Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΙΟΘΟ 251-ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΙΙ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΙΟΘΟ 251-ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΙΙ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΙΟΘΟ 251-ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΙΙ
Εβδομάδα 11:Clark, Mitchell Rima, σελ , Μετά-Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική, Γ.Αργείτης

2 John Maurice Clark Ενδιαφέρθηκε να τονίσει τις αδυναμίες της ψυχολογικής βάσης επάνω στην οποία θεμελιώθηκε η νεοκλασική θεωρία. Η θεωρία της οριακής χρησιμότητας θεμελιώνεται σε μια υπεραπλουστευμένη εικόνα της ανθρώπινης φύσης.

3 John Maurice Clark Υποστήριξε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων συνεπάγεται τόσο μεγάλη προσπάθεια που οι άνθρωποι τείνουν να περιορίσουν την έκταση στην οποία ασκούν την ελευθερία επιλογής. Έχουν την τάση να στηρίζονται σε καθιερωμένους τρόπους συμπεριφοράς για να αποφύγουν το ψυχολογικό κόστος της επιλογής.

4 John Maurice Clark Επομένως, η συμπεριφορά δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα ενός αδιάκοπου, ορθολογικού υπολογισμού, όπως το φαντάζονται οι ορθόδοξοι θεωρητικοί, όσο της συνήθειας και της ρουτίνας. Κοινωνική Οικονομική: εστιάζεται στην αποδοτικότητα όλου του οικονομικού συστήματος σε σχέση με την επίτευξη των οικονομικών στόχων της κοινωνίας.

5 Wesley Mitchell National Bureau of Economic Research.
Μελέτησε αναλυτικά στοιχειά για την υποχώρηση και τη ροη της επιχειρηματικής δραστηριότητας από την μια φάση του οικονομικού κύκλου στην άλλη.

6 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Ο Davidson (1981) παρατηρεί ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά του Keynes ήταν η ανάπτυξη ενός νομισματικού πλαισίου ανάλυσης των οικονομιών του 20ου αιώνα, που περιλάμβανε τις αγορές, χρηματικά συμβόλαια, χρηματικούς μισθούς, προσδοκίες, απασχόληση και παραγωγή.

7 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Mία βασική αδυναμία των Μ-Κ οικονομικών, που συνήθως αποτελεί τη βάση της κριτικής που ασκείται εναντίων τους, είναι η ποικιλία των προσεγγίσεων που συνθέτουν την Μ-Κ θεώρηση, οι οποίες διαφέρουν ως προς τη μέθοδο και τα στοιχεία τους, ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις να εμφανίζονται και αντιθέσεις μεταξύ τους.

8 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Aξονα συσπείρωσης των Μ-Κ οικονομολόγων, δηλαδή ότι τα οικονομικά μοντέλα θα πρέπει να αναλύουν πραγματικές και όχι φανταστικές οικονομίες, απομονωμένες από τα προβλήματα των κοινωνιών. Η υπόθεση-παραδοχή της αυτoρρύθμισης των ελεύθερων αγορών συνεπάγεται μία επίσης θεμελιακή υπόθεση-παραδοχή για τη συνοχή του νεοκλασικού υποδείγματος.

9 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Μία τέτοια είδους ανάλυση του οικονομικού συστήματος δεν μπορεί παρά να αξιολογεί το ρόλο του χρήματος ως ουδέτερο ως προς τη λειτουργία των άριστα συμπεριφερόμενων και αυτορρυθμιζόμενων ανταγωνιστικών αγορών. Το υπόδειγμα της γενικής ισορροπίας αποτελεί κλασικό παράδειγμα αφαίρεσης από την ιστορία, τους θεσμούς, τις δομές, τις νομισματικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των κοινωνιών.

10 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Η αιτία είναι ότι η νεοκλασική οικονομική θεωρία, παρά τη σύνθετη μαθηματική διατύπωση της, στερείται ρεαλισμού. Οι επιπρόσθετες υποθέσεις της ορθολογικής συμπεριφοράς, της πλήρους πληροφόρησης και της τέλειας γνώσης αφαιρούν ακόμη περισσότερο ρεαλισμό από την σύγχρονη, ορθόδοξη οικονομική ανάλυση. Στην ίδια παράδοση, μοντέλα που υποθέτουν ατέλειες των αγορών, αποδίδουν τις ατέλειες αυτές σε κρατικές και νομισματικές παρεμβάσεις που προκαλούν αποκλίσεις από την άριστη, κατά τη νεοκλασική περιγραφή, συμπεριφορά των αγορών.

11 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Ενδογενείς, ως προς τις αγορές, δυνάμεις που συστηματικά παρεμποδίζουν την εκκαθάριση τους, δεν προβλέπονται από την ορθόδοξη οικονομική ανάλυση. Απορρίπτοντας τις θεμελιακές υποθέσεις των νεοκλασικών οικονομικών, ειδικότερα την υπόθεση της ουδετερότητας του χρήματος, τα Μ-Κ οικονομικά αρνούνται την ισχύ του Νόμου του Say και συνεπώς τη δυνατότητα των αγορών να αυτορυθμισθούν και να ισορροπήσουν σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

12 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Oτι ο ιστορικός χρόνος και οι θεσμοί να αποτελούν τα κύρια συστατικά της M-K ανάλυσης. Ο Davidson παρατηρεί επίσης ότι η σύνθεση που επιχειρήθηκε από τους Hicks, Samuelson, Tobin, ήταν μία προσπάθεια να ολοκληρωθούν οι προτάσεις πολιτικής του Keynes για τις οικονομίες του 20ου αιώνα με τη νεοκλασική θεωρία του 19ου αιώνα. Η τελευταία ενσωματώνει το Νόμο του Say και το αξίωμα της νομισματικής ουδετερότητας, καταστάσεις εντελώς ξένες προς το πνεύμα της Γενικής Θεωρίας.

13 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Η χρήση μαθηματικών συμβόλων ήταν απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί η υπέρβαση από τις λογικές ασυνέπειες της νεοκλασικής σύνθεσης και την κατάληξη του συστήματος στη νεοκλασική σύλληψη της ισορροπίας μακροχρόνια. Στην Μ-Κ οικονομική, οι προτιμήσεις των καταναλωτών προσδιορίζονται από μία ιεράρχηση των ατομικών αναγκών (Robinson, 1956) και όχι από τη μεγιστοποίηση υποκειμενικών-ατομικών χρησιμοτήτων

14 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Στη σφαίρα της παραγωγής, η Μ-Κ θεωρία υποθέτει την ύπαρξη μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που συνεπάγονται κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισχύ στην αγορά των αγαθών και υπηρεσιών (Kalecki, 1971). Το κέρδος θεωρείται πηγή χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων. Ωστόσο, η νεοκλασική ταυτότητα, αποταμίευση = επένδυση, δεν υιοθετείται, αφού η μετατρεψιμότητα των κερδών και της αποταμίευσης σε επένδυση, συνεπώς και μεγέθυνση, προσδιορίζεται από τις επιχειρηματικές προσδοκίες (Davidson, 1994; 2002). Οι Θεσμικοί παράγοντες, λοιπόν, παίζουν σημαντικό ρόλο συνεπώς στη διανομή του εισοδήματος, στη διάρθρωση και το επίπεδο της παραγωγής, στη διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων και της συνολικής ζήτησης.

15 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Η αβεβαιότητα διαταράσσει συνεπώς την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού των τιμών στη διαχρονική κατανομή των διαθέσιμων σε μία κοινωνία πόρων, αφαιρώντας αξιοπιστία από τον θεσμό της αγοράς (Davidson, 2002). Βάσει της Μ-Κ αντίληψης για την αβεβαιότητα, είναι αδύνατο να έχουμε πλήρη πληροφόρηση για πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον

16 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Συνεπώς, το μέλλον δεν μπορεί να υπολογιστεί από κανένα μαθηματικό μοντέλο. Στη Μ-Κ θεωρία οι αγορές σήμερα χαρακτηρίζονται από ολιγοπώλια και μονοπωλιακό ανταγωνισμό. Η Μ-Κ θεωρία των τιμών: οι τιμές καλύπτουν το κόστος παραγωγής και δεν αποτελούν μηχανισμό κατανομής σπανίων πόρων. οι επιχειρήσεις καθορίζουν τις τιμές βάσει του τι θεωρούν κανονικό κόστος και στη συνέχεια προσθέτουν το ποσοστό κέρδους (mark up) που επιθυμούν και μπορούν να επιβάλλουν

17 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
οι τιμές διαμορφώνονται βάσει της όλης αναπαραγωγικής λειτουργίας και εξέλιξης της επιχείρησης και όχι στιγμιαία ως μέσο μεγιστοποίησης του κέρδους. οι τιμές δεν εκκαθαρίζουν τις αγορές. η Μ-Κ θεωρία των τιμών έχει άμεση αντανάκλαση στη διανομή του εισοδήματος και πρέπει να κατανοηθεί μέσω των συνεπειών της σε αυτή.

18 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Η Μ-Κ θεωρία της διανομής υπογραμμίζει το ρόλο της επένδυσης, της απασχόλησης, της μεγέθυνσης και των τιμών στη διανομή του εισοδήματος. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι υιοθετούν την ιδέα ότι καθώς αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μία χώρα, η διάρθρωση της ζήτησης μεταβάλλεται, καθώς μετακινείται προς νέα προϊόντα, ως αποτέλεσμα αλλαγών στις προτιμήσεις των καταναλωτών με συνέπειες στην κατανομή των πόρων. Η ιδέα της διαρθρωτικής μεταβολής στην προσφορά και τη ζήτηση κάνει αναγκαία την ιστορική προσέγγιση στη συσσώρευση κεφαλαίου. Εκείνο όμως που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι η κυβέρνηση έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των μακροχρόνιων κοινωνικών αναγκών και προβλημάτων και της κατάστασης της οικονομίας. Ο ιδιωτικός τομέας συνήθως πράττει βάσει της ευκαιρίας που του παρουσιάζεται για εύκολο και γρήγορο κέρδος.

19 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Για τη Μ-Κ οικονομική θεωρία, η αποτυχία της αγοράς να πετύχει την αποτελεσματικότητα που υπόσχεται στην κατανομή των πόρων οφείλεται στην ασταθή συμπεριφορά της επένδυσης, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στον ευμετάβλητο χαρακτήρα των προσδοκιών και στην ψυχολογία των επενδυτών. Kalecki (1971) στο καταπληκτικό άρθρο του για τη πολιτική διάσταση της πλήρους απασχόλησης αναφέρεται στις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της μείωσης της ανεργίας. Η πλήρης απασχόληση αυξάνει την πολιτική ισχύ της εργασίας, η οποία διεκδικώντας κοινωνικές αλλαγές θέτει σε αμφισβήτηση τα θεμέλια της οικονομίας της αγοράς και τα βιομηχανικά και τραπεζικά συμφέροντα που ωφελούνται από το υπάρχον οικονομικό σύστημα.

20 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Το δημόσιο έλλειμμα και χρέος θα πρέπει κάθε φορά να προσαρμόζονται στις ανάγκες της οικονομίας να διαχειριστεί το πρόβλημα της ανεργίας. Επίσης, για τους Μ-Κ οικονομολόγους μία αύξηση στην ποσότητα του χρήματος δεν συνεπάγεται αυτόματα πληθωριστική πίεση στο οικονομικό σύστημα. Στην Μ-Κ παράδοση, η προσφορά του χρήματος έχει ενδογενή προέλευση και συσχετίζεται με την αύξηση της ζήτησης δανείων από τη πλευρά του ιδιωτικού τομέα (Arestis, 1992).

21 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Οι Μ-Κ οικονομολόγοι υιοθετούν την γνώμη του Keynes ότι δηλαδή κανένας δεν έχει το δικαίωμα σε μία δημοκρατική και πολιτισμένη κοινωνία να προσπαθήσει να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών και τη μείωση του πληθωρισμού εάν αυτό συνεπάγεται μία μόνιμη κατάσταση ανεργίας. Οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να ασκήσουν πολιτικές πλήρους απασχόλησης. Είναι ωστόσο εφικτό για τις οικονομίες της αγοράς να πετύχουν πλήρη απασχόληση χωρίς πληθωριστικές πιέσεις και προσδοκίες;

22 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Για τους Μ-Κ οικονομολόγους, ο πληθωρισμός είναι συνέπεια της διανεμητικής σύγκρουσης ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Συνεπώς, με τη σωστή αξιοποίηση της εισοδηματικής πολιτικής είναι δυνατή η αποφυγή της διανεμητικής σύγκρουσης και των πληθωριστικών συνεπειών αυτής. Αυτό ωστόσο προϋποθέτει την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών διαπραγμάτευσης των μισθών, τιμών, επιτοκίων, κλπ.

23 Μετά Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική
Η περαιτέρω βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα απαιτούσε κάποια μορφή ελέγχου της επένδυσης. Είναι χαρακτηριστική η πρόταση του Keynes (1936) για ‘κοινωνικοποίηση’ της επένδυσης. Στην ανάλυση του Keynes η ‘κοινωνικοποίηση’ σταθεροποιεί την επένδυση, ώστε ικανοποιητικά να καλυφθεί η διαφορά εισοδήματος-κατανάλωσης και να παραμείνει η οικονομία κοντά στη πλήρη απασχόληση.


Κατέβασμα ppt "ΙΟΘΟ 251-ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΙΙ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google