Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Η νουβέλα παρουσιάζει μία ιστορία που λαμβάνει μέρος στις αρχές του 20ου αιώνα σε ένα μικρό ορεινό χωριό στην τουρκοκρατούμενη Λέσβο. Το κεφάλαιο αναφέρεται στα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τον επαναπατρισμό του Βασίλη του Αρβανίτη στο χωριό του και περιγράφει χαρακτηριστικές σκηνές της καθημερινότητας του χωριού, καθώς ο χρόνος προχωρά προς τον Δεκαπενταύγουστο. Όσον αφορά τις αφηγηματικές τεχνικές, υπάρχει συνδυασμός στους τρόπους αφήγησης: από τη μια μεριά, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ομοδιηγητική αφήγηση, όπου ο ενδοδιηγητικός αφηγητής – συγγραφέας συμμετέχει στον απόηχο των γεγονότων που συνδέονται με την παρουσία και τις πράξεις του Βασίλη και εκφράζονται σε α’ πληθυντικό πρόσωπο / από την άλλη μεριά, έχουμε τριτοπρόσωπη, ετεροδιηγητική αφήγηση στα σημεία, όπου αναφέρεται το περιστατικό της σωτηρίας του Ζαφείρη από τον Βασίλη, του τσακωμού του Γιούταφου και του Βασίλη και την πώληση των κρεάτων από τον Γιούταφο. Παράλληλα, υπάρχουν σύντομα, αλλά μεστά διαλογικά μέρη ανάμεσα στον Βασίλη και τον Γούταφο και ανάμεσα στους χωριανούς και τον Γιούταφο, όπου εμβαθύνουν και σκιαγραφούν την προσωπικότητα των δύο προσώπων. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με γραμμική αλληλουχία, το ένα μετά το άλλο σε παροντικό χρόνο. Το ύφος του κεφαλαίου είναι απλό, καθημερινό και άμεσο, καθώς περιγράφονται καθημερινά γεγονότα από τη ζωή του χωριού και σκιαγραφούνται χαρακτηριστικοί τύποι χωριανών, χιουμοριστικό,όταν περιγράφεται η αντίδραση των χωριανών ύστερα από την διακωμώδηση και την ταπείνωση του Γιούταφου από τον Βασίλη, σοβαρό και με κοινωνικό περιεχόμενο, καθώς θίγονται ζητήματα, όπως η παιδική εργασία και η εκμετάλλευση της ασθενέστερης τάξης από τους πλουσιότερους εργοδότες της, ενώ ο τόνος είναι εξομολογητικός και σοβαρός, αφού επισημαίνονται περισσότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ψυχής του Βασίλη και προβάλλεται η πεισματική κι ελεύθερη ψυχή του και το αγέρωχο πνεύμα του. Η γλώσσα είναι δημοτική, απλή και φυσική, με επιτηδευμένη επιλογή των λέξεων και ιδιωματισμούς της τοπικής διαλέκτου του νησιού της Λέσβου.

3 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το κεφάλαιο ξεκινά με μία υμνητική διάθεση, με ένα κλίμα έντονου θαυμασμού και σεβασμού προς τον Βασίλη τον Αρβανίτη, ο οποίος καταγράφεται με λυρικό και γλαφυρό τρόπο από το συγγραφέα / ο Βασίλης αποτελεί το έναυσμα, την αφετηρία για αλλαγή, αισιοδοξία και ελπίδα μέσα στις ψυχές των συγχωριανών του  το θαραλλέο του παράστημα και η αγέρωχη και πεισματική ψυχή του αποτελούν πηγή ζωής για το ελληνικό στοιχείο του χωριού και ενσαρκώνουν τις αρετές της ελληνικής λεβεντιάς και εθνικής συνείδησης  η ορμητικότητα, η παρρησία του, η ελευθερία των πράξεών του, η δύναμη των νιάτων του προσδίδουν ένα χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο κλίμα στις ψυχές των συγχωριανών του, το οποίο μεταδίδεται σε όλο το χωριό («από τη μερα...σημασία;»). Στη συνέχεια, ο συγγραφέας – αφηγητής, μέσα από τις έντονες και διεισδυτικές παιδικές αναμνήσεις του, μεταφερει τους αναγνώστες σε ένα χαρμόσυνο και πανηγυρικό γεγονός, σε μία τοπική θρησκευτική γιορτή την ημέρα της Ανάληψης του Χριστού  ηθογραφική λεπτομέρεια αποτελεί η πομπή που συντελείται από τους κατοίκους του χωριού κάτω προς το λιμάνι και το εκκλησάκι πάνω στο θαλασσόβραχο (κοινό μοτίβο σε παραθαλάσσιες περιοχές των νησιών του Αιγαίου) / η πομπή αυτή υποδηλώνει την ιστορική συνέχεια του θρησκευτικού αισθήματος του ελληνικού στοιχείου, που ήδη υπήρχε από τα αρχαία χρόνια ( η πομπή των Παναθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς)  η προσφορά καρπών από την αγροτική παραγωγή και καλλιέργεια της περιοχής προς τα θεία και η παρέμβαση του ιερέα που τα ευλογεί αποτελεί ηθογραφική λεπτομέρεια και διαχρονικό στοιχείο της έκφρασης του θρησκευτικού αισθήματος των ανθρώπων μέσα από την προσφορά τους ή θυσία τους προς τα θεία («θυμάμαι...κόσμο»)

4 Σε αυτήν την πανηγυρική ατμόσφαιρα συμμετέχει και ο Βασίλης με τα παλικάρια του, όπου εκφράζουν τη ζωντάνια τους, την ανεμελιά τους, το ατίθασο και ελεύθερο πνεύμα τους και την αδιάκοπη ορμητικότητά τους, τη ζωηράδα και την αψύτητά τους μέσα από το γλέντι (χαρακτηριστικό στοιχείο της εξωστρεφούς ελληνικής ψυχής)  η φύση, μάλιστα συμμετέχει σε και ταυτίζεται με, μέσα από γλαφυρές και λυρικές μεταφορές και παρομοιώσεις, που παρουσιάζουν την γλωσσοπλαστική δεινότητα του συγγραφέα, τα παθιασμένα συναισθήματα, την εξωτερική αρτιότητα και ομορφιά και την ορμητική δύναμη του Βασίλη («κατέβηκε κι... της ομορφάδας του»). Στη συνέχεια, εισάγεται στο κεφάλαιο ένα καινούργιο πρόσωπο, ο «μπακαλοχασαπο ταβερνιάρης» Σωτήρης Γιούταφος, ο οποίος αντιπροσωπεύει την άρχουσα και οικονομικά εύρωστη κοινωνική τάξη σε αντιδιαστολή με τη φτωχή αγροτική τάξη του χωριού. Ο Σωτήρης περιγράφεται ως ο άξεστος και χοντρός έμπορος του χωριού, του οποίου η οικονομική δύναμη του έδινε ισχύ, αποτελούσε αιτία φόβου, αλλά και «εξαγόραζε» τον κίβδηλο σεβασμό των συγχωριανών του  ακόμα παρουσιάζεται, σκληρός, συμφεροντολόγος και απαιτητικός, ως ο στυγνός εκμεταλλευτής των εργατών του στα χωράφια του, που ανταμοίβει τον κόπο τους με παλιά προϊόντα από το μπακάλικό του (θίγεται το διαχρονικό και πανανθρώπινο φαινόμενο της κοινωνικής αδικίας της ανώτερης τάξης απέναντι στην ασθενέστερη κοινωνική τάξη, την οποία εκμεταλλεύεται για προσωπικό όφελος και κέρδος)  επίσης, ασκεί ηγετική και εξουσιαστική δύναμη επάνω στους συγχωριανούς του, καθώς από αυτόν εξαρτάται η αποκλειστική παροχή κρέατος στο χωριό (ηθογραφικές λεπτομέρειες αποτελούν τα είδη των προϊόντων που προμηθεύει το μπακάλικο καθώς και η αμφίεση του χασάπη με το γεντέκι του (το μαχαίρι του χασάπη)) («ήταν στο χωριό μας...γεντέκια»)

5 Χαρακτηριστικό γνώρισμα και κοινό τόπο αποτελεί το γεγονός πως ο Γιούταφος είχε στη δούλεψή του ενα ορφανό μικρό αγόρι, έναν έφηβο, τον Ζαφείρη, για να τον βοηθάει στο μαγαζί  το παιδί παρουσιάζεται «ήρεμο και υπάκουο», καλοκάγαθο, εργατικό και σεβαστικό, το οποίο είχε υποταχτεί πλήρως στην άδικη μοίρα του, καθώς το αφεντικό του το εκμεταλλευόταν με σκληρότητα και αγριότητα, το εξανάγκαζε να δουλεύει κάτω από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες και θεωρούσε δεδομένη την πλήρη υποταγή του  αυτή η απάνθρωπη, άκαρδη και μιαρή συμπεριφορά του Γιούταφου αποτελούσε πολλές φορές αντικείμενο αρνητικού σχολιασμού και αναθεματισμού από τους συγχωριανούς του, που έβλεπαν την πασιφανή εκμετάλλευση του παιδιού, αλλά αντιδρούσαν χαμηλόφωνα και κρυφά από τον ενδόμυχο φόβο να μην μπλεχτούν σε περιπέτειες και να μην προκαλέσουν την οργή του Γιούταφου («αυτός ο Γιούταφος...μοβόρο»). Στη συνέχεια, ο συγγραφέας περιγράφει ένα γεγονός, που εξυψώνει τον Βασίλη σε υπερασπιστή των ασθενέστερων και σε οργισμένο, ορμητικό, θαρραλέο μαχητή της αδικίας και της εκμετάλλευσης και υπερασπιστή της τιμής και της αξιοπρέπειας των αδικουμένων η περιέργεια του Βασίλη ελκύεται από τη μάζωξη των συγχωριανών του έξω από το μαγαζί του Γιούταφου, ακόμα περισσότερο δε από την ξιπασμένη, αδιάφορη, σκληρή, άτεγκτη και προκλητική συμπεριφορά του μαγαζάτορα, ο οποίος με ηγετική στάση, απάθεια κι αυθάδεια κάπνιζε το ναργιλέ του και κοιτούσε με καταφρόνια και ξιπασιά το συγκεντρωμένο κόσμο, ενώ παράλληλα από το εσωτερικό του μαγαζιού ακουγόταν το αδύναμο και ανήμπορο κλάμα του Ζαφείρη  Ο Βασίλης, όταν κοιτάει στο εσωτερικό του μαγαζιού, έρχεται αντιμέτωπος με ένα φρικιαστικό και αποτρόπαιο θέαμα  το νεαρό αγόρι ημίγυμνο, δεμένο ανάποδα χειροπόδαρα σε μία ξύλινη σκάλα, με το αίμα να κατεβαίνει στο κεφάλι του, να κοκκινίζει τα μάτια του και να στάζει από την μύτη του / η εικόνα αυτή δηλώνει την απανθρωπιά, την σκληρότητα, την αναίδεια, αλλά και τη θρασυδειλία του Γιούταφου, ο οποίος χωρίς κανένα μέτρο και ισορροπία, χωρίς κανένα σεβασμό στα δικαιώματα του Ζαφείρη, χωρίς ντροπή και όνειδος για την επαίσχυντη συμπεριφορά του, τα βάζει με κάποιον μικρότερο και πιο αδύναμο από αυτόν, ξεσπά πάνω του με εξουσιαστική συμπεριφορά και επιπλέον διασκεδάζει με το όλο γεγονός («μιά μέρα...κοτσιφιού»)

6 Ο Βασίλης δεν μπορεί να ανεχτεί αυτήν την αδικία εις βάρος και τον εξευτελισμό του μικρού αγοριού και αμέσως αντιδρά με ορμητικές, καίριες, αποφασιστικές και δυναμικές κινήσεις  με τόλμη, ορμητικότητα, υπερφυσική σωματική ρώμη και ψυχικό σθένος μπαίνει στο μαγαζί, αναποδογυρίζει την σκάλα και φέρνει το παιδί ξανά σε όρθια στάση, το φροντίζει με καλοκαρδοσύνη και περιποιητικά διάθεση, βάζοντάς το να καθίσει, να ξεκουραστεί και το ξεπλένει από τα αίμα με το δροσερό νερό που είχε το αφεντικό του για να πίνει, αδιαφορώντας για το μαρτύριο του παιδιού  στη συνέχεια, για να απαλύνει λίγο τον κόπο, την θλίψη, την ανημποριά, αλλά και την ταπείνωση του παιδιού και για να το υπερασπιστεί απέναντι στο άτεγτο και σκληρό αφεντικό του του δίνει ένα ασημένιο νόμισμα στο χέρι, προκαλώντας την ευγνωμοσύνη και το ψυχικό ξαλάφρωμα του παιδιού, το οποίο ξεσπά σε κλάματα μέσα σε ένα συνοθύλευμα συναισθημάτων ανημποριάς, αυτολύπησης, αδικίας, λύτρωσης, ανακούφισης και ευγνωμοσύνης απέναντι στον άνθρωπο που υπερασπίστηκε την τιμή και την αξιοπρέπειά του και το έβγαλε από την δυσχερή θέση να αποτελεί αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από το αφεντικό του, αλλά και περιέργειας και οίκτου για τους συγχωριανούς του («περνά μέσα... κλάμματα»). Το όλο γεγονός παρακολουθεί διεισδυτικά και λεπτομερώς ο Γιούταφος, ο οποίος νιώθει ότι ο Βασίλης προσβάλλει την τιμή του, καθώς ανακατεύεται απρόσκλητος στις δικές του υποθέσεις, απειλεί την κυριαρχία του και αμφισβητεί τις πράξεις του και τη θέλησή του  η παρέμβαση του Βασίλη τον κάνει να θυμώσει, αλλά η θρασυδειλία του και η ψευτοπερηφάνεια του τον κάνει να κρατάει αποστάσεις και να δείχνει την αγανάκτησή του απλά με το να ρουφά τον καπνό του ναργιλέ του θυμωμένος  ο Βασίλης, δεν μπορεί να ανεχτεί αυτή την ανήθικη και δειλή συμπεριφορά του τόσο απέναντι στο παιδί όσο και απέναντι στον ίδιο και αντιδρά προκαλώντας τον Γιούταφο και κλωτσάει το ναργιλέ που αυτός κάπνιζε (ηθογραφική λεπτομέρεια αποτελεί το κεχριμπαρένιο στόμιο του ναργιλέ)  με πάθος, αλλά και αποφασιστική ηρεμία, αποκαθιστά την αδικία, αντιδρά στον εκμεταλλευτή εργοδότη και υπερασπίζεται τους αδύναμους, απειλώντας ευθέως τον Γιούταφο ότι θα τον πετσοκόψει με το χασαπομάχαιρό του αν ξαναπειράξει το παιδί («ο Γιούταφος...στιφά»).

7 Ο μπακαλοταβερνιάρης αισθάνεται πως ο Βασίλης έχει εξευτελίσει και καταρρακώσει την πρωτοκαθεδρία του και την αξιοπρέπειά του, για αυτό και προσπαθεί να τον χτυπήσει και να τον μαχαιρώσει, για να ξεπλύνει την ντροπή  η υπερφυσική δύναμη και το σθένος του δεύτερου, όμως, τον κάνουν να γλιτώσει και να εξευτελίσει ακόμα περισσότερο τον ανίσχυρο Γιούταφο, καθώς του επιστρέφει το μαχαίρι του διπλωμένο στα δύο  η αντίδρασή του αποπνέει μετρημένες και στωϊκές κινήσεις, οι οποίες κρύβουν παράλληλα αποφασιστικότητα, αγέρωχο πείσμα και περηφάνεια / ο Βασίλης δεν θέλει να χτυπήσει τον Γιούταφο, αλλά να τον μειώσει και να του θίξει την τιμή του για όλες τις άδικες και συμφεροντολογικές πράξεις που έχει επιτελέσει(«ο Γιούταφς..να φύγει»)  αυτή η συμπεριφορά του Βασίλη κάνει τον Γιούταφο να εξοργιστεί ακόμα περισσότερο και να θέλει να τον χτυπήσει με την καρέκλα που καθόταν, την οποία όμως αρπάζει ο Βασίλης και την «φοράει κολάρο» στον εκδικητικό ταβερνιάρη, προκαλώντας φανερά γέλια και σκωπτικά πειράγματα από τους συγχωριανούς, που αφήνουν, για πρώτη φορά, να φανεί η δυσαρέσκειά και η απέχθεια τους για τις κατακριτέες πράξεις του Γιούταφου («ο Γιούταφος...κατάμουτρα»). Στη συνέχεια, το κεφάλαιο αναφέρει ένα ηθογραφικό στοιχείο, που συνδέεται με το θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων, τη νηστεία των σαράντα ημερών που προηγείται από τη γιορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο. Απέναντι στο θρησκευτικό τους καθήκον, όλοι οι κάτοικοι του χωριού είναι ίσοι, είτε είναι πλούσιοι είτε φτωχοί, καθώς η εξάσκηση του θρησκευτικού καθήκοντος δεν επιτρέπει ανισότητες και διακρίσεις / μάλιστα, ο συγγραφέας αναφέρει με περιπαικτική διάθεση πως ακόμα και οι Τούρκοι κάτοικοι εξαναγκάζονταν να νηστεύουν το κρέας, καθώς εξαρτώνταν και αυτοί από τον Έλληνα χασάπη να τους προμηθεύσει (για μία ακόμα φορά θίγεται το θέμα της «αναγκαστικής» συνύπαρξης των δύο εθνοτήτων στο ορεινό χωριό)  και παρόλο που έφτασε η παραμονή της μεγάλης γιορτής, ο Γιούταφος κρατούσε κλειστό το μαγαζί αντίθετα από την παράδοση, προκαλώντας την έκπληξη και την αμηχανία των συγχωριανών του («ήταν η νηστεία...κρέατα») 

8 Στην ουσία, ο χασαποταβερνιάρης διακατέχεται από εκδικητική μανία, απέχθεια, μίσος και έντονη δυσαρέσκεια απέναντι στους συγχωριανούς του λόγω του περιστατικού που είχε συμβεί ανάμεσα σε αυτόν και τον Βασίλη τον Αρβανίτη  μέσα στη θρασυδειλία του και την ανώριμη συμπεριφορά του δικαιολογείται ότι τα ζώα βρίσκονται στη βοσκή και με πεισματική και εγωϊστική διάθεση δηλώνει πως, αν δεν θέλει να τα σφάξει, δεν θα τα σφάξει, προσπαθώντας να επιβληθεί στους συγχωριανούς του και να τους δείξει πως μπορεί να τους ελέγχει και να τους εξουσιάζει (« ο Γιούταφος...τα κόβω») για μία ακόμη φορά ο Βασίλης αναλαμβάνει το ρόλο του μεσολαβητή, του υπερασπιστή του δικαίου και με ήρεμη αλλά και περήφανη στάση προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα, να εξομαλύνει την κατάσταση, να μην προσβάλει περισσότερο τον Γιούταφο και να αντικαταστήσει την ισορροπία των πραγμάτων, για αυτό και αναφέρει πως ο χασάης απλά αστειεύεται και πως αύριο θα υπάρχει αρκετό κρέας στο μαγαζί του που θα το πουλάει και οικονομικά, κάτι που προκαλεί την περαιτέρω πεισματική και αρνητική στάση του Γιούταφου («μπήκε ο Βασίλης... ο Γιούταφος») / το υπαινικτικό χαμόγελο του Βασίλη, καθώς απομακρύνεται από το μαγαζί, ουσιαστικά υποδηλώνει και προοικονομεί ότι ο νέος έχει σκεφτεί με οξυδέρκεια και αποφασιστικότητα για το πώς θα αποκαταστήσει την ισορροπία στο χωριό («Ο Βασίλης... πήγαινε»). Ο Βασίλης, λοιπόν, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία με αγέρωχο πείσμα και ατίθασο πνεύμα, που δεν υπακούει σε νόμους και περιορισμούς, να καταπατήσει την περιουσία του Γιούταφου και να σφάξει μόνος του δέκα βόδια, για να προμηθεύσει το χωριό με κρέας και να αποκαταστήσει την ηρεμία και την παράδοση της κρεατοφαγίας ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο - αυτό φυσικά προκαλεί την οργισμένη αντίδραση του Γιούταφου, ο οποίος, όμως, βρέθηκε στη δύσκολη θέση να αποδεχτεί όλη την κατάσταση, γιατί από την πώληση του κρέατος θα κέρδιζε πολύ περισσότερα χρήματα και ουσιαστικά το υλικό κέρδος ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε και καθόριζε το νόημα της ζωής του / μάλιστα, ο λόγος του Βασίλη για το ότι θα πουλούσε οικονομικά τα κρέατα επαληθεύεται, καθώς για να μην του μείνει περίσσευμα κατέβασε τις τιμές, καθώς παράλληλα ο κόσμος δεν είχε τα μέσα να αγοράσει μεγάλη ποσότητα κρέατος γιατί δεν είχε τα μέσα να την διατηρήσει μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού (ηθογραφικό στοιχείο αποτελέι η ύπαρξη σε μεταγενέστερα χρόνια του πάγου και της παγωνιέρας για την συντήρηση των τροφίμων) («την άλλη μέρα... τα κρέατα»).

9 Στο τέλος του κεφαλαίου διαφαίνεται ότι μέσα από αυτό το περιστατικό, που, για μία ακόμη φορά, έδειξε ότι ο Βασιλης δεν υπολογίζει τους ανθρώπινους ή τους ηθικούς νόμους, ότι καταφεύγει ακόμα και στην κλεψιά και καταστροφή ξένης ιδιοκτησίας, αν νομίζει ότι κάνει καλό στην κοινότητα, ξεκίνησε το μεγάλο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, που συνδέει την μεγάλη αυτή θρησκευτική γιορτή με ένα χαρμόσυνο και φαιδρό κλίμα («με τούτο... πανηγύρι»).


Κατέβασμα ppt "ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google