Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί και η κοινωνικοποιητική τους λειτουργία

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί και η κοινωνικοποιητική τους λειτουργία"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί και η κοινωνικοποιητική τους λειτουργία

2 Η είσοδος των παιδιών στον σχολικό θεσμό σηματοδοτεί τη διαβατήρια τελετή εξόδου τους από την οικογένεια και τη στιγμή αποκρυστάλλωσης της διάκρισης του ιδιωτικού από το δημόσιο. Ο Talcott Parsons επισημαίνει ότι το σχολείο δεν επιτελεί μόνο κοινωνικοποιητικό έργο, μεταδίδοντας και ενσταλάζοντας στους μαθητές την ικανότητα και ετοιμότητα για επιτυχή ανάληψη, μελλοντικά, ρόλων ενηλίκων, αλλά με τον τρόπο που λειτουργεί κατανέμει και το εργατικό δυναμικό (το σχολείο ως επιλεκτικός μηχανισμός).

3 Όπως γράφει: “Υπάρχει μια ολοένα πιο εμφανής σχέση μεταξύ κοινωνικού status ενός ατόμου και της σχολικής επίδοσης. Κοινωνικό status και επίπεδο εκπαίδευσης συνδέονται αναμφίβολα με την κατακτηθείσα επαγγελματική θέση” Επομένως, το σχολείο στην οπτική του λειτουργεί ως διαμεσολαβητής: α) για την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της αφομοίωσης κοινωνικών αξιών και προτύπων συμπεριφοράς, β) για την κατανομή των ατόμων σε επαγγελματικές θέσεις

4 Η καθιέρωση της σχολικής φοίτησης
Η οικογένεια δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις νέων εργασιών και κοινωνικών απαιτήσεων που εμφανίζονται στις βιομηχανικές κοινωνίες Η διάκριση των θεσμών κοινωνικοποίησης σε δημόσιους και ιδιωτικούς συμπίπτει και συνεπάγεται (με) τη διάκριση ανάμεσα σε ενήλικες (φορείς κοινωνικοποίησης) και ανηλίκους (υποκείμενα κοινωνικοποίησης)

5 Δύο ερευνητικές κατευθύνσεις για τη μελέτη των θεσμών της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποιητικής τους λειτουργίας Α. Έμφαση στην κοινωνική καταγωγή και το κοινωνικό στρώμα της οικογένειας του παιδιού. Ο ρόλος του σχολείου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Β. Έμφαση στις αλληλοδράσεις εντός του σχολικού περιβάλλοντος και τη σχολική καθημερινότητα (σχέσεις μαθητών-δασκάλων, κατά κοινωνικό φύλο κοινωνικοποίηση, σχέσεις του σχολείου με την ευρύτερη κοινότητα και τις οικογένειες των παιδιών)

6 Η διττή λειτουργία των σχολικών θεσμών
Α. Η εκπαίδευση τροφοδοτεί την οικονομία με ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Β. Μεταβιβάζει κοινές αξίες, κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς, την ευρύτερη πολιτισμική κληρονομιά, με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και την αναπαραγωγή του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος.

7 Το παραπάνω δεν σημαίνει ότι ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι να προάγει την κοινωνική ομοιομορφία. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση υποδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί υπηρετούν ταυτόχρονα τις διαδικασίες παραγωγής της κοινωνικής διαφοροποίησης. Ενδεικτική είναι η διαφοροποίηση της εκπαίδευσης σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, όπως επίσης και η κεντρική στους σχολικούς θεσμούς διαφοροποίηση των νέων σε διακριτές κατηγορίες στη βάση της απόδοσής τους.

8 Το σχολείο ως ιδεολογικός μηχανισμός
Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί μέσα από τυπικές και άτυπες πρακτικές συμβάλλουν στην πειθάρχηση του ατόμου, κυρίως μέσα από την αυτονόητη παραδοχή για το αναπόφευκτο της εκάστοτε δεδομένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί είναι παράγωγα ενός δεδομένου κοινωνικού συστήματος και ρητά ή άρρητα υπηρετούν την κυρίαρχη ιδεολογία.

9 Τίθεται επομένως το ερώτημα:
Το σχολείο έχει ως στόχο τη μετάδοση γνώσης, τη δημιουργία κριτικής σκέψης και συνείδησης, συμβάλλει στην κοινωνική αλλαγή ή αντίθετα Με την ιεραρχημένη μορφή του, την αυθεντία του εκπαιδευτικού, την προτροπή για αποστήθιση των γνώσεων με τρόπο μηχανικό, με την εξιδανίκευση της πραγματικότητας λειτουργεί ως μηχανισμός νομιμοποίησης του εκάστοτε κοινωνικού συστήματος;

10 Σίγουρα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η προσδοκούμενη συμπεριφορά σε πολλά πεδία του κοινωνικού και πρωτίστως στο πεδίο της παραγωγής είναι η πειθαρχία. Στο μέτρο μάλιστα που η χρήση απτής βίας προβάλλει όλο και πιο σπάνια ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και ως μέσου πειθάρχησης, ο ρόλος του σχολείου καθίσταται εξαιρετικά σημαντικός ως μηχανισμός συμβολικής βίας. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παραβλέψουμε την κοινωνική λειτουργία, ακόμα και τη χρησιμότητα αυτής της συμβολικής βίας.

11 Επομένως, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η θετική συμβολή των εκπαιδευτικών θεσμών στην επίτευξη της κοινωνικής κινητικότητας και στην σχετική ακύρωση των εμποδίων για κοινωνική άνοδο που διαμορφώνονταν στη βάση της κοινωνικής καταγωγής, του κοινωνικού φύλου, της εθνοτικής καταγωγής ή της θρησκευτικής ταυτότητας. Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί δεν κατόρθωσαν να συμβάλλουν στην πλήρη εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων, παρά τις σχετικές διακηρύξεις περί ίσων ευκαιριών για όλους, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους καταγωγή ή άλλα κατηγοριακά ή ταυτοτικά στοιχεία διάκρισης.

12 Η εκπαίδευση στις προβιομηχανικές και στις βιομηχανικές κοινωνίες
Προβιομηχανικές κοινωνίες Λίγοι εγγράμματοι Κυρίως θρησκευτικοί θεσμοί εκπαίδευσης Εστιασμένες γνώσεις Οι άνθρωποι παραμένουν σταθεροί στο χώρο ενώ η ροή των πληροφοριών είναι ακανόνιστη και αργή Βιομηχανικές κοινωνίες Ελάχιστοι αναλφάβητοι Πολλαπλασιασμός των εκπαιδευτικών θεσμών Πληθώρα δυνατοτήτων για γνώση Οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να μετακινούνται στο χώρο ενώ η ροή των πληροφοριών είναι έντονη

13 Στις προβιομηχανικές κοινωνίες ελάχιστοι εκπαιδεύονται σε τυπικούς εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Το στρώμα των μορφωμένων απαρτίζεται κυρίως από κληρικούς, οι οποίοι μελετούν, ερμηνεύουν και κηρύττουν τα ιερά κείμενα. Η δυσχέρεια αναπαραγωγής γραπτών κειμένων, γεγονός που τα καθιστά δυσεύρετα και ακριβά αίρεται με την ανακάλυψη της τυπογραφίας (1454) . Σταδιακά τα γραπτά κείμενα καθίστανται διαθέσιμα σε ένα ευρύτερο κοινό ενώ η τυπογραφία και η αύξηση των εγγραμμάτων θα βοηθήσουν στην ενίσχυση της κρατικής οργάνωσης, της δικαιοσύνης και των επιχειρήσεων.

14 Δομές εκπαίδευσης, κυρίως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αρχίζουν να εμφανίζονται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η διαδικασία της εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης καθιστούν επιτακτική την εστιασμένη στις κοινωνικές ανάγκες εκπαίδευση των νέων, καθώς οι απαιτήσεις των επιμέρους εργασιακών ρόλων δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τη μετάδοση των γνώσεων που έως τότε συνέβαινε εντός της οικογένειας.

15 Πέραν των εξειδικευμένων γνώσεων, λόγω των γρήγορων κοινωνικών αλλαγών απαιτείται η εκπαίδευση των ανθρώπων σε περισσότερο αφηρημένες και κατά περίπτωση εξειδικεύσιμες γνώσεις. Επομένως, το σχολείο καλείται να εφοδιάσει τους νέους με θεμελιακές γνώσεις (ανάγνωση, γραφή, αριθμητικές πράξεις και γενικές γνώσεις για την κοινωνία και τον κόσμο) κυρίως όμως να τους προετοιμάσει για την απόκτηση και την ενσωμάτωση νέων γνώσεων.

16 Το θεωρητικό σχήμα του Basil Bernstein στο Class, Codes and Control, London: Routledge, 1975.
Υποστηρίζει ότι τα παιδιά με καταγωγή από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ήδη από τις πολύ μικρές ηλικίες, διαμορφώνουν διακριτούς κώδικες (μορφές γλωσσικής έκφρασης), οι οποίοι επικαθορίζουν την εκπαιδευτική τους τροχιά.

17 Το ερευνητικό σχέδιο του Bernstein διαμορφώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αφορά σε εκτεταμένες εμπειρικές μετρήσεις με κατάληξη τη διατύπωση μιας θεωρίας για τη γλώσσα και το σχολείο. Η γλώσσα θεωρείται ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες για τη σχολική επιτυχία ή αποτυχία, ειδικότερα ο χειρισμός της και η ευχέρεια εκμάθησης των κανόνων της.

18 Ο Bernstein υποστηρίζει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούν τα μέλη διαφορετικών κοινωνικών τάξεων διαφέρει, όχι τόσο ως προς το εύρος του λεξιλογίου, αλλά ως προς τη δομή της. Από την άλλη, η γλώσσα του σχολείου είναι εκείνη που έχουν εσωτερικεύσει και υιοθετούν τα μέλη των μεσαίων στρωμάτων ενώ οι μαθητές των “κατώτερων” τάξεων με την έναρξη της σχολικής εκπαίδευσης βρίσκονται εκτεθειμένοι σε ένα γλωσσικά ξένο περιβάλλον και τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των πιθανοτήτων για σχολική επιτυχία.

19 Ο Bernstein υποστηρίζει ότι τα στρώματα των χειρωνακτικά εργαζόμενων μιλούν την “κοινή γλώσσα”, η οποία αντιπροσωπεύει ένα “περιορισμένο κώδικα” που περιέχει πολλές μη δηλούμενες παραδοχές, τις οποίες οι ομιλούντες θεωρούν ότι όλοι κατέχουν ενώ αντίθετα τα μεσαία στρώματα μιλούν την “επίσημη γλώσσα”, η οποί αντιπροσωπεύει ένα “περίτεχνο κώδικα” που καθιστά δυνατή την εξατομίκευση της έννοιας των λέξεων, έτσι ώστε αυτές να προσαρμόζονται στις εκάστοτε περιστάσεις.

20 Οι δύο κώδικες διαφέρουν ως προς τη δομή τους και αντανακλούν την ύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό της οικογένειας. Οι δύο γλώσσες συμβάλλουν στη διαμόρφωση διαφορετικών γνωστικών προσανατολισμών και αποτυπώνονται σε διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας.

21 Ο περιορισμένος κώδικας συνδέεται άμεσα με το πολιτισμικό περιβάλλον των “χαμηλών” στρωμάτων, στο πλαίσιο του οποίου οι αξιακές δεσμεύσεις και οι κανόνες εκλαμβάνονται ως δεδομένοι. Έτσι, στο εσωτερικό της οικογένειας η γλώσσα χρησιμοποιείται για τις ανάγκες της επικοινωνίας που επικεντρώνεται γύρω από θέματα άμεσα ενώ απουσιάζουν οι συζητήσεις γύρω από την διάκριση εννοιών, ιδεών, σχέσεων κλπ.

22 Διακριτά χαρακτηριστικά των γλωσσικών κωδίκων
Περιορισμένος κώδικας Γλώσσα με σύντομες εκφράσεις, γραμματικά και συντακτικά απλές και συχνά ανολοκλήρωτες. Περιεκτικές εκφράσεις, χρήση της οριστικής και της προστακτικής. Περιορισμένη και τυποποιημένη χρήση επιθέτων. Έμφαση στις λέξεις και όχι στις προτάσεις, επανάληψη στερεοτυπικών φράσεων που εκφράζουν μια παραδοσιακή λογική. Περιγραφικός λόγος που δεν επιτρέπει τη γενίκευση. Επεξεργασμένος κώδικας Ακριβής γραμματική και συντακτική δομή που οργανώνει κάθε φράση. Περίπλοκη δομή σύνταξης. Συχνή χρήση απρόσωπων αντωνυμιών και αυστηρή επιλογή επιθέτων. Η δομή των προτάσεων εμπεριέχει την ατομική αξιολόγηση ή κρίση. Χρήση περίπλοκων εννοιών.

23 Ο Bernstein υποστηρίζει ότι τα παιδιά των οικογενειών που ανήκουν στα μεσαία στρώματα κοινωνικοποιούνται σε ένα περιβάλλον που ωθεί στη μετατροπή των συναισθημάτων και των επιθυμιών σε λόγο. Μαθαίνουν τον επεξεργασμένο κώδικα εντός της οικογένειας και χρησιμοποιούν το λόγο περισσότερο. Όταν ενσωματώνονται στο σχολείο γνωρίζουν τόσο την επίσημη γλώσσα όσο και την κοινή. Η κοινή γλώσσα χρησιμοποιείται ανάμεσα στους ομοίους, είναι άμεση και εκφράζει οικειότητα ενώ η επίσημη αντανακλά την ιεραρχία και τις άνισες κοινωνικές σχέσεις.

24 Καταληκτικά, το σύστημα επικοινωνίας που κυριαρχεί στο σχολείο είναι εκείνο που έχουν εσωτερικεύσει τα παιδιά των μεσαίων στρωμάτων. Τα παιδιά των μεσαίων στρωμάτων είναι έτοιμα να αποδεχθούν το ρόλο του μαθητή και αντιλαμβάνονται τον ιεραρχικά ανώτερο ρόλο του δασκάλου, την οργάνωση του σχολικού θεσμού και τη γλώσσα που ταιριάζει στη σχολική ιεραρχία και πραγματικότητα. Αντίθετα τα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα ξένο γλωσσικό κώδικα και υποχρεώνονται να “μεταφράζουν” τη γλώσσα του σχολείου στο δικό τους γλωσσικό σύστημα.

25 Δύο τύποι οικογένειας Οικογενειακό σύστημα κλειστών ρόλων
Οικογενειακό σύστημα κλειστών ρόλων Αυστηρά οριοθετημένη ιεραρχία. Αποφάσεις δίχως συζήτηση. Εκμάθηση ενός συλλογικού παρά ενός ατομικού ρόλου Κοινωνικοποίηση εντός της ομάδας ομηλίκων με χαλαρό οικογενειακό έλεγχο. Οικογενειακό σύστημα ανοικτών ρόλων Οργάνωση των οικογενειακών σχέσεων προσανατολισμένη στο άτομο και την ατομικότητα κάθε μέλους της οικογένειας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από το διάλογο όλων. Περιθώρια πρωτοβουλίας των παιδιών Ειδικό βάρος στη λεκτική επικοινωνία.

26 Η έρευνα του James Coleman, Equality and Educational Opportunity (1966) ως μερική αντίκρουση των θέσεων περί της αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων. Πρόκειται για την ευρύτερα γνωστή ως έκθεση Coleman, απόρροια του νόμου για τα Δικαιώματα των Πολιτών (ΗΠΑ, 1964) που κατοχυρώνει νομικά τα ίσα δικαιώματα και απαγορεύει τις διακρίσεις που προκύπτουν από το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, την εθνική προέλευση. Το άρθρο 402 του νόμου προβλέπει το δικαίωμα ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών, γεγονός που οδηγεί τον πρόεδρο του Κογκρέσου να χρηματοδοτήσει μια έρευνα για την ισότητα στην εκπαίδευση, μετά από επικρίσεις περί της μη ουσιαστικής εφαρμογής του.

27 Στόχος της έρευνας του Coleman είναι ο εντοπισμός των εστιών εκπαιδευτικής ανισότητας που έχουν σχέση με τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη θρησκεία και την εθνική καταγωγή. Μελετήθηκαν σχολεία, συμπληρώθηκαν ερωτηματολόγια μαθητών και καθηγητές συμπλήρωσαν διαμορφωμένα δελτία. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν αφορούσαν το είδος του σχολείου, τη χωρητικότητά του, την ποιότητα των κτηρίων, τον τεχνικό εξοπλισμό και τα οπτικο-ακουστικά μέσα, τον αριθμό των διδασκόντων, τα πτυχία και την εξειδίκευσή τους και τις δημόσιες δαπάνες ανά σχολείο.

28 Ως προς τον μαθητικό πληθυσμό συγκεντρώθηκαν δεδομένα που αφορούσαν στην επίδοσή τους, την κοινωνική και την οικογενειακή τους προέλευση, τη μόρφωση των γονιών τους και τις οικογενειακές πρακτικές ως προς τη μόρφωση (ύπαρξη βιβλιοθήκης, ανάγνωση περιοδικών/εφημερίδων κλπ), τις προσδοκίες για το σχολικό παρόν και μέλλον και τη διάθεση παραμονής στους σχολικούς θεσμούς με την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπάιδευσης.

29 Ευρήματα της έρευνας - Καλύτερες εκπαιδευτικές υποδομές στα αστικά κέντρα και ανατολικές πολιτείες. - Χειρότερες στις νοτιοδυτικές πολιτείες και εκεί όπου φοιτούν κυρίως μαύροι μαθητές. - Τα σχολεία παραμένουν χωρισμένα σε σχολεία λευκών και μαύρων. - Επίσης είναι χωρισμένα σε σχολεία προνομιούχων και μη ως προς τις υποδομές, των αριθμό των μαθητών ανά τάξη, τον αριθμό των διδασκόντων, τα προσόντα και την ειδίκευσή τους. “Η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών στις ΗΠΑ φοιτούν σε σχολεία όπου η φυλετική διάκριση κυριαρχεί, δηλαδή φοιτά σε σχολεία όπου όλοι σχεδόν οι μαθητές ανήκουν στην ίδια φυλή”.

30 - Ως προς την επίδοση των μαθητών κατά εθνοτική και φυλετική προέλευση, οι επιδόσεις των λευκών είναι υψηλότερες από το μέσο όρο τωνπαιδιών που ανήκουν σε μειονότητες και κυρίως των μαύρων μαθητών, των οποίων οι επιδόσεις είναι οι χαμηλότερες όλων. - Όμως οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ανισότητες που παρατηρήθηκαν δεν εξηγούν τις χαμηλότερες επιδόσεις και υποστήριξαν ότι τα σχολεία παρά τις διαφορές τους δεν ασκούν επίδραση στην επίδοση.

31 - Κρίσιμος παράγοντας αναδείχθηκε η οικογενειακή προέλευση των μαθητών, το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας και κυρίως οι σχολικές προσδοκίες που αναπτύσσουν οι μαθητές και οι οικογένειές τους. - Όπως υποστήριξε ο Coleman “οι ανισότητες που επιβάλλονται στα παιδιά από το σπίτι τους, τη γειτονιά και το περιβάλλον των ομηλίκων τους μεταφέρονται στο σχολείο και μετατρέπονται εκεί σε ανισότητες με τις οποίες τα παιδιά αντιμετωπίζουν την ενήλικο ζωή τους όταν τελειώσουν το σχολείο”.

32 Η ριζοσπαστική κριτική του Ivan Illich στο Deschooling Society (1973)
Όπως υποστηρίζει, είμαστε καταδικασμένοι να στρεφόμαστε διαρκώς σε ειδικούς (γιατρούς, δασκάλους, τηλεόραση, κλπ.).

33 Στην οπτική του, οι σχολικοί θεσμοί διαμορφώνονται στη βάση των αναγκών της καπιταλιστικής οικονομίας και ειδικότερα της βιομηχανικής οργάνωσης της εργασίας. Τόσο οι εκπαιδευτικοί θεσμοί όσο και οι παραγωγικές ανάγκες προϋποθέτουν: - την πειθάρχηση - το σεβασμό της ιεραρχίας - την επιτήρηση (και την αποδοχή της) - την κατανομή των ανθρώπων σε ρόλους - την εκμάθηση των κυρίαρχων αξιών - την απόκτηση κοινωνικά αποδεκτών δεξιοτήτων.

34 Θα υποστηρίξει ότι πέρα από το τυπικό πρόγραμμα και τις ονομαστικές στοχεύσεις τους, τα σχολεία στο πλαίσιο ενός “κρυφού προγράμματος” προσανατολίζουν τα παιδιά στο να γίνουν παθητικοί δέκτες του υφιστάμενου. Τα παιδιά επί της ουσίας διδάσκονται να αναγνωρίζουν τη θέση τους και να μην απειθαρχούν.

35 Ο Illich διατυπώνει μια αιρετική άποψη υπέρ της αποσχολιοποίησης της κοινωνίας. Ζητά να καταργήσουμε τα σχολεία ως έχουν σήμερα και να διαμορφώσουμε σχολικούς θεσμούς, ανοικτούς σε όλους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, οι οποίοι να παρέχουν τη δυνατότητα στους μετέχοντες να συνδιαμορφώνουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Αντί σχολείων, αντιπροτείνει τη διαμόρφωση εκπαιδευτικών πλαισίων: βιβλιοθήκες, εργαστήρια, βάσεις δεδομένων και πληροφοριών, επικοινωνιακά δίκτυα, αλλά και κουπόνια για την ελευθερία των χρηστών να επιλέγουν τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες που επιθυμούν.


Κατέβασμα ppt "Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί και η κοινωνικοποιητική τους λειτουργία"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google