Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)
Συνάντηση 3η ftp://ftp.soc.uoc.gr/psycho/manola/spring08/social cognition models seminar

2 ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
The Health Belief Model (HBM; Becker, 1974, Rosenstock, 1966; 1974)

3 Το μοντέλο των Πεποιθήσεων για την Υγεία
Αρχικά αναπτύχθηκε στις Η.Π.Α από τον Rosenstock (1966) Παλαιότερο Εκτενέστερα εφαρμοσμένο για ερευνητικούς σκοπούς The Health Belief Model (HBM; Becker, 1974; Rosenstock, 1966; 1974) is the oldest and one of the most widely applied models in health psychology. The original model was developed in the US by Rosenstock (1966), in order to understand why many people did not perform preventive health behaviours such as screening tests to detect diseases at an early stage. The HBM proposes a number of core health beliefs as determinants of health behaviour (see figure 3.1).

4 Κύρια ερωτήματα Γιατί πολλοί άνθρωποι δεν ακολουθούν συμπεριφορές για την πρόληψη και την πρώιμη ανίχνευση ασθενειών (π.χ. ιατρικός έλεγχος); Πώς ερμηνεύονται οι διατομικές διαφορές στην αντίληψη των συμπτωμάτων και την τήρηση των ιατρικών οδηγιών; The Health Belief Model (HBM; Becker, 1974; Rosenstock, 1966; 1974) is the oldest and one of the most widely applied models in health psychology. The original model was developed in the US by Rosenstock (1966), in order to understand why many people did not perform preventive health behaviours such as screening tests to detect diseases at an early stage. The HBM proposes a number of core health beliefs as determinants of health behaviour (see figure 3.1).

5 and Psychological Variables
Σχήμα 1. Τα Βασικά Στοιχεία του Μοντέλου των Πεποιθήσεων για την Υγεία (de Witt & Stroebe, 2004) Demographic and Psychological Variables Cues to Action Perceived Susceptibility Perceived Illness Threat Perceived Severity Likelihood of Action Perceived Benefits Evaluation of the Action Perceived Barriers

6 Συνοπτικά Δύο διαστάσεις των αναπαραστάσεων της συμπεριφοράς ως αντίδρασης στην απειλή (κίνδυνο) της ασθένειας: 1. Αντιλήψεις για τον κίνδυνο ασθένειας 2. Αντιλήψεις για τα θετικά και αρνητικά μιας πιθανής αντίδρασης The HBM proposes a number of core health beliefs as determinants of health behaviour (see figure 3.1). In brief, the HBM postulates that there are two aspects of an individual’s representations of health behaviour in response to threat of illness (Sheeran & Abraham, 1995; de Wit & Stroebe, 2004). Firstly, perceptions of illness threat, which are formed on the basis of the person’s beliefs about the perceived susceptibility to illness and about the perceived severity of the consequences of the illness.

7 Βασικές πεποιθήσεις που καθορίζουν την αντίδραση στον κίνδυνο της ασθένειας
1. Αντιλαμβανόμενη απειλή ασθένειας (perceived illness threat) ‘Πόσο κινδυνεύω να αρρωστήσω από τη συγκεκριμένη ασθένεια;’ α) Αντιλαμβανόμενη ευπάθεια (perceived susceptibility) ‘πόσο ευάλωτος είμαι σε αυτή την ασθένεια;’ β) Αντιλαμβανόμενη σοβαρότητα της ασθένειας (perceived severity) ‘πόσο σοβαρή είναι αυτή η ασθένεια;’ Το μοντέλο δεν προσδιορίζει αν η σχέση μεταξύ αντιλαμβανόμενης ευπάθειας και αντιλαμβανόμενης σοβαρότητας είναι προσθετική ή πολλαπλασιαστική. Ωστόσο, και τα δύο παρέχουν το έναυσμα και την απαραίτητη κινητοποίηση για την ανάληψη δράσης. The HBM proposes a number of core health beliefs as determinants of health behaviour (see figure 3.1). In brief, the HBM postulates that there are two aspects of an individual’s representations of health behaviour in response to threat of illness (Sheeran & Abraham, 1995; de Wit & Stroebe, 2004). Firstly, perceptions of illness threat, which are formed on the basis of the person’s beliefs about the perceived susceptibility to illness and about the perceived severity of the consequences of the illness. Secondly, the action that will be finally taken will be also determined by the evaluation of the available alternatives, depending on beliefs concerning the benefits or efficacy of the behaviour outcomes and the perceived costs or barriers to the realisation of the action. The impact of the perceived illness threat and of the evaluation of the alternative actions to which action will be finally followed will be also modified by individual differences in demographic variables, and in psychological variables such as social pressure and personality. Furthermore, various internal or external cues to action will trigger the individual and lead them towards a particular action. During the years the model has been subjected to various revisions, as for example the inclusion of ‘health motivation’, i.e. the value a person places on health (Maiman & Becker, 1974), as well as of ‘perceived control’ (Becker & Rosenstock, 1987). Throughout the years, there has been a variation in the literature on the operationalisation of the model’s variables, as well as on their position within the model (see Conner & Norman, 1995).The most frequent form of the model is the above described variables being tested as independent predictors of behaviour.

8 Βασικές πεποιθήσεις... συνέχεια
2. Αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών δράσης (evaluation of the action) ‘ποιές επιλογές αντίδρασης έχω;’ α) Αντιλαμβανόμενα οφέλη των συμπεριφορικών αποτελεσμάτων (perceived benefits) ‘ποιά θα είναι τα οφέλη αν πράξω το Χ; είναι αυτά επαρκή;’ β) Αντιλαμβανόμενο κόστος (εμπόδια) της συμπεριφοράς (perceived barriers) ‘ποιό θα είναι το κόστος αν πράξω το Χ; Θα υπάρξουν εμπόδια για την πραγματοποίηση του; Secondly, the action that will be finally taken will be also determined by the evaluation of the available alternatives, depending on beliefs concerning the benefits or efficacy of the behaviour outcomes and the perceived costs or barriers to the realisation of the action. Όπως και προηγουμένως, το μοντέλο δεν προσδιορίζει πώς θα μετρηθεί η σχέση μεταξύ αντιλαμβανόμενου οφέλους και αντιλαμβανόμενου κόστους από την ανάληψη μιας δράσης (αφαίρεση του κόστους από τα οφέλη;). Ωστόσο, και εδώ οι δύο αυτοί παράγοντες παρέχουν το έναυσμα και την απαραίτητη κινητοποίηση για την ανάληψη δράσης.

9 Ερεθίσματα αντίδρασης (cues for action)
Εσωτερικά (π.χ. παρουσία συμπτωμάτων, φόβος) Εξωτερικά (π.χ ξαφνική ασθένεια ενός γνωστού, τηλεοπτικό πρόγραμμα, ενημερωτικό φυλλάδιο, γράμμα υπενθύμισης, κλπ) Λειτουργούν σαν ‘σκανδάλη΄, ενεργοποιώντας προς μία συγκεκριμένη δράση Τα ερεθίσματα αντίδρασης λειτουργούν σαν σκανδάλη, και κινητοποιούν το άτομο προς μία συγκεκριμένη αντίδραση. Εσωτερικά- ύπαρξη πόνου, ερεθισμού, ή αλλων συμτωμάτων, φόβος, κλπ Εξωτερικά-προέρχονται από το περιβάλλον, πχ ξαφνική ασθένεια κάποιου προσώπου-βλέπε Μαριέττα Γιαννάκου και Χριστόδουλος, παρακολούθηση ενός ενημερωτικού προγράμματος ή ανάγνωση ενός άρθρου στην εφημερίδα κλπ. Έχουν άμεση σχέση με την τελική συμπεριφορά (ή μπορεί να θεωρηθεί ότι θα λειτουργήσουν μέσω την αντίληψης του κινδύνου-και οδηγώντας στην τελική συμπεριφορά.

10 Επιπλέον, Δημογραφικά στοιχεία Προσωπικότητα Κοινωνική πίεση
Προηγούμενη εμπειρία Συνήθειες Γνωστικές μεταβλητές Δομικές μεταβλητές (προσωπικό και ιατρικό ιστορικό, γνώσεις για την κατάσταση κλπ) Τροποποιούν την επίδραση της απειλής της ασθένειας και της αξιολόγησης της δράσης στην τελική επιλογή δράσης The impact of the perceived illness threat and of the evaluation of the alternative actions to which action will be finally followed will be also modified by individual differences in demographic variables, and in psychological variables such as social pressure and personality. Furthermore, various internal or external cues to action will trigger the individual and lead them towards a particular action. During the years the model has been subjected to various revisions, as for example the inclusion of ‘health motivation’, i.e. the value a person places on health (Maiman & Becker, 1974), as well as of ‘perceived control’ (Becker & Rosenstock, 1987). Throughout the years, there has been a variation in the literature on the operationalisation of the model’s variables, as well as on their position within the model (see Conner & Norman, 1995).The most frequent form of the model is the above described variables being tested as independent predictors of behaviour.

11 Σχήμα 2. Το Μοντέλο των Πεποιθήσεων Υγείας
Δημογραφικές και Ψυχολογικές Μεταβλητές Ερεθίσματα για Δράση Αντιλαμβανόμενη Ευπάθεια Αντιλαμβανόμενη Απειλή Ασθένειας Αντιλαμβανόμενη Σοβαρότητα Πιθανότητα Ανάληψης Δράσης Αντιλαμβανόμενα Οφέλη ή επάρκεια Αξιολόγηση της Δράσης Αντιλαμβανόμενο Κόστος ή εμπόδια

12 Επιπρόσθετες μεταβλητές
Κινητοποίηση υγείας (health motivation, Mainman & Becker, 1974) η αξία που αποδίδει κανείς στην υγεία του Αντιλαμβανόμενος έλεγχος (perceived control, Becker & Rosenstock, 1987) η υποκειμενική εκτίμηση ελέγχου της υπό αξιολόγηση συμπεριφοράς During the years the model has been subjected to various revisions, as for example the inclusion of ‘health motivation’, i.e. the value a person places on health (Maiman & Becker, 1974), as well as of ‘perceived control’ (Becker & Rosenstock, 1987). Throughout the years, there has been a variation in the literature on the operationalisation of the model’s variables, as well as on their position within the model (see Conner & Norman, 1995).The most frequent form of the model is the above described variables being tested as independent predictors of behaviour.

13 Σχήμα 2. Το Μοντέλο των Πεποιθήσεων για την Υγεία (πηγή: Abraham & Sheeran, 2005)
Αντιλαμβανόμενη Ευπάθεια Ερεθίσματα για Δράση Αντιλαμβανόμενη Απειλή Ασθένειας Αντιλαμβανόμενη Σοβαρότητα Δημογραφικά Χαρακτηριστικά Δράση Κινητοποίηση Υγείας Ψυχολογικά Χαρακτηριστικά Ουσιαστικά δεν έχουν προσδιοριστεί εργαλεία μέτρησης της αντιλαμβανόμενης απειλής ασθένειας και της αξιολόγησης της δράσης. Αντιλαμβανόμενα Οφέλη ή επάρκεια Αξιολόγηση της Δράσης Αντιλαμβανόμενο Κόστος ή εμπόδια

14 Έρευνα (Abraham & Sheeran, 2005)
1. προληπτικές συμπεριφορές υγείας Προστατευτικές (πχ. δίαιτα, φυσική άσκηση, εμβολιασμός, αντισυλληπτικές πρακτικές), επιβλαβείς (πχ. κάπνισμα) 2. Συμπεριφορές ρόλου ασθενούς (ακολούθηση ιατρικών συμβουλών) 3. Χρήση κλινικής (επίσκεψη σε ιατρό για ποικιλία προβλημάτων) Το ΗΒΜ έχει εφαρμοσθεί σε ένα εντυπωσιακό εύρος συμπεριφορών υγείας αλλά και πληθυσμών. Οι πρώτες έρευνες αφορούσαν κυρίως την πρόβλεψη προληπτικών συμπεριφορών. Μία από τις πρώτες ανασκοπήσεις έρευνας (Becker,Haefner, Kasl, Kirscht, Mainman, & Rosenstock, 1977) αφορούσαν 20 έρευνες, 13 από τις οποίες εξέταζαν 7 διαφορετικές προληπτικές συμπεριφορές (X-ray screening for TB, polio and influenza vaccination, χρήση προστατευτικών γαντιών, τεστ παπ, προληπτικές επισκέψεις στον οδοντίατρο, έλεγχος για το Tay-Sachs trait). 6 από τις υπόλοιπες 7 έρευνες αφορούσαν συμπεριφορές ρόλου ασθενούς και είχαν να κάνουν με την ακολούθηση της συνταγογραφημένης πενικιλλίνης. Janz & Becker (1984) έκαναν μία δεύτερη ανασκόπηση έρευνας. Προληπτικές συμπεριφορές που προστέθηκαν στη λίστα αφορούσαν το κάπνισμα, τη χρήση αλκοόλ, δίαιτα και διατροφή, φυσική άσκηση και παρουσία σε εξετάσεις ελέγχου της αρτηριακής πίεσης. Επιπλέον, μελέτες για συμπεριφορές ρόλου ασθενούς που μελετήθηκαν με το μοντέλο αφορούσαν την ακολούθηση οδηγιών για την υπέρταση, διαβήτη (εξαρτώμενο από την ινσουλίνη ή μή εξαρτώμενο από την ινσουλίνη), νεφροπάθεια τελικών σταδίων (end-stage renal disease), παχυσαρκία και άσθμα. Πολλές μελέτες ερεύνησαν έναν αριθμό αποτελεσμάτων σχετικών με μία συμπεριφορά. Μεταγενέστερη έρευνα: χρήση αντισύλληψης, βούρτισμα δοντιών και χρήση οδοντικού νήματος, ιατρικό έλεγχο για καρκίνο του παχέως εντέρου και του πρωκτού, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, τεστ για την ανίχνευση αίματος κοπράνων (faecal occult blood test). Οι περισσότερες μελέτες εφαρμόζουν cross-sectional designs, αλλά οι Janz & Becker (1984) βρήκαν ότι το 40% των ερευνών (ν= 18) εφάρμοσαν prospective designs. Τό πρώτο είδος μελετών δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων για αιτιώδεις σχέσεις, καθώς η μετέτη των μεταβλητών και της συμπεριφοράς γίνεται ταυτόχρονα, και μπορεί να υπάρχει μεγάλη επίδραση σφάλματος που έχει να κάνει με την επίδραση της μνήμης και της κοινωνικής επιθυμίας (social desirability).

15 Μέτρηση συμπεριφοράς Εργαλεία αυτοαναφοράς (πλειοψηφία)
Φυσιολογικές μετρήσεις (Bradley et al, 1987, Cummings, 1982) Παρατήρηση συμπεριφοράς (Alagna & Reddy, 1984; Dorr et al., 1999; Hay et al., 2003) Ιατρικά αρχεία (Orbell et al., 1995; Drayton et al., 2002)

16 Μέτρηση πεποιθήσεων υγείας
Ερωτηματολόγια (η πλειοψηφία) Δομημένες πρόσωπο με πρόσωπο συνεντεύξεις (Cummings et al. 1982; Volk & Koopman, 2001) Τηλεφωνικές συνεντεύξεις (Grady et al., 1983)

17 Σχεδιασμοί και δειγματοληψία
Cross-sectional designs Prospective designs Τεχνικές τυχαίας δειγματοληψίας Μειονοτικές ομάδες Ομάδες χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου (Becker et al, 1974; Mullen et al., 1987; Ronis & Harel,1989; Winfield & Whaley, 2002)

18 Προβλεπτική χρησιμότητα των κύριων εννοιολογικών κατασκευών
Ευπάθεια Σοβαρότητα Οφέλη Εμπόδια Ερεθίσματα για δράση Κινητοποίηση υγείας

19 Janz & Becker (1984) Επισκόπηση 46 μελετών
Εμπόδια: 25/28 έρευνες (89%) Ευπάθεια: 30/37 έρευνες (81%) Οφέλη: 29/37 έρευνες (78%) Σοβαρότητα: 24/37 έρευνες (65%) Για την ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων χρησιμοποίησηαν μία διαδικασία ΄μέτρησης ψήφου’ (vote count procedure). Significance ratio: δείκτης για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας. Προκύπτει από τον αριθμό των θετικών και στατιστικά σημαντικών ευρημμάτων για την κάθε έννοια, διά τον αριθμό των μελετών που ανάφεραν το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας για την έννοια αυτή. Ουσιαστικά, ο δείκτης αυτός αναφέρεται στο ποσοστό των φορών που η κάθε έννοια ήταν στατιστικά σημαντική στην αναμενόμενη κατεύθυνση στις 46 μελέτες.

20 Διάγραμμα 1. Προβλεπτική Αξία των Eννοιολογικών Kατασκευών του Mοντέλου με Βάση τον Τύπο Συμπεριφοράς (Janz & Becker, 1984) (πηγή: Abraham & Sheeran, 2005) Σε 24 μελέτες προληπτικών συμπεριφορών, τα εμπόδια ήταν οι σημαντικότεροι πρεντικτορς (93%), η ευπάθεια ακολουθούσε με 86%, τα οφέλη με 74&, και η σοβαρότητα με 50%. Αναφορικά με τις συμπεριφορές ρόλου ασθενούς (19 μελέτες), τα εμπόδια ήταν και πάλι οι σημαντικότερη προβλεπτική μεταβλητή (92%), ακολουθώντας η σοβαρότητα (88%), τα οφέλη (80%), και η ευπάθεια (77%). Υπήρχαν μόνο τρείς μελέτες για τη χρήση κλινικής. Συνοπτικά, τα οφέλη ήταν σημαντικά για και τους 3 μελέτες, η ευπάθεια ηταν σημαντική για τις 2, και η σοβαρότητα ήταν σημαντική σε μία από τις 3 μελέτες. Σημαντικό είναι το ότι η σοβαρότητα φαίνεται να είναι ο δεύτερος καλύτερος πρεντίκτορ για τις συμπεριφορές ρόλου ασθενούς, ενώ στους άλλους τύπους συμπεριφορών δεν φαίνεται να έχει μεγάλη προβλεπτική αξία. Οι Janz & Becker (1984) πρότειναν ότι ίσως αυτό να οφείλεται σε μία δυσκολία κατανόησης/σύλληψης της έννοιας αυτής όταν τα άτομα βρίσκονται σε ασυμπτωματικό στάδιο, ή όταν δεν γνωρίζουν τις επιπτώσεις του κινδύνου στην υγεία, ή σε περιπτώσεις ο κίνδυνος αυτός θα παρουσιαστεί μακροπρόθεσμα.

21 Συμπεράσματα ανασκόπησης
Η μελέτη αυτή παρέχει σαφή υποστήριξη για την αποτελεσματικότητα του μοντέλου για την πρόβλεψη μιας ευρείας γκάμας συμπεριφορών αλλά Διαδικασία – η μέθοδος αξιολόγησης παρείχε πληροφορίες μόνο για τη συχνότητα παρουσίας σημαντικών συσχετίσεων των μεταβλητών του μοντέλου με τη συμπεριφορά, αλλά όχι για το μέγεθος της σχέσης αυτής (και της προβλεπτικής δύναμης των μεταβλητών) Η αξιολόγηση αυτή δεν λάμβανε υπόψην το μέγεθος του δείγματος της μελέτης

22 Harrison Mullen, & Green (1992)
Εντοπισμός 234 δημοσιευμένων μελετών Μετα-ανάλυση 16 μελετών που περιλάμβαναν τις κύριες έννοιες του μοντέλου και έλεγχαν για την αξιοπιστία των εργαλείων μέτρησης Αξιολόγηση της συσχέτισης μεταξύ πεποιθήσεων υγείας και συμπεριφοράς με τον δείκτη συσχέτισης Pearson’s r. Οι δείκτες συσχέτισης μετατράπηκαν σε pearson’s r για τη δυνατότητα σύγκρισης της προβλεπτικής ικανότητας των μεταβλητών.

23 Αποτελέσματα Μέση συσχέτιση με τη συμπεριφορά
Ευπάθεια ~ 2.3% διακύμανσης Σοβαρότητα ~ 0.6% //- Οφέλη ~ 1.7% //- Εμπόδια ~ 4.4% //- Σε αντίθεση με την προηγούμενη μελέτη, τα ευρήμματα της μελέτης δεν παρέχουν μεγάλη υποστήριξη στο μοντέλο. Ωστόσο, φαίνεται να συμφωνούν οι δύο μελέτες ως προς την υψηλότερη προβλεπτική χρησιμότητα των εμποδίων. Αν και οι μέσες συσχετίσεις ήταν στατιστικά σημαντικές, το μέγεθος τους ήταν πολύ χαμηλό, δείχνοντας ότι η προβλεπτική δύναμη των μεταβλητών του μοντέλου ήταν πολύ μικρή (από %). Επιπλέον, αυτοί οι συγγραφείς βρήκαν ότι η συσχέτιση των μεταβλητών με τη συμπεριφορά διέφερε για prospective kai cross-sectional designs. Συγκεκριμένα, τα οφέλη και τα εμπόδια είχαν σημαντικά υψηλότερες συσχετίσεις με τη συμπεριφορά για τις προσπεκτβ μελέτες, ενώ η σοβαρότητα είχε σημαντικά υψηλότερη επίδραση για τις ρετροσπεκτιβ μελέτες.

24 Συμπέρασματα μετα-μελέτης
χαμηλή προβλεπτική δύναμη του μοντέλου Ο συνδιασμός των επιμέρους πεποιθήσεων υγείας μπορεί να προσφέρει υψηλότερες συσχετίσεις μικρό μέγεθος συνολικού δείγματος λόγω αυστηρών κριτηρίων επιλογής μελετών Επίδραση μεθοδολογικού σχεδιασμού, εργαλείων μέτρησης, και λειτουργικού προσδιορισμού μεταξύ μελετών Αν οι επιμέρους πεποιθήσεις συνδιαστούν θα προκύψουν υψηλότερες συσχετίσεις. το μικρό μέγεθος δείγματος μπορεί να μείωσε την ισχύ των τεστ. Οι συγγραφείς αυτής της μελέτης παρατήρησαν μεγάλη ετερογένεια αποτελεσμάτων μεταξύ των μελετών που εξέτασαν. Θεώρησαν ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στην χρήση διαφορετικών μεθοδολογικών σχεδιασμών, στο διαφορετικό λειτουργικό προσδιορισμό των εννοιών που μελετήθηκαν, τη χρήση διαφορετικών εργαλείων μέτρησης για τις ίδιες έννοιες κλπ. Συμπερασματικά, το μοντέλο μπορεί να είναι αποτελεσματικό στην πρόβλεψη των συμπεριφορών, αλλά οπωσδήποτε τα μεθοδολογικά προβλήματα και ο φτωχός λειτουργικός προσδιορισμός του μοντέλου , καθώε και η μη μελέτη της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των εννοιών αποτελούν σημαντικό μειονέκτημα της χρήσης του μοντέλου.

25 Συμπερασματικά Ο έλεγχος της προβλεπτικής ικανότητας του μοντέλου φαίνεται να παρέχει θετικά ευρήμματα Μεθοδολογικά προβλήματα Προβλήματα λειτουργικού προσδιορισμού των εννοιών Μη μελέτη αξιοπιστίας και εγκυρότητας των εργαλείων μέτρησης Συμπερασματικά, το μοντέλο μπορεί να είναι αποτελεσματικό στην πρόβλεψη των συμπεριφορών, αλλά οπωσδήποτε τα μεθοδολογικά προβλήματα και ο φτωχός λειτουργικός προσδιορισμός του μοντέλου , καθώε και η μη μελέτη της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των εννοιών αποτελούν σημαντικό μειονέκτημα της χρήσης του μοντέλου.

26 Ερεθίσματα για δράση Δυσκολία συγκρίσεων λόγω ρευστότητας λειτουργικού ορισμού Τα εσωτερικά ερεθίσματα (πχ παρουσία συμπτωμάτων) προβλέπουν καλύτερα την μετέπειτα δράση

27 Κινητοποίηση υγείας Χαμηλή αλλά στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τη συμπεριφορά Συνήθως μετράται με ένα ερώτημα που εκφράζει γενική ανησυχία για την υγεία

28 Αξιολόγηση Χρήσιμο θεωρητικό πλαίσιο για την έρευνα στο χώρο της πρόβλεψης συμπεριφορών υγείας Πρόβλεψη ενός εκτενούς εύρους συμπεριφορών υγείας με τουλάχιστον μέτρια επιτυχία Δημοφιλές λόγω του προσδιορισμού των μεταβλητών του μοντέλου με βάση την κοινή λογική Πρακτικότητα και χαμηλό κόστος εφαρμογής The HBM has provided a useful framework for research in the area of health behaviour prediction, with moderate success in predicting a wide range of health behaviours (Harrison, Mullen, & Green, 1992; Janz & Becker, 1984; Rutter & Quine, 2002; Sheeran & Abraham, 1995). Furthermore, the common sense operationalisation of the model’s cognitive variables accounts for its popularity. On the other hand, in terms of its structure, the HBM is rather considered as a vague association of variables found to predict behaviour, rather than a formal model (Conner, 1993). Due to this lack of consensus about the causal ordering of the variables within the model it fails to provide the theoretical framework for more powerful data analysis which would indicate clear targets for behavioural interventions. Most importantly for the present research, the HBM does not include other social cognitive variables that have been found to be highly predictive of behaviour (e.g. intentions, social pressure, perceptions of control and ambivalence). The construct of intention and the effects of ambivalence in the intention-behaviour relationship are main issues concerned in the present thesis, and therefore this model is not useful as a theoretical framework for the present research.

29 Αλλά και Συγκεχυμένη δομή του μοντέλου
Ασάφεια διεργασιακών ορισμών και μέτρησης Μη εισαγωγή μεταβλητών όπως πρόθεση, αυτεπάρκεια, υποκειμενικός έλεγχος συμπεριφοράς Αδυναμία υπόδειξης ξεκάθαρων στόχων παρέμβασης για την αλλαγή συμπεριφορών Έμφαση στις ατομικές αξιολογήσεις και πεποιθήσεις Υποτίμηση του ευρύτερου πλαισίου δράσης του ατόμου On the other hand, in terms of its structure, the HBM is rather considered as a vague association of variables found to predict behaviour, rather than a formal model (Conner, 1993). Due to this lack of consensus about the causal ordering of the variables within the model it fails to provide the theoretical framework for more powerful data analysis which would indicate clear targets for behavioural interventions. Most importantly for the present research, the HBM does not include other social cognitive variables that have been found to be highly predictive of behaviour (e.g. intentions, social pressure, perceptions of control and ambivalence). The construct of intention and the effects of ambivalence in the intention-behaviour relationship are main issues concerned in the present thesis, and therefore this model is not useful as a theoretical framework for the present research.

30 Μελλοντικές κατευθύνσεις
Εφαρμογή του μοντέλου σε μελλοντικές πειραματικές μελέτες αιτιωδών σχέσεων Αντιμετώπιση του θέματος της δομής του μοντέλου Αντιμετώπιση θεμάτων ορισμού και μέτρησης των μεταβλητών Αντιμετώπιση ψυχομετρικών θεμάτων


Κατέβασμα ppt "Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google