6η Διάλεξη «Θεωρία Διεθνούς Εμπορίου» ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΜΠΣ –ΜΒΑ ΜΑΘΗΜΑ: Διεθνή Οικονομικά 6η Διάλεξη «Θεωρία Διεθνούς Εμπορίου» Δρ. Σίσκος Ευάγγελος, Τακτικός Καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων
Διεθνές Εμπόριο και Παγκόσμια Ανάπτυξη Το διεθνές εμπόριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Διεθνές εμπόριο είναι η μορφή των διεθνών οικονομικών σχέσεων διαμέσου των εξαγωγών και εισαγωγών εμπορευμάτων και υπηρεσιών, το οποίο βασίζεται στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και εξειδίκευσης και στην αρχή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Βασισμένο στην αρχή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων το ελεύθερο εμπόριο δίνει την δυνατότητα στην παγκόσμια οικονομία επίτευξης πιο αποτελεσματικής κατανομής των πόρων και υψηλότερου επιπέδου οικονομικής ευημερίας και προσφοράς αγαθών.
Διεθνές Εμπόριο και Παγκόσμια Ανάπτυξη Τα τελευταία πενήντα χρόνια μέχρι την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στις αρχές του 2008, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου υπερέβαινε σημαντικά την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ. Όπως φαίνεται από το Σχήμα 6.1, το ονομαστικό μέγεθος του παγκόσμιου ΑΕγχΠ (σε τρέχουσες τιμές) αυξήθηκε από 1.171.725 εκατ. $ το 1960 σε 54.347.038 εκατ. $ το 2007, δηλαδή κατά 46 φορές, ενώ ο ονομαστικός όγκος των διεθνών εμπορικών συναλλαγών (εξαγωγές συν εισαγωγές) αυξήθηκε αντίστοιχα από 260,723 εκατ $ σε 28.006.367 εκατ $., δηλαδή κατά 107 φορές. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ για την περίοδο αυτή ήταν 8,5% και η αύξηση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών ανήρθε σε 10,5%.
Σχήμα 6.1. Η δυναμική του παγκόσμιου ΑΕΠ και το διεθνές εμπόριο τα έτη 1960-2007
1. Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου Μερκαντιλιστές 1. Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου Μερκαντιλιστές Οι πρόγονοι της κλασικής, νεοκλασικής και εναλλακτικής θεωρίας του διεθνούς εμπορίου ήταν ο Μερκαντιλισμός (mercantilism - εμποριοκρατισμός). Οι μερκαντιλιστές XVI - XVII αιώνα Tomas Mun, Charles Davenant, Jean-Baptiste Colbert, William Petty, με βάση την εμπορική φύση της κοινωνικής παραγωγής, αποκάλυψαν τον σημαντικό ρόλο των εξαγωγών ως πηγή των εισροών στη χώρα του χρυσού, που απαιτείται για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση της κατανάλωσης.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου Μερκαντιλιστές Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου Μερκαντιλιστές Οι μερκαντιλιστές συνέβαλλαν σημαντικά στη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, προτείνοντας την ανάλυση της σύνδεσης του εγχώριου και εξωτερικού τομέα της εθνικής οικονομίας με την βοήθεια του ισοζυγίου πληρωμών. Ο μερκαντιλισμός βασίζεται στην εσφαλμένη κατανόηση της παγκόσμιας οικονομίας ως ένα στατικό σύστημα με περιορισμένο πλούτο, στην οποία η ευημερία μιας χώρας μπορεί να υπάρξει μόνο με την αφαίρεση πλούτου από άλλες χώρες ("ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος»). Οι Μερκαντιλιστές θεωρούσαν ότι η εξασφάλιση του θετικού πλεονάσματος του εξωτερικού εμπορίου είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του εθνικού πλούτου, που ταυτίζεται με την ποσότητα συσσώρευσης στην χώρα σε χρυσό και ασήμι.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου Μερκαντιλιστές Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου Μερκαντιλιστές Ο Άγγλος οικονομολόγος David Hume (1771-1776) απέδειξε ότι καμία χώρα δεν μπορεί διαρκώς να διατηρεί θετικό εμπορικό ισοζύγιο, καθώς η καθαρή εισροή χρυσού, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αύξηση της προσφοράς χρήματος, την αύξηση των τιμών και των μισθών, την αύξηση των εισαγωγών και μείωση των εξαγωγών. Η εκροή του χρυσού συμβάλει στη μείωση των τιμών, στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας και η ανεμπόδιστη κυκλοφορία του χρυσού μεταξύ των χωρών είναι ένας μηχανισμός για την αυτόματη ρύθμιση των εθνικών οικονομιών. Με την ελεύθερη μετατρεψιμότητα του νομίσματος σε χρυσό, στις ανταγωνιστικές οικονομίες ο αυξανόμενος όγκος των εξαγωγών επιδιώκει να καλύψει τη διαφορά με τον αυξανόμενο όγκο των εισαγωγών, καθώς το βέλτιστο εμπορικό ισοζύγιο θα πρέπει να είναι ίσο με το μηδέν.
εξέτασε τους νόμους συσσώρευσης κεφαλαίου, Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Ο σκωτσέζος οικονομολόγος Α. Σμίθ (Adam Smith, 1723-1790) στο βιβλίο του "Η μελέτη της φύσης και των αιτίων του πλούτου των εθνών" (1776) διατύπωσε τη θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος, αναπτύσσοντας τις αρχές της θεωρίας της αξίας και της διανομής του εισοδήματος, εξέτασε τους νόμους συσσώρευσης κεφαλαίου, εισήγαγε την έννοια της "καταμερισμού της εργασίας" και απέδειξε ότι η ευημερία των εθνών δεν καθορίζεται από την ποσότητα του συσσωρεμένου χρυσού αλλά από την ικανότητα να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 1 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος (absolute advantage theory) – η χώρα λαμβάνει μεγαλύτερο όφελος από το εξωτερικό εμπόριο, όταν εξάγει εμπορεύματα, τα οποία έχουν το απόλυτο πλεονέκτημα λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής, και εισάγει αγαθά παραγόμενα από εκείνον τον αλλοδαπό εμπορικό εταίρο που έχει το απόλυτο πλεονέκτημα. Κατά τον Α. Smith, η αύξηση της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας είναι δυνατή όχι μόνο από την ανακατανομή του ήδη υφιστάμενου πλούτου ανά τον κόσμο, αλλά και από την αύξηση του, μέσω της ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και της οικονομικής συνεργασίας.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 1 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Α. Smith συμμερίζεται την θεωρία του γαλλικού σχολείου «Φυσιοκρατών», σύμφωνα με την οποία οι βέλτιστες συνθήκες για την ανάπτυξη των οικονομιών όλων των χωρών είναι ο καθαρός ανταγωνισμός και η δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα το είδος της δραστηριότητας στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας - η πολιτική της ελευθερίας του ανταγωνισμού και της μη κρατικής παρέμβασης στην οικονομική διαδικασία "Αρχή μη παρέμβασης-laissez-faire». Οι χώρες, όπως και τα άτομα, θα πρέπει να ειδικεύονται στην παραγωγή εκείνων των προϊόντων, η παραγωγή των οποίων έχει απόλυτο πλεονέκτημα. Τα οφέλη από το διεθνές εμπόριο μπορεί να λάβουν όλες τις χώρες –οι εξαγωγείς καθώς και εισαγωγείς. Ο Α. Smith απέδειξε ότι οι εξαγωγές εξασφαλίζουν τις πωλήσεις των πλεονασμάτων της παραγωγής τα οποία δεν μπορούν να πουληθούν στην εγχώρια αγορά και η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου τονώνει την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω διεύρυνσης της αγοράς πέραν των εθνικών συνόρων.
(Διάγραμμα 6.2 και Διάγραμμα 6.3). Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Εξετάζουμε τις βασικές θέσεις της θεωρίας του απόλυτου πλεονεκτήματος σε ένα υποθετικό παράδειγμα δύο χωρών: η Αργεντινή και η Βραζιλία παράγουν δύο αγαθά - σιτάρι και ζάχαρη. Ας υποθέσουμε ότι στην Αργεντινή ανά μονάδα κόστους μπορούν να παραχθούν 50 τόνοι σιτηρών και 25 τόνοι ζάχαρης, ή οποιοσδήποτε συνδυασμός όγκου των προϊόντων αυτών σε αυτά τα όρια και στην Βραζιλία - 40 τόνοι σιτηρών και 100 τόνων ζάχαρης, ή οποιοσδήποτε συνδυασμός στα δεδομένα όρια (Διάγραμμα 6.2 και Διάγραμμα 6.3).
Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 1 Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Βραζιλία Αργεντινή Σιτηρά Σιτηρά Ευθεία εμπορικών δυνατοτήτων 100 Ευθεία παραγωγικών δυνατοτήτων 50 Β’ Ευθεία παραγωγικών δυνατοτήτων Α’ 40 Ευθεία εμπορικών δυνατοτήτων Α Β 25 50 Ζάχαρη 100 Ζάχαρη Διάγραμμα 6.2 Διάγραμμα 6.3
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 1 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Η μέγιστη κατανάλωση σιτηρών και ζάχαρης σε αυτές τις χώρες δίδονται από τις καμπύλες παραγωγικής ικανότητας (με έντονες γραμμές Διαγρ.2 και Διαγρ.3). Για να απλοποιήσουμε την ανάλυση υποθέτουμε ότι το κόστος υποκατάστασης (Substitution of inputs) παραμένει σταθερό και οι καμπύλες ορίζονται ως ευθείες γραμμές. Όπως φαίνεται στον διάγραμμα 6.2 και 6.3, η Αργεντινή έχει απόλυτο πλεονέκτημα σιτηρών (50> 40), και η Βραζιλία στην Ζάχαρη (100> 25). Σε περίπτωση απουσίας του εξωτερικού εμπορίου, κάθε χώρα μπορεί να καταναλώσει μόνο εκείνα τα αγαθά και μόνο εκείνες τις ποσότητες, η οποία παράγει και οι σχετικές τιμές των αγαθών αυτών στην εγχώρια αγορά καθορίζεται από το σχετικό κόστος παραγωγής τους: 1 τόνος σιτηρών = 0,5 τόνους ζάχαρης στην Αργεντινή και 1 τόνος σιτηρών = 2,5 τόνων ζάχαρης στη Βραζιλία. Οι σχετικές τιμές για τα ίδια αγαθά σε διάφορες χώρες πάντα διαφέρουν ως αποτέλεσμα των διαφορών διαθεσιμότητας των συντελεστών παραγωγής, των τεχνολογιών, δεξιοτήτων εργατικής δύναμης κ.λπ.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 1 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Αν η διαφορά στις σχετικές τιμές υπερβαίνουν τις δαπάνες για τη μεταφορά εμπορευμάτων από τη μια χώρα στην άλλη, υπάρχει η δυνατότητα είσπραξης κερδών από το εξωτερικό εμπόριο. Για παράδειγμα, ένας παραγωγός σιτηρών στην Αργεντινή, με την πώληση της παραγωγής του στην εγχώρια αγορά μπορεί σε αντάλλαγμα να λάβει μόνο 0,5 τόνων ζάχαρης, ενώ στη Βραζιλία το ίδιο προϊόν είναι κατά 5 φορές ακριβότερο (2,5 τόνους ζάχαρης). Μετά την καθιέρωση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των χωρών της εμπορευματικών ροών θα καθορίζεται από τη διαφορά στην αναλογία του κόστους παραγωγής. Η Αργεντινή θα ωφελείται από την εξαγωγή σιτηρών και της εισαγόμενης ζάχαρης, και η Βραζιλία - από την εξαγωγή ζάχαρης και την εισαγωγή σιτηρών.
0,5 τόνους ζάχαρης < 1 τόνο σιτηρών < 2,5 τόνους ζάχαρης. Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Για είναι το εμπόριο αμοιβαία επωφελές, η τιμή του κάθε εμπορεύματος στις διεθνείς αγορές θα πρέπει να είναι υψηλότερη από την εγχώρια τιμή ισορροπίας για τα ίδια αγαθά στην χώρα εξαγωγής και χαμηλότερες στην χώρα εισαγωγής. Σε αυτό το παράδειγμα, η τιμή της διεθνούς αγοράς για σιτηρά πρέπει να οριστεί στα όρια: 0,5 τόνους ζάχαρης < 1 τόνο σιτηρών < 2,5 τόνους ζάχαρης. Εάν η τιμή του στην παγκόσμια αγορά ορίζεται, για παράδειγμα, στα επίπεδο του 1 τόνου ζάχαρης = 1 τόνος σιτηρών, η μέγιστη κατανάλωση ζάχαρης και σιτηρών θα καθορίζεται από τις γραμμές των εμπορικών δυνατοτήτων (διακεκομμένες γραμμές στο διαγρ.2 και διαγρ.3). Η κλίση των γραμμών αυτών καθορίζεται από τη σχέση των τιμών των σιτηρών και της ζάχαρης στην παγκόσμια αγορά.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 1 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Τα οφέλη που προκύπτουν για τις χώρες από το εξωτερικό εμπόριο, είναι η αύξηση της κατανάλωσης, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε δύο λόγους: α) η αλλαγή διάρθρωσης κατανάλωσης και β) την εξειδίκευση της παραγωγής. Στην πρώτη περίπτωση, η εξειδίκευση δεν ισχύει και η υπάρχουσα στις χώρες διάρθρωση παραγωγής που καθορίζεται από τη δομή της ζήτησης, παραμένει αμετάβλητη. Ας υποθέσουμε ότι η διάρθρωση της παραγωγής στην Αργεντινή καθορίζεται από το σημείο Α στην καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (Διάγρ.6.2), ενώ στη Βραζιλία – από το σημείο Β (διαγρ.6.3). Πουλώντας στη διεθνή αγορά μέρος των προϊόντων, για τα οποία έχει το πλεονέκτημα, η χώρα κατά την ανταλλαγή μπορεί να αποκτήσει πολύ περισσότερο από το άλλο προϊόν. Αλλάζοντας έτσι τα καταναλωτικά πρότυπα, η χώρα αύξησε τον συνολικό όγκο, πέραν τα ορίων των παραγωγικών ικανοτήτων (διακεκομμένη γραμμή από το σημείο Α στο Διάγρ. 6.2 και από το σημείο Β του διαγρ.6.3).
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 1 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.1. Η θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος Στη δεύτερη περίπτωση, μπορούν να λάβουν περισσότερα οφέλη, αν και οι δύο χώρες πλήρως εξειδικεύονται στον τομέα της παραγωγής των αγαθών, για τα οποία έχουν πλεονέκτημα και συναλλάσσονται μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό, οι δύο χώρες μπορούν να αυξήσουν τον όγκο της κατανάλωσης και των σιτηρών, καθώς και της ζάχαρης (για παράδειγμα, το σημείο Α’ στην Αργεντινή, και σημείο Β’ για τη Βραζιλία. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί σε ένα απλό αριθμητικό παράδειγμα (Πίνακας 6.1).
Αποτελέσματα του εξωτερικού εμπορίου Μέχρι την εξειδίκευση Χώρα παραγωγή Εξαγωγές (-)/ Εισαγωγές (+) Κατανάλωση Αύξηση κατανάλωσης Αργεντινή Σιτηρά Ζάχαρη 20 15 Βραζιλία 12 70 Μετά την εξειδίκευση 50 -20 +20 30 +10 +5 100 80 +8
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Ο Άγγλος οικονομολόγος Δ.Ρικάρντο (David Ricardo, 1772-1823) στην εργασία του η “Οι αρχές της πολιτικής οικονομίας και της φορολογίας" (1817) εισήγαγε την έννοια των εναλλακτικών τιμών (ή κόστος εναλλακτικής χρήσης) και έδειξε ότι το διεθνές εμπόριο είναι επωφελές για τις χώρες εταίρους, ακόμα και όταν οι χώρες δεν έχουν το απόλυτο πλεονέκτημα για την παραγωγή αγαθών. Δ. Ρικάρντο απόδειξε ότι η αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος είναι μόνο μια ειδική περίπτωση του γενικού κανόνα και διατύπωσε τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Οι εναλλακτική ή σχετική τιμή (ή κόστος ευκαιρίας -opportunity cost) – είναι ο αριθμός των εργατώρων (ή το χρηματικό ισοδύναμο τους) που απαιτείται για την παραγωγή σε μία χώρα μίας μονάδας ενός αγαθού, οι οποίες εκφράζονται με τον αριθμό εργατώρων που απαιτούνται για την παραγωγή σε αυτή τη χώρα άλλης μονάδας αγαθού. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος (comparative advantage theory) – η εξειδίκευση των χωρών στην παραγωγή μόνο εκείνων των αγαθών, τα οποία σε μία δεδομένη χώρα έχουν την μικρότερη εναλλακτική (σχετική) τιμή και η ακόλουθη ανταλλαγή αυτών διαφορετικών προϊόντων εξασφαλίζει οφέλη από το εμπόριο για όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή έλλειψη των απόλυτων πλεονεκτημάτων στο κόστος παραγωγής αυτών των αγαθών. Τα κέρδη από το εμπόριο (gains from trade) – μία χώρα εξειδικευμένη στην παραγωγή αγαθών με την χαμηλότερη εναλλακτική (σχετική) τιμή από αυτές που επικρατούν στον υπόλοιπο κόσμο και με την εξαγωγή τους η χώρα είναι σε θέση να λάβει περισσότερα εισαγόμενα άλλα βασικά αγαθά σε σύγκριση με την παραγωγή τους στην εγχώρια αγορά.
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Πίνακας 6.2 Αγαθό Απόλυτο πλεονέκτημα ως βάση για το εμπόριο σε εργατώρες Ελλάδα Ελβετία Γουναρικά 6 24 Λαμπτήρες 12 16 Χώρες Συγκριτικό πλεονέκτημα Οφέλη ανά μονάδα βάσει εξειδίκευσης Όπου η Ελλάδα παράγει περισσότερα γουναρικά και η Ελβετία περισσότερους Λαμπτήρες Παραγωγή Γουναρικών Παραγωγή Λαμπτήρων Ελλάδα +2 -1 Ελβετία +1,5 Κόσμος +1 +0,5
Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Η κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Αλλάζοντας τους όρους του παραδείγματος του απόλυτου πλεονεκτήματος θα δείξουμε ότι ακόμη και όταν μια χώρα δεν έχει το απόλυτο πλεονέκτημα, το εξωτερικό εμπόριο είναι επωφελές και για τις δύο πλευρές. Ας υποθέσουμε ότι η Αργεντινή ανά μονάδα κόστους είναι σε θέση να παράγει 50 τόνους σιτηρών ή 25 τόνους ζάχαρη, ενώ για το κόστος ανά μονάδα στην Βραζιλία παράγονται 67 τόνους σιτηρών ή 100 τόνους ζάχαρης (διάγρ.6.4 και διάγρ.6.5). Στην περίπτωση αυτή, η Βραζιλία έχει το απόλυτο πλεονέκτημα και στα σιτηρά (67> 50) και στη ζάχαρη (100> 25). Ωστόσο, ώσπου η σχέση των εγχώριων τιμών μεταξύ των χωρών διατηρείται με διαφορές, κάθε χώρα θα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, δηλαδή πάντα θα υπάρχει ένα προϊόν, η παραγωγή του οποίου θα είναι πιο επικερδής υπό την υπάρχουσα αναλογία κόστους, από ότι η παραγωγή υπολοίπων αγαθών.
Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Βραζιλία Αργεντινή Σιτηρά Σιτηρά Ευθεία εμπορικών δυνατοτήτων 100 Ευθεία παραγωγικών δυνατοτήτων 67 50 Β’ Ευθεία παραγωγικών δυνατοτήτων Α’ Ευθεία εμπορικών δυνατοτήτων Β Α 25 50 Ζάχαρη 100 Ζάχαρη Διάγραμμα 6.4 Διάγραμμα 6.5
Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Στο παράδειγμά μας, στην Αργεντινή, το κόστος παραγωγής των δύο προϊόντων είναι απόλυτα πιο ακριβό από ότι στη Βραζιλία, αλλά τα σιτηρά θα είναι σχετικά φθηνά: 50 τόνοι σιτηρών = 25 τόνοι ζάχαρης, ή 1 τόνος σιτηρών = 0,5 τόνους ζάχαρης σε σύγκριση με 67 τόνους σιτηρών = 100 τόνους ζάχαρης, ή 1 τόνος σιτηρών = 1,5 τόνους ζάχαρης στη Βραζιλία. Έτσι, τα σιτηρά στην Αργεντινή διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα και μπορούν να εξαχθούν σε αντάλλαγμα με τη ζάχαρη. Με τη σειρά της, η Βραζιλία θα έχει κέρδος με την εξαγωγή ζάχαρης και την εισαγωγή σιτηρών. Εάν μια χώρα εξειδικεύεται στην κατασκευή προϊόντων για τα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, αυτό της επιτρέπει να αυξήσει τον όγκο της κατανάλωσης. Επίσης θα αυξηθεί ο συνολικός όγκος της παραγωγής σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Θα είναι μεγαλύτερη η παραγωγή, όταν κάθε αγαθό θα παράγεται σε εκείνη την χώρα, η οποία έχει το χαμηλότερο εναλλακτικό (σχετικό) κόστος. Τα οφέλη και στις δύο χώρες για το εξωτερικό εμπόριο, με την ύπαρξη του συγκριτικού πλεονεκτήματος μπορούν να αποδειχθούν και από το αριθμητικό παράδειγμα (Πίνακας 6.3).
Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Αποτελέσματα του εξωτερικού εμπορίου Πίνακας 6.3 Μέχρι την εξειδίκευση Χώρα παραγωγή Εξαγωγές (-)/ Εισαγωγές (+) Κατανάλωση Αύξηση κατανάλωσης Αργεντινή Σιτηρά Ζάχαρη 20 15 Βραζιλία 16 76 Μετά την εξειδίκευση 50 -20 +20 30 +10 +5 100 80 +4
Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1. 2 Κλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου 1.2. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος Κατά την ανάλυση των τάσεων στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου θα πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο παράγοντες. Πρώτον, φυσικούς, βιομηχανικούς και άλλους οικονομικούς πόρους που κατανέμονται ανομοιόμορφα μεταξύ των χωρών. Δεύτερον, την αποδοτική παραγωγή αγαθών που απαιτεί διαφορετικές τεχνολογίες ή συνδυασμούς των πόρων. Πρέπει να τονιστεί ότι η οικονομική αποτελεσματικότητα με την οποία οι χώρες μπορούν να παράγουν διάφορα προϊόντα, μπορεί να ποικίλλει με το χρόνο. Έτσι, τα απόλυτα και σχετικά πλεονεκτήματα τα οποία κατέχουν οι χώρες δεν είναι πάντα δεδομένα.
1.3. Το Εμπόριο σε συνθήκες αύξησης του κόστους υποκατάστασης. Από την απλούστευση της υπόθεσης για το κόστος της υποκατάστασης συμπεραίνουμε ότι η χώρα μεγιστοποιεί τα κέρδη της από το εξωτερικό εμπόριο εάν πλήρως εξειδικεύεται στην παραγωγή αγαθών, για τα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Στην πραγματικότητα, η πλήρη εξειδίκευση δεν συμβαίνει, κυρίως επειδή οι δαπάνες υποκατάστασης, κατά κανόνα, αυξάνονται σύμφωνα με την αύξηση του όγκου της παραγωγής.
Το Εμπόριο σε συνθήκες αύξησης του κόστους υποκατάστασης. Ας υποθέσουμε ότι, όπως στην περίπτωση των σταθερού κόστους, η Αργεντινή κατέχει τέτοια θέση στην καμπύλη δυνατοτήτων παραγωγής, καθώς η σχέση κόστους 1 τόνου σιτηρών = 0,5 τόνους ζάχαρης (σημείο Α στο διάγρ.6.5). Στην πραγματικότητα, η καμπύλη των παραγωγικών δυνατοτήτων είναι κυρτή, διότι το μεταβλητό κόστος της υποκατάστασης των πόρων δεν είναι πλήρως αμοιβαία εναλλάξιμο. Με την επέκταση εξειδίκευσης της Αργεντινής, το κόστος θα αυξηθεί και σε κάθε παραγωγή σιτηρών της κάθε μονάδας θα πρέπει να θυσιάσει έναν αυξανόμενο αριθμό μονάδων ζάχαρης. Στο σημείο Α’ ο λόγος του κόστους για την παραγωγή ζάχαρης και σιτηρών ισούται με την παγκόσμια τιμή του 1 τόνου σιτηρών = 1 τόνο ζάχαρη, καθώς η περαιτέρω εξειδίκευση γίνεται οικονομικά ανέφικτη. Έτσι, η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, με δεδομένο το αυξανόμενο κόστος της υποκατάστασης οδηγεί σε ένα πιο ρεαλιστικό συμπέρασμα ότι η μεγιστοποίηση των κερδών της χώρας από το εξωτερικό εμπόριο προέρχονται από την μερική εξειδίκευση. Αργεντινή Σιτηρά 50 Τιμή: 1 τ. σιτηρά=1 τ. ζάχαρη Α’ Α Τιμή: 1 τ. σιτηρά=0,5 τ. ζάχαρη 25 Ζάχαρη Διάγραμμα 6.5
2. Νεοκλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου. Οι θεωρίες του απόλυτου και συγκριτικού πλεονεκτήματος περιλαμβάνονται ως βασικά στοιχεία στην Νεοκλασική Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου. 2.1. Η θεωρία συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής Οι Σουηδοί οικονομολόγοι Eli Heckscher (1879-1952) και Bertil Ohlin (1899-1979) ανέπτυξαν μια θεωρία σύμφωνα με την οποία, στις σχετικά προικισμένες χώρες οι διαφορές των βασικών συντελεστών παραγωγής - εργασία και κεφάλαιο προξενούν τις διαφορές των σχετικών τιμών στα αγαθά, το οποίο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τις αμοιβαίο επωφελές διεθνές εμπόριο. Οι σχετικές τιμές των αγαθών που παράγονται σε διάφορες χώρες, καθορίζονται από το σχετικό κόστος (εντατικότητα) της εργασίας και του κεφαλαίου στην παραγωγή ορισμένων αγαθών και την σχετική εξασφάλιση (επάρκειας συντελεστών) των συντελεστών αυτών.
2. Νεοκλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου. ● Παράγοντας εντάσεως (factor intensity) – είναι ο δείκτης που καθορίζει το σχετικό κόστος των συντελεστών της παραγωγής για να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο προϊόν. Το αγαθό 1 είναι σχετικά περισσότερο εντάσεως κεφαλαίου από ό, τι το αγαθό 2, εάν ο λόγος του κόστους του κεφαλαίου K1, και εργασίας L1 για την παραγωγή του αγαθού 1 είναι μεγαλύτερο από το σχετικό κόστος του κεφαλαίου K2 και εργασίας L2 για την παραγωγή του αγαθού 2: (Κ1/ L1)> (Κ2/ L2) (1)
2. Νεοκλασική θεωρία του διεθνούς εμπορίου. Επάρκεια συντελεστών (factor abundance) - ο δείκτης που μετρά την σχετική εξασφάλιση της χώρας από συντελεστές παραγωγής. Η επάρκεια συντελεστών μπορούν να προσδιοριστεί μέσω των σχετικών τιμών του κάθε ενός από τους συντελεστές παραγωγής στις συγκρίσιμες χώρες, καθώς και μέσω των απόλυτων μεγεθών κεφαλαίου και εργασίας σε κάθε χώρα. Δεδομένου ότι η τιμή των κεφαλαίων εξετάζεται γενικά ως επιτόκιο "r" (interest rate) και η τιμή της εργασίας - ως μισθός “w” (wage). Η Χώρα 1 είναι σχετικά πιο εξασφαλισμένη σε κεφάλαιο από την χώρα 2, εάν η τιμή του κεφαλαίου δια την τιμή της εργασίας στη χώρα 1 είναι μικρότερη από την τιμή του κεφαλαίου δια την τιμή της εργασίας στη χώρα 2: (r/w)1 <(r/w)2 (2) Το Θεώρημα Heckscher – Ohlin: η κάθε χώρα εξάγει εκείνα τα αγαθά εντάσεως συντελεστών, για την παραγωγή των οποίων κατέχει σχετικά άφθονους συντελεστές παραγωγής και εισάγει εκείνα τα αγαθά για τα οποία αντιμετωπίζει σχετική έλλειψη των παραγωγικών συντελεστών.
2.2. Το παράδοξο του Leontief O ρωσοαμερικάνος οικονομολόγος Βασίλι Leontiev (Wassily Leontief), ερευνώντας το εξωτερικό εμπόριο εντάσεως κεφαλαίου των Ηνωμένων Πολιτειών, ανακάλυψε ότι το βασικό στοιχείο των αμερικανικών εξαγωγών είναι αγαθά εντάσεως εργασίας, ενώ οι εισαγωγές αγαθά εντάσεως κεφαλαίου. Το παράδοξο του Leontief (Leontief paradox) - η θεωρία του συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής δεν επιβεβαιώθηκε: αφού οι χώρες με επάρκεια εργασίας εξάγουν αγαθά εντάσεως κεφαλαίου, ενώ οι χώρες με επάρκεια κεφαλαίου – αγαθά εντάσεως εργασίας. Από τη δημοσίευση του Leontief Β. (1953) διεξήχθησαν πολλές μελέτες για να δοκιμαστεί η θεωρία του συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής. Οι Αμερικανοί οικονομολόγοι απέδειξαν ότι οι αποκλίσεις των χαρακτηριστικών του διεθνούς εμπορίου των ΗΠΑ από το μοντέλο Heckscher – Ohlin σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε εσφαλμένη κατάταξη των αγαθών και των συντελεστών παραγωγής.
2.2. Το παράδοξο του Leontief Από τη δημοσίευση του Leontief Β. (1953) διεξήχθησαν πολλές μελέτες για να δοκιμαστεί η θεωρία του συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής. Οι Αμερικανοί οικονομολόγοι απέδειξαν ότι οι αποκλίσεις των χαρακτηριστικών του διεθνούς εμπορίου των ΗΠΑ από το μοντέλο Heckscher – Ohlin σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε εσφαλμένη κατάταξη των αγαθών και των συντελεστών παραγωγής. Παράδοξο Leontief Β. δεν έλαβε υπόψη την αναστροφή των παραγόντων της παραγωγής: το ίδιο προϊόν μπορεί να είναι εντάσεως εργασίας στην χώρα με επάρκεια εργασίας και εντάσεως κεφαλαίου στην χώρα με επάρκεια κεφαλαίου. Ο χάλυβας που παράγεται στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στο Λουξεμβούργο σε μηχανοκίνητες και αυτοματοποιημένες επιχειρήσεις είναι προϊόν εντάσεως κεφαλαίου και ο ίδιος ο χάλυβας που παράγεται σε μια τεχνολογικά καθυστερημένη επιχείρηση στην Κίνα ή την Ινδία, αποτελεί προϊόν εντάσεως εργασίας.
2.2. Το παράδοξο του Leontief Ο Donald Keesing διαίρεσε το εργατικό δυναμικό σε 8 κατηγορίες ανάλογα με τα επίπεδα δεξιοτήτων και έδειξε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα πλεόνασμα του εξειδικευμένου και μια σχετική έλλειψη ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού. Έτσι, οι ΗΠΑ εξάγουν αγαθά υψηλής ποιότητας εργασίας, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κεφάλαιο. Ο Robert Stern και ο Keith Maskus χρησιμοποίησαν για την ανάλυση του εμπορίου την «εμπορευματική προσέγγιση» (commodity approach), εξετάζοντας κάθε είδος παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες με την άποψη της εμπορικής θέσης του (εξαγωγές μείον εισαγωγές) και στη συνέχεια επιβεβαίωσαν τα συμπεράσματα Donald Keesing. Ο James Hartigan έδειξε ότι οι εξαγόμενα αμερικανικά αγαθά έχουν κατασκευαστεί από εισαγόμενη πρώτη ύλη εντάσεως κεφαλαίου, γι αυτό οι αμερικανικές εξαγωγές δεν είναι εντάσεως εργασίας αλλά κεφαλαίου.
2.2. Το παράδοξο του Leontief Ο Edward Leamer ανέπτυξε μια εξελιγμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση της δομής των παραγωγικών πόρων, και απέδειξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξάγουν αγαθά εντάσεως κεφαλαίου. Ο Robert Baldwin διαπίστωσε ότι οι επιπτώσεις των προστατευτικών δασμών που εμποδίζουν στις ΗΠΑ τις εισαγωγές προϊόντων εντάσεως εργασίας, σε πολλές περιπτώσεις, εξαλείφουν το παράδοξο του Leontief. Η περαιτέρω μελέτη του εμπορίου μεταξύ των χωρών με ανοικτές οικονομίες της αγοράς, έχουν επιβεβαιώσει τη θεωρία συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής. Ειδικότερα, τα χαρακτηριστικά του ελληνικού εμπορίου με την ΕΕ είναι πλήρως συμβατά με το μοντέλο των δύο συντελεστών του Heckscher – Ohlin.
Άσκηση 6.1. Παραπάνω αναγράφονται οι πίνακες των παραγωγικών δυνατοτήτων των χωρών Χ καιΥ. Υποθέτουμε ότι η διάρθρωση της ζήτησης είναι τέτοια, που σε έλλειψη του εξωτερικού εμπορίου στην χώρα Χ παράγονται και καταναλώνονται 8 χιλ. αυτοκίνητα και 3 χιλ. τόνοι ρύζι, ενώ στην χώρα Υ 8 χιλ. αυτοκίνητα και 9 χιλιάδες τόνοι ρυζιού. α) Στην παραγωγή ποιών αγαθών υπάρχει συμφέρον να ειδικευτούν οι χώρες Χ και Υ? β) Ποια θα είναι η αύξηση της συνολικής παραγωγής αυτοκινήτων και ρυζιού, που προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής ειδίκευσης? γ) Σε ποια όρια μπορεί να καθοριστεί διεθνή τιμή ενός αυτοκινήτου? δ) Ας υποθέσουμε ότι η διεθνή τιμή καθορίζεται σε επίπεδο 1 αυτοκίνητο για 1 τόνο ρύζι και το μέγεθος του εξωτερικού εμπορίου ανέρχεται σε 10 χιλ. αυτοκίνητα και 10 χιλ τόνους ρύζι. Ποιο θα είναι το κέρδος από την εξειδίκευση και το εμπόριο για κάθε χώρα?
Άσκηση 6.1. Διάγραμμα 6.6
Άσκηση 6.1. Λύση: α) Κατασκευάζουμε με αυτά τα δεδομένα τις γραμμές του παραγωγικού δυναμικού των δύο χωρών. (βλέπε διάγραμμα 6.6). Εάν χρησιμοποιείτε το σύνολο των διαθέσιμων πόρων της χώρας X, μπορούν να παραχθούν είτε CX = 10 χιλιάδες οχήματα ή RX = 15 τόνοι ρυζιού ή οποιοδήποτε συνδυασμό των προϊόντων αυτών σε αυτά τα όρια. Η εσωτερική τιμή ισορροπίας στη χώρα Χ είναι CX = RX, ή 1 αυτοκίνητο = 1,5 τόνων ρυζιού. Η χώρα Y μπορεί να παράξει είτε CY = 20 χιλιάδες οχήματα, ή RY = 15 τόνους ρυζιού, ή οποιοδήποτε συνδυασμό των προϊόντων αυτών σε αυτά τα όρια. Η εσωτερική τιμή ισορροπίας στη χώρα Υ σε CY = RY, ή 1 αυτοκίνητο = 0,75 τόνους ρυζιού. Όπως προκύπτει από τη σύγκριση των γραμμών των παραγωγικών ικανοτήτων, η χώρα Χ έχει κέρδος να εξειδικευθεί στην παραγωγή ρυζιού, ενώ η χώρα Υ - στην παραγωγή αυτοκινήτων.
0,75 τόνους ρυζιού <1 αυτοκίνητο <1,5 τόνους ρυζιού. Άσκηση 6.1. β) Πριν από την εξειδίκευση η συνολική παραγωγή των αυτοκινήτων ήταν XC +YC = 8 + 8 = 16 χιλ. τεμάχια, και η συνολική παραγωγή ρυζιού XR+YR = 3 + 9 = 12 τόνων. Μετά την εξειδίκευση το σύνολο της παραγωγής των αυτοκινήτων XCS + YCS = 0 + 20 = 20 χιλ. τεμάχια, και η συνολική παραγωγή ρυζιού XRS + YRS = 15 + 0 = 15 τόνους. Η αύξηση της συνολικής παραγωγής των αυτοκινήτων θα είναι (XCS + YCS) - (XC + YC) = = 20 - 16 = 4 χιλ. τεμάχια και αύξηση της συνολικής παραγωγής ρυζιού θα είναι (XRS + YRS) - (XR +YR) = 15 -12 = 3 τόνους. γ) Υπό των όρων του επωφελούς εμπορίου συμπεραίνουμε ότι η παγκόσμια τιμή του αυτοκινήτου θα πρέπει να είναι υψηλότερη από την εγχώρια τιμή ισορροπίας στη χώρα Y - εξαγωγέας αυτοκινήτων και μικρότερη της εγχώριας τιμής ισορροπίας στην χώρα X - εισαγωγέας αυτοκινήτων, η οποία πρέπει να βρίσκεται στα όρια: 0,75 τόνους ρυζιού <1 αυτοκίνητο <1,5 τόνους ρυζιού.
Άσκηση 6.1. δ) Μετά την εξειδίκευση στην παγκόσμια τιμή είναι 1 αυτοκίνητο = 1 τόνος ρυζιού η χώρα X παράγει 15 χιλ. τόνους ρυζιού που εξάγονται 10 χιλ. τόνοι και καταναλώνει 5 τόνους, δηλαδή 2 χιλιάδες τόνους περισσότερο από ότι πριν την εξειδίκευση, ενώ εισάγει 10 χιλ. αυτοκίνητα, δηλαδή καταναλώνει 2 χιλιάδες περισσότερα αυτοκίνητα από ότι πριν από την εξειδίκευση. Η χώρα Y παράγει 20 χιλιάδες αυτοκίνητα περισσότερα εξάγει 10 χιλ. και καταναλώνει 10 χιλ., δηλαδή 2 χιλιάδες περισσότερα αυτοκίνητα από ό,τι πριν από την εξειδίκευση, ενώ εισάγει 10 τόνους ρυζιού, δηλαδή καταναλώνει 1 χιλ. τόνους ρυζιού περισσότερο από ότι πριν από την εξειδίκευση.