Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Συνεταιριστικές τράπεζες και οικονομική κρίση Έφη Τζίβα, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Συνεταιριστικές τράπεζες και οικονομική κρίση Έφη Τζίβα, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Συνεταιριστικές τράπεζες και οικονομική κρίση Έφη Τζίβα, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

2 . Εισαγωγικές τοποθετήσεις Ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία του συνεταιρισμού ως ιδιαίτερου εταιρικού τύπου. «Μια διαρκής ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού δεν εξασφαλίσει τα μέσα για να βγει από την φτώχεια. Η μικροπίστωση είναι ένα από αυτά τα μέσα….» έλεγε ο Πρόεδρος της νορβηγικής Επιτροπής Απονομής Βραβείων Νόμπελ Καθ. Ole Danbolt Mjøs, όταν προσφωνούσε τον Καθ. Οικονομικών Muhammad Yunus, γνωστότερο ως τον τραπεζίτη των φτωχών, κατά την απονομή, στον τελευταίο, του Νόμπελ Ειρήνης, το 2006. Ο βραβευθείς είναι οικονομολόγος από το Μπαγκλαντές, στο οποίο και ίδρυσε, το 1976, σε ένα μικρό αγροτικό χωριό τη Grammen Bank. Στόχος “low income, low saving & low investment”, στον «ενάρετο κύκλο» (=virtual circle)“low income, injection of credit, investment, more income, more savings, more investment, more income”.

3 -Ο συνεργατισμός, ως βασική κοινωνικοοικονομική έννοια και ο συνεταιρισμός, ως νομική έκφραση και εταιρικό σχήμα αυτού του κινήματος αποτελεί την απάντηση στο οξύ κοινωνικό πρόβλημα, που δημιούργησαν στις χώρες της Ευρώπης οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. -Σκοπός κάθε συνεταιρισμού - συμπεριλαμβανομένων και των πιστωτικών - είναι η προαγωγή της οικονομίας και της εν γένει κατάστασης των μελών του – συνεταίρων, με κύριο μέσο· τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, μέσα από μια κοινή επιχείρηση. -Ο συνεταιρισμός δεν αποτελεί μία απλή εταιρία, αλλά ένα σύνθετο κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο, του οποίου η προσέγγιση δεν είναι δυνατή με τη χρήση αμιγών δογματικών και τεχνοκρατικών γνώσεων και αντιλήψεων, αλλά επιβάλλεται μία βαθειά γνώση των ιδιαιτεροτήτων του, της λειτουργίας του, της αποστολής του.

4 Οι συνεταιριστικές τράπεζες είναι πιστωτικά ιδρύματα, αλλά συγχρόνως και συνεταιρισμοί και αυτή η κάπως περίεργη, πλην όμως υπαρκτή ένωση δύο καταρχήν αντιφατικών εννοιών και στοχεύσεων δυσκολεύει την ένταξή τους στο ίδιο πλαίσιο με τα υπόλοιπα αμιγώς κερδοσκοπικά πιστωτικά ιδρύματα. Παράλληλα δεν πρέπει να αμφισβητείται ο πιστωτικός τους χαρακτήρας. Η σημαντική παρουσία των συνεταιριστικών τραπεζών στο διεθνές, ενωσιακό και λιγότερο στο εθνικό πεδίο αποδεικνύει ότι, ο πιστωτικός τομέας έχει ανάγκη τον αντίστοιχο συνεταιριστικό και τανάπαλιν.

5 Εισδοχή του συνεταιρισμού στον πιστωτικό τομέα. Οι συνεταιριστικές τράπεζες θεσμοθετήθηκαν, στη χώρα μας, για πρώτη φορά, με το Ν 2076/1992 ο οποίος με το άρθρο 5 § 1, παράλληλα με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας, εισήγαγε τον εταιρικό τύπο του συνεταιρισμού σε ένα χώρο με συγκεκριμένα νομικά και οικονομικά στοιχεία, που φαίνονται σε μία πρώτη προσέγγιση να τελούν σε αντίφαση με το ιδιαίτερο περιεχόμενο και την ιδιαίτερη εταιρική μορφή του συνεταιρισμού. Ο λόγος που καθυστέρησε η θεσμοθέτηση από το νομοθέτη της συνεταιριστικής τραπεζικής πίστης στη χώρα μας δεν είναι μόνο η υιοθέτηση για πολλά χρόνια ενός συγκεκριμένου μοντέλου κρατικής παρεμβατικής πολιτικής στον τραπεζικό τομέα, αλλά και η κυριαρχία της ΑΤΕ στο χώρο της αγροτικής πίστης, όπως επίσης μία διαστρέβλωση των ιδανικών και ιδιαιτεροτήτων του συνεταιριστικού κινήματος στην πράξη με την έντονη κομματικοποίηση και χειραγώγησή τους, από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.

6 Οι συνεταιριστικές τράπεζες δεν έχουν εισαχθεί, με στόχο την εξουδετέρωση των άλλων ανταγωνιστικών εταιρικών σχημάτων, αλλά ακριβώς το αντίθετο· με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενός ανταγωνισμού όμως ελεύθερου αλλά συγχρόνως ενισχυμένου με τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να λειτουργεί ανόθευτος και συγχρόνως παραγωγικός για το όλο σύστημα της συγκεκριμένης αγοράς.

7 ΙΙ. Πιστωτικά ιδρύματα με τη μορφή του αστικού πιστωτικού συνεταιρισμού, άλλως συνεταιριστικές τράπεζες. Νομοθετική ρύθμιση. Η ισχύουσα σήμερα νομοθετική ρύθμιση των συνεταιριστικών τραπεζών είναι ένα αμάλγαμα ρυθμίσεων συνεταιριστικής και τραπεζικής νομοθεσίας δυστυχώς όμως χωρίς συνοχή, αλλά με συνεχείς στοχευμένες επεμβάσεις, οι οποίες έχουν καταστήσει σχεδόν αδύνατη τη μελέτη και ερμηνεία – πόσο μάλλον την εφαρμογή – των ρυθμίσεων, κυρίως μάλιστα, σε μία εποχή που ταλανίζεται από μία συνεχή οικονομική και κοινωνική κατάρρευση. Ενώ θα μπορούσε η συνεταιριστική τράπεζα, με τα χαρακτηριστικά της, να αποτελεί στην ουσία ενσάρκωση της αναζητούμενης τραπεζικής ηθικής επιχειρηματικότητας καταλήγει να είναι ένα αμφισβητούμενο από πολλούς, άγνωστο για ορισμένους νομικούς και τραπεζικούς κύκλους ιδιόμορφο εταιρικό μόρφωμα, που μάλλον άστοχα έχει εισαχθεί σε ένα αμιγώς κερδοσκοπικό τομέα, ανατρέποντας ίσως και σε ένα μεγάλο βαθμό τα «ειωθότα» της τραπεζικής δραστηριότητας.

8 Δίκαιο αστικών συνεταιρισμών· Ν. 1667/1986, όπως επανειλημμένα τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα. O N. 1667/1986, αν και είχε την ευκαιρία, δεν δημιούργησε ένα ορθό και ασφαλές, από νομοτεχνική και δικαιοπολοτική άποψη, νομικό περιβάλλον για την εδραίωση της ιδιαιτερότητας και συγχρόνως για το λόγο αυτό ανταγωνιστικότητας του συνεταιρισμού – πιστωτικού ιδρύματος, απέναντι στα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, δηλαδή να διατηρήσει ζωντανό ένα σκοπό φλύαρο και γενικό και ασύμβατο με τους απολύτως συγκεκριμένους σκοπούς του πιστωτικού τομέα. Χαρακτηριστικό γεγονός της νομοθετικής αμηχανίας είναι οι συνεχείς μέχρι σήμερα τροποποιήσεις του Ν. 1667/86, και οι οποίες αφορούν αποκλειστικά τις συνεταιριστικές τράπεζες, όπου εκτός από ορισμένες - μάλλον απρόβλεπτες και αδικαιολόγητες επεμβάσεις, όπως οι αναφερόμενες στον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων - αποτυγχάνουν να παρέχουν σε αυτούς τους συνεταιρισμούς ένα ασφαλές νομικό περιβάλλον, απολύτως αναγκαίο για την επιβίωσή τους.

9

10 Συνοπτικά οι επεμβάσεις του τραπεζικού νομοθέτη στο σώμα του συνεταιριστικού Ν. 1667/86, σχεδόν σε όλα τα άρθρα του, είναι οι ακόλουθες: Στο άρθρο 1 § 4 η περ. ζ, κατά την οποία απαιτείται ρύθμιση του καταστατικού για τη μέθοδο αποτίμησης της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων, στο άρθρο 2 οι §§7 και 9 σχετικά με την απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας στον αποχωρούντα ή αποκλειόμενο συνεταίρο, στο άρθρο 3 η § 3 που αναφέρεται στον αριθμό των προαιρετικών μερίδων που εκτός της μιας υποχρεωτικής μπορεί σήμερα να αποκτήσει ένας συνεταίρος, μια διάταξη η οποία συνεχώς τροποποιείτο με ανοδική τάση και περίεργα νούμερα όπως (1.501), φθάνοντας σε απεριόριστο πλέον αριθμό με την τροποποίηση από το άρθρο 167 § 1 Ν 4261/2014, στο ίδιο άρθρο 3 η § 6 η οποία εισάγει τη μετατροπή ομολόγων σε μερίδες, όπως επίσης και την έκδοση προαιρετικών μερίδων χωρίς δικαίωμα ψήφου με προνόμιο, που συνίσταται σε δικαίωμα απόληψης μερίσματος πολλαπλασίου εκείνου, που αντιστοιχεί σε κοινή συνεταιριστική μερίδα, η § 6α του ίδιου άρθρου 3, η οποία αναφέρεται στη διαδικασία αύξησης κεφαλαίου στο πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης, η § 7α, πάντα του ίδιου άρθρου η οποία θεσμοθετεί την εισαγωγή ομολόγων και προαιρετικών μερίδων σε οργανωμένη αγορά της παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007.

11 Σημαντικές οι αλλαγές και στο άρθρο 4, στο οποίο η μόνη ίσως παράγραφος που έπρεπε επιτακτικά να τροποποιηθεί ή να διορθωθεί είναι η § 4 και αφορά την ευθύνη των συνεταίρων για τις υποχρεώσεις του συνεταιρισμού αφήνει αδιάφορο το νομοθέτη, ο οποίος αντίθετα προβαίνει σε ένα «ξήλωμα» βασικών στοιχείων και αρχών του συνεταιριστικού δικαίου, όπως η § 2 που ανατρέπει τη βασική αρχή «ένας συνεταίρος – μία ψήφος», εισάγοντας ρυθμίσεις, τις οποίες εμπνεύστηκε από άλλους εταιρικούς τύπους αμιγούς κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως ακόμη η εκλογή μελών του δ.σ. από «κυρίαρχο» συνεταίρο, χωρίς να μπαίνει καν στο κόπο να ελέγξει σε βάθος ουσίας και χρόνου τη συμβατότητά ων νέων ρυθμίσεων με τις συνεταιριστικές αρχές και νομικά κατοχυρωμένες, μέχρι την ανατροπή τους, ιδιαιτερότητες, παρά τα υποστηριζόμενα στη σχετική αιτιολογική έκθεση, με άλλα λόγια η κατάλυση των αρχών της αυτοδιαχείρισης και αυτοελέγχου, με το Ν. 4340/2015, που αφορά την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

12 Στο ίδιο πολύπαθο άρθρο 4 επέρχονται αλλαγές στην § 1 που αφορά την απόδοση της αξίας συνεταιριστικής μερίδας θανόντος συνεταίρου, όπως και στην § 3 αναφορικά με τις εισφορές που πρέπει να καταβάλλει ο συνεταίρος εισερχόμενος σε λειτουργούσα συνεταιριστική τράπεζα. Στο επόμενο άρθρο 5 η §1 εισάγονται σημαντικές αλλαγές στην άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής και ψήφου στη γενική συνέλευση, όπως και σε όλη τη διαδικασία ειδικότερα, όταν σύμφωνα με τη νέα παράγραφο 8α αποφασίζεται η αύξηση κεφαλαίων στο πλαίσιο κεφαλαιοποίησης ή γενικότερα αύξησης κεφαλαίων και έκδοσης τίτλων που προσμετρώνται στα ίδια κεφάλαια.

13 Αλλαγές και στο άρθρο 6 αναφορικά με τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης και στο άρθρο 7 στην § 1 όπου ρητά προβλέπεται ότι τα εκτελεστικά μέλη πλήρους απασχόλησης δεν απαιτείται να έχουν τη συνεταιριστική ιδιότητα, στο άρθρο 8 μεταβολές ως προς τον εσωτερικό και εξωτερικό έλεγχο των συνεταιριστικών τραπεζών, στο άρθρο 9 και ειδικότερα στην § 4 αναφορικά με τη διανομή των καθαρών κερδών της συνεταιριστικής τράπεζας, στο άρθρο 10 αναφορικά με τη συγχώνευση. Παρά τη σαρωτική αυτή «επέλαση» του νομοθέτη στο corpus του Ν. 1667/86 αφήνεται ανέπαφο και αναξιοποίητο το άρθρο 12 που αναφέρεται στη συσπείρωση των συνεταιρισμών σε ενώσεις και ομοσπονδίες, δηλαδή σε δευτεροβάθμιους συνεταιρισμούς, που θα μπορούσαν κάλλιστα να αξιοποιηθούν από τις συνεταιριστικές τράπεζες για τον καλύτερο συντονισμό τους και την ορθολογιστική τους λειτουργία, όπως γίνεται σε χώρες με αυξημένη συνεταιριστική πιστωτική κίνηση, δεν διευκρινίζεται ότι το άρθρο 11, που αφορά την πτώχευση σαφώς και δεν πρέπει να ισχύει για τις συνεταιριστικές τράπεζες και επίσης δεν διορθώνεται η σημαντική § 4 του άρθρου 4, η οποία παρουσιάζει ένα κενό, σχετικά με την ευθύνη των συνεταίρων. Αποτέλεσμα όλων αυτών των πρωτοφανών πρόσφατων επεμβάσεων του έλληνα νομοθέτη είναι να μετατραπεί ο Ν. 1667/86 σε ένα «ερμαφρόδιτο» νομοθέτημα, που περιέχει στοιχεία συνεταιριστικού και τραπεζικού δικαίου, ασύνδετα μεταξύ τους, αντιφατικά, που επιδεινώνουν, παρά επιλύουν τα σημαντικά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι συνεταιριστικές τράπεζες σήμερα.

14 Η επωνυμία, κατά συνέπεια, του Ν. 1667/86 ως νόμου περί αστικών συνεταιρισμών είναι τελείως παραπλανητική καθώς σχεδόν καμία από τις διατάξεις του, όπως έχουν τροποποιηθεί και διασπασθεί, δεν αφορά τους λοιπούς – πλην των συνεταιριστικών τραπεζών – αστικούς συνεταιρισμούς, αλλά ορισμένες που έχουν παραμείνει ασυστηματοποίητες και χαμένες μέσα στον ορυμαγδό των νέων «τραπεζικών» ρυθμίσεων. Με τις επεμβάσεις αυτές, αν και εν μέρει δικαιολογημένες από τις έκτακτες οικονομικές συγκυρίες, θεωρούμε ότι κάθε άλλο παρά υγιές συνεταιριστικό δίκαιο διαμορφώνεται, το οποίο έχει ανάγκη η χώρα για την οικονομική και κοινωνική της ανόρθωση. Θα ήταν κατά συνέπεια νομοτεχνικά και νομοπολιτικά επιβεβλημένο να υπάρξει μία πλήρης αποκοπή των ρυθμίσεων που αφορούν τις συνεταιριστικές τράπεζες από το γενικό πλαίσιο που αφορά τους αστικούς συνεταιρισμούς όχι όμως και από τις αρχές και τη φιλοσοφία του συνεταιριστικού δικαίου, που δυστυχώς ήδη έχει επέλθει και μάλιστα με το πρόσχημα ότι, οι νέες ρυθμίσεις έχουν τεθεί στο σώμα του βασικού, για τους αστικούς συνεταιρισμούς, νομοθετήματος.

15 Τραπεζική νομοθεσία. Τα κενά και τις ελλείψεις της συνεταιριστικής νομοθεσίας προσπαθεί ασθμαίνουσα να καλύψει η τραπεζική νομοθεσία, με όχι πάντα πετυχημένο αποτέλεσμα. Αρχικά στο πρώτο στάδιο θέσπισης των συνεταιριστικών τραπεζών, με Πράξεις του Διοικητή της ΤτΕ όπως η 2258/2.11.93, και η οποία επανειλημμένα τροποποιήθηκε, αλλά και στη συνέχεια με σχετικές αποφάσεις της ΕΤΠΘ, καθορίστηκε το λειτουργικό πλαίσιο των συνεταιριστικών τραπεζών, όπως η επέκταση των δραστηριοτήτων τους διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε μη μέλη, η θέση τους υπό την εποπτεία της ΤτΕ, ο έλεγχος των οικονομικών τους καταστάσεων από ορκωτούς λογιστές, οι επενδύσεις σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, η χρηματοδοτική τους επάρκεια, η συμμετοχή τους σε διατραπεζικές αγορές συναλλάγματος κ.λ.π. Έτσι ενώ το γενικότερο πλαίσιο, όπως αυτό διαγράφεται από τους βασικούς τραπεζικούς νόμους ισχύει και για τις συνεταιριστικές τράπεζες η ιδιαίτερη σε πολλούς τομείς αντιμετώπισή τους, όπως και ο αποκλεισμός τους από το συμπαγές συστημικό ελληνικό καθεστώς οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό τους. Απόδειξη όχι μόνο η κατ’ εξακολούθηση ανάκληση αδειών λειτουργίας συνεταιριστικών τραπεζών, αλλά και η καλλιέργεια ενός μη αναστρέψιμου κλίματος απαξίωσης για το συνεταιριστικό πιστωτικό τομέα των ίδιων εκείνων κοινωνικών στρωμάτων, που καλούνται να το ενισχύσουν. Παράλληλα, όπως καταδεικνύεται από τις πρόσφατες επεμβάσεις στο Ν. 1667/1986, επιχειρείται μια βίαιη και αναγκαία λόγω των έκτακτων οικονομικών καταστάσεων διείσδυση διατάξεων τραπεζικού δικαίου σε ένα τελείως διαφορετικής φύσης νομοθέτημα, με ολέθρια αποτελέσματα για όσους επιχειρήσουν να ερμηνεύσουν και κυρίως να εφαρμόσουν στην πράξη τους ετερογενείς αυτούς κανόνες δικαίου. Τραπεζική νομοθεσία. Τα κενά και τις ελλείψεις της συνεταιριστικής νομοθεσίας προσπαθεί ασθμαίνουσα να καλύψει η τραπεζική νομοθεσία, με όχι πάντα πετυχημένο αποτέλεσμα. Αρχικά στο πρώτο στάδιο θέσπισης των συνεταιριστικών τραπεζών, με Πράξεις του Διοικητή της ΤτΕ όπως η 2258/2.11.93, και η οποία επανειλημμένα τροποποιήθηκε, αλλά και στη συνέχεια με σχετικές αποφάσεις της ΕΤΠΘ, καθορίστηκε το λειτουργικό πλαίσιο των συνεταιριστικών τραπεζών, όπως η επέκταση των δραστηριοτήτων τους διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε μη μέλη, η θέση τους υπό την εποπτεία της ΤτΕ, ο έλεγχος των οικονομικών τους καταστάσεων από ορκωτούς λογιστές, οι επενδύσεις σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, η χρηματοδοτική τους επάρκεια, η συμμετοχή τους σε διατραπεζικές αγορές συναλλάγματος κ.λ.π. Έτσι ενώ το γενικότερο πλαίσιο, όπως αυτό διαγράφεται από τους βασικούς τραπεζικούς νόμους ισχύει και για τις συνεταιριστικές τράπεζες η ιδιαίτερη σε πολλούς τομείς αντιμετώπισή τους, όπως και ο αποκλεισμός τους από το συμπαγές συστημικό ελληνικό καθεστώς οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό τους. Απόδειξη όχι μόνο η κατ’ εξακολούθηση ανάκληση αδειών λειτουργίας συνεταιριστικών τραπεζών, αλλά και η καλλιέργεια ενός μη αναστρέψιμου κλίματος απαξίωσης για το συνεταιριστικό πιστωτικό τομέα των ίδιων εκείνων κοινωνικών στρωμάτων, που καλούνται να το ενισχύσουν. Παράλληλα, όπως καταδεικνύεται από τις πρόσφατες επεμβάσεις στο Ν. 1667/1986, επιχειρείται μια βίαιη και αναγκαία λόγω των έκτακτων οικονομικών καταστάσεων διείσδυση διατάξεων τραπεζικού δικαίου σε ένα τελείως διαφορετικής φύσης νομοθέτημα, με ολέθρια αποτελέσματα για όσους επιχειρήσουν να ερμηνεύσουν και κυρίως να εφαρμόσουν στην πράξη τους ετερογενείς αυτούς κανόνες δικαίου.

16 ΙΙΙ. Συνεταιριστικές τράπεζες στην παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη Η παρουσία των συνεταιριστικών τραπεζών, ειδικότερα στον ενιαίο ενωσιακό χώρο και ενδεικτικά σε ορισμένα κράτη - μέλη. Χαρακτηριστικό στοιχείο της έντονης συνεταιριστικής δραστηριοποίησης στον πιστωτικό τομέα σε χώρες της ΕΕ είναι η περίπτωση της Γερμανίας, μιας χώρας με προηγμένο φιλελεύθερο οικονομικό σύστημα, στην οποία ο αριθμός των συνεταιριστικών τραπεζών άγγιζε στα τέλη του 2014, τους 1.045 με συλλογικό ύψος ισολογισμού 787,9 δισ. ευρώ.

17 Στην Ιταλία υπήρχε ένα ιδιαίτερα αναπτυγμένο σύστημα συνεταιριστικής τραπεζικής με περισσότερες από 364 συνεταιριστικές τράπεζες λειτουργούσες σε επίπεδο εθνικό, με 4.414 τραπεζικές θυρίδες - υποκαταστήματα (=sportelli) σε 2.693 κοινότητες και πάνω από 1.248.000 συνεταίρους. Δυστυχώς και στη χώρα αυτή, μετά από αλλεπάλληλους κλυδωνισμούς του τραπεζικού συστήματος και την επαπειλούμενη «πτώχευση» σημαντικών συνεταιριστικών πιστωτικών ιδρυμάτων, (Banca popolare d’ Etruria, Banca delle Marche, Cari Ferrara και Cari Chieti), η κυβέρνηση Renzi εξέδωσε ένα ν.δ. με το φιλόδοξο τίτλο «Salva Banche» με το οποίο εισάγοντας το προβλεπόμενο από την Οδηγία BRRD bail in σύστημα επέρριψε τη «σωτηρία και ανάκαμψη» των συγκεκριμένων πιστωτικών ιδρυμάτων στους μετόχους – συνεταίρους και σε όσους είχαν επενδύσει σε ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης (obbligazioni subordinate).

18 Η νομοθετική αυτή επέμβαση δημιούργησε ένα πρωτοφανές οικονομικοκοινωνικό πρόβλημα για συνεταίρους και πελάτες των τραπεζών, οι οποίοι είχαν παραπλανηθεί ή και αναγκασθεί να επενδύσουν τις καταθέσεις τους σε ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης, εμπιστευόμενοι τις υποσχέσεις των αρμοδίων τραπεζικών υπαλλήλων και μη γνωρίζοντας τις ιδιορρυθμίες του προϊόντος στο οποίο επένδυαν τις λιγοστές αποταμιεύσεις τους. Στη συνέχεια, η ιταλική κυβέρνηση προχώρησε στην έκδοση του ν.δ. 18 της 14.2.2016 με το οποίο υποχρεώνει (!) τις συνεταιριστικές τράπεζες, είτε να συγχωνευθούν και να δημιουργήσουν κεντρικές τράπεζες με τη μορφή ανωνύμων εταιριών, είτε να διαλυθούν, νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, ξεσήκωσε θύελλα νομικών και κοινωνικών εν γένει αντιδράσεων.

19 Στην Ελλάδα λειτουργούν σήμερα εννέα συνεταιριστικές τράπεζες, που είναι οι συνεταιριστικές τράπεζες Δράμας, Έβρου, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Καρδίτσας, η Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα με έδρα το Ηράκλειο, Πιερίας, Σερρών και Χανίων. Οι πέντε πιστωτικοί συνεταιρισμοί είναι εκείνοι της Αιτωλοακαρνανίας, Άρτας, Βοιωτίας, Μαγνησίας και Μεγαρίδος. Οι εναπομείνασες συνεταιριστικές τράπεζες, μετά τις αγωνιώδεις - ως επί το πλείστον - προσπάθειες ανακεφαλαιοποίησής τους έχουν αφεθεί μόνες στον ήδη πληγέντα πιστωτικό τομέα, σε σχέση με την κεφαλαιουχική τους ενίσχυση και τη λειτουργία τους, κινδυνεύοντας να συρρικνωθούν ακόμη περισσότερο, καθώς η συνδρομή της πολιτείας περιορίζεται στη θεωρητική μόνο στήριξη, ή στην εισαγωγή ρυθμίσεων παντελώς ασύμβατων με τις συνεταιριστικές αρχές και ιδιορρυθμίες, όπως οι πρόσφατες με το Ν. 4340/2015 για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ δεν αποκλείονται σχέδια για επεκτάσεις στην ελληνική αγορά ανεπτυγμένων ήδη συνεταιριστικών πιστωτικών σχημάτων, που θα καλύψουν το χώρο, που θα αφήσουν πίσω τους οι «ελληνικές συνεταιριστικές τράπεζες».

20

21

22 European Association of Co-operative Banks (EACB) Μία από τις επτά συνεταιριστικές αρχές, τις οποίες διατύπωσε η Διεθνής Συνεταιριστική Ένωση, σε συνέδριό της, στο Manchester το 1995 και αποτελούν το ιδεολογικό όσο και πραγματιστικό υπόβαθρο των σύγχρονων συνεταιρισμών αποτελεί η συσπείρωση των συνεταιρισμών και η δημιουργία οργανώσεων τοπικού, εθνικού και διεθνούς επιπέδου, με στόχο την υποστήριξη της συνεταιριστικής κίνησης και των ίδιων των συνεταιρισμών. Σε όλες τις χώρες του κόσμου και στην Ελλάδα φυσικά, ειδικά στο συνεταιριστικό πιστωτικό τομέα, υλοποιείται η αρχή αυτή, η οποία σε ευρωπαϊκό επίπεδο βρίσκει την έκφρασή της με την επονομαζόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών, (European Association of Co-operative Banks (EACB)), η οποία εδρεύει στις Βρυξέλλες, όπου και ιδρύθηκε το 1970 και εκπροσωπεί 4.200 ευρωπαϊκά συνεταιριστικά πιστωτικά ιδρύματα και 68.000 καταστήματα και πρακτορεία συνεταιριστικών τραπεζών που λειτουργούν στα κράτη μέλη με 78 εκατομμύρια μελών – συνεταιριστών και συνολικό μέσο μερίδιο αγοράς 20%.

23 Με χρηματοοικονομικά αλλά και νομικά επιχειρήματα η Ένωση προσπαθεί να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συνεταιριστικού πιστωτικού τομέα που επιβάλλει μια διαφοροποιημένη μεταχείριση αυτών απέναντι στις αμιγώς κεφαλαιουχικές τράπεζες, χωρίς όμως η διαφοροποίηση αυτή να τις θέτει εκτός του τραπεζικού γίγνεσθαι και να τις καθιστά μη ανταγωνιστικές. Η προσέγγιση «one size fits all» στα πιστωτικά ιδρύματα, ασχέτως νομοτυπικής μορφής και οικονομικού μεγέθους και δραστηριοτήτων διαστρεβλώνει αντί να προάγει τον ανταγωνισμό και εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του συνεταιριστικού πιστωτικού τομέα, όπως αναλύεται σε πρόσφατη έκθεση της Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών προς την Ευρ. Επιτροπή, ενόψει της προτεινόμενης αναθεώρησης του κανονιστικού πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

24 Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος Η Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος ιδρύθηκε το 1995 και αποτελεί το ελληνικό αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας αποτελεί μέλος.

25 Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την προώθηση των συνεταιριστικών εταιρειών στην Ευρώπη, COM/2004/18 τελικό. Γεγονός είναι ότι τα συνεταιριστικά δίκαια των διαφόρων κρατών μελών εμφανίζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις, απολύτως δικαιολογημένες, από τις ιδιαίτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στο κάθε κράτος, αλλά ακόμη και από το κάθε περιορισμένο, τοπικά, πεδίο δραστηριοποίησης τους. Η αναπόφευκτη αυτή διαφοροποίηση αποτελεί ένα γεγονός πραγματικό που καθιστά αδύνατη και μη αναγκαία συγχρόνως την προσέγγιση των διαφόρων εθνικών συνεταιριστικών νομοθεσιών, ωστόσο δεν διέλαθε της προσοχής των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων ότι ο συνεταιριστικός τομέας, υπάρχει, λειτουργεί, σε καίριους οικονομικούς τομείς, όπως τον τραπεζικό, τον ασφαλιστικό, τον γεωργικό τομέα, τον τομέα της εν γένει απασχόλησης, με αποτέλεσμα να κρίνεται αναγκαία η λήψη μέτρων για την εν γένει ενίσχυση και προώθηση των συνεταιρισμών.

26 Στο πλαίσιο αυτού του προσανατολισμού κινείται και η Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών COM/2004/18 τελικό. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η θέση της Επιτροπής ότι πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για την αναγνώριση και ενίσχυση του ρόλου των συνεταιρισμών στην υλοποίηση πολλών κοινών στόχων σε καίριους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας των ευρωπαίων πολιτών. Ως προτεινόμενα μέτρα αξίζει να επισημανθούν: η ανάδειξη της σημασίας της συνεταιριστικής επιχειρηματικότητας, η βελτίωση της προβολής των χαρακτηριστικών τους και των προηγμένων θεωρητικών όσο και εμπειρικών γνώσεων που έχουν σε συγκεκριμένους τομείς, η βελτίωση της νομοθεσίας, η ενίσχυση της συνεταιριστικής εκπαίδευσης, η ευαισθητοποίηση ιδιαίτερα των νέων κρατών μελών απέναντι στο ρόλο του συνεταιρισμού για τον οποίο τα κράτη αυτά προερχόμενα από ένα άλλο σύστημα οικονομικής οργάνωσης είχαν τελείως διαφορετική εικόνα, από εκείνη που ισχύει για τα κράτη της δυτικής και νότιας Ευρώπης. Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να τύχει η επισήμανση της Επιτροπής ότι δεν αποτελεί προτεραιότητα η εναρμόνιση των συνεταιριστικών δικαίων των κρατών μελών, αλλά η πλήρης υιοθέτηση των συνεταιριστικών αρχών και αξιών.

27 Ο ευρωπαϊκός συνεταιρισμός του Κανονισμού 1435/2003 ως συνεταιριστική τράπεζα. O Κανονισμός 1435/2003 (L 207 της 18.8.2003 σ. 1) περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρίας, εισάγει στην ενωσιακή έννομη τάξη ένα υπερεθνικό εταιρικό σχήμα σε αντιστοιχία με την προηγηθείσα Ευρωπαϊκή Εταιρία (SE) του Κανονισμού 2157/2001 (L 294 της 10.11.2001 σ. 1). Ο Κανονισμός 1435/2003 συμπληρώθηκε, στην ελληνική έννομη τάξη, με το ν. 4099/2012 (άρθρα 136-155 αυτού), ενώ η Οδηγία 2003/72, που συνόδευε τον Κανονισμό και αφορούσε τη συμπλήρωση του καταστατικού, σχετικά με το ρόλο των εργαζομένων, μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 44/2008. Το υπερεθνικής ταυτότητας εταιρικό αυτό σχήμα προτείνεται και ως μορφή την οποία μπορεί να λάβει ένα πιστωτικό ίδρυμα, ωστόσο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ορισμένες ατέλειες νομοθετικού χαρακτήρα και λειτουργικές αδυναμίες, που αναιρούν τον υπερεθνικό του χαρακτήρα δεν το καθιστούν εταιρικό τύπο ελκυστικό για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, πόσο μάλλον, όταν αυτή αφορά τον τραπεζικό τομέα.

28 Ιδιαιτερότητες και λειτουργικές καινοτομίες στο συνεταιριστικό πιστωτικό τομέα. Προβλήματα, υπαρκτές και δυνατές λύσεις. Συνεταιριστικές αρχές και συνύπαρξη – απόκλιση με το περιεχόμενο και τη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και του εν γένει πιστωτικού θεσμού.

29 Οι βασικές επτά συνεταιριστικές αρχές που είναι οι αρχές της εθελοντικής και ελεύθερης συμμετοχής, της αυτοδιοίκησης, της οικονομικής συμμετοχής των μελών, της αυτονομίας και ανεξαρτησίας, της εκπαίδευσης, της συνεργασίας μεταξύ συνεταιρισμών, του ενδιαφέροντος για την κοινότητα, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από τη διεθνή συνεταιριστική θεωρία και πράξη φαίνονται καταρχήν ασύμβατες με τα γνωστά χαρακτηριστικά του τραπεζικού συστήματος τη φύση και το αντικείμενο των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Μια δεύτερη όμως προσέγγιση επιτρέπει την εξαγωγή τελείως αντιθέτων συμπερασμάτων με την έννοια ότι, αυτές οι βασικές αρχές μπορούν κάλλιστα να πραγματώσουν τους σκοπούς και τις δραστηριότητας μιας σύγχρονης τράπεζας, αρκεί βέβαια να υπάρχει προσαρμοστικότητά τους στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον και υιοθέτηση ορισμένων αρχών που χωρίς να απομακρύνουν το συνεταιρισμό από τα βασικά δομικά και κοινωνιολογικά του στοιχεία τον καθιστούν ανταγωνίσιμο με τους άλλους τραπεζικούς φορείς.

30 Δυστυχώς, όμως, αποδεικνύεται από το ελληνικό παράδειγμα, το οποίο αναλυτικά θα αναφερθεί στη συνέχεια, δεν υφίσταται προσαρμογή των αρχών αυτών και αναθεώρηση, αλλά πλήρη ανατροπή τους, χωρίς τις απαιτούμενες παραμέτρους του συνεταιριστικού δικαίου και εν γένει της συνεταιριστικής ιδεολογίας, ως οργάνου της κοινωνικής οικονομίας

31 Όργανο της αποκαλούμενης κοινωνικής οικονομίας. "Κοινωνική Οικονομία", σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4019/2011, που διέπει την κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση, είναι το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, των οποίων ο καταστατικός σκοπός είναι η επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και η εξυπηρέτηση γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων. Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για έναν ορισμό ο οποίος συμπυκνώνει όλα εκείνα τα δομικά και λειτουργικά στοιχεία που διακρίνουν το συνεταιρισμό γενικότερα και ειδικότερα το καθένα από τα είδη του και κατά συνεκδοχή και τις συνεταιριστικές τράπεζες, που οφείλουν να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου εταιρικού τύπου και τις νομικές όσο και πραγματιστικές λειτουργικές ανάγκες του πιστωτικού τομέα.

32 Ταυτότητα φορέων της συνεταιριστικής επιχείρησης και πελατών. Μία από τις βασικές συνεταιριστικές αρχές είναι ότι οι συνεταίροι είναι συγχρόνως και πελάτες του συνεταιρισμού, ωστόσο για λόγους ορθολογιστικής του λειτουργίας η αρχή αυτή διασπάται, όπως ήδη έχει γίνει στις συνεταιριστικές τράπεζες, με σχετικές επεμβάσεις του Διοικητή της ΤτΕ και ειδικότερα της ΠΔ/ΤΕ 2258/2.11.1993, όπως και της αντίστοιχης βασικής, για τα πιστωτικά ιδρύματα νομοθεσίας, αρχής γενομένης από το Ν. 20761992 και συνεχιζόμενης και σε όλα τα νεότερα, τραπεζικής φύσης, νομοθετήματα. Με βάση τις σχετικές διατάξεις οι συνεταιριστικές τράπεζες μπορούν να διενεργούν με μη μέλη τους εργασίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα, όπως πληρωμή μισθοδοσίας και συντάξεων, εξόφληση λογαριασμών, εκμίσθωση θυρίδων, μεταφορά κεφαλαίων κ.λ.π. Η επέκταση του κύκλου των συναλλασσομένων με τις συνεταιριστικές τράπεζες προσώπων όχι μόνο αποτελεί μία ρεαλιστική και αναγκαία προσαρμοστικότητα της αντίστοιχης αρχής της συνεργασίας μόνο με συνεταίρους, αλλά επιτρέπει τόσο στους ενδιαφερόμενους όσο και στις ίδιες τις συνεταιριστικές τράπεζες να γίνουν ανταγωνιστικές στον τραπεζικό χώρο.

33 Συνεταιριστικές μερίδες. Στο συνεταιρισμό η χρήση του όρου «συνεταιριστική μερίδα» είναι διττή. Αφενός μεν, περιγράφει το ελάχιστο ποσό συμμετοχής στη δημιουργία του «κεφαλαίου» στο συνεταιρισμό και αφετέρου, την ίδια τη συνεταιριστική συμμετοχή ή ιδιότητα, η οποία συνδέει το συνεταίρο με το συνεταιρισμό και δημιουργείται με την ανάληψη της μιας τουλάχιστον υποχρεωτικής συνεταιριστικής μερίδας. Τόσο στην Ελλάδα όσο και σε πολλές άλλες χώρες σε όλους τους συνεταιρισμούς επιτρέπεται η κτήση πέραν της υποχρεωτικής μερίδας και μιας ή περισσοτέρων προαιρετικών, πάντα όμως με ένα ποσοτικό όριο, αρκετά χαμηλό, έτσι ώστε να μην αλλοιώνεται ο συνεταιριστικός χαρακτήρας και η όλη λειτουργία του ως φορέα κοινωνικής οικονομίας.

34 Σήμερα, όμως, με τις νέες «επικίνδυνες» επεμβάσεις του τραπεζικού νομοθέτη στο σώμα του πολύπαθου Ν. 1667/1986, η έννοια της προαιρετικής συνεταιριστικής μερίδας απομακρύνεται από το συνεταιριστικό χαρακτήρα της και «μετοχοποιείται» πλήρως, καθώς εισάγεται ευχέρεια του καταστατικού να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο απεριόριστου αριθμού προαιρετικών μερίδων, άρθρο 3 §3 εδ. β, ενώ επιτρέπεται η έκδοση προαιρετικών μερίδων χωρίς δικαίωμα ψήφου με προνόμιο, το οποίο συνίσταται σε δικαίωμα απόληψης μερίσματος πολλαπλασίου εκείνου που αντιστοιχεί σε κάθε κοινή συνεταιριστική μερίδα ( άρθρο 3 § 6 περ. γ). Χαρακτηριστική μάλιστα είναι, εν προκειμένω, η αιτιολογική έκθεση του Ν. 4340/2015 στην οποία ενώ αναγνωρίζεται ότι ο ρόλος των συνεταιριστικών τραπεζών είναι, κυρίως, η οικονομική ανάπτυξη των μελών του, τονίζεται ότι με τις νέες ρυθμίσεις επιδιώκεται η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, ενόψει της χρηματοοικονομικής κρίσης, με τη δυνατότητα προσέλκυσης θεσμικών και στρατηγικών εταίρων, που θα αποτρέψουν τη διάλυση των συνεταιριστικών τραπεζών, στους οποίους όμως πρέπει να δοθούν ανταλλάγματα περιουσιακής και διοικητικής φύσης.

35

36 Αυτοδιοίκηση και αυτοέλεγχος απέναντι στη ετεροδιαχείριση και την εξωτερική εποπτεία των συνεταιριστικών τραπεζών. Η αυτοδιοίκηση και ο αυτοέλεγχος, που στην άκρατη μορφή τους ήδη είχαν αμφισβητηθεί από τη συνεταιριστική θεωρία, αλλά και την πράξη, σήμερα με τις επεμβάσεις του έλληνα νομοθέτη ανατρέπονται πλήρως για τους λόγους που αναφέρθηκαν. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές το καταστατικό ενός πιστωτικού συνεταιρισμού μπορεί να προβλέπει ότι μέλος του συνεταιρισμού, που κατέχει συνεταιριστικές μερίδες με ή χωρίς δικαίωμα ψήφου, η συνολική ονομαστική αξία των οποίων υπερβαίνει ποσοστό τουλάχιστον 10% της συνολικής ονομαστικής αξίας των συνεταιριστικών μερίδων, μπορεί να ορίζει μέλη του δ.σ. πλήρους απασχόλησης τα οποία φυσικά δεν χρειάζεται να έχουν τη συνεταιριστική ιδιότητα. Ο έλεγχος διεξάγεται με τρόπο όμοιο όπως και στα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα και όχι από εσωτερικό όργανο του συνεταιρισμού και δη από όργανο, που συγκροτείται μόνο από συνεταίρους.

37 Σύγκλιση στόχων και προοπτικών με τους αντίστοιχους των λοιπών αμιγώς κερδοσκοπικών πιστωτικών ιδρυμάτων; Η πιο εύγλωττη και συγχρόνως περιεκτική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι τα γραφόμενα από τον Καθ. Λ. Γεωργακόπουλο, το 1987 ένα μόλις χρόνο μετά τη θέσπιση του Ν. 1667, ως του νέου και πολλά υποσχόμενου συνεταιριστικού νόμου. «Η έννομη τάξη του ανταγωνισμού ολοκληρώνεται με το συνεταιριστικό δίκαιο, εφόσον ο συνεταιρισμός ακολουθεί την έννοια της ενώσεως προσώπων για αυτούσια προώθηση ή προαγωγή της επαγγελματικής ή οικιακής οικονομίας των μελών του. Όταν ο συνεταιρισμός ανταποκρίνεται στην έννοια αυτή, τότε η έννομη τάξη του ανταγωνισμού αποκτά ένα ακόμα σύστημα ρυθμίσεως του ανταγωνισμού, - δηλαδή το σύστημα θεσπίσεως ανταγωνισμού μεταξύ κερδοσκοπικού εμπορίου και αφιλοκερδούς μεσολάβησης στην κυκλοφορία των αγαθών και υπηρεσιών. Το σύστημα αυτό αντιπαράθεσης..……αποτελεί……βασική αν και έμμεση προστασία του καταναλωτή….»

38 Οι ελληνικές συνεταιριστικές τράπεζες σε κρίση και στην κρίση Ανάκληση αδειών λειτουργίας. Το τέλος του 2013 επεφύλασσε άσχημες καταστάσεις - αν και προαναγγελθείσες και αναμενόμενες - για τρεις συνεταιριστικές τράπεζες, καθώς ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας για τις συνεταιριστικές τράπεζες Δυτικής Μακεδονίας, Ευβοίας και Δωδεκανήσου, οι οποίες αρχικά τέθηκαν υπό ειδική εκκαθάριση και στη συνέχεια και στο πλαίσιο της εφαρμογής του εξυγιαντικού μέτρου της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, κατά το άρθρο 145 § 1 περ. στ. Ν. 4261/2914 οι καταθέσεις μεταφέρθηκαν, μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία, στην Alpha, ενώ αργότερα ακολούθησε η συνεταιριστική τράπεζα Πελοποννήσου, της οποίας οι καταθέσεις μεταφέρθηκαν στην Εθνική Τράπεζα.

39 Συνέπειες για τους συνεταίρους· ΠΠρΚοζάνης 74/2015. Παράδειγμα της δεινής θέσης των συνεταίρων αποτελεί η περίπτωση της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δυτικής Μακεδονίας της οποίας η άδεια ανακλήθηκε από την ΤτΕ με την ΕΠΑΘ 97/1/8.12.2013 και τα όσα επακολούθησαν που οδήγησαν στην έκδοση της ΠΠρΚοζάνης 74/2015 Εκούσια Δικαιοδοσία. Το βασικό ζήτημα που προέκυψε ήταν μία πολύ ουσιώδης παρερμηνεία της συνεταιριστικής μερίδας, με βάση την οποία δημιουργείται εταιρική σχέση με τον συνεταιρισμό, από τη μια μεριά και μιας συγκεκριμένης προθεσμιακής κατάθεσης, ως μορφής τραπεζικής συναλλαγής, από την άλλη, καθώς ο διαφορετικός χαρακτηρισμός καθορίζει τον τρόπο ικανοποίησης ή μη των προσώπων που τους αφορά στην περίπτωση λύσης της τράπεζας και θέσης αυτής υπό εκκαθάριση.

40 Η συγκεκριμένη τράπεζα είχε θέσει σε κυκλοφορία έντυπα με τον τίτλο «προθεσμιακή κατάθεση» με συγκεκριμένη ημέρα έναρξης και λήξης που αντιστοιχούσαν σε ένα ποσό επένδυσης, πλην όμως ένα μέρος χαρακτηριζόταν ως «ποσό προθεσμιακής κατάθεσης» και το υπόλοιπο ως «αξία συνεταιριστικών μεριδίων», απευθυνόμενη στους υποψήφιους καταθέτες, οι οποίοι μάλιστα στην πλειονότητά τους δεν ήταν συνεταίροι. Η τράπεζα από τη μεριά της για να εφαρμόσει το νόμο, όσο και τις διατάξεις του καταστατικού της ότι οι συγκεκριμένες συναλλαγές επιτρέπονται μόνο σε συνεταίρους, με την κατάρτιση της σύμβασης προθεσμιακής κατάθεσης τους υποχρέωνε να καταβάλλουν την αξία μιας υποχρεωτικής μερίδας (!), χωρίς βέβαια να ακολουθηθεί ο νόμιμος τρόπος κτήσης της συνεταιριστικής ιδιότητας, αλλά με μόνο στόχο να «νομιμοποιηθεί» η συγκεκριμένη συναλλαγή. Το πρόβλημα που προέκυψε ήταν ότι με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της τράπεζας και ειδικότερα μετά τη μεταβίβαση των καταθέσεων στην Alpha οι συγκεκριμένες προθεσμιακές καταθέσεις θεωρήθηκαν ότι αντιπροσωπεύουν αξία συνεταιριστικών μερίδων και έτσι εξαιρέθηκαν από τη μεταφορά αυτή. Με άλλα λόγια ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων της περιοχής εξαπατήθηκαν με τη διάθεση των συγκεκριμένων προϊόντων και ενώ πίστευαν ότι είχαν καταθέσει τις αποταμιεύσεις τους σε ένα σίγουρο τραπεζικό προϊόν θεωρήθηκαν ότι κατέβαλαν συνεταιριστικές μερίδες ή έστω ότι επένδυσαν σε ένα συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και μάλιστα με μεγάλο ρίσκο.

41 Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Κοζάνης δικαίωσε τους ανακόπτοντες οι οποίοι στήριξαν την ανακοπή τους στις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα μόνο, όμως, ως προς το σκέλος επαλήθευσης των απαιτήσεων τους σε βάρος του υπό εκκαθάριση τελούντος πιστωτικού ιδρύματος, αναγνωρίζοντάς τους ως πτωχευτικούς πιστωτές στην ειδική εκκαθάριση της τράπεζας, χωρίς παράλληλα να κάνει δεκτά αιτήματά τους για το χαρακτηρισμό του επίδικου προϊόντος ως αμιγούς προθεσμιακής κατάθεσης και την αντίστοιχη με βάση το χαρακτηρισμό αυτό μεταχείρισή του.

42 Η θέση, η λειτουργία, τα προβλήματα οι προτεινόμενες λύσεις για τις συνεταιριστικές τράπεζες στην Ελλάδα σήμερα. Όπως ήδη αναφέρθηκε με βάση τα νέα δεδομένα στο πιστωτικό σύστημα της χώρας, τις σχετικές νομοθετικές επεμβάσεις, που είτε αγνοούν την παρουσία των συνεταιριστικών τραπεζών είτε τις εξομοιώνουν πλήρως με τις αμιγώς κερδοσκοπικές τράπεζες κυρίως όταν αυτές λειτουργούν με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας, την παύση λειτουργίας συνεταιριστικών τραπεζών σε σημαντικούς νομούς της χώρας, το φόβο της μετάδοσης των από καιρό υφισταμένων αδυναμιών του συνεταιριστικού πιστωτικού τομέα και στις λίγες απομένουσες συνεταιριστικές τράπεζες, τη δεινή οικονομικοκοινωνική κατάσταση των μη ευνοουμένων οικονομικών μονάδων, την έλλειψη ρευστότητας και χρηματοδότησης, τον αφανισμό ολόκληρων εμπορικών κλάδων, τον μαρασμό των τοπικών οικονομιών οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αποδυνάμωση του συνεταιριστικού πιστωτικού τομέα και στην άδοξη αποχώρηση του συνεταιρισμού από τον τραπεζικό τομέα.

43 Μια τέτοια εκδοχή η οποία θα μπορούσε σε μία πρώτη φάση να εκτιμηθεί θετικά από τις απομένουσες αμιγώς κερδοσκοπικές τράπεζες, που θα επωφεληθούν από το κενό, που θα προκύψει, θεωρώ ότι, μακροπρόθεσμα η απουσία των συνεταιρισμών από τον τραπεζικό τομέα θα του στερήσει τη δυνατότητα ανάκαμψης με μέσα που δεν πρέπει να είναι οπωσδήποτε ξένα κεφάλαια και παγκόσμιας εμβέλειας καιροσκόποι επενδυτές, αλλά άνθρωποι και επιχειρήσεις με ταπεινά οικονομικά μέσα αλλά με οράματα και επιδιώξεις ικανές να υπηρετήσουν τοπικές, εθνικές και γιατί όχι παγκόσμιες οικονομίες, όπως έχουν καταδείξει τα πετυχημένα παραδείγματα της Grammen Bank και άλλων μικρών και μικρομεσαίων τραπεζικών σχημάτων.

44 Παράλληλα δεν πρέπει να παραγκωνίζεται η ανάγκη ενίσχυσης του ίδιου του πιστωτικού συστήματος από την ύπαρξη και λειτουργία των μικρών πιστωτικών ιδρυμάτων. Όπως σωστά παρατηρείται το θεσμικό πλαίσιο εξυγίανσης και αναδιοργάνωσης είναι γενικής εφαρμογής με στόχο τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, ανεξαρτήτως νομοτυπικής μορφής και οικονομικού μεγέθους. Γεγονός, βέβαια, είναι ότι η σχετική νομοθεσία εξυγίανσης, όπως διαγράφεται από την Οδηγία 2014/59, γνωστή ως BRRD και ο Ν. 4335/2015, που τη μετέφερε στο δίκαιό μας, αν και κάνουν σε ορισμένες διατάξεις χρήση γενικής φύσης όρων, όπως «ίδρυμα» ή «οντότητα», σε καίρια σημεία χρησιμοποιούν τον όρο «μέτοχος» (=shareholder) που σημαίνει σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο όλων των ρυθμίσεων ότι ο νομοθέτης δεν είχε σκοπό να εντάξει στο πεδίο εφαρμογής του τις συνεταιριστικές τράπεζες. Ωστόσο παρά τη φαινομενική ή και πραγματική θέση των συνεταιριστικών τραπεζών εκτός του θεσμικού πλαισίου εξυγίανσης πιστεύουμε ότι εκτός από τις ψυχολογικής και συνειδησιακής φύσης επιπτώσεις της «πτώχευσης» μικρών πιστωτικών ιδρυμάτων - στην πλειοψηφία τους, συνεταιριστικών τραπεζών - υπάρχει φόβος επέλευσης συστημικού προβλήματος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα μιας χώρας, όταν πολλές έστω και μικρές τράπεζες οδηγηθούν σε λύση.

45 Συνεταιριστικές τράπεζες και crowdfunding. Οι συνεταιρισμοί γενικότερα και ειδικότερα οι συνεταιριστικές τράπεζες από τη φύση, την ιστορία, τη λειτουργία τους είναι πολύ κοντά στην έννοια της μαζικής χρηματοδότησης ή χρηματοδότησης πλήθους, όπως θα μπορούσε στην ελληνική γλώσσα να αποδοθεί, ο νεοεμφανισθείς όρος του crowdfunding. Αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος χρηματοδότησης των γνήσιων συνεταιρισμών και όσων παραμένουν και σήμερα πιστοί στο ρόλο τους και την ιδιαίτερη αποστολή τους. Έτσι ο συνεταιρισμός και ειδικά μια συνεταιριστική τράπεζα θα μπορούσε να επωφεληθεί από την εισαγωγή μιας επενδυτικής χρηματοδότησης (equity model) από κάθε ενδιαφερόμενο για να δημιουργήσει ή να ενισχύσει το κεφάλαιο του, ενώ από την άλλη μεριά θα μπορούσε να συμβάλλει στη δημιουργία μιας πλατφόρμας για τη χρηματοδότηση άλλων επιχειρήσεων, εφόσον βέβαια ως συνεταιριστική τράπεζα θα έχει αυτή τη νομική και πραγματική αυτή δυνατότητα.

46 Εκτιμήσεις – προτάσεις «εν είδει» επιλόγου Μετά από όλα όσα εκτέθηκαν και από περισσότερα που θα μπορούσαν ακόμη να αναφερθούν η κατάληξη εύκολα συρρικνώνεται σε μια ρήση, που ομοιάζει με το γνωστό πολιτικό σλόγκαν· «με τις συνεταιριστικές τράπεζες μπορούμε». Οι συνεταιριστικές τράπεζες δεν είναι πανάκεια για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων, την αντιμετώπιση της έλλειψης ρευστότητας, την ανάγκη χρηματοδότησης, με ευνοϊκούς όρους, μικρομεσαίων επιχειρήσεων και γενικότερα μη προνομιούχων οικονομικών μονάδων, την προσπάθεια για την προώθηση της τοπικής οικονομίας, είναι, όμως, μία διέξοδος στην κρίση ταυτότητας και ύπαρξης του πιστωτικού συστήματος, με μία βασική προϋπόθεση· να καταφέρουν οι ίδιοι οι συνεταιρισμοί και οι συνεταίροι να ξεπεράσουν τους σκοπέλους μιας αχανούς, «επιπόλαιης» και ευκαιριακής νομοθεσίας, τις παθογένειες του συνεταιριστικού συστήματος και γενικότερα τις γνωστές «παιδικές ασθένειες» ενός μεγάλου ποσοστού του ελληνικού πληθυσμού.

47 Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας και το συνεταιριστικό πνεύμα! Έφη Τζίβα


Κατέβασμα ppt "Συνεταιριστικές τράπεζες και οικονομική κρίση Έφη Τζίβα, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google