H Άλωση της Πόλης Μύθοι & Παραδόσεις
Εάλω η Πόλις Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" «Οι Έλληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση…Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγία Σοφία. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση.
Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Άλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Έλληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους. Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν".
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας Λαόνικος Χαλκοκονδύλης Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας Λαόνικος Χαλκοκονδύλης Την ημέρα που πάρθηκε η Πόλη, βιάστηκαν να φορτώσουν την Αγία Τράπεζα σ ένα πλοίο για να την πάνε στην χώρα των Φράγκων. Στη θάλασσα του Μαρμαρά όμως, το πλοίο βρήκε μεγάλη φουρτούνα. Καθώς το είχαν ετοιμάσει πολύ βιαστικά και το φορτίο του ήταν βαρύ, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει και βούλιαξε στα κύματα, όπως ήταν. Έτσι η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ξέφυγε από τη βεβήλωση, όχι με τον τρόπο που είχαν ελπίσει οι Ρωμιοί, αλλά όπως άρεσε στο Θεό.
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία. Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι. Κανείς δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ’ αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι.
Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ’ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θα αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ’ αράξει. Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού. Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.
Η τελευταία Θεία Λειτουργία στην Αγια Σοφιά! Η τελευταία Θεία Λειτουργία στην Αγια Σοφιά! Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλική Εκκλησία, ένας ιερέας τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Βλέποντας τους άπιστους να μπαίνουν, δε σκεπτόταν παρά πώς να σώσει από τη βεβήλωση τον ιερό άρτο και το πολύτιμο Αίμα του Χριστού. Ανέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στον Άμβωνα, κρατώντας τ’ Άγιο Δισκοπότηρο κι εξαφανίστηκε σε μια μικρή πόρτα. Την έκλεισε πίσω του, μα δυστυχώς οι Τούρκοι τον είχαν δει κι έτρεξαν να τον προφτάσουν. Όταν όμως έφθασαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είδαν παρά μόνο μια γυμνή, λεία επιφάνεια χωρίς το παραμικρό σημάδι ανοίγματος.
Αγριεμένοι, προσπάθησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο, αλλά έσπασαν τα όπλα τους, χωρίς να καταφέρουν τίποτε! Ας φέρουν τους χτίστες του στρατού μας, αποφάσισε ο Σουλτάνος. Έτσι θα δούμε τι είναι πίσω απ' αυτόν τον τοίχο. Οι χτίστες ήρθαν με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να χτυπούν τον τοίχο. Παρ’ όλες τους τις προσπάθειες όμως, δεν μπόρεσαν ούτε να τον τρυπήσουν κι ομολόγησαν πως σίγουρα υπήρχε κάποιο τεχνικό μέσο, που τους ήταν άγνωστο. - Είστε ανίκανοι, φώναξε θυμωμένος ο Σουλτάνος και θα τιμωρηθείτε! Να φέρουν Ρωμιούς χτίστες! Τότε έφεραν βιαστικά όσους μπόρεσαν και απειλώντας τους με θάνατο, τους πρόσταζαν να ρίξουν αυτόν τον τοίχο! Μα, ούτε κι αυτοί δεν τα κατάφεραν!
Τα τηγανισμένα ψάρια Από τις πιο χαρακτηριστικές διηγήσεις, πανελλήνια γνωστή είναι η παράδοση για τα τηγανισμένα ψάρια. Τον καιρό που είχαν ζώσει την Πόλη οι Τούρκοι, ένας καλόγερος τηγάνιζε εφτά ψάρια στο τηγάνι. Τα είχε τηγανίσει από τη μια μεριά κι όταν ήταν να τα γυρίσει από την άλλη, έρχεται ένας και τού λέει πως πήραν οι Τούρκοι την Πόλη. «Ποτέ δεν Θα πατήσουν την Πόλη οι Τούρκοι! Πότε θα το πιστέψω αυτό, αν αυτά τα ψάρια τα τηγανισμένα ζωντανέψουν!» Δεν απόσωσε το λόγο, και τα ψάρια πήδηξαν από το τηγάνι ζωντανά και έπεσαν σε ένα νερό εκεί κοντά. Και είναι ως τα σήμερα τα ζωντανεμένα εκείνα ψάρια στο Μπαλουκλί, και Θα βρίσκονται εκεί μισοτηγανισμένα και ζωντανά, ως να έρθει η ώρα να πάρουμε την Πόλη. Τότε λεν πως θα 'ρθει ένας άλλος καλόγερος να τ’ αποτηγανίσει.
Τα μισοτηγανισμένα ψάρια, που αναφέρονται στην πιο πάνω παράδοση, πιστεύεται ότι εξακολουθούν να ζουν στο θαυματουργό αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής, το οποίο για τον λόγο αυτόν επονομάζεται με την τουρκική λέξη Μπαλουκλί (=ιχθυοφόρο). Το αγίασμα αυτό είναι το πιο γνωστό από τα πολυάριθμα αγιάσματα τής Πόλης, που όλα τους υπήρξαν μετά την Άλωση κέντρα λαϊκής λατρείας τού ελληνισμού τής Θράκης.
Για τη συχνότητα των αγιασμάτων στην Πόλη έχει γραφεί χαρακτηριστικά: «Από τής αλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως και εντεύθεν πάσα πηγή ύδατος, φρέαρ, ή λάκκος, ή πλησίον ναού κείμενος, ή έχον την τύχην να ευρεθή εντός αυτού ιερόν τι σκεύος, ή σταυρός, ή εικών, εκηρύττετο αγίασμα, ήρκει να έχη το ύδωρ γλυκύ» Θρακικά 8, 1939, σ. 119
Είναι ενδιαφέρον από την πλευρά τής κοινωνικής ψυχολογίας και της ιστορίας του πολιτισμού να παρατηρηθεί ότι τόσο η παράδοση για τα τηγανισμένα ψάρια όσο και αυτή για τον μαρμαρωμένο βασιλιά απαντούν σε πλείστους λαούς, με διαφορετικά βέβαια πρόσωπα και περιστατικά κάθε φορά. Αρκεί να εναποτεθούν σε αυτά τα πάγκοινα μοτίβα η οδύνη και τα οράματα τού κάθε λαού για να γίνονται κάθε φορά πρωτότυπα και ενεργά.
Για την εργασία αυτή εργάστηκαν οι: Ζήση-Τέγου Ιουλιάνα Καλατζή Κωσταντίνα Κοντού Κατερίνα Χριστοφόρου Τζένη