Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η Φιλοσοφική Σκέψη των Δυτικών Κοινωνιών

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Η Φιλοσοφική Σκέψη των Δυτικών Κοινωνιών"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Η Φιλοσοφική Σκέψη των Δυτικών Κοινωνιών
Θετικισμός και Ορθολογισμός

2 Οι φιλόσοφοι γέφυρες προς τον θετικισμό
Εκτός από τους φιλοσόφους που βοήθησαν στην εμπέδωση των ιδεών του θετικισμού υπήρξαν και άλλοι, που με τις απόψεις που διατύπωσαν αποτέλεσαν την «γέφυρα» προς τον θετικισμό

3 Τζών Λοκ ( ) O Άγγλος φιλόσοφος Τζων Λοκ θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος της Εμπειριοκρατίας και ηγέτης του αγγλικού Διαφωτισμού. Ο Λοκ ήταν ο πρώτος που έκανε το γνωσιολογικό πρόβλημα κύριο και κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Οι δυο βασικές αρχές που θεμελίωσε τη φιλοσοφία του είναι οι εξής : α) Δεν υπάρχει έμφυτη ιδέα στο ανθρώπινο πνεύμα β) Όλες οι επιμέρους γνώσεις προέρχονται από εσωτερική εμπειρία («εσωτερική δραστηριότητα της ψυχή μας») ή εξωτερική εμπειρία (τίποτα δεν γίνεται αντιληπτό στο νου, αν πρώτα δεν γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις) Στην ανθρώπινη ψυχή δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες, ούτε θεωρητικές ούτε πρακτικές. Κι αυτή ιδέα περί Θεού δεν είναι έμφυτη στην ανθρώπινη ψυχή, επειδή δεν βρίσκεται σε όλους τους λαούς και τις φυλές της Γης ή παριστάνεται με διαφορετικό τρόπο ακόμα και σε οπαδούς της ίδιας θρησκείας.

4 Ντέιβιντ Χιουμ ( )  Ο Ντέιβιντ Χιουμ ήταν Σκωτσέζος ιστορικός, οικονομολόγος και εμπειριστής φιλόσοφος, ο οποίος θεωρούσε τη φιλοσοφία ως την επαγωγική εμπειρική επιστήμη της ανθρώπινης φύσης. Η φιλοσοφία του Χιουμ προετοίμασε την εμφάνιση της θετικής σκέψης του 19ου αιώνα, εκκινώντας από την ιδέα ότι όλα τα επιστημονικά προβλήματα θα λυθούν αφού πρώτα θα μελετηθεί σε βάθος η ανθρώπινη φύση. Ο Χιουμ αποπειράθηκε να περιγράψει πως λειτουργεί ο νους κατά τη διαδικασία της πρόσκτησης της γνώσης και κατέληξε ότι δεν μπορεί να υπάρχει γνώση για οτιδήποτε πέραν της εμπειρίας. Στο έργο του «Πραγματεία» (1739) θεώρησε πως η μελέτη της ανθρώπινης φύσης πρέπει να γίνει με την εμπειρία και την παρατήρηση, προς αποφυγή αστήριχτων υποθέσεων. Στο επίπεδο της φυσικής εξέφραζε την άποψη πως οι νόμοι της δεν αποτελούν πρόβλεψη για το μέλλον γι’ αυτό αποκαλείται και «αγνωστικιστής».

5 Ο Χιουμ θεωρούσε ότι είναι αδύνατη οποιαδήποτε αποδεικτική επιστήμη του γεγονότος. Σε τούτη τη θεώρηση πάνω ανέπτυξε το δόγμα του για την αιτιότητα. Η ιδέα της αιτιότητας υποτίθεται ότι υποδεικνύει μια αναγκαία σχέση ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα. Υποστήριζε ότι δεν μπορεί να παρατηρηθεί καμιά αιτιώδης σχέση ανάμεσα στα δεδομένα των αισθήσεων διότι, όταν ένας άνθρωπος κρίνει ότι δύο γεγονότα συνδέονται αιτιωδώς, το μόνο που παρατηρεί και μπορεί να παρατηρήσει είναι ότι συμβαίνουν συχνά και με όμοιο τρόπο συμβαίνουν μαζί. Στο νου εδραιώνεται μια συνήθεια σύνδεση τους και η λειτουργία σύνδεση τους γίνεται αισθητή ως αναγκαστική. Αυτή η αίσθηση κατά το Χιουμ είναι μόνη πηγή της εντύπωσης της ιδέας της αιτιότητας που μπορεί να ανακαλυφθεί.

6 Με αυτό τον τρόπο ο Χιουμ αποτέλεσε ο πρώτος φιλόσοφος του μεταμεσαιωνικού κόσμου που αμφισβήτησε την υπόθεση ότι υπάρχει κατά ανάγκη συνάφεια αιτίας και αποτελέσματος. Έθεσε λοιπόν υπό αμφισβήτηση την φιλοσοφική βάση της Νευτώνειας φυσικής (αν και υπήρξε θαυμαστής του Νεύτωνα) που στηριζόταν στον εντοπισμό λίγων θεμελιωδών αιτιωδών νόμων που διέπουν το σύνταγμα. Τούτο το γεγονός ώθησε τους θετικιστές του 19ου αιώνα να αντιμετωπίσουν την αμφισβήτηση της αιτιότητας από τον Χιουμ προκειμένου να καταστήσουν εφικτό το θεμελιακό στόχο τους : την επιστήμη ως κεντρικό πλαίσιο της ανθρώπινης σκέψης.

7 Θετικισμός

8 Θετικισμός (Positivism)
Ο θετικισμός γεννήθηκε την περίοδο της δεύτερης μεγάλης επιστημονικής επανάστασης. Το φιλοσοφικό ρεύμα αυτό έχει βαθύτερες ρίζες στον γαλλικό διαφωτισμό που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο «καθαρό φως της λογικής». Σαν μοναδική γνωσιολογική περιοχή θεωρεί την εμπειρία, «τα θετικά γεγονότα», και θα λέγαμε ότι περιορίζει την αποστολή των επιστημών στην αναγνώριση και καταγραφή και όχι στην ερμηνεία των γεγονότων και φαινομένων. Η ανάπτυξη της εμπειρικής θεωρίας της γνώσης και του επιστημονικού συλλογισμού έγινε σε τέτοιο βαθμό στον θετικισμό, ώστε η Λογική και τα Μαθηματικά να θεωρούνται βασικές εμπειρικές επιστήμες.

9 Η ροπή αυτή στην φιλοσοφία και την επιστήμη που ονομάζουμε θετικισμό έχει το εξής έντονο χαρακτηριστικό. Ορμώμενη από το δεδομένο, το πραγματικό, το ακριβές και θετικό απορρίπτει οποιαδήποτε υπερβατική μεταφυσική και εξοβελίζει από την επιστήμη τις έννοιες του υπεραισθητού, των αιτίων, των δυνάμεων. Οτιδήποτε μεταφυσικό, δηλαδή ότι δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τους υπάρχοντες (εκείνης της εποχής) νόμους της φυσικής αφορίζεται ως απρόσιτο στην επιστημονική γνώση. Η επιστημονική γνώση πρέπει να αρκείται στον καθορισμό ομοειδών σχέσεων και συναρτήσεων μεταξύ των φαινομένων και στην μαθηματική κατά το δυνατών διατύπωση των σχέσεων αυτών. Με τον όρο φαινόμενα αναφερόμαστε στο σύνολο των περιεχόμενων της εμπειρίας , των βιωμάτων και των αισθημάτων

10 Οι βασικές θέσεις του θετικισμού είναι ότι :
1) κάθε γνώση που αφορά γεγονότα βασίζεται στα «θετικά» στοιχεία της εμπειρίας και 2) πέραν από τον κόσμο των γεγονότων υπάρχει ο κόσμος της καθαρής λογικής και των καθαρών μαθηματικών Έτσι στην βασική ιδεολογική του γραμμή, ο θετικισμός είναι εγκόσμιος, λαϊκός, αντίθεολογικός και αντιμεταφυσικός. Η αυστηρή εμμονή στην μαρτυρία της παρατήρησης και της εμπειρίας είναι η μοναδική και απαράλλακτη προσταγή των θετικιστών. Η προσταγή αυτή είναι εμφανής ακόμα και στη συμβολή τους στην ηθική φιλοσοφία. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τους θετικιστές ως ωφελιμιστές, με την έννοια ότι το ηθικό αξίωμα τους συνοψίζονταν λίγο πολύ στην φράση «η μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων».

11 Επιστημονικό είναι ότι οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ως τέτοιο..
Η θετική φιλοσοφία προπαρασκευάστηκε από τον Ντέιβιντ Χιούμ (David Hume) και αναπτύχθηκε ως φιλοσοφική ιδεολογία και κίνημα από τον Αύγουστο Κόντ (Auguste Compte). Με τη πάροδο του χρόνου κατεδείχθει ότι ο θετικισμός δεν ήταν δυνατό να παραμείνει με την μορφή που είχε διαμορφώσει ο Κοντ. Κατά την Τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα εμφανίζεται μεταρρυθμισμένος υπό την μορφή του «νεοθετικισμού». Οι οπαδοί του νεοθετικιστικού αυτού ρεύματος απετέλεσαν στον λεγόμενο κύκλο της Βιέννης. Άλλες μορφές που παρουσιάζεται σήμερα ο θετικισμός είναι ο «Επιστημονικός εμπειρισμός», «Λογικός εμπειρισμός», κατευθύνσεις οι οποίες είναι διαδεδομένες στην Αμερική. Κατ’ αυτούς μόνο προτάσεις που είναι «πρωτοκολλημένες» στον κατάλογο μιας θετικής επιστήμης είναι αληθείς. Επιστημονικό είναι ότι οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ως τέτοιο.. Ως εκ τούτου είναι φανερό πως εμφανίζονται αυτοαναιρέσεις στους κόλπους του θετικισμού. Βέβαια οφείλουμε να πούμε πως η ιστορική υπηρεσία που πρόσφερε ο Θετικισμός στην ανθρώπινη πρόοδο ήταν η απομάκρυνση από την άγονη θεωρητικολογία των διαφόρων επιστημών και η στροφή τους στην έρευνα γεγονότων.

12 Ο Comte, ο εισηγητής του θετικισμού, επηρεάστηκε απόλυτα από τους Γάλλους Εγκυκλοπαιδιστές του Διαφωτισμού, όπως ο Ντενί Ντιντερό ( ), ο Ζαν ντ` Αλαμπέρ ( ) κ.ά.  Σημαντικά επέδρασαν και οι μαθηματικοί που ήταν ταυτόχρονα και φιλόσοφοι, όπως ο Μπέρναρντ Ρήμαν ( ), εισηγητής μιας μη-ευκλείδειας Γεωμετρίας ο Χέρμαν Φον Χελμότς (1821–1894), πρωτοπόρος σ’ ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών πεδίων, ο Λούντβιχ Μπόλτσμαν ( ), σπουδαίος φυσικός και πρωτοπόρος ερευνητής της Στατιστικής Μηχανικής, ο Ανρί Πουανκαρέ ( ), ο οποίος διέπρεψε τόσο στα Μαθηματικά όσο και στη φιλοσοφία της επιστήμης και ο Νταβιτ Χιλμπερτ ( ), που διακρίθηκε στην τυπολογία των Μαθηματικών. Μεγαλύτερη σημασία είχε πάντως η επίδραση του Άλμπερτ Αϊνστάιν ( ) και των τριών μεγαλύτερων εκπροσώπων της μαθηματικής λογικής στα τελευταία 100 χρόνια, του πρωτοπόρου Γερμανού Γκότλοπ Φρεγκε ( ) και των συγγραφέων του μνημειακού έργου Principia Mathematica Μπέρτραν Ράσελ ( ) και Άλφρεντ Νορθ Χουάιτχεντ ( ).

13 Το 1920 μια ομάδα φιλοσόφων στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, γύρω από τον φιλόσοφο Μόριτζ Σλικ (Moritz Schlick, ) η ονομαζόμενη Σχολή της Βιέννης, ήταν ο πυρήνας του κινήματος του λογικού θετικισμού. Ο θετικισμός είχε επικρατήσει απόλυτα την εικοσαετία Το κίνημα του θετικισμού έφθασε στο απόγειό του στην Ευρώπη τη χρονική περίοδο αλλά, μετά το 1933 που στη Γερμανία ήρθε στην εξουσία ο Ναζισμός, τα περισσότερα ενεργά μέλη των διαφόρων ομάδων και κλάδων που εγκατέλειψαν την ηπειρωτική Γηραιά Ήπειρο αρχικά προς τη Μεγάλη Βρετανία και αργότερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, καθώς πολλοί από αυτούς ήταν Εβραίοι ή αριστεροί διανοούμενοι, Από τη μετανάστευση αυτή, ο θετικισμός αναμείχθηκε ενεργά με την αγγλοσαξονική παράδοση του Πραγματισμού και του Εμπειρισμού.

14 Αύγουστος Κοντ (Auguste Comte, 1798-1857)
Ο Auguste Comte είναι ο εισηγητής του θετικισμού. Με το έργο του «Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας» (Cours de philosophie positive ) το κίνημα του θετικισμού πήρε τα πρώτα χαρακτηριστικά του. Με τις απόψεις επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη του 19ου αιώνα.  Η θετική φιλοσοφία του Auguste Comte προήλθε από την μελέτη της προόδου της ανθρώπινης σκέψης μέσα στην ιστορία. Αυτό που εννοούσε με τον όρο ανθρώπινη σκέψη ήταν η επιστήμη: αστρονομία, φυσική, χημεία και βιολογία. Τα μαθηματικά τα για τον Comte ήταν ένα εργαλείο της λογικής και όχι επιστήμη. Ακόμα προσπάθησε να αποδείξει ότι κάθε επιστήμη εξαρτάται από την προηγούμενη. Επίσης, η ιστορία της επιστήμης αναδεικνύει τον νόμο ότι τα φαινόμενα γίνονται πιο σύνθετα ( Τα βιολογικά φαινόμενα είναι πιο σύνθετα από τα αστρονομικά).

15 Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο υπάρχουν τρία στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου. Στο έργο του «Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας» γράφει : «…αυτός ο νόμος ορίζει ότι καθεμιά από τις κύριες απόψεις μας, κάθε κλάδος της γνώσης μας, διέρχεται αναγκαία από τρεις διαφορετικές θεωρητικές μορφές: τη θεολογική ή πλασματική κατάσταση· τη μεταφυσική ή αφηρημένη· την επιστημονική ή θετική». Δηλαδή σε κάθε στάδιο κυριαρχεί κι από μια ιδιαίτερη μέθοδος έρευνας της φύσης: αναζήτηση των πρώτων και των τελικών αιτιών και εντοπισμός των υπερφυσικών παραγόντων για να εξηγηθεί το παραμικρό φαινόμενο (θεολογικό στάδιο)· υποκατάσταση αυτών των υπερφυσικών παραγόντων με αφηρημένες δυνάμεις και άλλες παραγωγικές υποστάσεις (μεταφυσικό στάδιο)· και τελικά, παραίτηση από ζητήματα σχετικά με την καταγωγή και τον προορισμό του σύμπαντος και επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε κείνους τους νόμους που είναι προσιτοί στον συλλογισμό και την παρατήρηση (θετικό στάδιο).

16 Να πως περιγράφεται από τον ίδιο η θετική κατάσταση: «Τέλος, στη θετική κατάσταση, το ανθρώπινο πνεύμα, αναγνωρίζοντας την αδυναμία απόκτησης απολύτων εννοιών, παραιτείται από την αναζήτηση της καταγωγής και του προορισμού του σύμπαντος και τη γνώση των βαθύτερων εννοιών των φαινομένων για να προσηλωθεί αποκλειστικά στην ανακάλυψη, με την καλά συνδυασμένη χρήση του συλλογισμού και της παρατήρησης, της πραγματικής νομοτέλειας τους, δηλαδή των σταθερών σχέσεων τους διαδοχής και ομοιότητας». Για τον Comte, η ιστορία των επιστημών δεν είναι η μόνη που επιβεβαιώνει την ευστάθεια του νόμου των τριών σταδίων· το ίδιο συμβαίνει και με την ανάπτυξη του κάθε ατόμου.

17 Έχει πρωταρχική σημασία να κατανοηθεί η ουσία της ερμηνείας που δίνει ο Comte στην τελική θετική κατάσταση. Φανερώνεται με αρκετή πληρότητα στη διατύπωση «σταθερή υποταγή της φαντασίας στην παρατήρηση» που ο Comte αναγνωρίζει σαν τον κύριο δείκτη της θετικής σκέψης. Με άλλα λόγια παραιτείται από το να αναγνωρίσει τις ουσιαστικές αιτίες και σχέσεις των πραγμάτων συμφωνώντας έτσι με τη θεμελιακή θέση της φιλοσοφικής φαινομενολογίας του Hume. Τέλος ο Comte πίστευε ότι πιο σημαντικές επιστημονικές μέθοδοι για τη φυσική και τη χημεία είναι η παρατήρηση και το πείραμα. Για τα συνθετότερα φαινόμενα της βιολογίας και της κοινωνιολογίας η καταλληλότερη μέθοδος είναι η σύγκριση. Συμπερασματικά η ιδέα της εξέλιξης είναι ο κεντρικός άξονας στο έργο του Κοντ αφού η ικανότητα εκτίμησης του παρελθόντος και πάνω σε αυτό να θεμελιωθεί το μέλλον αποτελεί το μέθοδο μετασχηματισμού της μεταφυσικής σε θετική θεώρηση των πραγμάτων. Μάλιστα την εξέλιξη αυτή την ταύτιζε με τη πρόοδο του κοινωνικού συστήματος με ένα καθαρό ωφελιμιστικό χαρακτήρα.. Όπως ο ίδιος ο Κοντ θα έλεγε "από την επιστήμη πηγάζει η πρόβλεψη και από την πρόβλεψη, η δράση"

18 John Stuart Mill ( ) Ο Mill, φιλελεύθερος θεωρητικός, αναγνωρισμένος οικονομολόγος, φιλόσοφος της λογικής και των ανθρωπιστικών επιστημών, συνεισέφερε τα μέγιστα στη διάδοση και καρποφορία των ιδεών του Comte. Σε αντίθεση με τον Comte, ο Mill διερωτάται πάνω στον κοινό παρανομαστή όλων των επιστημονικών ερευνών. Έτσι συναντά την ιδέα του Βάκωνα και θεωρεί τη λογική «arts artium», επιστήμη των επιστημών. Ο Mill υπήρξε ο κύριος ερμηνευτής στον 19ο αιώνα της λεγόμενης επαγωγικής λογικής. Κατά τη γνώμη του, κάθε μη εποπτική γνώση της φύσης προέρχεται αναγκαστικά από την επαγωγή.

19 Πίστευε ότι οι μέθοδοι επαγωγής εφόσον χρησιμοποιηθούν με κατάλληλο τρόπο οδηγούν σε συμπεράσματα προικισμένα με «αυστηρή βεβαιότητα». Ακόμα υποστηρίζει ότι η βεβαιότητα που προκύπτει από τις επιμέρους επαγωγές τη θεμελιώνει η προϋπόθεση ότι η φύση είναι ομοιόμορφη και ότι «εκείνο που συνέβη μία φορά, θα επαναληφθεί, εφόσον οι συνθήκες παραμείνουν ίδιες, όχι μονάχα μια φορά, αλλά κάθε φορά που παρουσιάζονται οι ίδιες συνθήκες. Κατά την άποψη του η αρχή της ομοιομορφίας της φύσης είναι «η θεμελιώδης αρχή ή το γενικό αξίωμα της επαγωγής».

20 Herbert Spencer ( )  Ο εξελικτικός θετικισμός, του οποίου κύριος εκπρόσωπος είναι ο άγγλος αγνωστικιστής Herbert Spencer, είναι βασισμένος όχι στην κοινωνία ή την ιστορία αλλά στη φύση, στη σφαίρα της φυσικής και της βιολογίας. Ο Spencer υπερασπίστηκε τη θεωρία της καθολικής προόδου, σαν συνεχή και μονογραμμική εξέλιξη από ένα πρωτόγονο νεφέλωμα έως τα πιο εξελιγμένα προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού. Χρησιμοποίησε τον όρο εξέλιξη αντί του όρου πρόοδος, γιατί πίστευε ότι η καθολική πρόοδος διαμορφώνεται σύμφωνα με τη βιολογική εξέλιξη. Ο ορισμός του για την εξέλιξη ως «μετάβαση από την ομοιογένεια στην ετερογένεια» ή από τον απλό στο σύνθετο προτάθηκε για την ανάπτυξη των φυτικών και ζωικών οργανισμών, των οποίων τα μέρη χημικά και βιολογικά, αρχικά είναι αόριστα αλλά που διαφοροποιούνται έπειτα για να διαμορφώσουν τους διαφορετικούς ιστούς και τα όργανα. ΟΙ ΑΠΟ

21 Ο Spencer υποστήριξε ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να ανακαλυφθεί σε όλους τους τομείς της πραγματικότητας και ότι κάθε ένας από αυτούς τους τομείς έχει μια συγκεκριμένη επιστήμη της οποίας στόχος είναι να αναγνωριστούν και να διευκρινιστούν τα χαρακτηριστικά του. Η φιλοσοφία είναι η γενικευμένη γνώση της διαδικασίας της εξέλιξης. Ο ρόλος της φιλοσοφίας αρχίζει με τις ευρύτερες γενικεύσεις των μεμονωμένων επιστημών· από αυτές τις γενικεύσεις επιδιώκει να πραγματοποιήσει μια «εντελώς ενοποιημένη» γνώση. Εντούτοις, ούτε η φιλοσοφία ούτε η επιστήμη, σύμφωνα με τον Spence, δεν μπορεί να πάρει τη θέση της θρησκείας. Η αλήθεια της θρησκείας είναι ότι «η ύπαρξη του κόσμου με όλα που αυτό περιέχει και όλα αυτά που καλύπτει είναι ένα μυστήριο που πρέπει πάντα να ερμηνευθεί» (First Principles, London, 1862, Par. 14). Όλες οι θρησκείες, εντούτοις, αποτυγχάνουν στο δόσιμο αυτής της ερμηνείας επομένως, ο μόνος στόχος της αυθεντικής θρησκείας είναι να χρησιμεύσει ως μια υπενθύμιση του μυστηρίου της τελικής αιτίας.

22 Ακόμα υποστήριξε ότι η ανθρώπινη γνώση εσωκλείεται μέσα στα όρια του σχετικού. Πέρα από αυτά τα όρια υπάρχει η απεριόριστη και άγνωστη δύναμη από την οποία όλα τα φαινόμενα εξαρτώνται. Η αδυναμία του ανθρώπου για την κατανόηση αυτής της δύναμη, αποκαλύπτεται από την ανικανότητα για λύση ορισμένων προβλημάτων στα όρια της φιλοσοφίας και της επιστήμης, τέτοια προβλήματα όπως εκείνα που σχετίζονται με την ουσία του χώρου, του χρόνου, της ύλης, και της ενέργειας, της διάρκειας της συνείδησης (είτε πεπερασμένης είτε άπειρης), και της ουσία της σκέψης (εάν είναι η ψυχή ή όχι). Ο εξελικτικός θετικισμός, με αυστηρότερη μορφή του, κρατά ίσες αποστάσεις από τον υλισμό και την πνευματικότητα. Ο θετικισμός αγκαλιάζει και τις δύο τάσεις που ερμηνεύουν την έννοια της εξέλιξης υλιστικά και τις τάσεις που τον ερμηνεύουν πνευματικά. Ο νόμος διατήρησης της ύλης που ανακαλύφθηκε από το Antoine Lavoisier (1789) και ο νόμος διατήρησης της θερμότητας (και άρα της ενέργειας) του Robert Mayer's (1842) λήφθηκαν ως αποδείξεις της υπόθεσης ότι μια ουσία, της οποίας η ύλη και η ενέργεια είναι αδιάσπαστες ιδιότητες, αποτελούν το αιώνιο αντικείμενο της κοσμικής εξέλιξης και καθορίζουν απαραιτήτως όλα τα χαρακτηριστικά του.

23 Εμπειριοκριτικισμός Ένα από τα παρακλάδια του θετικισμού κατά τη διαδικασία της εξέλιξης του υπήρξε ο εμπειριοκριτικισμός που αποτελεί γνωσιολογικό σύστημα (του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου ) το οποίο ασχολήθηκε με τον τρόπο με τον οποίο αποκτάται η γνώση. Σύμφωνα με τον εμπειριοκριτικισμό αληθινό είναι μόνο το σύμπλεγμα των στοιχείων της εμπειρίας, δηλαδή το αίσθημα, ενώ τα μεταφυσικά ή υπερφυσικά στοιχεία τα θεωρεί φαινομενικές έννοιες, που δεν εμπεριέχουν καμιά αλήθεια , πιθανότατα, όμως να έχουν ευκαιριακά μόνο κάποια ωφελιμιστική αξία. Οπότε αποκλείει κάθε μεταφυσική έννοια ή ακόμη και τη χρησιμοποίηση της. Με την ανάπτυξη της σύγχρονης φυσικής εμφανίσθηκε ένας προβληματισμός σχετικά με τη διαίρεση: ύλη/πνεύμα που προσπάθησαν να επιβάλλουν ο ιδεαλισμός και ο υλισμός. Ο εμπειριοκριτικισμός αρνήθηκε αυτή τη διχοτόμηση , υποστηρίζοντας ότι οι διακρίσεις μεταξύ φυσικών και πνευματικών φαινομένων εξαρτώνται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελούνται η παρατήρηση και το πείραμα.

24 Ένας από τους θεμελιωτές του εμπειριοκριτικισμού θεωρείται ο Αυστριακός φυσικός και φιλόσοφος Ερνστ Μαχ ( ) . Ο Μαχ θεωρεί τα αντικείμενα αθροίσματα των αισθημάτων και ως «συμπλέγματα των στοιχείων της εμπειρίας», τα οποία δεν έχουν υλική φύση, ενώ θεωρεί την ύλη «φυσική σειρά φαινομένων», που παράγονται από τη πρωταρχική σειρά εσωτερικών ψυχικών εντυπώσεων. Σε ένα από τα έργα του με τίτλο: «Συμβολή στην ανάλυση των αισθήσεων» (1886) υποστήριξε την αντίληψη ότι ολόκληρη η γνώση πηγάζει από τις αισθήσεις. Έτσι τα φαινόμενα που υπόκεινται σε επιστημονική έρευνα είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητά μόνο μέσω ερεθισμάτων των αισθήσεων τα οποία δημιουργούνται κατά την παρατήρηση αυτών ακριβώς των φαινομένων. Η άποψη οδηγεί στην παραδοχή ότι κανένας φυσικός νόμος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός αν δεν επαληθευτεί και με εμπειρικό τρόπο. Ο Μαχ θέτοντας αυστηρά κριτήρια για την επαλήθευση των φυσικών νόμων οδήγησε στην απόρριψη κάποιων μεταφυσικών εννοιών όπως ο απόλυτος χρόνος και το απόλυτο διάστημα, γεγονός που προετοίμασε το δρόμο για τη διατύπωση της Θεωρίας της Σχετικότητας από τον Αϊνστάιν.

25 Από τον Θετικισμό του Κόντ στο Λογικό Θετικισμό των Φυσικών Επιστημών
Κάθε φυσική επιστήμη δεν μπορεί να αναπτύσσεται δογματικά στα στενά όρια του ερευνητικού της αντικειμένου και να καθορίζεται μονοσήμαντα από τη συγκροτημένη γνώση που προκύπτει από τα στοιχεία της ίδιας της επιστημονικής διαδικασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα οδηγηθεί στην αυτοεξάντληση της έχοντας κατασκευάσει τοιχώματα που λειτουργούν αδιαβατικά έναντι στη γνώση που πηγάζει από άλλα επιστημονικά πεδία. Με αυτό τον τρόπο αντιλαμβανόμαστε πως η μονομέρεια στην επιστήμη μόνο ωφέλιμη δεν μπορεί να είναι.

26 Μια από τις συνεισφορές του θετικισμού του Κοντ είναι ότι βασιζόμενος στο «νόμο των τριών φάσεων της διανοητικής ανάπτυξης» εισήγαγε μια λογική ανάλυση της ιστορικής τάξης της εξέλιξης σε επίπεδα δομής επιστημών. Δηλαδή σύνθεσε μια πυραμίδα που αποτελείται από έξι επίπεδα επιστημών που αποτελούσαν για αυτόν τις αληθινές και βασικές επιστήμες.

27 Έθεσε ως βάση της την επιστήμη των Μαθηματικών θεωρώντας τη αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη όλων των υπολοίπων. Οι επιστήμες που έπονται στο σχηματισμό του Αύγουστου Κοντ κάνουν χρήση των στοιχείων και των γνώσεων που προηγούνται στη πυραμίδα. Αν και αυτή απλουστευμένη κατασκευή δεν μπόρεσε να συγκροτήσει μια πλήρη περιγραφή της «συνέχειας» των φυσικών επιστημών, κατάφερε να επισημάνει το γεγονός πως οι επιστήμες επικοινωνούν δυνητικά και προετοίμασε το έδαφος για την έλευση του λογικού θετικισμού που κυριάρχησε στα φιλοσοφικά ρεύματα τον εικοστό αιώνα και είχε ως απώτερο στόχο την ενοποίηση των επιστημών σε με μια επιστήμη (Unified Science).

28 Λογικός Θετικισμός και Κύκλος της Βιέννης
Η κυρίαρχη τριάδα των φυσικών επιστημών είναι η Φυσική, η Χημεία και η Βιολογία όπου παρουσιάζουν συνθετότητα ανάλογα με τη θέση που καταλαμβάνουν σε μια συστηματική κατάταξη. Η συγκεκριμένη κατάταξη που συμπληρώνεται κι από άλλες επιστήμες όπως η Ανθρωπολογία και οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπαριστά μια κλίμακα με διττό χαρακτήρα. Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε την θέση της ιεραρχίας και τη πολυπλοκότητα (παρατηρείται μια αντίστροφη αναλογία μεταξύ τους) που αντιστοιχεί σε κάθε επιστήμη.

29 Η Φυσική καταλαμβάνει τη βάση της ιεραρχίας, επειδή το αντικείμενο της σχετίζεται με τη μελέτη της φύσης και των φυσικών επιστημών. Δηλαδή, προσπαθεί να εξερευνήσει με άμεσο τρόπο την ουσία της ύλης σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που μεν είναι πολυπλοκότερες αλλά βρίσκονται a priori μακρύτερα από τη στοιχειώδη «υφή». Η παραπάνω κατάταξη σηματοδοτεί πως οτιδήποτε στο Σύμπαν μπορεί να αναχθεί σε θεμελιώδεις αρχές. Ομοίως, όλα τα φαινόμενα τουλάχιστον επιστημολογικά είναι δυνατό να ερμηνευτούν πλήρως με τη βοήθεια των νόμων της Φυσικής.

30

31 Οι Φυσικές Επιστήμες αποτέλεσαν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι της Φιλοσοφίας και μάλιστα η Θεωρητική Φυσική τα τέλη του 1800 περιγραφόταν ως Φιλοσοφία της Φύσης. Στο σύνολο της η Φιλοσοφία των επιστημών αποτελεί ουσιαστικά μια προσπάθεια διεύρυνσης των επιστημονικών δεδομένων και θεωριών μέσα από μια φιλοσοφική προοπτική. Σε τούτο το πλαίσιο ανήκει το φιλοσοφικό ρεύμα του Λογικού Θετικισμού ή Νεοθετικισμού που κυριάρχησε από τη δεκαετία του ’20 μέχρι τη δεκαετία του ’60 και συνέπεσε με την επανάσταση της Σύγχρονης Φυσικής

32 Ο φυσικός και φιλόσοφος Ερνστ Μαχ προς το τέλος του 20ου αιώνα διατύπωσε την άποψη πως στόχος των επιστημών είναι να ανακαλύψουν τον οικονομικότερο τρόπο συντονισμού των δεδομένων της εμπειρίας και οτιδήποτε πέρα της εμπειρίας οφείλει να εξαλειφθεί από τη διαδικασία της γνώσης. Τούτος ο ισχυρισμός επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το μετέπειτα φιλοσοφικό κίνημα του λογικού θετικισμού.

33 Η σχολή του Νεοθετικισμού είχε ως αντικείμενο την έρευνα της επιστημονικής σκέψης και των λογικών βάσεων της, που εστίαζε το ενδιαφέρον της στην ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας και στην προσπάθεια προσέγγισης του ακριβούς νοήματος χωρίς να εντάσσει στην συζήτηση μεταφυσικές θεωρήσεις. Το φιλοσοφικό κίνημα προέκυψε από τις συζητήσεις στο “Πρώτο Κύκλο της Βιέννης” που ήταν μια ομάδα φιλοσόφων, φυσικών, μαθηματικών και ευρύτερα επιστημόνων από της οποίας τις φιλοσοφικές ζυμώσεις σχηματίσθηκε η ραχοκοκαλιά του λογικού θετικιστικού ρεύματος τη δεκαετία του 1920.

34 Οι σχετικές δημοσιεύσεις εμφανίστηκαν κυρίως στο περιοδικό Τhe Journal of Unified Science. O Κύκλος της Βιέννης υποστήριξε τη λογιστική και την εφαρμογή της στην λογική. Επιπρόσθετα τόνισε την αξία της εμπειρίας για την επιστημονική γνώση ενώ προσπάθησε να πραγματοποιήσει την ενότητα των επιστημών με την ενοποίηση των επιστημονικών όρων. Τέλος στόχος της «επιστημονικής» φιλοσοφίας κατά τον Κύκλο της Βιέννης είναι η λογική διευκρίνιση των σκέψεων και μοναδική πηγή της είναι αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί επιστημονικά

35 Ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής ήταν το 1924 ο Γερμανός φυσικός και εμπειρικός φιλόσοφος Μόριτς Σλικ ( ) και κύριοι αντιπρόσωποι του κύκλου της Βιέννης, ήταν οι μαθηματικοί Χανς Χαν, Ρίχαρντ φον Μίζες, Κουρτ Γκέντελ, ο φυσικός Φίλιπ Φρανκ ,ο Ρούντολφ Κάρναπ ( ), γερμανός φυσικός, μαθηματικός και φιλόσοφος και ο οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Όττο Νόυρατ. ΟΚύκλος της Βιέννης συγκροτήθηκε σε μια πιο συμπαγή μορφή με το φιλοσοφικό οργανισμό «Κοινωνία του Έρνστ Μαχ» (ενδεικτικό της επίδρασης που είχε ο Μαχ στην παρέα του café central)

36 Οι Ιδέες του Νεοθετικισαμού
Οι λογικοί θετικιστές είχαν επικεντρώσει τα ενδιαφέροντα τους στην φιλοσοφία της επιστήμης και ήταν αρκετά σκεπτικοί για τη θεολογία και τη μεταφυσική. Θεώρησαν την μεταφυσική ως την προσπάθεια δημιουργίας στο πεδίο που ήδη είχε μεγάλη επιτυχία η τέχνη όπως η μουσική και η ποίηση. Οι περισσότεροι νεοθετικιστές πίστευαν πως το σύνολο της γνώσης βασίζεται σε μια εξαγωγή συμπερασμάτων από απλές «προτάσεις πρωτοκόλλου» βασισμένες σε παρατηρήσιμα γεγονότα. Πολλοί από αυτούς υποστήριξαν μορφές υλισμού, φυσιοκρατίας και εμπειρισμού.

37 Το Έργο της φιλοσοφίας κατά τον Νεοθετικισμό είναι να διευκρινίσει τις έννοιες βασικών επιστημονικών αντιλήψεων και όχι η «αέναη» προσπάθεια εύρεσης απαντήσεων σε τουλάχιστον φαινομενικά αναπάντητα ερωτήματα. Ως κεντρικό άξονα της είχαν θέσει μια μεθοδολογία των βασικών ισχυρισμών και των διαδικασιών επικύρωσης της γνώσης.

38 Μια σημαντική συνεισφορά των λογικών θετικιστών είναι η επαρκής κατανόηση των λειτουργιών της γλώσσας και των διαφόρων τύπων των εννοιών. Η γλώσσα αποτελεί ένα κώδικα που μπορεί να απεικονίσει της κανονικότητα που υπάρχει στη φύση ή στην κοινωνία. Οι λογικοί θετικιστές έκαναν διάκριση μεταξύ της γνωστικής και της συναισθηματικής σημασίας στις λέξεις και στις προτάσεις.

39 Ένα κύρια χαρακτηριστικά του Νεοθετικισμού είναι η δέσμευση στο όραμα της «Ενοποιημένης Επιστήμης» που είναι η προσπάθεια ανάπτυξης μιας κοινής γλώσσας (ή όπως ο Όττο Νόυρατ την είχε ονομάσει «παγκόσμια αργκό» ) η οποία μπορεί να εκφράσει όλες τις επιστημονικές προτάσεις. Η επάρκεια των προτάσεων και τμημάτων των προτάσεων για μια τέτοια γλώσσα συχνά καθορίστηκε από ποικίλους περιορισμούς ή ερμηνείες των όρων κάθε συγκεκριμένης επιστήμης για το μετασχηματισμό σε μια ενοποιημένη επιστήμη.

40 Τα φιλοσοφικά εργαλεία του Νεοθετικισμού
O Νεοθετικισμός είχε ως στόχο την εξάλειψη της μεταφυσικής από τον επιστημονικό προβληματισμό και τη λύση των φιλοσοφικών προβλημάτων παράλληλα με την επανάσταση που συντελέστηκε στη σύγχρονη Φυσική στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Λογικός Θετικισμός του Κύκλου τη Βιέννης εισήγαγε ως χαρακτηριστικό της νέου φιλοσοφικού κινήματος την γλωσσική ανάλυση. Έτσι λοιπόν θεώρησε κενή σημασίας οποιαδήποτε προσπάθεια χαρακτηρισμού κάποιας θέσης ως αληθούς ή μη, εφόσον πρώτα δεν έχει διευκρινιστεί τι ακριβώς σημαίνει.

41 Για τον Νεοθετικισμό η φιλοσοφία όφειλε να αναπτύξει τα κατάλληλα εργαλεία για την αποσαφήνιση των νοημάτων. Με άλλα λόγια να εντοπίσει ποια σημεία είναι άξια επιστημονικού προβληματισμού. Αντίθετα η συζήτηση των φιλοσόφων περί των χαρακτηριστικών του φυσικού κόσμου φάνταζε περιττή και ανούσια. Τα δυο θετικιστικά εργαλεία ανάλυσης που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και θα αναλύσουμε παρακάτω είναι η «Αρχή της Επαλήθευσης» και η τεχνική της «Επιχειρησιακής Ανάλυσης» (Oπερασιοναλισμός) :

42 Η αρχή της επαλήθευσης Το νόημα μιας πρότασης ή μιας θέσης μπορεί να ταυτιστεί με τις συνθήκες που κάνουν τη πρόταση αληθή. Η ουσία της αρχής της επαλήθευσης προβάλλεται στην άποψη πως το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευση της. Εφόσον μια πρόταση δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις που τη καθιστούν αληθινή θα χαρακτηριστεί ως ψευδής. Επίσης εάν δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τις συνθήκες αληθείας της, η συγκεκριμένη πρόταση παύει να έχει νόημα σύμφωνα με τους λογικούς θετικιστές.

43 Η αρχή της επαλήθευσης θα χρησιμοποιείτο ως εργαλείο για αν αποβληθούν από το χώρο των επιστημών οι μεταφυσικές ιδέες. Ο υλισμός και ο ιδεαλισμός αν και αντικρουόμενοι ως φιλοσοφικά ρεύματα συμπίπτουν στο γεγονός ότι προσπαθούν να βρουν τι υπάρχει «πέρα» από την εμπειρία. Όμως στο σημείο αυτό βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τον νεοθετικισμό που απορρίπτει πλήρως καθετί πέρα από την εμπειρία και το μη παρατηρήσιμο .

44 Κάθε επιστήμη εισάγει εξ ανάγκης «γενικούς νόμους» οι οποίοι εφαρμόζονται για διάφορες περιπτώσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Έτσι λοιπόν είναι αναπόφευκτη η αδυναμία πλήρους επαλήθευσής τους άσχετα με τα στοιχεία που μπορούμε να συλλέξουμε ώστε να καταδείξουμε την αλήθεια τους. Όμως για τους αυστηρούς υποστηρικτές της επαληθευσιοκράτιας αυτή η πρακτική χαρακτηρίζεται ως αβάσιμη και στερείται πραγματικού νοήματος. Τούτος όμως ο άξονας του θετικισμού τορπίλισε στο σύνολο της την επιστήμη που οι δομές της μέχρι και σήμερα έχουν στηριχθεί στην ανακάλυψη γενικών νόμων.

45 Για να παρακάμψουν αυτήν την ατραπό οι επαληθευσιοκράτες θεώρησαν πως η επιστήμη μπορεί να λειτουργήσει δίχως γενικούς νόμους αλλά με την προϋπόθεση της ύπαρξης κανόνων βάση των οποίων θα διατυπωνόντουσαν προβλέψεις. Μια άλλη μέθοδος που κατασκευάσθηκε ήταν αυτή της έμμεσης επαλήθευσης. Για παράδειγμα μια πρόταση για να έχει νόημα δεν χρειάζεται να την επαληθεύσουμε άμεσα αλλά μπορούμε συνδυάζοντας την με άλλες επαληθεύσιμες προτάσεις να καταλήξουμε σε επαληθεύσιμα συμπεράσματα. Δηλαδή είναι απαραίτητο οι φυσικοί νόμοι να συνδυαστούν με επαληθεύσιμες αρχικές συνθήκες για να πάρουμε τελικά αποδεκτά συμπεράσματα.

46 Ορθολογισμός (Rationalismus)
Ο Ορθολογισμός είναι μια πνευματική κατεύθυνση κατά την οποία μοναδική πηγή γνώσης είναι η λογική σκέψη που προέρχεται από τη δύναμη του νου, την αντιληπτική ικανότητα της αίσθησης (sensatio) διαμέσου του ορθού λόγου (διάνοι - ratio). Υποστηρίζει ότι, επειδή η ίδια η πραγματικότητα έχει μια εγγενώς ορθολογική δομή, υπάρχουν αλήθειες (ιδικά στην λογική και στα μαθηματικά αλλά και στην ηθική και την μεταφυσική) τις οποίες ο νους μπορεί να τις συλλάβει άμεσα. Στην ηθική ο ορθολογισμός βασίζεται σε ένα «φυσικό φως» και στη θεολογία αντικαθιστά την υπερφυσική αποκάλυψη με τον λόγο.

47 Από γνωσιολογικής απόψεως: Ο Ορθολογισμός διατυπώνει ότι υπάρχουν γνώσεις που δεν προέρχονται από την εμπειρία δια των αισθήσεων αλλά πηγάζουν από την λογική σκέψη εκ των προτέρων, δηλαδή ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία. Η γνώσεις που αποκτούνται μέσω της λογικής σκέψης έχουν κατά τους ορθολογιστές υπεροχή έναντι των γνώσεων τις οποίες αντλούμε από την εμπειρία δια των αισθήσεων, υπεροχή ως προς την ακρίβεια και την βεβαιότητα. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο νοούμενος ορθολογισμός αποτελεί αντίθεση προς τον εμπειρισμό.

48 Από μεταφυσικής απόψεως:
Ορθολογισμός είναι η αντίληψη που δέχεται ότι οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο παράγεται εξαιτίας οποιασδήποτε αιτίας που μπορεί να γίνει κατανοητή από την λογική σκέψη. Ο ορθολογισμός αυτός ταυτίζει το πραγματικό προς το λογικό και έχει συνήγορο του τον γερμανό φιλόσοφο Έγελο.

49 Από θεολογικής απόψεως: Ορθολογισμός είναι να απορρίπτουμε κάθε θεολογικό δόγμα το οποίο δεν συμβιβάζεται με την λογική σκέψη. Οπαδοί του θεολογικού ορθολογισμού υπήρξαν οι περισσότεροι θεολόγοι του 18ου αιώνα.

50 Από πρακτικής απόψεως: Ορθολογισμός είναι η αντίληψη ότι η πρακτική ζωή σε όλες της τις εκδηλώσεις μπορεί να ρυθμιστεί από την λογική σκέψη. Κατά τον 20ο αιώνα γίνεται μεγάλη χρήση του όρου ορθολογισμός σε σχέση με την κανονική ρύθμιση της οικονομικής ζωής. Η λεγόμενη «σχεδιοποιημένη οικονομία» που αναπτύχτηκε στην εποχή μας είναι απόπειρα της εφαρμογής του ορθολογισμού στην Οικονομία. Σύμφωνα με κάποιους οικονομολόγους, οφείλεται στην έλλειψη ατομικής δημιουργικής πρωτοβουλίας που σημειώθηκε μετά τον κρατικό παρεμβατισμό.

51 Η αντίθεση μεταξύ ορθολογισμού και εμπειρισμού
Η αντίθεση μεταξύ ορθολογισμού και εμπειρισμού εμφανίζεται να είναι απλή και άμεση. Ο Λοκ είναι ορθολογιστής με την πιο χαλαρή σημασία του όρου, υποστηρίζοντας ότι το υλικό της ανθρώπινης γνώσης (ιδέες ή παραστάσεις) παρέχεται από την κατ’ αίσθηση εμπειρία ή την ενδοσκόπηση, αλλά ότι η γνώση έγκειται στη θεώρηση των αναγκαίων σχέσεων ανάμεσά τους, που είναι η λειτουργία του λόγου. Και οι δυο φιλοσοφίες όμως εμφανίζουν ατέλειες και μειονεκτήματα. Ο εμπειρισμός απέτυχε στην προσπάθεια να τεκμηριώσει την ξεχωριστή ύπαρξη του κόσμου της φύσης από την σκέψη, τείνοντας στον σκεπτικισμό. Από την άλλη ο ορθολογισμός είχε αποτύχει να θεμελιώσει την υπέρβαση του θεού επί της φύσης.

52 Την αντίθεση μεταξύ αυτών των δυο φιλοσοφικών απόψεων επιχείρησε να άρει ο Καντ. Συνδυάζοντας τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό, και μέσω της κριτικής φιλοσοφίας τους ενοποίησε. Ο Καντ υποστήριζε πως ο ίδιος ο άνθρωπος κατασκευάζει τον ίδιο του τον κόσμο. Έτσι το ανθρώπινο πνεύμα μέσω a priori μορφών, οργανώνει τα τυφλά δεδομένα σης εμπειρίας και κατασκευάζει τις επιστήμες των Μαθηματικών και της Φυσικής. Μέσω στο συναισθήματος, από την άλλη, αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα συσχετίζοντάς την με κάποιο «σκοπό», τονίζοντας την έμφυτη τάση των πραγμάτων για ενότητα. Έτσι για τον Καντ ο σκοπός καθορίζει την ηθική και δίνει δυο εντολές:

53 Α) Την «υποθετική προστακτική» η οποία θέτει ως προϋπόθεση μιας συγκεκριμένης πορείας ενεργειών, ένα συγκεκριμένο στόχο. Β) Την «κατηγορηματική προστακτική» η οποία οργανώνει την πορεία ενεργειών σε σειρά αναγκαίων αλλά δίκαιων πράξεων. (αποτελεί την βάση της ηθικής)

54 Γ) Στην θεολογία αναζητά ένα απόλυτο όριο για όλα τα όντα.
Ο λόγος για τον Καντ αναζητεί το «ανυπόθετο» ή το «απόλυτο» σε τρία επίπεδα: Α) Στην φιλοσοφική ψυχολογία αναζητώντας ένα απόλυτο υποκείμενο γνώσης. Β) Στην κοσμολογία αναζητά μια απόλυτη αρχή στο χρόνο, ένα απόλυτο όριο στο χώρο και ένα απόλυτο όριο ως προς την διαιρετότητά του. Γ) Στην θεολογία αναζητά ένα απόλυτο όριο για όλα τα όντα. Κατά την διατύπωση του ίδιου του Καντ, ο οποίος επιχείρησε την σύνθεση και υπέρβαση της διαμάχης ορθολογιστών και εμπειριστών, «η νόηση δίχως την αίσθηση είναι χωλή, αλλά και η αίσθηση δίχως την νόηση είναι τυφλή». Είναι όμως χαρακτηριστικό της Καντιανής κριτικής ότι και με αυτή την σύνθεση η προσπέλαση προς την καρδία της αλήθειας παρέμεινε αδύνατη.

55 Κριτικός Ορθολογισμός
Από τον κλασσικό απριορικό ορθολογισμό διαφοροποιείται ριζικά ο κριτικός ορθολογισμός, με κύριους εκπροσώπους του τους Κ. Πόπερ και Χ. Άλμπερτ. Σύμφωνα με αυτή την στάση, οι προτάσεις των επιστημών δεν είναι δυνατόν ούτε να αποδειχθούν ούτε να επαληθευτούν. Διατυπώνονται μάλλον ως υποθέσεις και ισχύουν μέχρι την ενδεχόμενη διάψευσή τους. Η αρχή αυτή ισχύει, για ορισμένους από τους εκπροσώπους του κριτικού ορθολογισμού, και για την θεολογία και για την φιλοσοφία. Το πρόβλημα στον κριτικό ορθολογισμό αφορά τον καθορισμό του κριτηρίου της διάψευσης. Επιπλέον, στη ριζοσπαστική του μορφή ο κριτικός ορθολογισμός παραγνωρίζει την δυνατότητα, την «ανοικτότητα», του ανθρώπινου πνεύματος για το υπερβατικό, στο οποίο και ο ίδιος κινείται εφόσον διατυπώνει προτάσεις για τους όρους της δυνατότητας.

56 Οπερασιοναλισμός Η αρχική ιδέα του οπερασιοναλισμού αναπτύχθηκε στην πιο χαρακτηριστική και αδιάλλακτη μορφή της από τον οπερασιοναλιστή φιλόσοφο Π. Μπρίτζμαν (κάτοχο του βραβείου Νόμπελ). Ο Μπρίτζμαν ήταν απογοητευμένος από την ασάφεια και την έλλειψη καθαρότητας με την οποία είχαν διατυπωθεί πολλές επιστημονικές ιδέες διατυπωθεί μέχρι το 1914.

57 (κάτοχο του βραβείου Νόμπελ).
Η φιλοσοφική θρησκεία της Δυτικής Επιστήμης Σύμφωνα με τον Οπερασιοναλισμό, οι θεωρητικές επιστημονικές έννοιες έχουν κάποιο πραγματικό νόημα, μόνο αν καταλήγουν σε κάποια πράξη μέτρησης ως προς ένα καθορισμένο σύστημα μέτρησης. Όπως αναφέρει ο Μπρίντζμαν: «Η απαρχή του Οπερασιοναλισμού μας οδηγεί σε ένα ριζικό μετασχηματισμό των τρόπων σκέψης μας. Δεν επιτρέπεται πια να χρησιμοποιούμε για να σκεφτόμαστε έννοιες που δεν θα ήταν δυνατόν να ορίσουμε με μετρητικούς όρους». Π. Μπρίτζμαν (κάτοχο του βραβείου Νόμπελ).

58 Ο Π. Μπρίτζμαν ισχυρίστηκε ότι η σημασία ενός επιστημονικού όρου ή μιας μη παρατηρήσιμης οντότητας βρίσκεται σε «πράξεις», φυσικές και πνευματικές, εμφανιζόμενες κατά την μέτρηση του. Ο στόχος ήταν να εξαλείψει κάθε αναφορά σε θεωρητικές οντότητες με το να τις ανακατασκευάσει ορθολογιστικά με όρους συγκεκριμένων πράξεων των εργαστηριακών διαδικασιών και πειραματισμών. Για να είναι κάτι Επιστημονικό πρέπει να επιδέχεται κάποιου είδους αντικειμένική μέτρηση μέσω οργάνων

59 Βάση των παραπάνω μπορούμε να αντιληφθούμε πως το οπερασιοναλιστικό σχήμα δεν μπορεί να ενσωματώσει έννοιες που δεν έχει δυνατότητα να τις ορίσει στη βάση διεργασιών μέτρησης. Ιι φυσικοί πλέον υπηρετώντας το πνεύμα του οπερασιοναλισμού μπορούσαν να αποκρούσουν τις αμφιβολίες που εγειρόντουσαν για τις νέες επιστημονικές ιδέες, υποστηρίζοντας ότι αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η συμπεριφορά των οργάνων μέτρησης και όχι οι «μεταφυσικές» συζητήσεις για τη φύση της ύλης, του χρόνου και της ύλης. Οι ανθρώπινες αξίες δεν επιδέχονται μέτρησης με όργανα, άρα είναι αντιεπιστημονικές και απορρίπτονται

60 Όμως ο αυστηρός οπερασιοναλισμός είχε σημαντικές επιπτώσεις και στο περιεχόμενο της επιστήμης θεωρώντας ότι κάθε διαφορετικός τρόπος μέτρησης του ίδιου μεγέθους ορίζει και μια καινούργια έννοια. Δηλαδή αν μπορούμε να μετρήσουμε το μήκος με δυο διαφορετικούς τρόπους, ορίζονται δυο διαφορετικές έννοιες(στην υφή τους). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα ο οπερασιοναλισμός να ναρκοθετήσει τον θεμελιακό στόχο της επιστήμης που δεν είναι άλλος από τη θεωρητική ενοποίηση της εμπειρίας.

61 Το μέτρο είναι σημαντικότερο του μετρούμενου.
Π.χ το ότι η ακτίνα του σύμπαντος διπλασιάστηκε δεν έχει πραγματικό νόημα αν συγχρόνως διπλασιάστηκε και το μήκος του μέτρου που τη μετράμε. Αντίστοιχα φαντάζει παράλογο για τους οπερασιοναλιστές κοσμολόγους πως ο χρόνος από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης μέχρι σήμερα συστέλλεται εφόσον συστέλλεται ανάλογα και η διάρκεια του δευτερολέπτου που το μετρά.

62 Έτσι το ότι το Σύμπαν μπορεί είναι άπειρο και άχρονο, θεωρείται ως μια απορριπτέα ιδέα εφόσον σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα επιδεχόταν κάποια συγκεκριμένη ανθρώπινη μέτρηση. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, σύμφωνα με τον Οπερασιοναλισμό, ότι η μελέτη του Σύμπαντος έπρεπε να βρίσκεται εκτός του επιστημονικού πεδίου.

63 Σύμφωνα λοιπόν με την οπερασιοναλιστική λογική, η μελέτη του χώρου και του χρόνου απλώς συνίσταται στη μέτρηση της συμπεριφοράς ρολογιών και ράβδων μέτρησης.

64 Με τον ίδιο τρόπο, μέσω της Ορθολογικής σκέψης των «κατασκευαστών» της Λογικής , οι αξίες καθορίζονται έμμεσα, αξιωματικά, αλλά και «πονηρά», έτσι ώστε να εξυπηρετεί τα κοινωνικά, οικονομικά και θεολογικά «συμφέροντα» του καταρρέοντος δυτικού πολιτισμικού ρεύματος. (πχ σπάταλη κατανάλωση δανεικών αντί λελογισμένης διάθεσης των εισπραχθέντων)

65 Ως τέτοιο μέτρο επελέγει το χρήμα…
Το σημαντικότερο Επειδή τα επιστημονικώς αποδεκτά γεγονότα έπρεπε να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους , έπρεπε όλα να αποτιμηθούν με ένα ενιαίο μέτρο…. Ως τέτοιο μέτρο επελέγει το χρήμα…

66 r είναι τα τρέχοντα τραπεζικά επιτόκια.
Κι επειδή και ο Άνθρωπος αποτελεί ένα επιστημονικό γεγονός αποτιμήθηκε εις χρήμα βάση ενός μαθηματικού τύπου: Α = Υn . Pa,n . r  Όπου Α είναι η αξία ενός ανθρώπου σε χρήμα, Υn είναι η παραγωγικότητα ενός ατόμου ηλικίας (n), ενώ Pa,n είναι η πιθανότητα ενός ατόμου ηλικίας (a) να ζει στην ηλικία (n). Τέλος r είναι τα τρέχοντα τραπεζικά επιτόκια.

67 Με βάση αυτόν τον μαθηματικό τύπο, ζητήθηκαν από την Γερμανική κυβέρνηση πολεμικές αποζημιώσεις για το χαμένο ανθρώπινο δυναμικό, αποτιμώντας την αξία ενός χαμένου εργαζόμενου για 25 χρόνια δουλειάς στα 180 περίπου ευρώ. Ομοίως στα πλαίσια των πολεμικών αποζημιώσεων κάθε έμβρυο το οποίο λόγω διαφόρων πολεμικών αιτίων πέθανε αποτιμήθηκε για 35 χρόνια πιθανής μέσης ζωής του, σε περίπου 204 ευρώ.

68 Όπως βλέπουμε η συμπαντική ενιαία ανθρώπινη ενεργειακή ύπαρξη μετασχηματίστηκε από την εκφυλισμένη επιστημονική και κοινωνική φιλοσοφία του οπερασιοναλισμού σε χρήμα, όπως ακριβώς και ένα αυτοκίνητο, ένα μπουκάλι κρασί ή ένα πακέτο τσιγάρα.

69 Κριτικές, αμφισβητήσεις και κύριοι επικριτές του Θετικισμού και του Λογικού .
Ο νεοθετικισμός δέχτηκε εξαρχής σοβαρές κριτικές με τις πιο πρόσφατες να αφορούν τις απόψεις των λογικών εμπειριστών για τη φύση της επιστημονικής ερμηνείας, σχετικά με ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά όσο πιστεύουμε. Σπουδαίοι φυσικοί με φιλοσοφικό λόγο βαρύνουσας σημασίας όπως ο Έρβιν Σραίντιγκερ, ο Βέρνερ Χαίζενμπεργκ , Νηλς Μπορ και άλλοι έδειξαν με το σύνολο του έργου τους ότι δεν υπάρχει πάντα μια πεπατημένη οδός ή μια πρότυπη συνταγή ξεκινώντας από τα δεδομένα ώστε να προσεγγίσουμε κάποια επιστημονική θεωρία. Οι αμφισβητήσεις του θετικισμού από άλλες θεωρίες και φιλοσοφικά ρεύματα γίνονται πιο έντονες από τη δεκαετία του ’60 και μετά με αποτέλεσμα τη συστηματική μείωση της αξιοπιστίας του έως και την συνολική απόρριψη του.

70 1.Επιστημονισμός ή ενότητα της επιστημονικής μεθόδου:
Οι αμφισβητήσεις του θετικισμού όπως τις αναφέρει συγκροτημένα ο Delanty είναι: 1.Επιστημονισμός ή ενότητα της επιστημονικής μεθόδου: Μεθοδολογικά ο Θετικισμός δεν κάνει κανένα διαχωρισμό Φυσικών και των Κοινωνικών Επιστημών , όμως η ενοποίηση της επιστημονικής μεθόδου γίνεται με ταυτόχρονη παραδοχή του κυρίαρχου ρόλου των Φυσικών Επιστημών, αφού αυτές εκλαμβάνονται ως το μοντέλο των Κοινωνικών Επιστημών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον «Επιστημονισμό» δηλαδή το ότι η σημασιολογική ερμηνεία της γνώσης απορρέει μόνο από τις Φυσικές Επιστήμες.

71 2.Φυσιοκρατία ή φαινομενοκρατία :
Για τον θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου είναι μια εξωτερική πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείτε από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφ’ ενός μεν τη «Φυσιοκρατία» δηλαδή την ανάδειξη της εμπειρικής προέλευσης της γνώσης, αφ’ ετέρου δε τη «Φαινομενοκρατία», δηλαδή την αποδοχή μιας αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.

72 3. Εμπειρισμός: Στη βάση της θετικιστικής επιστημολογίας βρίσκεται η εμπειρική παρατήρηση (κριτήριο της επαλήθευσης), η οποία υλοποιείται με την πειραματική μέθοδο. Η αναγνώριση του θετικού χαρακτήρα της εμπειρίας ως του αποκλειστικού κριτηρίου της αλήθειας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Θετικισμού.

73 4. Ουδετερότητα ή αξιολογική αδιαφορία:
Σύμφωνα με τον Θετικισμό, η Επιστήμη δεν πρέπει να ενέχεται σε καμία αξιολογική κρίση του αντικειμένου της μελέτης της. Είναι μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Η αποστολή της είναι να περιορίζεται στα εμπειρικά γεγονότα , από τα οποία , ο Θετικισμός πιστεύει, δεν μπορούν να παράγονται αξίες. Επιπλέον, η αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας γίνεται με μοναδικό γνώμονα την εμπειρική επαλήθευση, ανεξαρτήτως ηθικής ή αυτοσυνειδησίας.

74 5. Εργαλειακή γνώση : Κάποιες φορές, η έμφαση στον εργαλειακό, και άρα ουδέτερο ρόλο της Επιστήμης, κρύβει μια πολιτικά συντηρητική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή της Επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της Επιστήμης. Στην συνέχεια θα εξετάσουμε λεπτομερώς τους σύγχρονους φιλοσόφους Popper, Kuhn και Feyeraband του Θετικισμού που εστίασαν την κριτική τους στις βασικές παραδοχές του θετικισμού:

75 Karl Popper O Sir Karl Raimund Popper ( ) ήταν Αυστριακός φιλόσοφος γεννημένος στη Βιέννη. Αρχικά, επηρεασμένος από τις ιδέες του Μαρξισμού, έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστρίας αλλά γρήγορα το εγκατέλειψε. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στην ναζιστική Γερμανία, έφυγε από την πατρίδα του και βρέθηκε να διδάσκει κατά σειρά στη Νέα Ζηλανδία και μετά στην Αγγλία στο London School of Economics και στο University of London ο

76 Ως θετικιστής αν και προσέγγισε τις απόψεις του Κύκλου της Βιέννης, σύντομα πήρε τις αποστάσεις του από το Λογικό Θετικισμό. Με την έκδοση του βιβλίου του Λογική της Επιστημονικής Έρευνας (Logik de Forschung,1934), έθεσε υπό αμφισβήτηση την επαγωγική πορεία της επιστημονικής έρευνας . Υιοθέτησε κριτική στάση έναντι των επαγωγικών μεθόδων που χρησιμοποιούνταν στην Επιστήμη και θεώρησε τις επαγωγικές αποδείξεις περιορισμένες. Συνεπώς εφόσον δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε το σύμπαν όλο το χρόνο και σε όλα τα μέρη, δεν έχουμε τη δυνατότητα να βγάλουμε ένα γενικό κανόνα.

77 Ακόμα έθεσε υπό αμφισβήτηση μια από τις σημαντικότερες θέσεις του Λογικού Θετικισμού που αφορά τον πλήρη διαχωρισμό μεταξύ Επιστήμης και Μεταφυσικής. Τις απόψεις του τις παρουσίασε στο βιβλίο του με τίτλο Εικασίες και Διαψεύσεις ( Conjectures and Refutations,1963). O Popper υποστήριζε πως η επιστημονική έρευνα πορεύεται με δοκιμές και πλάνες, με εικασίες και διαψεύσεις και όχι με την επαγωγή. Επίσης ισχυριζόταν ότι παρατηρούμε υποκειμενικά τον κόσμο σύμφωνα με τις αισθήσεις μας και όχι αντικειμενικά(εμπειρική άποψη). Κατά τον αυστριακό φιλόσοφο ίδιον μιας επιστημονικής θεωρίας είναι το να μπορεί να διαψευσθεί. Με αυτό τον τρόπο πρότεινε μια εναλλακτική επιστημονική μέθοδο την αρχή της διαψευσιμότητας που αποτελεί κριτήριο διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτό που είναι επιστημονικό και σ’ αυτό που δεν είναι

78 Εδώ εδράζεται και η αμφισβήτηση του έναντι του νεοθετικισμού που εναντιωνόταν καθολικά απέναντι στους «μεταφυσικούς» ισχυρισμούς. Βάση της μεθόδου επαλήθευσης η ατομική θεωρία του Δημόκριτου θα αποτελούσε την περίοδο που διατυπωνόταν μεταφυσικό ισχυρισμό αφού δεν θα μπορούσε να επαληθευτεί. Αντίθετα ένα ισχυρισμός για την αρχή της διαψευσιμότητας δεν μπορεί να είναι μεταφυσικός και αδιαψεύσιμος σε κάποιο αιώνα και σε κάποιο άλλο διαψεύσιμος, άρα και επιστημονικός. Όμως η αστρολογία, η μεταφυσική, η μαρξιστική θεωρία χαρακτηρίζονται ως ψευδο-επιστήμες εξαιτίας της αδυναμίας τους να δεχτούν την εφαρμογή της αρχής της διαψευσιμότητας Η επιστήμη νοείται σαν μια αδιάκοπη αναζήτηση προς την αντικειμενική γνώση, παρά ένα σύστημα παραγωγής γνώσης

79 Τhomas Kuhn ( ) H αντιθετικιστική ιστορικιστική στροφή στην δεκαετία του ’60 του Thomas Κuhn ανέδειξε την παραδειγματική δομή και την επαναστατική εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών. Ο Κuhn ήταν πολέμιος της υπεραπλουστευμένης εικόνας που είχαν οι φιλόσοφοι για την Επιστήμη και διαφωνούσε στο ότι η Επιστήμη δεν εξελίσσεται σταδιακά βασιζόμενη σε ουδέτερες παρατηρήσεις. Συγκεκριμένα το πρότυπο του Νεύτωνα για το Σύμπαν ήταν πολύ διαφορετικό από το σχετικιστικό πρότυπο του Αϊνστάιν και θεωρούσε το κάθε πρότυπο είναι μια διαφορετική ερμηνεία για τον κόσμο, παρά αντικειμενικές ερμηνείες

80 Για τον Kuhn η ιστορία της φιλοσοφίας χαρακτηρίζεται από επαναστάσεις επιστημονικής σκέψης. Τότε οι επιστήμονες αρχίζουν να αμφισβητούν τις βάσεις του προτύπου, και νέες θεωρίες ανακύπτουν που προκαλούν το κυρίαρχο πρότυπο και τελικά κάποιες από αυτές τις νέες θεωρίες καθιερώνονται σαν νέα πρότυπα. Το κλασσικό του έργο είναι η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων που άλλαξε ριζικά την ιστοριογραφία των Φυσικών Επιστημών.

81 Paul Feyerabend ( ) O Αυστριακός φιλόσοφος Paul Feyerabend γεννημένος κι αυτός στην Βιέννη το 1924 είχε διαφορετική άποψη ως προς τον Κuhn. Αν και αρχικά γοητεύτηκε από το θέατρο ακολούθησε και σπούδασε φυσικές επιστήμες και τελικά εγκατέλειψε την Αυστρία το 1955,για να διδάξει στο Berkeley. γνώσης.

82 Ο Paul Feyerabend Eίχε την πεποίθηση πως η υπεροχή της σύγχρονης επιστημονικής μεθόδου δεν θα έπρεπε να είναι δεδομένη. Υπέρμαχος μιας επιστημονικής μεθοδολογίας την οποία την χαρακτήριζε αναρχική τάχθηκε υπέρ του χωρισμού Επιστήμης και κράτους και καταδίκαζε κάθε πολιτικό σύστημα που φέρνει στην εξουσία ανθρώπους από το χώρο της Επιστήμης, δηλώνοντας ότι κάθε επιστήμονας έχει τον εντελώς προσωπικό του τρόπο εργασίας. Η προσέγγιση του για τη γνώση ήταν ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε τη μορφή της μελλοντικής γνώσης, κι έτσι δεν μπορούμε να περιορίσουμε σε μια παγκόσμια μέθοδο την διαδικασία απόκτησης

83 O Feyerabend συμφωνεί με τον Κuhn στο ότι η Ιστορίας της Επιστήμης είναι η Ιστορία διαφορετικών οπτικών γωνιών και πως δεν μπορούμε να αποκλείουμε πιθανά διαλεκτικά εγχειρήματα ορίζοντας ένα στενό κυρίαρχο πρότυπο γνώσης χρησιμοποιώντας τους νόμους της Φυσικής. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του που εμπεριέχει τα παραπάνω είναι το Κατά της μεθόδου: Σκιαγραφία μιας αναρχικής θεωρίας της γνώσης (1975)


Κατέβασμα ppt "Η Φιλοσοφική Σκέψη των Δυτικών Κοινωνιών"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google