Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

GUSTAVE FLAUBERT L’ EDUCATION SENTIMENTALE

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "GUSTAVE FLAUBERT L’ EDUCATION SENTIMENTALE"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 GUSTAVE FLAUBERT L’ EDUCATION SENTIMENTALE
EDITIONS RENCOTRE LAUSANNE 1968

2 33

3 34

4 33-34 Le 15 septembre 1940… des petits verres
Την 15η Σεπτέμβριου του 1840, γύρω στις έξι το πρωί , το ποταμόπλοιο ΒΙΛ- ΝΤΕ- ΜΟΝΤΕΡΟ, έτοιμο να σαλπάρει, έβγαζε μεγάλους στροβίλους καπνού στην προκυμαία του Αγίου – Βερνάρδου. Επιβάτες έφθαναν με κομμένη την ανάσα ( βιαστικά): Βαρέλια, καλώδια, καλάθια με ασπρόρουχα εμποδίζαν την κυκλοφορία: Οι ναύτες δεν απαντούσαν σε κανέναν: Ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον(βιαζόμασταν): Τα δέματα ανέβαιναν με δυο τροχαλίες, και ο πάταγος απορροφείτο από το θόρυβο της ατμομηχανής, ο οποίος διέφευγε από τις λαμαρίνες, τύλιγε τα πάντα σε έναν άσπρο σύννεφο, καθώς η καμπάνα χτυπούσε, στο μεταξύ, χωρίς σταματημό. Τελικά το καράβι έφυγε: και οι δυο όχθες, γεμάτες με μαγαζιά, με εργοτάξια και εργοστάσια,ξετυλίχθηκαν σαν δυο κορδέλες.

5 33-34 Ένας νέος 18 χρονών, με μακριά μαλλιά που κρατούσε ένα άλμπουμ στο χέρι του, καθόταν κοντά στην κουπαστή, ακίνητος. Μέσα στη ομίχλη, αγνάντευε καμπαναριά, κτήρια των οποίων δεν ήξερε τα ονόματα: έπειτα αγκάλιασε, με μια τελευταία ματιά, το νησί του Αγίου- Λουδοβίκου, την πόλη, την Παναγιά των Παρισίων:και μόλις το Παρίσι εξαφανίστηκε, έβγαλε μια βαθιά αναπνοή. Ο Μ. Φρέντερικ Μορό, που μόλις αποφοίτησε , επέστεφε στη Νοζάν -Σιρ-Σιεν, όπου έπρεπε να πλήξει για 2 μήνες, πριν πάει να σπουδάσει νομικά. Η μητέρα του, μαζί με τα απαραίτητα χρήματα, τον είχε στείλει στη Χάβρη για να δει έναν θείο του, από τον οποίο αυτή προσδοκούσε, για αυτόν, την κληρονομιά, και επέστρεψε σε μια μόνο μέρα: Και καθώς δεν κατάφερε να διανυκτερεύσει στην πρωτεύουσα, αποζημιωνόταν επιστρέφοντας στην επαρχιακή του πόλη από το πιο μακρύ δρόμο. Ο θόρυβος σταμάτησε, όλοι είχαν πήραν τις θέσεις τους: Κάποιοι, όρθροι, ζεσταίνονταν γύρω από την μηχανή, και το φουγάρο με έναν ρόγχο αργό και ρυθμικό πέταγε μαύρο καπνό: σταγονίδια δροσιάς κυλούσαν πάνω στο χαλκό: η γέφυρα έτρεμε από μια μικρή εσωτερική ταλάντωση, και οι δυο ρόδες, γυρίζοντας γρήγορα, χτυπούσαν το νερό.

6 33-34 Ο ποταμός ήταν περιτριγυρισμένος από αμμουδιές. Συναντούσαμε ξύλινες βάρκες (ξύλινα τρένα) που κουνιόντουσαν στον παφλασμό των κυμάτων, μέσα σε ένα πλοίο χωρίς πανιά ένας άνθρωπος καθισμένος ψάρευε: έπειτα οι περιφερόμενες ομίχλες εξαφανίστηκαν, και εμφανίστηκε ο ήλιος, ο λόφος που ακολουθούσε στα δεξιά την πορεία του Σηκουάνα σταδιακά χαμήλωνε, και εμφανίστηκε πιο κοντά ένας άλλος, στην αντίθετη πλευρά του ποταμού. Δέντρα τον περιέβαλαν ανάμεσα σε χαμηλά σπίτια με ιταλική σκεπή. Είχαν κήπους στην πλαγιά που τους χώριζαν καινούργιοι τοίχοι, σιδερένια κάγκελα, γρασίδι, θερμοκήπια, και γλάστρες με γεράνια, τακτοποιημένες στις βεράντες έτσι ώστε να μπορεί κάποιος να ακουμπήσει με τους αγκώνες. Περισσότερες από μια, κοιτάζοντας αυτές τις όμορφες και ήρεμες κατοικίες, επιθυμούσαμε να είμαστε οι ιδιοκτήτες, για να ζήσουμε εκεί μέχρι το τέλος της ζωή μας, με ένα καλό μπιλιάρδο, ένα σκάφος, μια γυναίκα ή κάποιο άλλο όνειρο. Η πρωτόγνωρη χαρά μιας θαλάσσιας εκδρομής διευκόλυνε τις διαχυτικότητες. Ήδη οι πλακατζήδες είχαν ξεκινήσει τα αστεία τους. Πολλοί τραγουδούσαν. Είμασταν χαρούμενοι. Αυτός έπινε κρασί(έριχνε μικρά ποτήρια).

7 58

8 59

9 60

10 61

11 58-61 Une negresse … a s’ éteindre
Μια Νέγρα, που συνάντησε μια μέρα μέσα στα ΤΟΥΛΕΡΙΣ να κρατάει ένα μικρό κορίτσι από το χέρι, του θύμισε τη νέγρα της κυρίας Αρνού. Αυτή έπρεπε να είχε έρθει εκεί όπως οι άλλες: Κάθε φορά που διέσχιζε τα ΤΟΥΛΕΡΙΣ, η καρδιά του χτυπούσε, ελπίζοντας να την συναντήσει. Τις ηλιόλουστες μέρες, συνέχιζε τη βόλτα του μέχρι τα Ιλίσια Πεδία. 

12 58-61 Γυναίκες, νωχελικά καθισμένες, πάνω σε άμαξες με τα πέπλα τους να κυματίζουν με τον αέρα, παρελαύναν διπλά του, στο κλειστό βήμα  των αλόγων τους, με ένα ανεπαιστιτο λίκνισμα το οποίο έκανε να τρίζουν τα βερνικωμένα δέρματα. Τα αυτοκίνητα γινόντουσαν πιο πολλά, και, επιβραδύνοντας στην ΡΟΝΤ- ΠΟΥΑΝΤ, έπιαναν όλη την λωρίδα. Οι χαίτες ήταν στις χαίτες, οι λατέρνες κοντά στις λατέρνες: Oι ατσάλινοι αναβατήρες, οι ασημένιες αλυσίδες, τα χάλκινα σκουλαρίκια, φώτιζαν τα κοντά παντελόνια, τα άσπρα γάντια και τις γούνες που ξανάπεφταν πάνω στα οικόσημο των πορτών. Αυτός αισθανόταν σα χαμένος σε ένα μακρινό κόσμο. Τα ματιά του περιπλανιόνταν πάνω στα γυναικεία κεφάλια: και ασαφείς ομοιότητες έφερναν στη μνήμη του την κυρία ΑΡΝΟΥ. Τη φανταζόταν, ανάμεσα τους, μέσα σε ένα από αυτά τα μικρά αμάξια, παρόμοια μ’ αυτό της κυρίας Νταπρέζ.- Αλλά ο ήλιος έδυε, και ο κρύος αέρας σήκωνε ανεμοστρόβιλους. Οι Αμαξάδες έβαζαν το πιγούνι τους μέσα στις γραβάτες τους, οι ρόδες άρχιζαν να γυρνούν πιο γρήγορα, η άσφαλτος έτριζε: και όλα τα οχήματα κατέβαιναν τρέχοντας τη μεγάλη λεωφόρο, περνώντας ξυστά, προσπερνώντας, παρακάμπτοντας το ένα το άλλο , έπειτα, στην πλατεία ΚΟΝΚΟΡΝΤ, διασκορπιζόντουσαν. Πίσω από τις ΤΟΥΛΕΡΙΣ, ο ουρανός έπαιρνε το χρώμα του σχιστόλιθου. Τα δέντρα του κήπου σχημάτιζαν δυο τεράστιες μάζες, βιολετί στην κορυφή. Τα στόμια ανάβαν: και ο Σηκουάνας, πρασίνιζε σε όλο το μήκος του, με ασήμι ανταύγειες στις κολώνες των γεφυρών. Πήγαινε να δειπνήσει, έναντι 43 φράγκων, σε ένα εστιατόριο, στην οδό Αρπ.

13 58-61 Κοιτούσε με περιφρόνηση τον παλιό πάγκο από μαόνι, τις λεκιασμένες πετσέτες, τα βρώμικα ασημικά, και τα κρεμασμένα στον τοίχο καπέλα. Αυτοί που τον περιτριγύριζαν ήταν φοιτητές σαν και αυτόν. Συζητούσαν για τους καθηγητές τους, για τις φιλενάδες τους. Αυτός ανησυχούσε πολύ για τους καθηγητές! Αυτός είχε μια φιλενάδα! Για να αποφύγει τις χαρές τους, έφθασε όσο πιο αργά μπορούσε. Υπολείμματα φαγητού (αποφάγια ) κάλυπταν όλα τα τραπέζια. Τα δυο κουρασμένα γκαρσόνια κοιμόντουσαν στις γωνίες, και μια μυρωδιά κουζίνας, το φως της λάμπας (με πετρέλαιο) και ο καπνός πλημύριζε την άδεια αίθουσα. Έπειτα ξανανέβηκε αργά τους δρόμους. Τα φώτα του δρόμου κουνιόντουσαν, κάνοντας να τρέμουν πάνω στη λάσπη μακριές κιτρινωπές αντανακλάσεις. Σκιές με ομπρέλες γλιστρούσαν πάνω στα πεζοδρομία. Το λιθόστρωτο ήταν παχύ, έπεφτε ομίχλη , και του φαινόταν ότι τα υγρά σκοτάδια, τον περιτριγύριζαν, και κατέβαιναν συνεχώς στην καρδιά του. Ένα παράπονο τον πήρε. Επέστρεψε στα μαθήματα του. Μα καθώς δεν γνώριζε τίποτα στα συγκεκριμένα μαθήματα, πράγματα πολύ απλά τον μπέρδεψαν.

14 58-61 Βάλθηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο: Σίλβιο, ο γιος του ψαρά. Τα γεγονότα διαδραματίζονταν στην Βενετία. Ο ήρωας ήταν αυτός ο ίδιος: η ηρωίδα η κυρία Αρνού. Ονομαζόταν Αντωνία:- και , για να την αποκτήσει, δολοφονούσε πολλούς ευγενείς, έκαιγε ένα τμήμα της πόλης και τραγουδούσε κάτω από το μπαλκόνι της, όπου κουνιόντουσαν με την αύρα του αέρα πλούσιες σε σχέδια δαμασκηνί κουρτίνες της οδού Μονμάρτης. Οι πολλές αναμνήσεις τον αποθάρρυναν: δεν θα πήγε πάρα πέρα, και η άσκοπη περιπλάνησή του διπλασιάστηκε.

15 58-61 Τότε, παρακάλεσε τον Ντεσλοριέρς να έρθει να μοιραστούν το δωμάτιο του. Θα κατάφερναν να ζήσουν με τα 2000 φράγκα της σύνταξης: Οτιδήποτε ήταν καλύτερο απ’ αυτή την ανυπόφορη ύπαρξη. Ο Ντεσλοριέρς δεν μπορούσε ακόμη να αφήσει την Τρουά. Την υποχρέωνε να διασκεδάζει και να συναντά τον Σενεκάλ. Ο Σενεκάλ ήταν ένας καθηγητής μαθηματικών, άνθρωπος με δυνατό μυαλό και με δημοκρατικές αντιλήψεις, ένας μελλοντικός Άγιος -δίκαιος έλεγε ο κληρικός. Ο Φρεντερίκ είχε ανεβεί 3 φορές τους 5 ορόφους του, χωρίς να δεχτεί καμία επίσκεψη. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ήθελε να διασκεδάσει. Πήγαινε στους χορούς της Όπερας. Αυτές οι ταραχώδεις ευθυμίες τον σταματούσαν στην πόρτα. Εξάλλου τον, συγκρατούσε ο φόβος μιας χρηματικής προσβολής , καθώς φανταζόταν ότι ένα δείπνο με το κουστούμι του ντόμινο συνεπαγόταν σημαντικές δαπάνες και ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Του φαινόταν, ωστόσο, ότι έπρεπε να τον αγαπάμε. Κάποιες φορές, ξυπνούσε με τη καρδιά γεμάτη ελπίδα, ντυνόταν προσεχτικά σαν να πήγαινε σε ραντεβού, και έκανε ατέλειωτα ψώνια στο Παρίσι. Σε κάθε γυναίκα που περπατούσε δίπλα του, ή που προχωρούσε προς το μέρος του, έλεγε: «Νατη !» ήταν, κάθε φορά, μια καινούργια απογοήτευση. Η ιδέα της κυρίας Αρνού ενδυνάμωνε τις επιθυμίες του. Θα την εύρισκε ίσως στο δρόμο του: και φανταζόταν , για να την αποκτήσει, τις περιπλοκές της τύχης, έκτακτους κίνδυνους όπου θα την έσωζε. Έτσι οι μέρες κυλούσαν, με τις ίδιες στεναχώριες και τις νευρικές συνήθειες (ενοχλήσεις) να επαναλαμβάνονται. Ξεφύλλιζε τις μπροσούρες κάτω από τις κάμαρες του Οντεόν, πήγαινε να διαβάσει την «αναθεώρηση των δυο κόσμων» στο καφέ, έμπαινε σε κάποια αίθουσα του Γαλλικού Κολεγίου, άκουσε για μια ώρα ένα μάθημα κινέζικων ή πολιτικής οικονομίας. Κάθε εβδομάδα, έγραφε εκτενώς στον Ντεσλοριέρς, δειπνούσε πότε- πότε με τον Μαρτινόν, έβλεπε κάποιες φορές τον κύριο Κισύ. Νοίκιασε ένα πιάνο, και συνέθετε γερμανικά βαλς.

16 58-61 Ένα βράδυ στο ΠΑΛΕ-ΡΟΥΑΓΙΑΛ, διέκρινε, σε ένα θεωρείο κοντά στη σκηνή ,τον Αρνού δίπλα σε μια γυναίκα. Ήτανε αυτή? Η πράσινη μεταξωτή κουρτίνα, τραβηγμένη στη άκρη του θεωρείου, έκρυβε το πρόσωπο της. Στο τέλος η κουρτίνα σηκώθηκε: Και θέα αποκαλύφθηκε Ήταν μεγάλο πρόσωπο, περίπου 30 χρονών, ξεθωριασμένο, και του οποίου τα μεγάλα χείλη κάλυπταν, γελώντας, λαμπερά δόντια. Αυτή κουβέντιαζε με οικειότητα με τον Αρνού και τον χτυπούσε στα δάκτυλα με την βεντάλια της. Έπειτα ένα νέο ξανθό κορίτσι, με τα ματόκλαδα λίγο κόκκινα σαν να είχε μόλις κλάψει, κάθισε ανάμεσα τους. Ο Αρνού έμεινε έκτοτε μισό ακουμπισμένος στον ώμο της , και λέγοντας της λόγια που αυτή άκουγε χωρίς να απαντάει. Ο Φρεντερίκ προσπαθούσε να καταλάβει τη καταγωγή αυτών των γυναικών , των σεμνά ντυμένων με σκούρα φορέματα, αναδιπλωμένα στο λαιμό. Στο τέλος του θεάματος , έσπευσε στους διάδρομους. Το πλήθος τους γέμισε. Ο ΑΡΝΟΥ, μπροστά του, κατέβαινε τη σκάλα, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, δίνοντας το μπράτσο του στις δυο γυναίκες. Ξαφνικά, ένα φως τον φώτισε (ένα γκαζάκι αερίου). Είχε ένα πένθος στο καπέλο του. Αυτή ήταν νεκρή , ίσως? Αυτή η ιδέα αναστάτωσε τον Φρεντερίκ τόσο πολύ, που έτρεξε τη επόμενη μέρα στην βιομηχανική τέχνη, και, προσφέροντας γρήγορα ένα από τα στολίδια του ρολογιού του ρώτησε το αγόρι του καταστήματος πώς ήταν στην υγειά του ο κύριος ΑΡΝΟΥ. Το αγόρι απάντησε: -Μα πολύ καλά! Ο Φρεντερίκ συμπλήρωσέ χλομιασμένος -Και η κυρία? -Η κυρία επίσης! Ο Φρεντερίκ ξέχασε να πάρει το στολίδι του Ο χειμώνας τελείωσε. Ήταν λιγότερο στεναχωρημένος την άνοιξη, βάλθηκε να προετοιμάζεται για την εξέταση του, και, έχοντας υποφέρει με έναν μέτριο τρόπο, έφυγε στη συνέχεια για την Νοζέτ. Δεν πήγε καθόλου στην Τρουά να δει τον φίλο του, προκειμένου ν’ αποφύγει τις παρατηρήσεις της μητέρας του. Έπειτα, στο γυρισμό, άφησε την κατοικία του και πήρε, στην αποβάθρα του Ναπολέοντα (αποβάθρα των λουλουδιών), ένα δυάρι(δυο δωμάτια) που επίπλωσε ο ίδιος. Η ελπίδα για μια πρόσκληση στους Νταμπρέζ τον είχε εγκαταλείψει: Το μεγάλο πάθος του για την κυρία Αρνού άρχισε να σβήνει.

17 62

18 63

19 62-63 Un matin du mois… les journaux n’ en parlaient plus
Νέοι άνθρωποι, σε άνισες παρέες των πέντε ή των δώδεκα, περπατούσαν δίνοντας το μπράτσο τους και πλησίαζαν τις μεγαλύτερες παρέες που σταματούσαν εδώ και: στο βάθος της πλατείας, ενάντια στα κιγκλιδώματα, άνθρωποι με μπλούζες συζητούσαν εκτενώς, τη ιδία στιγμή, με το λοφίο (τριγωνικό καπέλο) πάνω από το αυτί και τα χέρια πίσω στην πλάτη, λοχίες της πόλης περιφερόντουσαν κατά μήκος των τειχών, κάνοντας τις πλάκες να χτυπούν κάτω από τις βαριές τους μπότες. Όλοι είχαν ένα μυστηριώδες ύφος και έκπληκτο: προφανώς κάτι περιμέναμε, καθένας συγκρατούσε στα χείλη του μια ερώτηση. Ο Φρεντερίκ βρισκόταν διπλά σε έναν ξανθό νεαρό, με όμορφο πρόσωπο με μουστάκι και μούσι στο πιγούνι όπως κάποιος εκλεπτυσμένος του καιρού του Λουδοβίκου του 13ου. Τον ρώτησε την αίτια της αναστάτωσης. Δεν ξέρω τίποτα, είπε ο άλλος ούτε και αυτοί! αυτός είναι ο τρόπος τους προς το παρόν! Τι ωραία φάρσα! Kαι ξέσπασε σε γέλια Τα αιτήματα για την μεταρρύθμιση, που υπογράφονταν στην εθνική φρουρά, κοινά στην απογραφή HUMANN και αλλά γεγονότα ακόμα, οδηγούσαν, εδώ και έξι μήνες σε ανεξήγητες συγκεντρώσεις, μέσα στο Παρίσι: Και ανανεωνόντουσαν τόσο συχνά που οι εφημερίδες δεν μιλούσαν (γράφανε ) πλέον γι’ αυτές.

20 68

21 69

22 70

23 71

24 68-71 Les deux amis … dit Arnoux
Οι δυο φίλοι υποχώρησαν στην ευγνωμοσύνη της (λύγισαν), βγήκαν και πήγαν να γευματίσουν μαζί στο καφέ Ταμπουρέι μπροστά στο Λουξεμβούργο. Ξεχωρίζοντας το μπιφτέκι, ο Χουσσονέτ πληροφόρησε τον φίλο του ότι εργαζόταν σε εφημερίδες μόδας και έφτιαχνε διαφημίσεις για την «Βιομηχανική Τέχνη». Στο σπίτι του ΖΑΚ ΑΡΝΟΥ? Είπε ο Φρεντερίκ. Τον γνωρίζετε? Ναι …! Όχι! Ήθελα να πω τον έχω δει, τον έχω γνωρίσει. Ρώτησε περιφρονητικά τον Χουσσονέτ αν κάποιες φορές έβλεπε την γυναίκα του. Πότε-πότε, είπε ο ανέμελος τύπος. Ο Φρεντερίκ δεν τολμούσε ν’ ακολουθήσει τις ερωτήσεις του: Αυτός ο άνθρωπος μόλις πήρε μια σημαντική θέση στη ζωή του ? Πλήρωσε τον λογαριασμό του μεσημεριανού χωρίς να υπάρχει από την πλευρά του άλλου καμία διαμαρτυρία. Η συμπάθια ήταν αμοιβαία: Αντάλλαξαν διευθύνσεις, και ο Χουσσονέτ τον κάλεσε θερμά να τον συνοδέψει μέχρι την οδό Φλερύ. Βρισκόντουσαν στη μέση του κήπου όταν ο υπάλληλος του ΑΡΝΟΥ, συγκρατώντας την αναπνοή του, έστριψε το πρόσωπο του σε έναν απεχθή μορφασμό, και βάλθηκε να κάνει τον κόκορα. Έτσι όλοι οι κόκορες που βρισκόντουσαν τριγύρω του του απάντησαν με συνεχόμενα κακαρίσματα . Είναι ένα σινιάλο είπε ο Χουσσονέτ. Σταμάτησαν κοντά στο θέατρο Μπομπίνο, μπροστά από ένα σπίτι όπου διείσδυε μια αλέα. Μέσα στον φεγγίτη μιας σοφίτας, αναμεσά στους καπουτσίνους και στις μυρωδιές των μπιζελιών μια νέα γυναίκα εμφανίστηκε, με γυμνό κεφάλι, με κορσέ και στήριζε τα δυο της μπράτσα στην άκρη της υδρορροής. Καλημέρα, άγγελε μου, καλημέρα, σοκολατάκι, της είπε ο ο Χουσσονέτ, στέλνοντάς της φιλιά. Άνοιξε το φράχτη με μια κλωτσιά του, και εξαφανίστηκε

25 Αυτό ήταν εύκολο, και συμφώνησαν για την επόμενη μέρα.
68-71 Ο Φρεντερίκ τον περίμενε όλη την εβδομάδα . Δεν τολμούσε να πάει στο σπίτι του, για να μην έχει καθόλου την ανυπομονησία να του ανταποδώσει το γεύμα: αλλά τον έψαχνε σε όλο το KAΡΤΙΕ ΛΑΤΑΝ. Τον συνάντησε ένα βράδυ, και τον πήγε στο δωμάτιο του στην προβλήτα του Ναπολέοντα. Η συζήτηση ήταν μακροσκελής: διηγήθηκαν τον πόνο τους. Ο Χουσσονέτ επιδίωκε τη δόξα και τα οφέλη του θέατρου. Συνεργαζόταν σε βαριετέ όχι πετυχημένα « είχε πολλά σχέδια» , μετέτρεπε το στίχο και τραγουδούσε κάποιους από αυτούς. Έπειτα, παρατηρώντας πάνω στο ράφι μια σειρά του Ουγκό και μια άλλη του του Λαμαρτίνου, ξέσπασε σε σαρκασμούς για τη ρομαντική σχολή. Αυτοί οι ποιητές δεν είχαν ούτε καλό πνεύμα(καλή έννοια), ούτε ορθότητα και κυρίως δεν ήταν Γάλλοι. Αυτός περηφανευόταν ότι ήξερε τη γλώσσα του και ξεφούρνιζε τις πιο όμορφες φράσεις μαζί με άγρια σοβαρότητα, αυτήν την ακαδημαϊκή κομψότητα που διακρίνει τους ανθρώπους με παιχνιδιάρικο χιούμορ όταν αυτές πλησιάζουν τη σοβαρή τέχνη. Ο Φρεντερίκ ένιωσε προσβεβλημένος στις προτιμήσεις του: ήθελε να διακόψει. Γιατί να μην τολμήσει, άμεσα, τη λέξη από όπου εξαρτιόταν η ευτυχία του? Ζήτησε από τον ταχυδρόμο αν μπορούσε να τον παρουσιάσει στου Αρνού. Αυτό ήταν εύκολο, και συμφώνησαν για την επόμενη μέρα.

26 68-71 Ο Χουσσονέτ έχασε το ραντεβού: Και έχασε αλλά τρία. Ένα Σάββατο γύρω στις τέσσερις η ώρα, εμφανίστηκε . Αλλά, επωφελούμενος από την άμαξα, σταμάτησε πρώτα στο Γαλλικό θέατρο για να πάρει ένα εισιτήριο θεωρείου Κατέβηκε σε ένα ράφτη, σε μια μοδίστρα : έγραφε επιστολές στα θυρωρεία. Τελικά έφθασαν στην λεωφόρο Μονμάρτης. Ο Φρεντερίκ διέσχισε το κατάστημα , ανέβηκε τη σκάλα. Ο Αρνού τον αναγνώρισε μέσα από τον καθρέφτη που ήταν τοποθετημένος απέναντι από το γραφείο του: Και, συνεχίζοντας να γράφει, του έδωσε το χέρι του από πάνω από τον ώμο. Πέντε ή έξη άτομα, όρθια, γέμιζαν το στενό διαμέρισμα, που φωτιζόταν από ένα μόνο παράθυρο που έβλεπε στην αυλή: ένας καναπές με καφέ βαμβακερό ύφασμα βρισκότανε στο εσωτερικό μιας εσοχής, ανάμεσα σε δυο ομοιόμορφες υφασμάτινες πόρτες. Πάνω στο καλυμμένο με χαρτιά τζάκι, υπήρχε μια μπρούτζινη Αφροδίτη: δυο κηροπήγια με ροζ κεριά, το περιστοίχιζαν παράλληλα. Στα δεξιά, κοντά σε ένα χαρτόνι, ένας άνθρωπος σε μια πολυθρόνα καναπέ διάβαζε την εφημερίδα, φορώντας το καπέλο του στο κεφάλι του: οι τοίχοι καλυπτόντουσαν από χαλκογραφίες και πίνακες, πολύτιμες γκραβούρες ή σκίτσα σύγχρονων καλλιτεχνών, αφιερώσεις, οι οποίες μαρτυρούσαν για τον Ζακ Αρνού την πιο ειλικρινή αφοσίωση.

27 68-71 Όλα καλά ? ρώτησε γυρνώντας προς τον Φρεντερίκ.
Και, χωρίς να περιμένει την απάντηση του, ρώτησε χαμηλόφωνα τον Χουσσονέτ: -Πως αποκαλείται τον φίλο σας? - Μετα πιο δυνατά: Πάρτε ένα τσιγάρο από την τσιγαροθήκη, μέσα στο κουτί . Η βιομηχανική τέχνη που βρισκόταν σε κεντρικό σημείο του Παρισιού, ήταν ένα βολικό μέρος για ραντεβού, ένα ουδέτερο πεδίο όπου οι αντιπαλότητες οδηγούνταν σε οικειότητα. Βλέπαμε, εκείνη τη μέρα , τον Αντενόρ Μπράβ, τον πορτρετίστα των βασιλιάδων: Τον Ζούλ Μπουρριέ, ο οποίος άρχιζε να διαδίδει με τα σχέδια του τους πολέμους της Αλγερίας: Ο γελοιογράφος Σομπά, ο γλύπτης Βουρντάντ, και άλλοι ακόμη, και κανείς δεν απαντούσε στις προκαταλήψεις του μαθητή . Οι τρόποι τους ήταν απλοί, και τα λόγια τους ελεύθερα. Ο μυστικιστής Λοβαρίας άρχισε έναν άσεμνο μύθο: Kαι ο εμπνευστής του ανατολικού τοπίου, ο διάσημος Ντιττμερ, φορούσε μια πλεκτή πουκαμίσα κάτω από το γιλέκο του, και πήρε την αμαξοστοιχία για να γυρίσει. Υπήρχε αρχικά ερώτημα για κάποια που λεγόταν Αππολονί, ένα παλιό μοντέλο, που ο Μπουρριέ προσποιοταν ότι είχε αναγνωρίσει στη λεωφόρο, μέσα σε μια άμαξα με τέσσερα αλόγα(καμιόνι). Ο Χουσσονέτ εξήγησε αυτή τη μεταμόρφωση με την σειρά στους συνομιλητές του. -Πως αυτός ο τύπος γνωρίζει τα κορίτσια του Παρισιού ! είπε ο Αρνού.


Κατέβασμα ppt "GUSTAVE FLAUBERT L’ EDUCATION SENTIMENTALE"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google