Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΚΗΝΗ 1η – ΕΙΚΟΝΑ 3η

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΚΗΝΗ 1η – ΕΙΚΟΝΑ 3η"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΚΗΝΗ 1η – ΕΙΚΟΝΑ 3η
ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΚΗΝΗ 1η – ΕΙΚΟΝΑ 3η ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

2 ΣΚΗΝΗ 1η – ΕΙΚΟΝΑ 3η Χώρος: μία κάμαρα -σπηλιά στο πατρικό σπίτι του Νύφης, όπου διαμένει με τον πατέρα της και την παραμάνα της. Πρόσωπα: Γαμπρός – Μάνα –Πατέρας Νύφης – Νύφη – Δούλα Χρόνος: κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα ( η Μάνα βιάζεται να επιστρέψει σπίτι της πριν δύσει ο ήλιος) Υπάρχει συνδυασμός ανάμεσα σε μικροπερίοδο και άμεσο λόγο και σε μακροπερίοδο λόγο (με τη χρήση ενίοτε κάποιων ρητορικών ερωτημάτων), γεγονός που προσδίδει ποικιλία, ζωντάνια και αμεσότητα στην έκβαση της ιστορίας – οι διαλογικές εναλλαγές ανάμεσα στα πρόσωπα προωθούν την εξέλιξη της πλοκής και αποκαλύπτουν περαιτέρω το χαρακτήρα των ηρώων. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με γραμμική αλληλουχία σε φυσικό παροντικό χρόνο (υπάρχουν διάσπαρτες μικρές αναδρομές για την επίπονη εργασία του πατέρα μέχρι να ευδοκιμήσουν και να προκόψουν τα χωράφια του και στην παρουσία του Λεονάρντο κάτω από το παράθυρο της Νύφης κατά τις προηγούμενες μέρες).

3 ΓΛΩΣΣΑ – ΥΦΟΣ -ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Γλώσσα: το κείμενο δίνεται από μετάφραση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει επακριβής σχολιασμός για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γλωσσικού ιδιώματος που χρησιμοποιεί ο Λόρκα. Διαφαίνεται πάντως να είναι μία γλώσσα απλή, καθημερινή και φυσική. Ύφος: το ύφος της ενότητας είναι άμεσο, ζωντανό και παραστατικό, καθώς περιγράφεται αρχικά μια απλή καθημερινή συνομιλία ανάμεσα στο Γαμπρό και τον πατέρα της Νύφης, όπου μιλάνε για οικονομικά θέματα περιουσιών, ενώ παράλληλα παρεμβαίνει και η Μάνα στη συζήτηση. Παράλληλα, υπάρχει επίσημος και αυστηρός, αλλά και διεισδυτικός τόνος, τη στιγμή που η Μάνα διερευνά την υποψήφια Νύφη της και προσπαθεί να εκμαιεύσει τις ενδόμυχες σκέψεις της και τα βαθιά συναισθήματά της μέσα στην ψυχή της. Επίσης ο τόνος είναι δραματικός και έντονος, όταν η Νύφη στέκει αναποφάσιστη απέναντι στην ειλημμένη απόφαση του επικείμενου γάμου και με συναισθηματική φόρτιση και έντονο πάθος ανακαλύπτει με τραγικότητα την παρουσία του Λεονάρντο κάτω από το παράθυρό της. Αφηγηματικές τεχνικές: ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κυρίως τον διάλογο, ενίοτε με σύντομες και κοφτές προτάσεις ανάμεσα στους ήρωές του, όπου προσδίδουν ζωντάνια και παραστατικότητα στο κείμενο. Οι σκηνογραφικές οδηγίες και οι εναλλαγές στον χώρο και τα πρόσωπα δίνονται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Υπάρχουν λίγα αλλά ουσιώδη εκφραστικά μέσα και σχήματα λόγου (παρομοιώσεις, μεταφορές, ρητορικά ερωτήματα), τα οποία προσδίδουν αμεσότητα στο κείμενο και βοηθούν τους θεατές να καταλάβουν καλύτερα τους χαρακτήρες των ηρώων.

4 ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ Σε αυτή τη σκηνή, ο Λόρκα τονίζει κατ’ επανάληψη πόσο απομακρυσμένη είναι η φάρμα της νύφης από την υπόλοιπη πόλη. Πράγματι, αυτή η αίσθηση της απομόνωσης χαρακτηρίζει τη νύφη σε ο,τιδήποτε λέει αργότερα μέσα στη σκηνή. Υπάρχουν πολλές περίεργες αντιφάσεις: παρά το γεγονός ότι ο πατέρας της νύφης λέει ότι η οικογένεια του γαμπρού είναι πολύ πλουσιότερη από ότι είναι ο ίδιος, προσθέτει ότι η κόρη του «στέκει εξίσου καλά οικονομικά», όπως ο αρραβωνιαστικός της. Επιπλέον, μπορούν να συντηρήσει τουλάχιστον δύο υπηρέτες, αν και το χώμα στη φάρμα της Νύφης είναι εμφανώς κακό και ο πατέρας της φαίνεται να καλλιεργεί μόνος του το αγρόκτημα. Αυτή η αίσθηση του μυστηρίου και της απομόνωσης θέτει η νύφη σε μία ιδιαίτερη θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η γεωγραφική απόσταση της συμβολίζει και παρουσιάζει την αδιαμφησβήτητη αγνότητα και καθαρότητά της. Σε αντίθεση με το Γαμπρό, την μητέρα του, και την οικογένειά του Λεονάρντο, η Νύφη είναι εντελώς αποκομμένη από την οικογενειακή βεντέτα, που έχει δημιουργηθεί στην πόλη. Παρ 'όλα αυτά, η δηλητηριώδης και αμετάκλητη αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο οικογένειες (του Γαμπρού και των Φέλιξ) απειλεί να την παρασύρει, παρά την απομόνωσή της. Ωστόσο, η απίστευτη απομόνωση της δεν είναι το μόνο μυστήριο που συνδέεται με την Νύφη. Αν και η αλληλεπίδραση της και η κουβέντα της με την υποψήφια πεθερά της φαίνεται φυσιολογική, αμέσως γίνεται βίαιη και επιθετική αμέσως μόλις αναχωρούν ο αρραβωνιαστικός της και η Μάνα του. Η Μάνα υποστηρίζει ένα συντηρητικό, παραδοσιακό, παλιομοδίτικο μοντέλο για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας - σύμφωνα με την ίδια, μια καλή σύζυγος αποκλειστικά ανατρέφει τα παιδιά της και κρατά το νοικοκυριό της πίσω "έναν ντουβάρι" για να την κρύψει από τον έξω κόσμο. Η νύφη, από τη μεριά της όμως, έχει απομονωθεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και επιτίθεται εναντίον αυτού του ιδανικού για το ρόλο της γυναίκας, ενώ παράλληλα ασκεί σωματική βία για να προστατεύσει τα δώρα του γάμου της από την αδιάκριτη Δούλα. .

5 Είναι χρήσιμο να αντιπαραβάλουμε τις απόψεις περί του ρόλου και της θέσης της γυναίκας, όπως παρουσιάζονται από τη Μάνα και από τη Νύφη. Η Μάνα επιθυμεί ο γιος της να ήταν κορίτσι, ώστε να μπορούσε να είναι ασφαλής από τους κινδύνους του περιβάλλοντος και παράλληλα να της κάνει παρέα. Η νύφη, ωστόσο, εύχεται να ήταν άντρας, ώστε να μπορούσε να έχει περισσότερη δυναμικότητα και να προστατεύει τον εαυτό της από τον κίνδυνο. Αν και έχουν αντίθετες απόψεις, οι δύο γυναίκες επιλέγουν το φύλο που προτιμούν, με βάση τη σωματική τους ασφάλεια. Αυτό αποκαλύπτει τη βαθιά εδραίωση – παρουσία της βίας στην κουλτούρα της μικρής πόλης και της τοπικής κλειστής κοινωνίας: οι γυναίκες είναι τα αληθινά θύματα, επειδή δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, και ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί αυτό, είναι να μείνουν απομονωμένες και αποκλεισμένες, είτε σε ένα αγρόκτημα στην εξοχή ή πίσω από ένα ψηλό τοίχο. Η γρήγορη προσφυγή της νύφης στη βία και στην ‘υβριστική’ και ‘έντονη’ χρήση της γλώσσας απέναντι στη φαινομενικά καλοπροαίρετη Δούλα εγείρει ερωτήματα σχετικά με την κρίση των χαρακτήρων. Η νύφη ευρέως θεωρείται πολύ όμορφη, ‘θηλυκή’, αγνή και αμόλυντη κοπέλα, και παρ’όλα αυτά, φαίνεται να αντιπροσωπεύει έναν προοδευτικό και νεωτεριστικό ιδανικό για το ρόλο της γυναίκας στην τοπική κοινωνία, που αντιτίθεται με τις απόψεις πολλών χαρακτήρων, όπως τη σύζυγο του Λεονάρντο και τη μητέρα του Γαμπρού. Επίσης, παρ’ όλη την αρετή και την αγνότητά της, η Νύφη φαίνεται να ξεσπά βίαια απέναντι στη Δούλα για ένα φαινομενικά ήσσονος σημασίας αδίκημα, γεμάτη αγένεια και ωμή επιθετικότητα. Η διαφορά αυτή μεταξύ των πράξεών της και της ενάρετης φήμης της, δείχνει ότι ίσως υπάρχει λιγότερη συσχέτιση μεταξύ αγνότητας και αρετής – ευσυνειδησίας - εντιμότητας από ό,τι σκέφτονται οι άνθρωποι.

6 Α’ ΜΕΡΟΣ: Η περιγραφή του σπιτιού της Νύφης, με τη διακόσμηση και την παστράδα του, καταδεικνύει την νοικοκυροσύνη και την επιμέλεια της κοπέλας, η οποία τα έχει φροοντίσει όλα στην εντέλεια παράλληλα διαφαίνεται και το θρησκευτικό αίσθημα της εποχής, με την παρουσία του σταυρού στο σπίτι  η επονομασία του σπιτιού της Νύφης ως «σπηλιά» υποδηλώνει τον κοινωνικό αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση που βιώνει η κοπέλα, όντας «θαμμένη» μέσα στους ερμητικά ψηλούς τοίχους του σπιτιού της. Η εμφάνιση της Δούλας – παραμάνας συνοδεύεται και από μία περιποιητική και ταπεινή συμπεριφορά, καθώς καλεί το Γαμπρό και τη Μάνα του μέσα στο σπίτι, απόρροια της κατώτερης κοινωνικής της θέσης (βέβαια ο όρος υποκριτικά υποδηλώνει ότι η Δούλα ένιωθε σχεδόν σαν μέλος της οικογένειας, καθώς αυτή είχε αναθρέψει και νουθετήσει τη Νύφη μετά τον θάνατο της μητέρας της. Η επιβλητική εμφάνιση του Γαμπρού και της Μάνας, καθώς εισέρχονται στο σπίτι, με τα καλά τους ρούχα (ηθογραφική λεπτομέρεια η περιγραφή της ενδυμασίας των δυο ηρώων) προσδίδει επισημότητα και σοβαρότητα στα γεγονότα. Η παγερή αναμονή τους, όπου κάθονται ασάλευτοι σα μαρμαρωμένοι, δείχνει τη σημαντικότητα, αλλά και τη συναισθηματική ένταση της στιγμής, καθώς ο Γαμπρός διακατέχεται απο αδημονία και η Μάνα από μία κρυφή επιθυμία ματαίωσης των γεγονότων  ο Γαμπρός κοιτά το ρολόι του για πολλή ώρα, καθώς προσπαθεί να κάνει το χρόνο να «τρέξει» γρήγορα, μέσα από την έντονη αδημονία και αναμονή του, ώστε να δει τη Νύφη όσο το δυνατόν γρηγορότερα  η αμφιθυμία της μητέρας του για την παρουσία τους σε αυτό το σπίτι διαφαίνεται από το γεγονός πως θέλει να τελειώνουν γρήγορα με τις υποθέσεις τους και να ξεκινήσουν όσο το δυνατόν γοργότερα για το σπίτι τους, καθώς, επίσης, παρουσιάζεται ότι το σπίτι της Νύφης ήταν πολύ απομονωμένο και απομακρυσμένο από την υπόλοιπη

7 περιοχή («να ξεκινήσουμε...οι ευλογημένοι»).
Ο Γαμπρός, από την άλλη μεριά, είναι πρακτικό μυαλό και, με βάση τα στερεότυπα της εποχής, όπου οι άντρες ασχολούνται με τις γεωργικές εργασίες και έχουν μία βαθιά – σχεδόν μυστικιστική - σχέση με τη γη που καλλιεργούν και που τους τρέφει, αναγνωρίζει την ποιότητα της καλλιεργίσιμης γης σε εκείνη την απόμερη περιοχή («όμως...καλή»)  η Μάνα του, όμως, πάλι, ακριβώς γιατί δεν επιθυμεί ουσιαστικά να βρίσκεται σε αυτό το μέρος, επικεντρώνεται στην ερημιά, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη αυτής της απομακρυσμένης γης, προσδίδοντας στα λεγόμενά της έναν επικριτικό και αφιλόξενο τόνο (« ναι...μήτε δέντρο»)  μάλιστα, για μια ακόμη φορά, δηλώνει την προσκόλλησή της, τη νοσταλγία της και την εμμονή της στο παρελθόν, όταν αναπολεί τη νοικοκυροσύνη, την προκοπή και την εργατικότητα του νεκρού συζύγου της, ο οποίος, αν ζούσε, θα μετέτρεπε αυτόν τον ξερότοπο σε παραγωγικό και καρπερό («ο πατέρας...δέντρα») / η Μάνα επιβεβαιώνει και πάλι το πόσο ετεροπροσδιορισμένη είναι, το πόσο έχει χάσει την ταυτότητά της ως ανεξάρτητο και αυτόβουλο άτομο και το πως υπάρχει μέσα από τις αναμνήσεις του χαρούμενου παρελθόντος, πριν η διπλή δολοφονία χτυπήσει το σπιτικό της  μάλιστα, η υπερήφανη αναφορά της στην προκοπή του νεκρού συζύγου της φτάνει στα όρια της υπερβολής, στα όρια του παραληρήματος, καθώς αναφέρεται σε όλα τα φυτά που καλλιέργησε ο άντρας της («θα....ξεράθηκε») / η λέξη «ξεράθηκε» υποδηλώνει την αμετάκλητη, παγερή και αδιαμφισβήτητη παρουσία του θανάτου που έπληξε το σπιτικό της. Ενώ η Μάνα έχει κολλήσει στο παρελθόν, ο Γαμπρός, από την άλλη, αδημονεί για το παρόν και το μέλλον και έχει υποπέσει στη σαγήνη της αρραβωνιαστικιάς του, την οποία και προσμένει με λαχτάρα να φανεί («σιάχνεται να δεις»)  η εμφάνιση του πατέρα της Νύφης στη σκηνή αποτελεί επιβράδυνση για τη συνάντηση των δύο νέων, ενώ παράλληλα παρουσιάζει και το εθιμοτυπικό, για να ζητηθεί επίσημα το χέρι της Νύφης  από τις σκηνογραφικές οδηγίες κατανοούμε ότι η Μάνα και ο Γαμπρός τον χαιρετούν αμίλητοι, για να τονιστεί η επισημότητα και η τυπικότητα του γεγονότος.

8 Στην ερώτηση του πατέρα αν τους πήρε χρόνο για να έρθουν, η Μάνα με αποστομωτικό και έμμεσα επικριτικό ύφος, αναφέρει ότι τους πήρε τέσσερις ώρες να φτάσουν σε αυτήν την απομακρυσμένη περιοχή / στην παρατήρηση του πατέρα ότι πήραν «το μακρύ δρόμο», η Μάνα συνεχίζει να είναι απότομη και να δικαιολογεί με το προχωρημένο της ηλικίας της το ότι δεν μπόρεσαν να κόψουν δρόμο και να συντομεύσουν το ταξίδι τους μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια για τα κατσίκια, δίνοντας και μια σύντομη περιγραφή του δύσβατου και απόκρημνου χαρακτήρα της περιοχής  μάλιστα, αυτήν την κακότροπη απάντηση και συμπεριφορά της, προσπαθεί να δικαιολογήσει ο γιος της, λέγοντας ότι η ευαίσθητη καρδιά της δεν επιτρέπει μακριά και δύσκολα ταξιδια, την ιδια στιγμή που υποδηλώνει την αγάπη και τη φροντίδα του, αλλά και την έμμεση εξάρτησή του από τη μητέρα του. Για να σπάσει η αμηχανία της στιγμής, ο πατέρας αλλάζει την κουβέντα και σχολιάζει την οικονομική κατάσταση της περιοχής και της εποχής, όπως αρμόζει στις «αντρικές» κουβέντες (κοινωνικό στερεότυπο εποχής)  με αυτόν τον τρόπο αναφέρεται ότι η σπορά του σταριού είχε αποδώσει καλή σοδειά, υποδηλώνοντας και την οικονομική ευρρωστία της περιοχής, κάτι με το οποιο συμφωνεί και ο Γαμπρός  μάλιστα, ο πατέρας ξεκινά, μέσα από τις δικές του αναμνήσεις, να επισημαίνει την σκληρή δουλειά, τον εναγώνιο μόχθο και την αδιάκοπη προσπάθεια που έκανε όλα αυτά τα χρόνια, ώστε να προκόψει και να δει τη γη του να αποδίδει καρπούς («στα χρόνια...προκοπή»)  η Μάνα, όμως, τον αποστομώνει με αυστηρό και απόλυτο τρόπο, αναφέροντάς του ότι δεν πρέπει να παραπονιέται και να «κλαίγεται» για τις προσπάθειές του, γιατί αυτές απέδωσαν καρπούς, δηλώνοντας ότι η οικογένειά του έχει οικονομική επιφάνεια («σήμερις δίνει παρά»)  μάλιστα, στη συνέχεια, αναφέρεται σε ένα ηθογραφικό στοιχείο της εποχής, όπου είναι ο θεσμός της προίκας, που οι γονείς της νεόνυμφης κοπέλας έπρεπε να δώσουν στον υποψήφιο γαμπρό και την οικογένειά του, ως επισφράγιση του επικειμένου γάμου / το γεγονός ότι η Μάνα «δεν ήρθε να του γυρέψει τίποτα» υποδηλώνει την οικονομική ευρρωστία και δύναμη της δικής της οικογένειας  ο πατέρας, όμως, με βάση τη νοοτροπία της εποχής και με μια συγκαλυμμένη ανταγωνιστική διάθεση απέναντι στην οικονομική υπεροχή της οικογένειας του Γαμπρού, δηλώνει ότι ο αμπελώνας του γαμπρού έχει περισσή υλική αξία, καθώς του προσδίδει οικονομική άνεση και σταθερότητα, «μάλαμα»/«φλωριά».

9 Στη συνέχεια, ο πατέρας της Νύφης παρουσιάζει την ορθολογική του κρίση και το πρακτικό μυαλό του, αναφερόμενος στο ότι θα ήταν ιδανικό τα χωράφια των δυο οικογενειών να ήταν κοντινά, ώστε να μπορούσε να γίνει ενοποίηση των περιουσιών, κάτι το οποίο θα πρόσδιδε περισσότερη οικονομική δύναμη, περισσότερο κοινωνικό κύρος και σεβασμό και στις δυο οικογένειες (κοινωνικό στερεότυπο και ηθογραφικό στοιχειο της εποχής η χρησιμοποίηση του μυστηρίου του γάμου παράλληλα ως μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης και σταθεροποίησης) («ένα σεκλέτι...συμμαζωμένα»)  μάλιστα, ο πατέρας, δηλώνοντας τη σημαντικότητα και την αξία της κατοχής γης και χωραφιών, αναφέρεται σε ένα μικρό περιβόλι, που βρίσκεται ανάμεσα στα χωράφια του, το οποίο πεισματικά δεν του το πωλούν οι ιδιοκτήτες του, παρεμποδίζοντας τα σχέδια του για επέκταση των εδαφών του, κάτι που θα του απέδιδε περισσότερη δύναμη, κυριαρχία και κύρος (« έχω κι...πλερώσω»)  η ενόχληση αυτή του πατέρα γίνεται άμεσα κατανοητή από τον Γαμπρό, καθώς δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο οι πιο μεγάλοι γαιοκτήμονες να ζητήσουν να αγοράσουν κομμάτια γης απο μικροϊδιοκτήτες, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, την ιδια στιγμή που οι μικροϊδιοκτήτες αρνούνταν με αγέρωχο πείσμα και περηφάνεια, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητά τους (κοινωνικός προβληματισμός του Λόρκα) Ο πατέρας συνεχίζει με ένα πομπώδες ύφος, όλο υπερβολή και κομπορρημοσύνη, να επιμένει στην ενοποίηση των αμπελώνων του Γαμπρού και των χωραφιών των δικών του, μία ενοποίηση, όμως, που θα γινόταν κοντά στην δική του έδρα και κατοικία (συμφεροντολογική τάση)  η επιμονή του αυτή προκαλεί την αντίδραση της Μάνας, γεμάτη δυναμισμό και πείσμα («γιατί;»), παρ’ όλο που ως γυναίκα και με βάση τα συντηρητικά κοινωνικά στερεότυπα της εποχής για τον υποδεέστερο ρόλο της, δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει καν στην κουβέντα των δύο αντρών με θέμα τις περιουσίες τους  για μία ακόμη φορά, ο πατέρας εκφράζει τη σημαντικότητα και τη χρηστικότητα της ενοποίησης των χωραφιών, κάτι στο οποίο εν τέλει συμφωνεί και ο Γαμπρός, που με ορθολογισμό αναφέρει ότι θα γινόταν και καλύτερος επιμερισμός της εργασίας και των αρμοδιοτήτων του καθενός προς όφελός τους (« το δικό μου...πιο λίγη») (παράλληλα, αναφέρεται ως ηθογραφικό στοιχείο, το γεγονός ότι τα παιδιά κληρονομούσαν την περιουσία των γονιών τους με στόχο να την επεκτείνουν και να τη στεριώσουν περισσότερο).

10 Η Μάνα συμμετέχει δυναμικά στην κουβέντα (παρ’ όλη την κατώτερη και υποτακτική θέση της, που αρμόζει στο φύλο της, με βάση τα κοινωνικά ήθη της εποχής), παρουσιάζοντας άλλο ένα στερεότυπο της εποχής, ότι δηλαδή τα παιδιά δεν εκποιούν ή μεταβάλλουν την οικογενειακή περιουσία παρά μόνο μετά τον θάνατο των γονέων τους, σαν ένδειξη ίσως σεβασμού προς αυτούς  για αυτό και δηλώνει πως μετά τον θάνατό της, ο γιος της μπορεί να πουλήσει το αμπέλι και να αγοράσει άλλη γη κοντά στην περιουσία του πεθερού του  η συναισθηματική αυτή παρέμβαση της Μάνας προκαλεί την ορθολογική αντίδραση του πατέρα της Νύφης, ο οποίος διαβλέπει σαν επιζήμια την πώληση οποιαδήποτε γης ή περιουσίας, ενώ αντίθετα θεωρεί συνετή και προσοδοφόρα επένδυση την αγορά της  μάλιστα, ο πατέρας, με ενδόμυχο παράπονο, αναφέρεται στο στερεότυπο της εποχής, ότι εάν ένας πατέρας έχει γιους, θα φρόντιζε να έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλο κομμάτι αγροτεμαχίων, καθώς, παρά την τραχύτητα και την ιδιορρυθμία της περιοχής, η σκληρή και επίπονη δουλειά των «λεβέντικων» και νεαρών χεριών των γιων του, θα απέδιδε καρπούς και θα στέριωνε την παραγωγή / τώρα, όμως, που έχει μόνο τη μονάκριβη Νύφη για κόρη, δε βρίσκει το κίνητρο για επέκταση της περιουσίας του  παράλληλα, λόγω του δύσβατου της περιοχής, αναφέρεται και στο ότι έχει σιγουριά και ηρεμία, ότι το βιος του δεν θα κλαπεί ή δεν θα παραβιαστεί από κάποιον ξένο («τι λες...το κεφάλι»)  πραγματικά, όλη αυτή η συνομιλία ανάμεσα στους τρεις ήρωες αποτελεί επιβράδυνση στην εξέλιξη της ιστορίας και παράλληλα επισκιάζει το χαρμόσυνο γεγονός του γάμου, κάνοντας το να μοιάζει με επιχειρηματική συνένωση, με ανταλλαγή περιουσιών με στόχο το υλικό κέρδος και την οικονομική ενίσχυση και εδραίωση. Σε αυτό το σημείο, η Μάνα μεταφέρει την κουβέντα στο επίμαχο θέμα του επικείμενου γάμου  με κοφτές, σταράτες και κάπως ψυχρές κουβέντες, οι δυο γονείς συμφωνούν για αυτόν τον γάμο  μάλιστα ο πατέρας αφήνει να διαφανεί και το ότι οι δύο νέοι είχαν το δικαίωμα της προσωπικής επιθυμίας και επιλογής («μια...δυο τους»), τη στιγμή που οι κοινωνικές και ηθικές επιταγές της εποχής δεν επέτρεπαν την ελεύθερη βούληση, ειδικά στις κοπέλες, για την επιλογή του συζύγου τους.

11 Στη συνέχεια, οι δύο γονείς επιδίδονται σε έναν ενδόμυχο ανταγωνισμό, όταν παινεύουν τις αρετές των παιδιών τους μέσα από την άδολη και απώτατη αγάπη τους για αυτά, ο οποίος μάλιστα φτάνει στα όρια της υπερβολής, όταν η Μάνα παρουσιάζει την αγνότητα, την τιμή, την εντιμότητα του γιου της, ενώ ο πατέρας επαινεί τη νοικοκυροσύνη, την ευγένεια, τη σύνεση, το μέτρο και την ισορροπία της κόρης του (ηθογραφικές λεπτομέρειες αποτελούν οι οικιακές δουλειές του ζυμώματος και του κεντήματος στις οποίες επιδίδονταν οι γυναίκες της εποχής)  μαλιστα, για να επισφραγιστεί η συμφωνία των γονέων και για να κριθεί ο γάμος αυτός ως άξιος, και οι δυο τους επικαλούμενοι το θρησκευτικό τους αίσθημα, μιλούν για την ευλογία του Θεού, που θα ριζώσει το σπιτικό των δύο νέων («ο γιος μου... απάνω της»). Η εικόνα της Δούλας – παραμάνας, που φέρνει τραταρίσματα στους δίσκους αποτελεί ηθογραφική λεπτομέρεια και στοιχείο του τυπικού της φιλοξενίας στο σπιτικό κάποιου. Αφού συμφώνησαν οι γονείς, η Μάνα απευθύνει το λόγο στο γιο της για το πότε να γίνει ο γάμος και αυτός με αδημονία και λαχτάρα οριστικοποιεί την ημερομηνία του γάμου για την επόμενη Πέμπτη, όπου παράλληλα είναι και τα γενέθλια της Νύφης (22 χρονών)  στο άκουσμα της ηλικίας της Νύφης, η Μάνα αρχίζει πάλι να αναπολεί τα περασμένα και να διακατέχεται από εμμονή για τον θάνατο του άλλου παιδιού της, που αν ζούσε θα είχε την ηλικία της Νύφης  μάλιστα, για μία ακόμη φορά, αντιμεταθέτει την οργή της, την απόγνωσή της, το μίσος και την απέχθειά της στα μαχαίρια, τα όργανα του φόνου, και όχι στο πρόσωπο του δολοφόνου  στην παραίνεση του πατέρα να ξεχάσει τα δυσάρεστα σε μία τέτοια μέρα χαράς, η Μάνα επιβεβαιώνει την προσκόλλησή της στο παρελθόν, σαν αν είναι το μόνο σημαντικό για αυτήν, σαν τα τωρινά γεγονότα να μην έχουν αξία («μέρα...καρδιά σου»).

12 Η κουβέντα ξαναγυρίζει στην τελετή του γάμου, όπου ο πατέρας κανονίζει με τον Γαμπρό, το τυπικό της τελετής – ηθογραφική λεπτομέρεια η χρήση του αμαξιού για τους νεόνυμφους, ενώ για τους καλεσμένους η χρήση αλόγων και αμαξών που θα τους μεταφέρουν στην εκκλησία. Μέρος Β: Και φτάνει η στιγμή, όπου η Νύφη θα συναντήσει για πρώτη φορά τη μέλλουσα πεθερά της  ο πατέρας προστάζει τη Δούλα να φέρει την κοπέλα μέσα στο δωμάτιο, αναμένοντας την έγκριση της Μάνας για αυτήν τη γνωριμία  η κοπέλα εισέρχεται στο δωμάτιο με έκδηλη την υποταγή της, το σεβασμό της, την αγνότητα και την ντροπαλοσύνη της απέναντι σε αυτήν την επίσημη συνάντηση  η Μάνα την καλεί κοντά της με κοφτές κουβέντες και τη ρωτά αν χαίρεται για αυτήν την ένωση, γιατί, σαν γυναίκα, διαισθάνεται ότι από τα συναισθήματα και τη θέληση της Νύφης εξαρτάται άμεσα η ευτυχία του παιδιού της  η Νύφη με μία μονολεκτική απάντηση, που κρύβει μέσα της σεβασμό προς την πεθερά της, αλλά και έλλειψη ενθουσιασμού για ό,τι συντελείται, με μετρημένους τρόπους, με επιφυλακτικότητα και με ενδόμυχη φοβία απαντάει «ναι»  αφού ο πατερας της προσπαθεί να την κάνει να αισθανθεί πιο άνετα, καθώς της επισημαίνει την συγγενική σχέση που θα έχει σε λίγο με αυτήν τη γυναίκα, η Νύφη επιβεβαιώνει τη χαρά της και τη θέλησή της για τον επικείμενο γάμο, προκαλώντας την περιέργεια της υποψήφιας πεθεράς της, όπου θέλοντας να τη ζυγίσει, να εκτιμήσει το ποιόν της, της ζητά να την κοιτάξει στα μάτια, θεωρώντας ότι μέσα εκεί θα δει την ειλικρίνεια, την εντιμότητα και την αγνότητα της υποψήφιας νύφης της  ο πατέρας, κολλημένος και αυτός στις δικές του εμμονές για το παρελθόν, αναφέρεται στην ομοιότητα της κόρης του με τη νεκρή σύζυγό του, που τόσο αγαπούσε  η Μάνα ρωτά την κοπέλα «αν ξέρει τι ‘ναι ο γάμος», δίνοντας το έναυσμα για να αναλύσει, για μία ακόμη φορά, τις συντηρητικές και παραδοσιακές της απόψεις για την υποδεέστερη, κατώτερη και ετεροπροσδιορισμένη θέση και ταυτότητα της γυναίκας την εποχή εκείνη  ως φορέας της συντηρητικής και πατροπράδοτης άποψης για το ρόλο των δύο φύλων τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση τον κοινωνικό αποκλεισμό που υπομένει μια παντρεμένη γυναίκα και την αποκλειστική ενασχόλησή της με το σπίτι της, το νοικοκυριό της και την ανατροφή των παιδιών της / η γυναίκα χάνει τη σημαντικότητα και την αξία της ως αυτόβουλη, ανεξάρτητη, ελεύθερη υπαρξη και απομονώνεται από τον κοινωνικό περίγυρο για να

13 αφοσιωθεί στο σύζυγό της και να ετεροπροσδιοριστεί μέσα από αυτόν  μάλιστα με την άποψή της συμφωνεί και ο γιος της που θεωρεί ότι η αληθινή ευτυχία και η αυτάρκεια εξαρτάται από τη νοικοκυροσύνη της γυναίκας και τη δημιουργία οικογένειας («τι άλλο να χρειάζεται;»). Η μάνα έχοντας ήδη την απώλεια των δυο άλλων μελών της οικογένειάς της, να της κατακαίει τα σωθικά, εύχεται απλά να μακροημερεύσουν οι νιόπαντροι, μέσα από συναισθηματική ένταση. Η Νύφη παραμένει ψύχραιμη, κάπως απόμακρη, σκληρή και απόλυτη, δείχνει να σκέφτεται αποκλειστικά με τη λογική της και δεν εμφανίζει καθόλου συναίσθημα, δεν δηλώνει απερίφραστα την αγάπη της για τον Γαμπρό και τον ενθουσιασμό της για τον επικείμενο γάμο και απλά, τυπικά και με λίγες μετρημένες κουβέντες αναφέρει πως «θα κάνει το χρέος της», όπως υποδηλώνουν και οι κοινωνικές επιταγές της εποχής, δηλαδή θα είναι πειθήνια, υπάκουη και ετεροπροσδιορισμένη σύζυγος, που θα εξαρτάται άμεσα από τον άντρα της και απλά θα ανατρέφει τα παιδιά της. Στη συνέχεια, η Μάνα αναφέρεται στα δώρα που έφερε στην υποψήφια Νύφη της, όπως δηλώνουν και οι συνήθειες της εποχής (ηθογραφική λεπτομέρεια), τα οποία, όμως, η Νύφη λαμβάνει χωρίς κανένα ενθουσιασμό, χωρίς κανένα ζήλο, σαν να μην την ενδιαφέρουν, σαν να μην θέλει να περάσει καθόλου αυτήν τη δοκιμασία, απλά ανέχεται και υπομένει καταστάσεις («ευχαριστώ»). Ο πατέρας δείχνει να μην κατανοεί την παγερή αντίδραση της κόρης του, την τυπικότητα και την αδιαφορία της απέναντι στα τεκτενόμενα και προσφέρει στους καλεσμένους τα τραταρίσματα  για μιά ακόμη φορά, διαφαίνεται η εξαρτητική σχέση ανάμεσα στη Μάνα και τον γιό της, καθώς αυτή του επιτρέπει να πάρει κάτι να φάει, ενώ παράλληλα με προστατευτικό, αλλά και παρεμβατικό ύφος, ελέγχει το παιδί της να μην πιεί καθόλου κρασί  ο Γαμπρός παρουσιάζεται σαν να μην είναι αυτόβουλο άτομο, με τη δική του ανεξάρτητη κρίση, αλλά ακολουθεί παθητικά τις παραινέσεις της μητέρας του / το γεγονός ότι δεν πίνει καθόλου ο Γαμπρός χαροποιεί τον υποψήφιο πεθερό του, καθώς διαφαίνεται πως η κόρη του θα έχει σταθερότητα και σιγουριά στο γάμο της («δεν παίρνετε…καλά κάνει»).

14 Σε αυτήν τη δεδομένη στιγμή έχουμε τη συνομιλία των δύο νέων, η οποία παρουσιάζει και τα διαφορετικά συναισθήματα και τον διαφορετικό τρόπο σκέψης των δύο νέων απέναντι στην επικείμενη ένωσή τους  ο Γαμπρός, γεμάτος ένταση, διακαή πόθο, θέληση και αδημονία επιθυμεί να δει τη Νύφη και την αυριανή μέρα  η κοπέλα αντί να αντιδράσει με ενθουσιασμό και αγάπη, απλά τυπικά ρωτά «τι ώρα;», σαν να πρόκειται για ένα γεγονός απλά διαδικαστικό και αναφέρει στον Γαμπρό ότι «θα τον καρτερά»  ο νέος, μαγεμένος από τη σαγήνη της κοπέλας, εκφράζει τη βαθιά αγάπη και τον έρωτά του με μία δόση υπερβολής και έλλειψης μέτρου και ισορροπίας («κάθε…στο λαιμό»)  η Νύφη, όμως, αντί να παρουσιάσει το συναίσθημά της και την δική της χαρά και αδημονία, σκέφτεται ορθολογικά και αναφέρεται στη φθορά του γάμου, που θα επιφέρει τη συνήθεια ανάμεσα στο ζευγάρι, και θα διώξει ανάμεσά τους την πρόκληση και τον ενθουσιασμό του απαγορευμένου και ανολοκλήρωτου πάθους τους, κάτι με το οποίο συμφωνεί εν τέλει και ο Γαμπρός («άμα…περάσει»). Η Μάνα από την άλλη επιθυμεί, μέσα από την αμφιθυμία και την επιφυλακτικότητά της για τα δρώμενα, να πάρει το δρόμο της επιστροφής, πριν νυχτώσει και αφού επιβεβαιώσει τη συμφωνία με τον πατέρα, με κυριαρχικό και ηγετικό ύφος, σηκώνεται να αναχωρήσει / η παρέμβαση – κατευόδιο της Δούλας με τη φράση «Η Παναγιά μαζί σας» υποδηλώνει το έντονο θρησκευτικό αίσθημα της εποχής ανάμεσα στους ανθρώπους  η αποχώρηση της Μάνας και του Γαμπρού συμβαίνει με τυπικό, σοβαρό, επίσημο και κάπως «σκιερό» τρόπο αρχικά, ύστερα, όμως, η Μάνα προσπαθεί να προσδώσει ένα κλίμα οικειότητας αποκαλώντας την κοπέλα «κόρη της» / την ίδια στιγμή, όμως, αυτή παραμένει ανέκφραστη και μετρημένη, γνέφοντας απλώς με το χέρι  η έξοδος των ηρώων ολοκληρώνεται με τον φιλόξενο και ευγενικό πατέρα που προθυμοποιείται να συνοδεύσει τους καλεσμένους του μέχρι το μεταφορικό τους μέσο («θα’ ρθω… μαζί σας»).

15 Μέρος Γ: Όταν μένουν μόνες τους η Δούλα με την Νύφη, η πρώτη εκφράζει, με παιχνιδιάρικο και οικείο ύφος, τον πανηγυρικό ενθουσιασμό, την απλότητα, την αφέλειά της και τη διάθεσή της για κοινωνικό σχολιασμό, ζητώντας να δει το πακέτο με τα δώρα της πεθεράς προς την Νύφη  η κοπέλα, όμως, παρουσιάζει μία εντελώς διαφορετική διάθεση και έκφραση / μέσα από μία πεισματική άρνηση, από μία εκνευριστική διάθεση, από μία ενδόμυχη απέχθεια και φοβία, οργίζεται με την παραμάνα και της λέει να τα αφήσει τα δώρα, καταδεικνύοντας την συναισθηματική της φόρτιση, και το ηθικό βάρος και δίλημμα που κουβαλάει στην καρδιά της για την ολοκλήρωση του επικείμενου γάμου της  η παραμάνα, μην κατανοώντας τη φόρτιση και τον εκνευρισμό της κοπέλας, την παραινεί, για μία ακόμη φορά, να της δείξει τα δώρα (« έλα…. δείξε μου τα»), για να λάβει την απόλυτη και οργισμένη απάντηση της Νύφης ότι δεν θέλει καν να ασχοληθεί με τα δώρα  η Δούλα συνεχίζει με το χαρμόσυνο παραλήρημά της, για να δει τα κεντίδια στις κάλτσες, για να λάβει για τρίτη φορά, την γεμάτη από απολυτότητα, έξαρση, πάθος, οργή, και απέχθεια άρνηση της Νύφης  τότε συνειδητοποιεί ότι η Νύφη το μόνο πράγμα που δεν επιθυμεί είναι αυτός ο γάμος, που θα της εξασφάλιζε, βέβαια, το συμφέρον της για μία ήρεμη, άνετη και ασφαλή ζωή, αλλά από την άλλη θα έλειπε ο έρωτας, το αρχέγονο πάθος και η πανδαισία των αισθήσεων, τα οποία θα είχαν αντικατασταθεί από συμβατικότητα και μετριοπάθεια και αναφέρει το ρητορικό ερώτημα «αν το μετάνιωσε» η Νύφη, για να λάβει την γεμάτη από απόγνωση, απελπισία και παραίτηση απάντηση της «αχ!», την ίδια στιγμή που με μένος και ηθικό δίλημμα δαγκώνει το χέρι της, για να μην ουρλιάξει από τη συναισθηματική της έξαρση. Η Δούλα, αν και κατανοεί την απόγνωση, το αδιέξοδο και την αμφιταλάντευση της κοπέλας, προσπαθεί να μετριάσει και να εκλογικεύσει την αντίδρασή της, αναφέροντας ότι αυτές οι αμφίθυμες αντιδράσεις οφείλονται στον φόβο του αποχωρισμού από το σπίτι και τον πατέρα της και στην πορεία της προς το άγνωστο, το οποίο προκαλεί φόβο και επιφυλακτικότητα και για μία ακόμα φορά πάει να πάρει το κουτί με τα δώρα από τα χέρια της κοπέλας («κοριτσάκι...σου φέρανε»)  η αντίδραση της Νύφης αγγίζει τα όρια της τραγικότητας, της δραματικής έξαρσης, αλλά και της ωμής βιαιότητας, καθώς αρπάζει τη Δούλα από τους

16 καρπούς και την ταρακουνά ολόκληρη με ένα απύθμενο μένος, μία τραγική έξαρση των συναισθημάτων («παράτα το... σου λένε»)  μάλιστα, αυτή η παραφορά των αισθήσεων την κάνει να έχει πολύ δύναμη στα χέρια της, όπως σχολιάζει και η Δούλα ότι είναι «χεροδύναμη – ίδιος αντρας», με βάση τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, όπου ο άντρας διέθεται σωματική ρώμη και δυναμικότητα  σε αυτό το σημείο, η Νύφη παρουσιάζει μία διαφορετική βιοθεωρία και θεώρηση των πραγμάτων, από αυτήν που είδαμε να εκπροσωπούν οι γυναίκες – ηρωίδες μέχρι τώρα στο έργο: αντί να περιορίζεται στο συντηρητικό και παραδοσιακό της ρόλο ως υπεταγμένη γυναίκα, που ασχολείται με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών της και χαίρεται για αυτό, η Νύφη επαναστατεί ενάντια σε αυτήν τη μίζερη μοίρα και διεκδικεί το κάτι διαφορετικό και ισότιμο με το αντρικό φύλο και ρόλο, καθώς αναφέρει ότι και αυτή έχει το ίδιο κουραστεί και αγωνιστεί στη ζωή της και για αυτό αξίζει ισότιμη μεταχείριση με έναν άντρα / αυτή η νεωτεριστική και διαφορετική της άποψη, την κάνει να διαισθάνεται τους άδικους περιορισμούς, που από τύχη της εχουν επιβληθεί, έχοντας γεννηθεί γυναίκα, και μάλιστα μέσα στην απόγνωση της και στην απελπισία της για την άδικη μοίρα της, που συνθλίβει το ελεύθερο πνεύμα της, το αγέρωχο πείσμα της και την άκρατη αξιοπρέπειά της, καταριέται την ώρα που έχει γεννηθεί («σάματεις...γεννηθεί»), προκαλώντας την φοβισμένη αντίδραση της Δούλας («μη μιλάς ετσι») και την απελπισμένη παράκληση της να «της μιλήσει για κατι άλλο» η παραμάνα της. Το φως που λιγοστεύει και το σκοτάδι, που έρχεται, εντείνει περισσότερο τα συναισθήματα, εμβαθύνει και τονίζει τα αρχέγονα πάθη των ηρωίδων, αποκαλύπτει τις ανομολόγητες αλήθειες και οδηγεί τη συζήτηση αναπόφευκτα στο φλέγον ζήτημα, που τόσο πολύ προσπαθεί η Νύφη να κρύψει βαθιά μέσα στην ψυχή της  η Δούλα, σαν αγγελιοφόρος ειδήσεων, που μεταλλάσσουν την πορεία και την εξέλιξη της ιστορίας, αναφέρεται σε έναν αφηνιασμένο καλπασμό αλόγου, που ακούστηκε τρεις τα ξημερώματα κάτω από το παραθύρι της Νύφης, για να ακολουθήσει η εκλογικευμένη απάντηση της κοπέλας, που θέλει να ξορκίσει το κακό της προαίσθημα για τη ροή των γεγονότων και να αποδώσει το ποδοβολητό είτε σε ένα άλογο «σκαστό από το κοπάδι» είτε στον αρραβωνιαστικό της, που μέσα στον πόθο του, την αδημονία και τον έρωτά του «περνάει τέτοιες ώρες κάτω από το παραθύρι της»  η Δούλα αναιρεί τις εικασίες της κοπέλας και με απόλυτο, αμετάκλητο και

17 αδιαμφισβήτητο τρόπο αποκαλύπτει πως ο καβαλάρης είναι ο Λεονάρντο, δηλώνοντας με τον πιο έκδηλο τρόπο, τον ανομολόγητο έρωτα και την αδιαμφισβήτητη έλξη και αγάπη του Λεονάρντο απέναντι στη Νύφη, που τον βασανίζει και τον αποδυναμώνει  η κοπέλα στο άκουσμα της αλήθειας αντιδρά με τραγικό πάθος, με απεγνωσμένη άρνηση, με έντονο πείσμα και με μία ανέλπιδη προσπάθεια να αναιρέσει την αμεσότητα των όσων λέγονται, αποκαλώντας την Δούλα «ψεύτρα» τρεις φορές και απευθύνοντάς της το ρητορικό ερώτημα «τι δουλειά είχε να’ ρθει;», για να λάβει την απόλυτη απάντηση της Δούλας ότι «ήρθε»  η οργισμένη, απελπισμένη, τραγική, παθιασμένη, υστερική αντίδραση της Νύφης συνεχίζει («πάψε... γλώσσα σου»), για να την διακόψει η φωνή της λογικής και της αντικειμενικής αλήθειας, όταν η Δούλα της αναφέρει να σκύψει και να δει ότι ο αναβάτης του αλόγου είναι ο Λεονάρντο, μέσα από το ρητορικό ερώτημα «κείνος δεν είναι;»  η τραγική επιβεβαίωση έρχεται με τη μονολεκτική απάντηση της Νύφης «είναι», η οποία θρηνεί για την ανέλπιδη, απαγορευμένη, ανομολόγητη αγάπη τους, η οποία βαραίνει την ψυχή της, τη βυθίζει σε ηθικά διλήμματα, επηρεάζει τη συνετή της κρίση και στην οποία νιώθει ότι σιγά σιγά παραδίνεται, σαν να ακολουθεί την ειμαρμένη της, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει και χωρίς να μπορεί να εξισορροπήσει τις καταστάσεις και τις πράξεις της, στοιχείο που της προσδίδει τραγικότητα.


Κατέβασμα ppt "ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΚΗΝΗ 1η – ΕΙΚΟΝΑ 3η"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google