινοτήτων/ομάδων και αποσκοπεί στη μελέτη της συγγένειας, των κοινωνικών δεσμών και ιεραρχήσεων, της κατασκευής των μύθων και της προέλευσης των θρησκειών, των κοινωνικών εθίμων και συνηθειών, των τελετουργιών, της ανάπτυξης και της μετάδοσης της γνώσης κ.ο.κ. Πεδίο της ανθρωπολογίας ως εκ της καταγωγής της από την Εθνολογία ήταν οι παραδοσιακοί πληθυσμοί («κοινωνίες χωρίς γραφή», «κοινωνίες χωρίς μηχανή», «κοινωνίες χωρίς βιομηχανία»), αυτοί που κάποτε η Εθνολογία ονόμαζε «πρωτόγονους».
5
Όμως ο όρος «πολιτισμική ανθρωπολογία» δεν διευρύνει μόνο το πεδίο, αλλά αποτρέπει και την αυτόματη (αξιολογική συχνά) ομαδοποίηση των κοινωνιών που διαφέρουν από τη δική μας, μελετώντας τις ως πολιτισμικά συστήματα χωρίς να προδικάζει τη φύση τους. Βασική μέθοδος της κοινωνικής και πολιτισμικής ανθρωπολογίας είναι η επιτόπια έρευνα για τη συλλογή πληροφοριών και δηλαδή η συμμετοχή στην καθημερινότητα της υπό μελέτη ομάδας. Ακολούθως, ο ανθρωπολόγος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο πεδίο είναι υποχρεωμένος να αρθεί από την προστασία του δυτικού κομφορμισμού και να βυθιστεί στην τάξη ενός ιδιαίτερου κόσμου.
6
Στο πλαίσιο της μελέτης της πολιτισμικής ποικιλομορφίας του ανθρώπινου κόσμου, η ανθρωπολογία ασχολείται με την ερμηνεία των σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης (της γεωγραφίας με την τελετουργία, της θρησκείας με τη σωματική συμπεριφορά, της υιοθέτησης ρόλων με την ιεραρχική οργάνωση μιας κοινότητας κ.ο.κ.). Επιπλέον, αυτά που παραδοσιακά ενδιέφεραν την ανθρωπολογία δεν ήταν τόσο ο εντοπισμός διαφορών μεταξύ των πολιτισμών, αλλά οι γειτνιάσεις και οι συγγένειες με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για τον άνθρωπο. Για παράδειγμα, η διαπολιτισμική μελέτη ενός φαινομένου συγκριτικά παράγει γνώση για τη γενετική του εν λόγω φαινομένου και την κοινωνική ή όποια άλλη λειτουργικότητά του.
7
Περαιτέρω η ανθρωπολογία μελετά εκείνες τις πτυχές της ανθρωπινότητας που δεν είναι φυσικές αλλά σχετίζονται με την επίκτητη πολιτισμική υιοθέτηση (εκμάθηση ρουτινών, απόκτηση συνηθειών, ενσάρκωση συμπεριφορών), η οποία παράγει αυτοματισμούς σωματοποίησης ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτισμικών μηχανισμών (παραγωγής κανονικοτήτων). Επειδή ακριβώς η μελέτη των πολιτισμών είναι δυνατό να επιτευχθεί συγκριτολογικά, η ανθρωπολογία δεν είναι δυνατόν να απεμπολήσει την στοιχειακή αμφισημία της έννοιας «πολιτισμός» (culture). Αφενός, κάθε ανθρώπινο ον είναι προϊόν του πολιτισμού του, αφετέρου οι άνθρωποι διαπολιτισμικά έχουν αποκτήσει διαφορετικές ικανότητες, συνήθειες κλπ. χάρη στον πολιτισμό τους.
8
Βασικές θεωρητικές κατευθύνσεις της κοινωνικής και πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Εξελικτισμός. Στα τέλη του 19 ου αιώνα οι εξελικτικές θεωρίες πρόβαλλαν ως τελικό και πιο ανεπτυγμένο στάδιο εξέλιξης τη δυτική κοινωνία, ορίζοντας τρία μεγάλα στάδια (την αγριότητα, τη βαρβαρότητα και τον πολιτισμό). Η θεωρία της πολιτισμικής διάχυσης και η ιδέα ότι υπάρχει μια πολιτισμική εστία απ’ όπου διαδίδονται οι γνώσεις, οι εφευρέσεις, οι μεγάλες ιδέες. Η θεωρία αυτή αγνοεί το φαινόμενο της ταυτότητας σύμφωνα με το οποίο ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό συνυπάρχει σε διαφορετικούς πολιτισμούς χωρίς να ανάγεται σε κοινή ρίζα.
9
Λειτουργισμός. Για την κατανόηση ενός θεσμού ή ενός πολιτισμικού φαινομένου απαιτείται η διερεύνηση της λειτουργίας του σε σχέση με την κοινωνική δομή, τη σταθερότητα της οποίας εν μέρει διασφαλίζει. Δομισμός. Τα λεγόμενα «σημαίνοντα» συστήματα, δηλαδή τα συστήματα που επεξεργάστηκε ο άνθρωπος για να νοηματοδοτήσει τον κόσμο του και τις κοινωνικές σχέσεις, αποτελούν αντικείμενο μελέτης των δομιστών. Η φιλοσοφική εκκίνηση του δομισμού καθιστά τη γνώση της δομής του ανθρώπινου πνεύματος και της λειτουργίας του προϋποθέσεις για την κατανόηση των κοινωνικών γεγονότων. Ο εισηγητής της μεθόδου αυτής ήταν φυσικά ο μεγάλος Claude Lévi-Strauss.
10
Πολιτισμός και «βαρβαρότητα». Η ιδέα της πολιτισμικής υπεροχής της Δύσης και των αισθητικών επιτευγμάτων της δεν είναι μόνο πατερναλιστική και ιδεολογικά επικίνδυνη σήμερα που οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι πολυσυλλεκτικές και πολυπολιτισμικές. Έλκει την καταγωγή της από ένα μείζονος σημασίας, αλλά πολύ πρόσφατο για την ιστορία της ανθρωπότητας, ιστορικό γεγονός, τη βιομηχανική επανάσταση. Σήμερα, η ανθρωπολογία που τον 19 ο αιώνα, σωστική στην πρόθεσή της, έβλεπε τους λαούς της Αφρικής ως πρωτόγονους και τα έθιμά τους ως βάρβαρα, απαγορεύει τέτοιους χαρακτηρισμούς. Εξ άλλου, κάθε λαός έχει το δικό του μερίδιο στη βαρβαρότητα και ποιος είναι τελικά σε θέση να ορίσει την κλίμακά της. Ποιο είναι πιο «απολίτιστο»; Ένα κανιβαλιστικό έθιμο ή το Ολοκαύτωμα του Χίτλερ;
11
Θεωρία της Παράστασης Τη δεκαετία του 1970 το άνοιγμα των Θεατρικών Σπουδών προς την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ορισμών για το τι συνιστά θέατρο. Εντοπίστηκαν συγκεκριμένες περιοχές, όπου η θεωρία της παράστασης και οι κοινωνικές επιστήμες συγκλίνουν στο βαθμό που κοινωνικές δράσεις αποτελούν μορφές παράστασης. Στο εισαγωγικό σημείωμά του στο The Drama Review (τευχ. Φθινοπώρου 1973, αφιέρωμα «Θέατρο και Κοινωνικές Επιστήμες) ο μεγάλος θεωρητικός της παράστασης και σκηνοθέτης Richard Schechner (γεν. 1934) όρισε τις περιοχές αυτές ως εξής:
12
Η παράσταση στην καθημερινή ζωή, συμπεριλαμβανομένων και των κάθε τύπου συγκεντρώσεων. Η δομή κάποιων αθλημάτων, των δρωμένων, των παιχνιδιών, και των δημοσίων πολιτικών συμπεριφορών. Η ανάλυση διαφόρων μορφών επικοινωνίας (άλλων από τον γραπτό λόγο). Συνδέσεις μεταξύ ανθρώπινων και ζωικών μοντέλων συμπεριφοράς με έμφαση στο παιχνίδι και την τελετουργική (πιστά επαναλαμβανόμενη) συμπεριφορά.
13
Στοιχεία της ψυχοθεραπείας που βασίζονται στη διαδραστική επαφή προσώπου με πρόσωπο, την υπόκριση ρόλων, και τη σωματική συναίσθηση. Η εθνογραφία και η προϊστορία οικείων, αλλά και εξωτικών πολιτισμών. Η διατύπωση ενοποιητικών θεωριών της παράστασης, οι οποίες στην ουσία είναι θεωρίες της συμπεριφοράς.
14
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΩΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Πολλοί κοινωνιολόγοι χρησιμοποίησαν μεταφορικά τη θεατρική παράσταση για να εξετάσουν τη σημαντικότητα και τις λειτουργίες της υπόκρισης ρόλων σε κοινωνικές καταστάσεις, πράγμα που σε θεατρολογικό επίπεδο, πέρα από την επιρροή που άσκησε στη θεωρία του θεάτρου, είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των παραδοσιακών ορισμών για το θέατρο και την αμφισβήτηση των αισθητικών βάσεών του, εφόσον παράσταση μπορεί να είναι κάθε κοινωνική δράση. Το θέατρο δε μιμείται τη ζωή, αλλά η ίδια η ζωή είναι παράσταση:
15
«Πιθανότατα είναι μια απλή ιστορική σύμπτωση που η πρωταρχική σημασία της λέξης πρόσωπον είναι προσωπείον. Είναι ίσως μια αναγνώριση του γεγονότος ότι ο καθένας από εμάς παντού και πάντα υποδύεται έναν ρόλο, συνειδητά λίγο έως πολύ. Είμαστε γονείς και παιδιά, αφεντικά και υπηρέτες, δάσκαλοι και μαθητές, πελάτες και επαγγελματίες, Χριστιανοί και Εβραίοι. Μέσα σε αυτούς τους ρόλους είναι που αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, μέσα σε αυτούς τους ρόλους είναι που αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Ακόμη και τα ίδια τα πρόσωπά μας είναι ζωντανά προσωπεία, τα οποία… τείνουν όλο και περισσότερο να προσαρμοστούν στον τύπο που προσπαθούμε να υποδυθούμε. […]
16
Κατά μία έννοια, και καθόσον αυτό το προσωπείο αντιπροσωπεύει την αντίληψη που έχουμε διαμορφώσει για τον εαυτό μας, το προσωπείο αυτό είναι ο αληθινότερος εαυτός μας, ο εαυτός που θα θέλαμε να είμαστε. Η αντίληψη για τον ρόλο μας εν τέλει γίνεται δεύτερη φύση και αδιάσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς μας.» Robert Ezra Park, Race and Culture, The Free Press, Glencoe 1950, 250.
17
Ο κοινωνιολόγος Erving Goffman (1922-1982) υπήρξε κεντρική μορφή στη συζήτηση αυτή και με το βιβλίο του Η Παρουσίαση του Εαυτού στην Καθημερινή Ζωή (1959), μτφρ. Μ Γκοφρά, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006 σχεδόν καθόρισε τις σύγχρονες θεωρίες της παράστασης (65): «Ως παράσταση μπορεί να οριστεί κάθε δραστηριότητα ενός ορισμένου μετέχοντος σε μια δεδομένη περίσταση, ο οποίος επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο οποιουσδήποτε από τους άλλους μετέχοντες. Παίρνοντας έναν συγκεκριμένο μετέχοντα και την παράστασή του ως κεντρικό σημείο αναφοράς, μπορούμε να ονομάσουμε εκείνους που συνεισφέρουν τις δευτερεύουσες παραστάσεις κοινό, παρατηρητές ή συμμετέχοντες.
18
Το προκαθορισμένο σχήμα δράσης που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μιας παράστασης και που μπορεί να παρουσιάζεται ή να εκτελείται και σε άλλες περιστάσεις ονομάζεται ρόλος ή ρουτίνα. Οι καταστασιακοί αυτοί όροι μπορούν εύκολα να συσχετιστούν με συμβατικούς δομικούς όρους. Όταν ένα άτομο ή εκτελεστής παίζει τον ίδιο ρόλο μπροστά στο ίδιο κοινό σε διαφορετικές περιστάσεις προκύπτει κατά κανόνα μια κοινωνική σχέση.
19
Ορίζοντας τον κοινωνικό ρόλο ως τέλεση δικαιωμάτων και καθηκόντων που συνδέονται με μια συγκεκριμένη κοινωνική θέση ή κοινωνικό status, μπορούμε να πούμε ότι ένας κοινωνικός ρόλος εμπεριέχει έναν η περισσότερους εντοπισμένους ρόλους και ότι καθένας από τους διαφορετικούς αυτούς ρόλους μπορεί να παρουσιάζεται από τον εκτελεστή σε μια σειρά περιστάσεων μπροστά σε ακροατήρια του ιδίου τύπου ή μπροστά σε ένα ακροατήριο αποτελούμενο από τα ίδια πρόσωπα.»
20
Ανθρωπολογία του Θεάτρου Η Ανθρωπολογία του Θεάτρου είναι κλάδος της θεατρολογίας, που ασχολείται με το ζήτημα της γένεσης και της πρωτοβάθμιας ανάπτυξης του θεάτρου διαπολιτισμικά ως αποτελέσματος της "φύσης" του ανθρώπου και της πρωτογενούς παγιώσης πολιτισμικών μονάδων. Βασικοί θεματικοί άξονες του μαθήματος είναι: Η Γενετική του Θεάτρου. Οι προαισθητικές μορφές Θεάτρου. Η λειτουργία των παραθεατρικών δρωμένων και τελετουργιών (με ανάλυση παραδειγμάτων όπως τα Αναστενάρια, τα λαϊκά δρώμενα της ελληνικής υπαίθρου, το έθιμο του καρναβαλιού, κλπ.). Ο βασικές ανθρωπολογικές αρχές της Τέχνης του Ηθοποιού.
21
Η «γενετική» του θεάτρου. «Η γενετική του θεατρικού κώδικα ανάγεται σε βιολογικά δεδομένα, σε μιμητικές ικανότητες που συναντούμε ήδη στη mimicry ορισμένων φυτών και ζώων. Οι μιμητικές ικανότητες και η εφαρμογή τους στις «πρωτόγονες» λατρείες αναγνωρίζονται ως καθολικές και παγκόσμιες. Οι εμβρυακοί πυρήνες της θεατρικής συμπεριφοράς του ανθρώπου είναι κοινό κτήμα όλων των πολιτισμών. Με την πρώτη όμως πολιτισμική διαμόρφωση, επεξεργασία και καλλιέργεια των ορμεμφύτων αρχίζουν οι διαφορές που εκδηλώνονται στην ασύλληπτη ποικιλία των θρησκευτικών, μαγικών και κοσμικών δρωμένων ανά την υφήλιο. Από αυτό το απέραντο υλικό μερικές μορφές έχουν εξελιχθεί σε θέατρο.» Βάλτερ Πούχνερ, Θεωρία του Λαϊκού Θεάτρου. Κριτικές παρατηρήσεις στο γενετικό κώδικα της θεατρικής συμπεριφοράς του ανθρώπου, Παράρτημα 9, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, Αθήνα 1985, 79.
22
Ζητήματα γένεσης και καταγωγής του θεάτρου θεωρούνται σήμερα ανεπίκαιρα, αλλά είναι και μάταιο να ασχοληθεί κανείς με αυτά δεδομένης της πραγματικής απουσίας αρχαιολογικών ή άλλων ευρημάτων για την τεκμηρίωσή τους. Είναι, ωστόσο, ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς αν παρατηρείται κάποιος συγκεκριμένος λόγος που το θέατρο υπάρχει σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου, ανεξάρτητα από την όποια πνευματική ή τεχνολογική ανάπτυξή τους. Μια από τις πιο σημαντικές Ελληνίδες ανθρωπολόγους και θεατρολόγους, η Κατερίνα Κακούρη, στο βιβλίο της Γενετική του Θεάτρου, Διεπιστημονική Έρευνα Θεατρολογίας, εκδ. Ν. Μαυρομματάκης, Αθήνα 1987, εξηγεί τους λόγους.
23
Αν και η μεθοδολογία και η θεωρητική τεκμηρίωση του βιβλίου βασίζεται εν πολλοίς στους εξελικτιστές, είναι χρήσιμο να δούμε τι υποστηρίζει. Το θέατρο σε όλους τους πολιτισμούς προκύπτει φυσιολογικά από τα τέσσερα βιολογικά και αμετάτροπα ένστικτα/ικανότητες του ανθρώπου: το ένστικτο της μίμησης που οδηγεί τον άνθρωπο στη μεταμόρφωση, την ικανότητα της φαντασίας και της ονειροπόλησης και την επιθυμία του θεάσθαι. Δεν υπάρχει καλύτερο «τεκμήριο» για την απόδειξη της θέσης αυτής από το παιχνίδι των παιδιών, το οποίο είναι φύσει θεατρόμορφο και «πολιτισμικό» (με την έννοια της αυτόματης υιοθέτησης ρόλων).
24
Όταν τα μικρά κορίτσια στήνουν θέατρα παίζοντας τις «κουμπάρες» ή τα μικρά αγόρια παίζοντας «πόλεμο», αντιλαμβάνεται κανείς ότι το παιδικό παιχνίδι εν γένει είναι διαφορετικό σε βαθμό, αλλά όμοιο σε είδος με την υποκριτική. Έχει προηγηθεί η μιμητική αντίληψη του κόσμου και η λειτουργία της φαντασίας για την ολοκλήρωση της «δραματουργίας» του παιχνιδιού. Το θεάσθαι με την έννοια της αισθητικής απόλαυσης που προκύπτει από τα θεάματα, είναι για κάποιους μελετητές βιοψυχολογική παρόρμηση.
25
Είναι γεγονός ότι σε όλους τους θεατρικούς πολιτισμούς (ακόμη και στις πιο πρωτοβάθμιες στιγμές τους) με έρεισμα πάντα για κοινή πίστη και την ανάγκη «σκηνικής» επιτέλεσής της μέσω της τελετουργίας, το θέαμα τίθεται στο μέσον της κοινότητας και παρατηρείται η τυπική χρήση προσωπείου, κοστουμιού, σκευών (σκηνικών αντικειμένων) και μιας «δραματουργίας»/σεναρίου δράσης με εκτέλεση «ρόλων». Υπάρχει εκ των πραγμάτων, επίσης, ένας οριοθετημένος χώρος τελεστών και θεατών. Αυτές οι πρωτοθεατρικές μορφές θεωρείται ότι επιβεβαιώνουν τις όποιες θεωρίες καταγωγής του θεάτρου από τα δρώμενα και τη «βιολογική» φύση του θεάτρου.
26
Η πορεία από τα τελετουργικά δρώμενα στο παγιωμένο αισθητικό είδος δράμα είναι ένα ανθρωπολογικό αξίωμα που προϋποτίθεται για όλους τους θεατρικούς πολιτισμούς. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα λογικό εξελικτικό σχήμα που περιγράφει την ανέλιξη από χαμηλότερες βαθμίδες οργάνωσης σε υψηλότερες. Αν όμως αυτή η «εξέλιξη» αποδοθεί σχηματικά με παράλληλους κύκλους, τότε μπορεί να έχουμε μια ολιστική θεώρηση της δυναμικής ενότητας του θεάτρου ως επιτελεστικού γεγονότος. Βλ. το παρακάτω σχήμα από το: R. Schechner, Θεωρία της Επιτέλεσης, μτφ. Ν. Κουβαράκου, εκδ. ΤΕΛΕΘΡΙΟΝ, Αθήνα 2011, 89.
28
Η καταγωγή του θεάτρου από τα δρώμενα; Δείτε το συνημμένο αρχείο (με διπλό κλικ πάνω στην εικόνα) Link:https://www.academia.edu/8846895/_Η_ΚΑΤΑΓΩΓΗ_ΤΟΥ_ΘΕΑΤΡ ΟΥ_ΑΠΟ_ΤΑ_ΔΡΩΜΕΝΑ_ΕΙΚΑΣΙΕΣ_ΚΑΙ_ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΑΚΑ_ΤΕΚΜΗΡΙΑ_Π ΡΑΚΤΙΚΑ_1ΗΣ_ΚΑΙ_2ΗΣ_ΔΙΕΘΝΟΥΣ_ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ_ΑΡΧΑΙΟΥ_ΔΡΑΜΑΤ ΟΣ_ΕΚΔΟΣΕΙΣ_ΚΑΤΑΓΡΑΜΜΑ_ΚΙΑΤΟ_2011_129-147https://www.academia.edu/8846895/_Η_ΚΑΤΑΓΩΓΗ_ΤΟΥ_ΘΕΑΤΡ ΟΥ_ΑΠΟ_ΤΑ_ΔΡΩΜΕΝΑ_ΕΙΚΑΣΙΕΣ_ΚΑΙ_ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΑΚΑ_ΤΕΚΜΗΡΙΑ_Π ΡΑΚΤΙΚΑ_1ΗΣ_ΚΑΙ_2ΗΣ_ΔΙΕΘΝΟΥΣ_ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ_ΑΡΧΑΙΟΥ_ΔΡΑΜΑΤ ΟΣ_ΕΚΔΟΣΕΙΣ_ΚΑΤΑΓΡΑΜΜΑ_ΚΙΑΤΟ_2011_129-147
29
ΠΗΓΕΣ σχετικά με την Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία. J.-P. Colleyn, Στοιχεία Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας, μτφ. Μ. Κουμπούρα, Πλέθρον, Αθήνα 2005. T. Hylland-Eriksen, Μικροί τόποι, μεγάλα ζητήματα, Μια Εισαγωγή στην Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία, μτφ. Α. Κατσικερός, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007.
30
Τέλος Ενότητας
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.