Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ο Γιάννης Πατίλης το 1947 στην Αθήνα Υποδυθήκαμε τα ποιήματα

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ο Γιάννης Πατίλης το 1947 στην Αθήνα Υποδυθήκαμε τα ποιήματα"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ο Γιάννης Πατίλης το 1947 στην Αθήνα Υποδυθήκαμε τα ποιήματα
Κι ήμασταν κατά βάθος σκόρπιοι στίχοι Μπροστά σου πρέπει Ενός λεπτού σιγή σε Όλες τις λέξεις Μόνο ο καθρέφτης Να σε βλέπει αντέχει Δίχως να σπάει Πήγαν τα μάτια Εκδρομή στο κορμί σου Κοίτα βραδιάζει Εικόνες σκορπάς Που τις μαζεύουν κρυφά Τα δυο μου μάτια φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

2 μ’ όλους τους συμπλεκτικούς συνδέσμους. Τα μάτια μας πιαστήκανε
1989, Μη καπνιστής σε Χώρα Καπνιζόντων Στο ποίημα. Απ΄ όλες τις λέξεις που συναντώ Παρακολουθώ τις πιο όμορφες. Τις πιο λεπτές, τις πιο σφικτές Τις πιο νέες Τις φαντάζομαι γυμνές κυριολεκτικές. Δίχως επίθετα και σαχλαμάρες. Τις περιμένω αργά το μεσημέρι. Όταν επιστρέφουν ανέμελες και ξεμοναχιασμένες. Και τους ρίχνομαι εκεί. Στην είσοδο της πολυκατοικίας Ή πλάι στο περίπτερο. Μόλις νιώσουν το τράνταγμα απ’ τα μαλλιά Τα μάτια τους λάμπουν σαν άστρα. Ποτέ τους δεν φωνάζουν δεν κλαίνε. Γιατί αυτές κατά βάθος Ποθούνε τον βιασμό. Ποθούνε να ξαπλώσουν στο ποίημα Τα χέρια μας μιλήσανε μ’ όλους τους συμπλεκτικούς συνδέσμους. Τα μάτια μας πιαστήκανε από τα χέρια μας και τα μαλλιά μας. 1984, Ζεστό μεσημέρι 1989, Γραφέως Κάτοπτρον Όσο πιο βαθιά σε κρύβω μέσα μου Τόσο πιο όμορφη ανατέλλεις Νομίζω πως σε κάνουν όμορφη τα μάτια μου Αλλά τι φιλολογία! Σε κάνει όμορφη το τίποτα. Με τον καιρό θα σε ασχημίσουν Τα συγκεκριμένα

3 ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΟΤΕ Είναι ανάποδη η εποχή κι ωστόσο
Κορμί που σκύβεις Τη μικρή μου κάμαρη Κάνεις μουσείο ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΟΤΕ Είναι ανάποδη η εποχή κι ωστόσο Καθώς τα νερά σ’ ένα πλοίο που βυθίζεται Η ομορφιά εισβάλλει από παντού Οι στίχοι Φτωχά ψίχουλα πάνω στο χαρτί Μπορούν να θρέψουν τους κουρασμένους και τους νηστικούς Μπορούν να σχίσουν τα βουνά να περάσουν τη θάλασσα Να κατέβουν απ΄ τον ουρανό στα υψωμένα ποτήρια στα τρυφερά μέλη Η καρδιά μας εξέχει Σαν τ’ αυτιά του λαγού πίσω Απ’ τη φτέρη Οι πυροβολισμοί τη γεννάνε Η αδιαφορία την τρέφει Η παγωνιά τη ζεσταίνει Κόκκινη τρυφερή Πληθαίνουν οι μελαγχολικοί κι ωστόσο Το τραγούδι δεν σταματά ποτέ Ως κι ο αέρας Το κορμί σου φυσώντας Σπούδασε γλύπτης Σαν πέντε σκυλιά Πάνω σου έχουν χυμήξει Οι πέντε αισθήσεις

4 ο Άλκης Αλκαίος Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ σκούριασε το κλειδί του παραδείσου Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη και την τρελή σου κυνηγάει σκιά πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει και σε ποιο γαλαξία να σε βρω εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών μ' ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιο Τάσο κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο σ' ένα καρέ τυφλό σ' ένα καρέ τυφλό

5 η Τζένη Μαστοράκη το 1949 στην Αθήνα
1989, M’ ένα στεφάνι φως 1972, Διόδια 1978, Tο Σόι 1983 Iστορίες για τα βαθιά Ο Δούρειος ίππος τότε είπε όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους, κι είπαν γιατί, κι είπε πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό. Κι ύστερα, εκείνος έτρωγε ελαφρά τα βράδια και μικρός είχε δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε λούνα πάρκ.

6 II Μαθαίνουμε να διαβάζουμε συλλαβιστά τις μεγάλες κραυγές
τα μήλα στα καφάσια έχουνε τη δική τους λάμψη και τα φτηνά παπούτσια στα υπόγεια της Αιόλου συνθέτουν βουβά το εμβατήριο όλων των λαών της γης. και τα πετούσα στους υπονόμους IV Η μέρα που ΄φυγε σ΄ αφήνει ένα κέρμα τηλεφώνου δίχως να ξέρεις ποιον να πάρεις και να του πεις πως έξω η δύση μοιράζει προκηρύξεις στους ανεμοδείχτες. Σʼ αφήνει ένα μικρό χαρτί σε μια κλειστή παλάμη μ’ ένα μολωπισμένο μήνυμα. Μένεις λοιπόν με το κέρμα στη χούφτα και το κοιτάς, που έχει από τη μια ένα τραχύ προφίλ της Δικαιοσύνης και το κηρύκειο του Ερμή στην άλλη σύμβολα που δεν το μπορείς όσο κι αν θες να τα εξηγήσεις IX Πρέπει να ‘ ναι δύσκολη η δουλειά του ποιητή. Προσωπικά, δεν το ξέρω. Εγώ σ΄ όλη μου τη ζωή έγραφα μόνο κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα για τις άνυδρες συνοικίες, τα ΄κλεινα σε μπουκάλια και τα πετούσα στους υπονόμους

7 -δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν-
VIII Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν ει- ναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν, όσο μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί. -δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν- Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό ανατρίχιασμα, στους λάκκους, σημάδια ΄που άλλοτε, μικρός περιηγητής, -Τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους- δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή, παρέκει θρόισμα τελειώνει τα ακριβά του ρούχα. Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας, πίσω απ΄ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος πουζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά-τρελό φεγγάρι. V Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά, για πάντα εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για πάντα το κακό σημάδι του, παραφροσύνη δίχως γυρισμό, φοβέρα σκιάζει, μια ιερή σαρκοφαγία πού εξαντλεί. VI Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας, ταξίδι που τους έγραφε, τ άστρα καλά, τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα, κι ανάστροφα στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά γαβγίζει τα καράβια, τ άστρα, τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας - ωραία κοιμητήρια της θαλάσσης, όπου το πιο μικρό έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα. VII Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ τα ψηλά της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς III Δραπετεύω μεσ΄ από τις λέξεις που δεν είπα. Εγκαταλείπομαιστις ώρες που πιο πολύ αγάπησα Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος. Τρομάζω να περιμένω αυτό που δε θα ’ρθει. Τρομάζω στη σκέψη αυτών που δεν έγραψα. Αυτή η σιγή απόλυτα δική μου με κατακερματίζει.

8 ο Γιάννης Υφαντής το 1949 στην Αιτωλία
Γεννήθηκα δεν ξέρω πότε και που. Αναζητώντας την ιαματική ομορφιά Και την αλήθεια που ελευθερώνει, βρέθηκα στους δρόμους της ποίησης. Να 'μαι εδώ που το Μηδέν δαγκώνει την ουρά του με ηδονή και πόνο να 'μαι στο μέσον της αιωνιότητας στην αρχή και στο τέλος της. Κόκκορα άσχημα την έχουμε. Οι κακογαμημένοι θέλουν να μας σφάξουν

9 Έλα ανθρώπινο κορμί πέρνα επάνω μου θαυματουργή εικόνα πέρνα επάνω μου
κι απ’ την αρρώστια του θανάτου γιάτρεψέ με Μανθρασπέντα 1977, Μανθρασπέντα 2004, Έρως ανίκατε μάχαν Σαν τράγος που τον πόθο του τον κέντρισε η αρμύρα να ξεδιψάσω επιθυμώ μες στη μουνοπλημμύρα 2006, Οι μεταμορφώσεις του μηδενός

10 Μεγάλη Άρκτος, Άμαξα εσύ, Αλετροπόδα, Kατσαρόλι, Άλογο των άστρων,
ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ Μεγάλη Άρκτος, Άμαξα εσύ, Αλετροπόδα, Kατσαρόλι, Άλογο των άστρων, κάτω απ το λαιμό σου είδα να διαβαίνει σιγανά πυγολαμπίδα τ’ αερόπλοιο που λένε ξεκινά πτήση νυχτερινή από τη Ρώμη, τη Μαδρίτη, το Λος Άντζελες, τη Λίμα του Περού. Και προσγειώνεται στην έρημο του Γκόμπι όπως όλοι κι όπως όλα. Πού αλλού; Μεγάλη Άρκτος, Άλογο των άστρων που στέκεις μες στης σιωπηλής της ομορφιάς το πλήθος, για μια στιγμή διάττων τις ή ξίφος, πύρινο βέλος ή φλεγόμενη σφενδόνα είδα κοντά στην κεφαλή σου να περνά. Κι ο νους μου πήγε στα κακά τα τωρινά. Τα κοντινά. Και βέβαια, τι καλά, Άλογο εσύ των άστρων δροσερή μου ζωγραφιά δεν το μπορούν οι άνθρωποι εσένα να σε φτάσουν. Αν σ’ έφταναν θα σ έπιαναν τα πόδια σου να σπάσουν για να μπορέσουν νόμιμα έτσι να σε περάσουν στης Δύσης τα χασάπικα κονσέρβες να σε φκιάσουν.

11 Ω ΚΟΚΚΟΡΑ Ώ κόκκορα, ώ κράχτη της αυγής ώ ηλιοφόρε και πτηνόμορφε τοξότη. Οι βασιλιάδες σε μιμήθηκαν βάζοντας στο κεφάλι τους επάνω την κορώνα σου κι έχοντας για σπιρούνια των ποδιών σου τα πηρούνια. Κόκκορα πάντα σου κρατείς τη μυστική σου εκείνη σχέση με το χρόνο και τον ήλιο; Λέγε στους κριτικούς ότι ξοφλήσανε. Λέγε στους χούλιγκαν πως είναι ντεμοντέ. Κόκκορα είσαι το βουνό που έχει για ουρά το ουράνιο τόξο και κεφάλι του τον ήλιο; Κόκκορα το λειρί σου μοιάζει με τα' αρχίδια του Θεού και με τα γένια του Διαβόλου. Κόκκορα τα παιδιά του σωληνάριου σ' έχουν δει μονάχα στο τσιγκέλι ή στην κατάψυξη. Κόκκορα άσχημα την έχουμε. Οι κακογαμημένοι θέλουν να μας σφάξουν. Κοκκορα ο Νίτσε τους χαστούκισε. Κόκκορα πώς φοβούνται το φαλλό. Κόκκορα οι έμποροι μισούν τους ποιητές. Κόκκορα καταστρέφουν τον αέρα, τα νερά, τα δάση, το κορμί, την ομορφιά για να γυρεύουμε την έκσταση στην "άσπρη" τους. Κόκκορα είσαι λέκτωρ ή αλέκτωρ; Κόκκορα θα ζητήσουμε και σύνταξη; Θα βγούμε και οι δυό μαζί στην τηλεόραση; Θα μας αφήσουν; Το Άλας Της Γης Κάτω απ' την αρχαία φωνή του κόρακα η θάλασσα γυμνώθηκε απ' τη γη. Η αμμουδιά είναι η στερνή δορά της θάλασσας. Η θάλασσα γυμνή απ' την άμμο η θάλασσα γυμνή απ' όλα κυματίζει προσπαθεί να γυμνωθεί απ' τον εαυτό της. Το αλάτι είναι η σοφία της θάλασσας, Το είδα στα τραχιά χέρια των βράχων. Το αλάτι είναι η θάλασσα γυμνή κι από τη θάλασσα την ίδια. Το αλάτι είναι η σοφία της θάλασσας. Να είστε το αλάτι αυτού του κόσμου. Όμως όταν τα πάντα έχουν γίνει όμως όταν τα πάντα είναι πια πίσω σου πού θα μπορούσες να κοιτάξεις και να μη γίνεις αλάτι;

12 Διονύσης Καρατζάς το 1950, στην Πάτρα Στο τέλος της βροχής
ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ ΦΩΣ Στο τέλος της βροχής ακολουθεί πάντα το βρέφος φως, που αρχίζει τα σώματα. Όποιος προλάβει τότε ν’ αγαπήσει γίνεται ποτάμι και τρέχει ουρανό. Αγέραστο το φως κυλάει σ΄ ό,τι άρχισε, θυμάται ό,τι θα φωτίσει και σένα που αγάπησα σε θέλει για χαρά μου ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ Σ΄ αγαπώ και αλλάζουν οι μέρες ντύνονται υφάσματα θριάμβου και προσκυνούν ανέμους . Δίπλα του, κρατώντας σε στην αγκαλιά μου, άδουμε τα άσματα των κήπων ( αποκτήσαμε ελευθέρας στα θαύματα ) αυτά που φωτίζουν και τις ρίζες – έχουν μέσα τους φωτιές θυσίες κι ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού. Αλλάζουν οι μέρες γιατί σ’ αγαπώ

13 Aγιος ο Έρωτας Ο υπέρτατος ονειροπόλος
Έτσι που μιλάς σταματάς τα νερά κι ακούω το τρίξιμο του κόσμου Aγιος ο Έρωτας Ο υπέρτατος ονειροπόλος που σε κάνει να ταξιδεύεις σε ουτοπίες. εκείνος που χαράσσεται πάνω σε θρανία, παγκάκια, δέντρα, τοίχους... Αυτός που είναι πάνω απ' όλα.. Σε ξεχώρισα ανάμεσα στις θάλασσες σε χρόνια και σε λόγια. Γι αυτό σε κέρδισα, πέφτοντας στη νύχτα και σ’ όλα τα βαθιά. Σου έγινα χαρά και χώρα να περπατάς, να πετάς και ν΄ ανεβαίνουμε βυθούς και ουρανούς. Κι όποτε θέλουμε γιορτή, πιάνουμε πόνους και χορό στο ίδιο τραγούδι που γράψαμε στο κύμα

14 ο Διονύσης Καψάλης το 1952 στην Αθήνα
Και τι θα πει, μπαμπά, πεθαίνω; Μαθαίνω, αγόρι μου, μαθαίνω Φωνές στην παιδική χαρά ήταν ο κόσμος μια φορά

15 Μέρες Αργίας Μέρες αργές, και πιο αργές του Οκτωβρίου αυτές οι μέρες που περνούν· επιβιώνω μετά τον έρωτα, την ποίηση, τον πόνο, με λίγες μόνο αμυχές προτέρου βίου. Κυλούν οι ώρες σ' ένα πέλαγος Κυρίου, χάρτινοι κόσμοι κυματίζουν, επανδρώνω παλιά απόρρητα γραμμένα σ' άλλο χρόνο, κάτι κρυφούς εορτασμούς εργαστηρίου, κι αύτανδρος μέσα μου βυθίζομαι. Πατέρα άλλον δεν είδα να με θέλει πο κοντά του απ' τον απρόσιτο προσήγορο αιθέρα·         κι όλα που κράτησα πατρώα και μητρώα,        όσα μιλούσαν κι όσα σώπασαν αθρόα,        καίνε στον ύπνο μια παράσταση θανάτου. Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο· μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω κανένα μύνημα φυγής ή κάποιου νόστου. Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου, να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο· θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο, εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του. Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,  ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,  σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·   πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,  επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει  ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του

16

17 Πτυχές του σώματός σου στα σεντόνια Δεν έχω άλλο κόσμο να σου δώσω.
Τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι μαύρες σκέψεις, μέσα στο λίγο που κοιμάμαι συγυρίζουν· βάζουν παράθυρα της νύχτας, ευμενίζουν κλεισμένες πόρτες - περιμένουν επισκέψεις. Κι ας διαφωνώ με τόση πένθιμη σοφία, φιλοτεχνώ πειθήνια σε κάποιο βάζο λουλούδια της γεντιανής κι επισκευάζω ημερολόγια, αισθήματα, λοφία. Λέω, θ' ανοίξει σαν αυλαία τ' όνειρό μου, και θα παιχτεί ξανά ο πρώτος εαυτός μου, θ' αποδοθεί επακριβώς και θα τελειώσει·       κι αυτό το άθλιο παράπηγμα του τρόμου,       αυτό το θέατρο του ειπωμένου κόσμου,      με μια πνοή βρεγμένου δρόμου θα παλιώσει. ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ Πτυχές του σώματός σου στα σεντόνια Δεν έχω άλλο κόσμο να σου δώσω. Απόψε, που με βάρυναν τα χρόνια και σκέφτομαι να φύγω, να τελειώσω γυρεύω το σκοτάδι σου, σαν να ‘σουν Αυγερινός, σε αυτούς που θα με χάσουν Γυρεύω το ξημέρωμα πριν φύγει το σώμα σου στα δάση και στα ρίγη. Μα, σκύβω κι ακουμπώ στη μυρωδιά σου με τ’ άστρωτα λευκά παρηγοριέμαι και να, θυμάμαι κάτι στα μαλλιά σου σαν φως και λίγο-λίγο αποκοιμιέμαι

18 ο Παντελής Μπουκάλας το 1957 στο Μεσολόγγι Διαμορφώνομαι κλέβοντας
το απροσδόκητο της χειρονομίας σου κείνο το χάδι που εκμηδενίζει τις ενδυμασίες μου 1980, Αλγόρυθμος, Πώς πάει η μοναξιά Πώς σπάει η μοναξιά Ένα σίγμα . τελικό εσύ κι η σαγήνη της οσμής σου την άγια ώρα του ιδρώτα 1985, Ο μέσα πάνθηρας

19 Στις αχανείς εκτάσεις μου μια χούφτα ίνα καρατομημένα και διότι
ΕΠΕΛΑΣΗ Στις αχανείς εκτάσεις μου μια χούφτα ίνα καρατομημένα και διότι μ΄ αναγνώρισαν τώρα την άνοιξη τώρα που το ξι της μοναξιάς μου ακονίζει ΑΛΓΟΡΥΘΜΟΣ Όταν νιώθεις το δέρμα σου μολύβι δεν φθάνει το φιλί της για να λιώσεις. Ο ΜΕΣΑ ΠΑΝΘΗΡΑΣ ΚΙΣΣΟΣ Αυτοκτονεί η ελπίδα μου Κισσός στα μάτια σου Μαύρα πουλιά βυθιέμαι στην καρδιά σου Συλλέγοντας λελέκεις και πελέκια Διαμορφώνομαι κλέβοντας το απροσδόκητο της χειρονομίας σου κείνο το χάδι που εκμηδενίζει τις ενδυμασίες μου ΑΛΓΟΡΥΘΜΟΣ Πάντα μπερδεύομαι μπροστά στο αλέτρι Στην τέλεια απλή του άρθρωση τα λόγια μου θυμίζουν πυροσβέστες στη θάλασσα ΑΛΓΟΡΥΘΜΟΣ,

20


Κατέβασμα ppt "ο Γιάννης Πατίλης το 1947 στην Αθήνα Υποδυθήκαμε τα ποιήματα"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google