Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΒΑΜΒΑΚΙ ΜΕΡΟΣ 2 ο. Φύλλα Παρατηρούνται τριών τύπων φύλλα: κοτυληδόνες, παράφυλλα και πραγματικά φύλλα. Τα φύλλα των κοτυληδόνων έχουν νεφροειδές σχήμα.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΒΑΜΒΑΚΙ ΜΕΡΟΣ 2 ο. Φύλλα Παρατηρούνται τριών τύπων φύλλα: κοτυληδόνες, παράφυλλα και πραγματικά φύλλα. Τα φύλλα των κοτυληδόνων έχουν νεφροειδές σχήμα."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΒΑΜΒΑΚΙ ΜΕΡΟΣ 2 ο

2 Φύλλα Παρατηρούνται τριών τύπων φύλλα: κοτυληδόνες, παράφυλλα και πραγματικά φύλλα. Τα φύλλα των κοτυληδόνων έχουν νεφροειδές σχήμα και συνήθως πλάτος περίπου 5 cm. Τα παράφυλλα είναι τα πρώτα φύλλα που σχηματίζονται στο βλαστό, είναι μικρά (0,5 cm μήκος), δεν διακρίνονται εύκο­λα και δεν έχουν έλασμα. Τα πραγματικά φύλλα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ως προς το μέγεθος, το σχήμα, την υφή κλπ. Σημαντικές διαφορές παρατηρούνται και σε φυτά της ίδιας ποικιλίας.

3 Τύποι φύλλων ενός φυτού βαμβακιού κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης : (α) κοτυληδόνες, (β) πρώτα πραγματικά φύλλα του κύριου βλαστού, (γ) συμποδιακά φύλλα ανθοφόρων κλάδων, (δ) φύλλα κύριου βλαστού (Κατά Oosterhuis 1990).

4 Τα πρώτα πραγματικά φύλλα που σχηματίζονται είναι καρδιόσχημα. Στα υπόλοιπα, στους περισσότερους τύπους, το έλασμα παρουσιάζει πέντε λοβούς, υπάρχουν όμως και ποικιλίες με τρεις λοβούς και παρατηρούνται μεγάλες διαφορές ως προς το σχήμα των λοβών και το βάθος του σχισίματος. Το έλασμα του φύλλου έχει κηρώδη εφυμενίδα με πολλά στομάτια και μπορεί να είναι λείο (π.χ. αιγυπτιακό βαμβάκι) ή τριχωτό (G. hirsutum). Τα περισσότερα στομάτια είναι διατεταγμένα στην κάτω πλευρά του ελάσματος.

5 Τα πραγματικά φύλλα μπορούν περαιτέρω να διακριθούν σε φύλλα του κύριου βλαστού που είναι και τα μεγαλύτερα και σε φύλλα τα οποία βγαί­νουν από τους ανθοφόρους κλάδους. Στο κάτω μέρος του μίσχου προβάλλουν τρία ως πέντε κύρια νεύρα πολύ πιο παχιά από το έλασμα. Επίσης υπάρχουν και άφθονες μικρότερες διακλαδώσεις που καλύπτουν όλη την επιφάνεια του φύλλου. Το μεσαίο νεύρο έχει ένα μεγάλο κυπελλοειδές νεκτάριο, το οποίο όταν η θερμοκρασία είναι υψηλή εκκρίνει ρητι-νώδη ουσία, η οποία κυκλοφορεί στα αγγεία των φύλλων.

6 ΑΝΘΗ Οι οφθαλμοί οι οποίοι θα εξελιχθούν σε άνθη εμφανίζονται στην αρχή σαν μικρές πράσινες πυραμιδοειδείς κατασκευές οι οποίες ονομάζονται χτένια. Τα χτένια αποτελούνται από τρία χαρακτηριστικά βράκτια φύλλα τα οποία περικλείουν τελείως τον ανθοφόρο οφθαλμό, τον οποίο και προστατεύουν. Τα βράκτια φύλλα συνεισφέρουν περίπου το 10% των προϊόντων φωτοσύνθεσης που χρειάζεται ο ανθοφόρος οφθαλμός.

7 Κάθε άνθος αποτελείται από τα εξής μέρη: - Τα τρία βράκτια φύλλα, τα οποία μένουν ελεύθερα ή ενώνονται μεταξύ τους. Τα βράκτια είναι ακέραια ή καταλήγουν σε μυτερά δόντια. -Τον κάλυκα με πέντε μικρά, ακανόνιστα σέπαλα ενωμένα στη βάση, τα οποία περικλείουν σφιχτά τη βάση των πετάλων. - Τη στεφάνη με πέντε πέταλα ενωμένα στη βάση τους. Τα πέταλα την ημέρα που γίνεται η άνθηση έχουν χρώμα μπεζ-κρεμ στο upland βαμβάκι και ζωηρό κίτρινο στις αιγυπτιακές ποικιλίες. Στη βάση τους τα πέταλα σε ορισμένες ποικιλίες παρουσιάζουν κηλίδα κόκκινου χρώματος. Μετά τη γονιμοποίηση, το χρώμα των πετάλων γίνεται κόκκινο και στη συνέχεια η στεφάνη μαραίνεται και πέφτει συνήθως σε διάστημα ολίγων ημερών. Είναι όμως δυνατόν να παραμείνει αποξηραμένη πάνω στο καρύδι. Μαζί με τη στεφάνη πέφτουν οι στήμονες και το πάνω μέρος του υπέρου. -Τους στήμονες, ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από 90-100 και είναι διατεταγμένοι σε κατακόρυφες σειρές. Αναπτύσσονται πάνω σε μία σωληνωτή θήκη που περιβάλλει εντελώς το στύλο. Οι ανθήρες είναι δίχωροι και οι γυρεόκκοκοι μεγάλοι με αγκάθια στην επιφάνεια

8 Τομή σε ανοικτό άνθος βαμβακιού

9 -Τον ύπερο, δηλαδή μια μικρή, κωνική, πολύχωρη ωοθήκη, το στύλο και το στίγμα. Οι χώροι της ωοθήκης είναι συνήθως τρεις στο είδος G. barbadense και 4-5 στο G. hirsutum (όσα και τα καρπόφυλλα του υπέρου). Το μήκος του στύλου ποικίλλει και προς την κορυφή χωρίζεται σε 3-5 λωβούς (ανάλογα με τα καρπόφυλλα) και σχηματίζει το στίγμα. Μέσα στον κάθε χώρο της ωοθήκης σχηματίζονται 8-12 ωάρια από τα οποία προκύπτουν κατά μέσο όρο 9 σπόροι.

10 Καρύδια (καρποί) Οι καρποί του βαμβακιού ονομάζονται καρύδια. Είναι κάψες που διαφέρουν σε σχήμα και μέγεθος. Συνήθως έχουν σφαιρικό ή ωοειδέςσχήμα, δερματώδη εμφάνιση και χρώμα ανοικτό πράσινο. Το μέγεθος και βάρος του καρυδιού υπόκεινται σε μεγάλη διακύμανση γιατί εκτός από το γενότυπο επηρεάζονται σημαντικά και από πολλούς άλλους παράγοντες όπως τη μηχανική σύσταση, γονιμότητα και υγρασία του εδάφους, τους εχθρούς και ασθένειες, την ημερομηνία εμφάνισης του αντίστοιχου άνθους κλπ. Το μέσο βάρος του καρυδιού των Ελληνικών ποικιλιών κυμαίνεται από 5,2-6,4 g. Μεγάλα καρύδια ήταν επιθυμητά όταν η συγκομιδή γινόταν με το χέρι. Με την επικράτηση της μηχανικής συγκομιδής το μέγεθος του καρυδιού δεν έχει πρακτική σημασία. Όταν τα καρύδια ωριμάσουν σχίζονται τα καρπόφυλλα στο σημείο ένωσής τους ενώ το σύσπορο βαμβάκι (σπόροι και ίνες) συγκρατείται στη βάση τους. Καλή συγκράτηση του σύσπορου είναι επιθυμητή για την αποφυγή απωλειών λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών (βροχή, δυνατός αέρας). Υπερβολική όμως συγκράτηση είναι ανεπιθύμητη γιατί δυσκολεύεται η συγκομιδή.

11 Καρύδια (καρποί βαμβακιού) σε διάφορα στάδια ανάπτυξης.

12 Σπόρος Οι σπόροι περιβάλλονται από ίνες και συνήθως χνούδι (κοντές ίνες). Οι γυμνοί (χωρίς χνούδι) σπόροι περιέχουν περισσότερο λάδι, διευκολύνουν τη σπο­ρά και φυτρώνουν ευκολότερα. Μειονεκτούν όμως στο ότι δίνουν μικρότερη αναλογία ινών. Ο ώριμος σπόρος έχει σχήμα απιδοειδές με μήκος 6-12 mm και βάρος 0,10­0,13 g. Το ένα άκρο του σπόρου, το πιο φαρδύ, ονομάζεται χάλαζα. Στο άλλο άκρο, το πιο στενό, όπου βρίσκεται και η μικροπύλη, υπάρχει ένας μικρός μίσχος, ο ομφαλός, με τον οποίο συνδέεται ο σπόρος με το καρύδι. Οι σπόροι είναι προσκολλημένοι στο εσωτερικό του καρυδιού και συνήθως υπάρχουν 8 σπόροι σε κάθε χώρο. Ο σπόρος περιβάλλεται από το περισπέρμιο και περιέχει ελάχιστα υπολείμματα του ενδοσπερμίου. Το έμβρυο έχει δύο μεγάλες αναδιπλωμένες κοτυληδόνες, που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο όγκο του σπόρου, το ριζίδιο και το βλαστίδιο. Στις κοτυληδόνες συγκεντρώνονται αποθησαυριστικές ουσίες για τη διατροφή του νεαρού φυταρίου όταν ο σπόρος αρχίζει να φυτρώνει. Σε όλη την επιφάνεια των κοτυληδόνων υπάρχουν διεσπαρμένοι ελαιούχοι αδένες και αδένες που περιέχουν μία χρωστική, φαινολικής προέλευσης, η οποία ονομάζεται γκοσσυπόλη και είναι τοξική για τα περισσότερα είδη ζώων. Η γκοσσυπόλη επηρεάζει και την ποιότητα του λαδιού γιατί του δίνει ανεπιθύμητο ειδικό χρωματισμό.

13 Φωτογραφία ηλεκτρονικού μικροσκοπίου που παρουσιάζεται η επιμήκυνση των επιδερμικών κυττάρων του σπόρου για παραγωγή ινών και χνουδιού (Μεγένθυση : πάνω Χ 51, κάτω Χ 211) (Κατά Mauney 1984).

14 Ίνες Οι ίνες του βαμβακιού είναι μοναδικές στον τρόπο ανάπτυξης και μορφολογίας μεταξύ των φυτικών ινών. Οι ίνες των άλλων κλωστικών φυτών είναι μέρος της μορφολογικής κατασκευής του βλαστού ή των φύλλων και αποτελούνται από πολ­ λαπλά κύτταρα, ενώ του βαμβακιού είναι επιμήκυνση ενός κυττάρου της επιδερμί­δας του σπόρου. Η διόγκωση των κυττάρων από τα οποία θα προκύψουν οι ίνες είναι ανεξάρτητη από τη γονιμοποίηση καθόσον αρχίζει την ημέρα της άνθησης, νωρίς το πρωί. Τα επιδερμικά κύτταρα του ωαρίου τα οποία διογκώνονται είναι κατανεμημένα τυχαία σε όλη του την επιφάνεια, και τα πρώτα που επιμηκύνονται είναι όσα βρίσκονται προς τη χάλαζα, και αυτά συνήθως παράγουν τις μακριές ίνες. Το 20% περίπου των επιδερμικών κυττάρων επιμηκύνονται επαρκώς ώστε οι παρα­γόμενες ίνες να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή νήματος. Στη συνέχεια 5-10 ημέρες μετά την άνθηση μία δεύτερη ομάδα επιδερμικών κυττάρων από την επιφάνεια του ωαρίου αρχίζει να επιμηκύνεται. Οι ίνες που παρά­γονται από αυτά τα κύτταρα είναι πολύ κοντές, δεν μπορούν να απομακρυνθούν από το σπόρο με τον εκκοκκισμό και αποτελούν το λεγόμενο "χνούδι".

15 Πρωτογενές τοίχωμα Στρώματα δευτερογενούς τοιχώματος Αυλός (κενός χώρος) Σχηματική παράσταση μορφολογίας ινών βαμβακιού σε κάθετη τομή: (α) στο τέλος της επιμήκυνσης, (β) στην ωρίμανση Ώριμη ίνα βαμβακιού όπου διακρίνονται οι αναδιπλώσεις στα σημεία ατελούς πάχυνσης.

16 Οι ίνες και το χνούδι δεν παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους στα πρώτα στά­δια ανάπτυξης αλλά αργότερα και κυρίως κατά την ωρίμανση οι διαφορές είναι μεγάλες. Στις ίνες το τελικό μήκος κυμαίνεται από 15-50 mm (ανάλογα με τα είδη και τις ποικιλίες) ενώ το χνούδι έχει μήκος 5 mm ή λιγότερο. Επιπλέον οι τρίχες του χνουδιού έχουν μεγαλύτερη διάμετρο και παχύτερα τοιχώματα από τις ίνες. Οι ίνες αρχικά επιμηκύνονται και μόλις τελειώσει η ανάπτυξή τους σε μήκος, αρχίζει η πάχυνσή τους (σχηματισμός δευτερογενούς τοιχώματος), η οποία γίνε­ται κατά ομόκεντρα ευδιάκριτα στρώματα με την εναπόθεση κυτταρίνης. Η πάχυνση παρουσιάζεται ελλιπής κατά θέσεις και στο κέντρο των ινών παραμένει κενός χώρος μικρότερος ή μεγαλύτερος ανάλογα με το βαθμό ωρίμανσης της ίνας. Όσο τα καρύδια είναι κλειστά οι ίνες είναι ζωντανά κύτταρα, τα οποία βρίσκονται σε σπαργή και οι ίνες έχουν κυλινδρική μορφή. Με το άνοιγμα όμως των καρυδιών ξηραίνονται και πεθαίνουν, η δε ίνα παίρνει τότε κάπως πεπλατυσμένη μορφή (η κοιλότητα συρρικνώνεται σε μια στενή σχισμή) και παρουσιάζει πολλές αναδιπλώσεις στα σημεία όπου η πάχυνση είναι ελλιπής. Οι αναδιπλώσεις των ινών συντελούν στην αντοχή των νη­μάτων που κατασκευάζονται από αυτές

17 ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Η πορεία ανάπτυξης του φυτού του βαμβακιού για πρακτικούς λόγους (και σε συνδυασμό με την εφαρμοζόμενη καλλιεργητική πρακτική) μπορεί να διακριθεί σε πέντε βασικά στάδια ανάπτυξης: 1) φύτρωμα-εμφάνιση κοτυληδόνων 2) πρώτη ανάπτυξη-διαμόρφωση της φυτοστοιβάδας, 3) σχηματισμός ανθοφόρων οφθαλ­μών - έναρξη άνθησης, 4) άνθηση - έναρξη καρποφορίας 4) ανάπτυξη και ωρί­ μανση καρπών (καρυδιών). Το βαμβάκι είναι φυτό συνεχούς ανάπτυξης (η βλα­στική αύξηση συνεχίζεται ενώ εμφανίζονται άνθη και καρποί) οπότε μεταξύ των σταδίων 3, 4 και 5 παρουσιάζονται αλληλοεπικαλύψεις.

18 Σύγχρονη παρουσία χτενιών, ανθέων και καρυδιών σε φυτό βαμβακιού, ενώ συνεχίζεται η βλαστική ανάπτυξη.

19 Φύτρωμα-Εμφάνιση κοτυληδόνων Το φύτρωμα του σπόρου αρχίζει με την απορρόφηση υγρασίας, στην αρχή δια μέσου της χάλαζας και αργότερα από όλη την επιφάνεια του σπόρου. Ο ρυθμός ενυδάτωσης του σπόρου ποικίλλει ανάλογα με την ποικιλία, την περιοχή παραγωγής του σπόρου, τα σπασίματα από τη συλλεκτική και τα πριόνια του εκκοκκιστηρίου, από την εφαρμογή ή μη της αποχνόωσης και τις συνθήκες απο- χνόωσης και φυσικά από την υγρασία και τη θερμοκρασία του εδάφους. Εάν επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και αερισμού σε 2-3 ημέρες προβάλλει το ριζίδιο, ανοίγοντας δίοδο από τη μικροπύλη και εισχωρεί κατακόρυφα στο έδαφος. Επίσης με γρήγορο ρυθμό αυξάνει και το βλαστίδιο. Το τμήμα του που βρίσκεται κάτω από τις κοτυληδόνες, γνωστό ως υποκοτύλιο, σχηματίζει ένα άγκιστρο με την κορυφή του οποίου σπρώχνει το έδαφος και εμφανίζεται στην επιφάνεια. Με κανονικές συνθήκες σε 1-2 ημέρες παίρνει κατακόρυφη θέση, παρασύροντας τις κοτυληδόνες και το αρχέφυτρο που βρίσκεται ανάμεσά τους, έξω από το έδαφος. Το περισπέρμιο παραμένει στο έδαφος. Ανάλογα με την εποχή σποράς, τις καιρικές συνθήκες, την υφή και κατάσταση του εδάφους και το βάθος σποράς, το φύτρωμα στη χώρα μας γίνεται συνήθως σε 8-15 ημέρες μετά τη σπορά.

20 Σε ορισμένες ποικιλίες βαμβακιού παρατηρείται λήθαργος, ο οποίος μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους οι κυριότεροι από τους οποίους είναι η κατα­σκευή των περιβλημάτων του σπόρου τα οποία εμποδίζουν την πρόσληψη του νερού (ίσως και του οξυγόνου), η μη ολοκλήρωση της ανάπτυξης του εμβρύου, ορισμένες βιοχημικές μεταβολές την εποχή της συγκομιδής. Η διάρκεια του λήθαργου εξαρτάται από την ποικιλία αλλά και από τις συνθήκες του περιβάλλο­ντος (θερμοκρασία-υγρασία). Ο σπόρος του βαμβακιού φυτρώνει γενικά δύσκολα και μπορεί να καταστρα­φεί εάν αμέσως μετά τη σπορά επικρατήσουν δυσμενείς συνθήκες. Ο σπόρος που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να έχει διατηρήσει τη φυτρωτική του ικανότητα, η οποία μπορεί να χαθεί πολύ γρήγορα με ακατάλληλη αποθήκευση. Η επιτυχία του φυτρώματος εξαρτάται κυρίως από τον κατάλληλο συνδυασμό θερμοκρασί­ας και υγρασίας. Το βαμβάκι, λόγω της καταγωγής του, φυτό τροπικών και υποτροπικών περιοχών, έχει μεγάλες απαιτήσεις σε θερμοκρασία. Ελάχιστη θερμοκρασία για το φύτρωμα του σπόρου θεωρούνται οι 15°C και σε αυτή τη θερμοκρασία το φύτρωμα γίνεται με αργό ρυθμό. Στους 20-30°C η ταχύτητα φυτρώματος είναι δύο φορές μεγαλύτερη από ότι στους 15°C. Όμως και πολύ υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 35°C) είναι επιζήμιες. Πάντως την εποχή της σποράς η θερμοκρασία του εδάφους συνήθως είναι τόσο χαμηλή ώστε να μην δικαιολογείται ανησυχία για κίνδυνο από υπερβολική ζέστη, ενώ αντιθέτως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την πορεία του φυτρώματος από απότομη πτώση της θερμοκρασίας.

21 Για να ξεκινήσει η διαδικασία του φυτρώματος ο σπόρος πρέπει να απορροφήσει υγρασία διπλάσια και πολλές φορές τριπλάσια από το βάρος του. Η ενυ­δάτωση είναι η αρχή πολλών μεταβολικών και φυσιολογικών διεργασιών. Εάν δεν υπάρχει η απαιτούμενη υγρασία, ο σπόρος μπορεί να μείνει αμετάβλητος στο έδαφος για πολύ καιρό. Δεν αρκεί όμως μόνον να υπάρχει υγρασία στο έδαφος. Για να την προσλάβει ο σπόρος θα πρέπει και η θερμοκρασία να μην είναι χαμηλή. Ωστόσο και υπερβολική υγρασία είναι ανεπιθύμητη γιατί εμποδί­ζει τον αερισμό και μειώνει τη θερμοκρασία του εδάφους. Ο συνδυασμός δε χαμηλής θερμοκρασίας και υπερβολικής υγρασίας ευνοεί τον πολλαπλασιασμό διάφορων μικροοργανισμών, οι οποίοι προκαλούν σάπισμα του σπόρου ή κατα­στροφή των νεαρών φυταρίων από σήψεις.

22 Με προσωρινή περίοδο ευνοϊκών θερμοκρασιών, ο σπόρος μπορεί να φυτρώσει. Με απότομη όμως μεταβολή του καιρού είναι δυνατόν η θερμοκρασία να κατέβει τόσο χαμηλά, ώστε τα νεαρά φυτά να παγώσουν και να καταστραφούν. Λόγω των πλεονεκτημάτων της πρώιμης σποράς ο κίνδυνος αυτός είναι πάντοτε μεγάλος, ιδίως στη Β. Ελλάδα. Χαμηλές θερμοκρασίες (5-10°C) αποδείχθηκαν πιο επιζήμιες όταν διαδέχονται περίοδο ζέστης που συντελεί στο να αρχίζει η διαδικασία του φυτρώματος, παρά όταν οι χαμηλές θερμοκρασίες παρατηρού­νται αμέσως μετά τη σπορά (Chistiansen 1963). Η έξοδος των κοτυληδόνων δυσκολεύεται εάν έχει σχηματιστεί σκληρή κρούστα στην επιφάνεια του εδάφους, επειδή το υποκοτύλιο (Εικ. 4.3) πρέπει να ασκήσει μεγάλη πίεση για να τη σπάσει. Κρούστα μπορεί να σχηματιστεί από επανειλημμένες δυνατές βροχές ή από πότισμα με μεγάλη ποσότητα νερού για την υποβοήθηση του φυτρώματος. Επίσης σε σκληρό έδαφος τα νεαρά φυτά εμποδίζονται στην ανάπτυξή τους και κινδυνεύουν να καταστραφούν. Όλα αυτά τα μειονεκτήματα επιτείνονται όταν επικρατούν και χαμηλές θερμοκρασίες.

23 Σχηματισμός ανθοφόρων οφθαλμών - Έναρξη άνθησης Η αναπαραγωγική φάση αρχίζει με την εμφάνιση των πρώτων ανθοφόρων ο­ φθαλμών (χτένια) 4-5 εβδομάδες μετά τη σπορά, τέλος Μαΐου με μέσα Ιουνίου για τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας. Η εμφάνιση των πρώτων ανθέων γίνεται 20-25 ημ. αργότερα (αρχές Ιουλίου). Το πρώτο χτένι στις πρώιμες ποικιλί­ες εμφανίζεται στον 5° ή 6° κόμβο και στις όψιμες στον 6° ή 7°. Στο στάδιο αυτό η ανάπτυξη του φυτού είναι έντονη γι'αυτό απαιτείται επάρκεια νερού (όχι υπερβο­ λικό) και θρεπτικών στοιχείων, αλλά και έλεγχος της βλαστικής ανάπτυξης. Η ημερομηνία εμφάνισης των πρώτων χτενιών και στη συνέχεια έναρξης της ανθοφορίας συνδέεται πολύ στενά με την πρωιμότητα της παραγωγής, η οποία έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη χώρα μας με την περιορισμένη βλαστική περίοδο. Η ανθοφορία του βαμβακιού είναι συνεχής. Η εποχή που αρχίζει η ανθοφορία προσδιορίζει και την εποχή που αρχίζει η συγκομιδή, συνεπώς και τη διάρκεια της τελευταίας και τελικά την απόδοση ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν στο τέλος της περιόδου ανάπτυξης.

24 Η πρωιμότητα της άνθησης εξαρτάται κυρίως από το γενότυπο, επηρεάζεται όμως σημαντικά και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος και της καλλιέργειας κατά το προηγούμενο στάδιο ανάπτυξης. Όταν η υγρασία του εδάφους, τα θρε­πτικά στοιχεία και η ηλιοφάνεια είναι σε επαρκή επίπεδα, η θερμοκρασία είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την αναλογία βλαστικής και αναπαραγωγικής ανάπτυξης. Χαμηλές θερμοκρασίες π.χ. καθώς και υπερβολική υγρα­σία στο έδαφος, η οποία ευνοεί μεγάλη βλαστική ανάπτυξη είναι δυνατόν να καθυστερήσουν την εμφάνιση των χτενιών, να αναστείλουν την παραγωγή τους ή και να προκαλέσουν πτώση ανθέων αμέσως μετά την άνθηση. Σε περιοχές με ευνοϊκές θερμοκρασίες για την καρποφορία περίπου το 50% της συνολικής βιο­ μάζας κατανέμεται στα άνθη και τους καρπούς.

25 Σπειροειδής γραμμή που δείχνει περίπου τη σειρά ανοίγματος των ανθέων σε ένα φυτό βαμβακιού

26 Άνθηση-Έναρξη Kαρποφορίας Η σειρά άνθησης πάνω στο φυτό ακολουθεί σπειροειδή διάταξη αρχίζοντας από τους χαμηλότερους κλάδους με τα άνθη που βρίσκονται κοντά στον κεντρι­κό άξονα και προχωρεί προς τα επάνω και μακριά από τον άξονα. Αποτέλεσμα της ακολουθούμενης αυτής διαδικασίας άνθησης είναι τα πρώτα καρύδια να σχηματίζονται κοντά στον κύριο βλαστό των φυτών. Από την εμφάνιση ενός άνθους μέχρι την εμφάνιση του αμέσως επόμενου στον ίδιο κλάδο κατά μέσο όρο μεσολαβούν 4,5-6,0 ημ. ενώ χρειάζονται μόνο 2,5-3,0 ημ. για το επόμενο άνθος της σπείρας. Τα διαστήματα αυτά επηρεάζονται από το γενότυπο και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Όταν αρχίσει η ανθοφορία, τα άνθη που ανοίγουν κάθε μέρα διαρκώς πολλαπλασιάζονται σύμφωνα με μία σχεδόν κανονική καμπύλη. Η ένταση της ανθοφορίας όπως και η εποχή που παρατηρείται η μεγαλύτερη παραγωγή ανθέων επηρεάζονται από το γενότυ­πο και τις συνθήκες ανάπτυξης. Στη χώρα μας το μέγιστο της άνθησης εμφανίζε­ται προς το τέλος Ιουλίου. Εάν επικρατήσουν ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και παρατηρηθεί καινούργια βλάστηση το Σεπτέμβριο, είναι δυνατόν η άνθηση να ενταθεί και να παρατηρηθεί ένα δεύτερο μέγιστο, το οποίο είναι μικρότερο από το πρώτο. Τα άνθη όμως αυτά δεν έχουν σημασία για την παραγωγή, γιατί δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν τα καρύδια που πιθανόν να δώσουν. Άνθη συνεχί­ζουν να παράγονται μέχρι το στάδιο της αποφύλλωσης ή μέχρι τον πρώτο παγε­τό, εάν δεν γίνει αποφύλλωση. Η βλαστική ανάπτυξη πρέπει να παραμένει υπό έλεγχο για να μην ανταγωνίζεται την καρποφορία.

27 Τα άνθη που πρόκειται να ανοίξουν μία ορισμένη ημέρα, διακρίνονται εύκολα από την προηγούμενη ημέρα (παρατηρείται απότομη αύξηση της στεφάνης που προβάλλει πάνω από τα βράκτια φύλλα). Το καθ'αυτό άνοιγμα αρχίζει την επό­μενη το πρωί και η μεταφορά της γύρης από τους ανθήρες στο στίγμα γίνεται εντός ολίγων ωρών. Το βαμβάκι θεωρείται αυτογονιμοποιούμενο φυτό, αλλά μπορεί να συμβεί και σταυρογονιμοποίηση με τη βοήθεια των εντόμων σε ποσο­στό μέχρι και 10%. Μεταφορά της γύρης με τον αέρα συνή­ θως δεν συμβαίνει. Το ποσοστό σταυρογονιμοποίησης εξαρτάται από το είδος των ποικιλιών που καλλιεργούνται σε γειτονικές περιοχές και την απόσταση μεταξύ τους, την πυκνότητα της φυτείας, την εποχή άνθησης της κάθε ποικιλίας, τη συχνότητα, ένταση και κατεύθυνση του ανέμου, τον πληθυσμό των μελισσών και λοιπών εντόμων. Η γονιμοποίηση γίνεται συνήθως εντός 12 ωρών μετά την επικάθηση της γύρης επί του στίγματος. Το γονιμοποιηθέν ωάριο εξελίσσεται σε σπόρο εάν δεν παρατηρηθεί απόρριψη (καρπόπτωση) του νεαρού καρυδιού. Ορισμένες φορές οι σπόροι του βαμβακιού έχουν ατελή ανάπτυξη ή δεν αναπτύσ­σονται καθόλου (ψοφάκια, κόμβοι). Αυτό μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη γονι­μοποίησης, στο ότι έγινε μεν γονιμοποίηση αλλά σταμάτησε η μετέπειτα ανά­πτυξη του ζυγωτού, ή στο ότι δεν σχηματίστηκε εμβρυόσακκος. Οι κόμβοι δεν απομακρύνονται εύκολα από τις ίνες κατά τον εκκοκκισμό, υποβαθμίζουν την ποιότητα του προϊόντος και δημιουργούν προβλήματα κατά τη νηματοποίηση.

28 Η απόδοση σε ίνες συσχετίζεται στενά με τον τελικό αριθμό των καρυδιών που σχηματίζονται στο φυτό. Στο βαμβάκι παρατηρείται σημαντικό ποσοστό ανθόρροιας και καρπόρροιας. Αφορά κυρίως την απόρριψη χτενιών και νεαρών καρυδιών (ηλικίας 5-8 ημ.) και λιγότερο ανεπτυγμένων κα­ρυδιών. Η απόρριψη γίνεται με αποκόλληση του κάτω μέρους του ποδίσκου τους. Ένα φυτό βαμβακιού κατά μέσο όρο απορρίπτει περίπου το 60% των χτενιών και νεαρών καρυδιών. Το ποσοστό αυτό επηρεάζεται από τη γενετική σύσταση του φυτού και διάφορες συνθήκες του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ερευνητών η απόδοση σχετίζεται περισσότερο με τον α­ριθμό των παραγόμενων ανθέων κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου και λιγότερο με το ποσοστό συγκράτησης των καρυδιών. Άλλοι όμως υποστηρί­ζουν ότι οι διαφορές στην απόδοση λόγω διαφορετικών επεμβάσεων οφείλονται τόσο στον αριθμό των παραγόμενων ανθέων ανά μονάδα επιφάνειας όσο και στον αριθμό των καρυδιών που συγκρατούνται στο φυτό.

29 Όσον αφορά τον αριθμό των καρυδιών που τελικά συγκρατούνται στο φυτό και εδώ επικρατούν διάφορες απόψεις όπως ότι το φυτό του βαμβακιού κρατά τόσα καρύδια όσα μπορεί να τα εφοδιάσει με προϊόντα φωτοσύνθεσης, Ν και άλλα θρεπτικά στοιχεία, ή ότι η συγκράτηση των καρυδιών είναι φαινόμενο που ρυθμίζεται από την ισορροπία των ορμονών στο φυτό. Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι η παραγωγή πολλών ανθέων στην αρχή και στο μέσο της περιόδου άνθησης είναι επιθυμητή. Η σπουδαιότητα αυτής της ιδιότητας του φυτού είναι μεγάλη σε συνθήκες που ευνοούν την πτώση ανθέων και καρυδιών, γιατί μπορεί να γίνει αναπλήρωση της καρποφορίας. Από τις συνθήκες του περιβάλλοντος, αυτές που κυρίως επηρεάζουν την πτώση είναι μειωμένη ή υπερβολική υγρασία του εδάφους, έλλειψη θρεπτικών στοιχείων, δυνατοί άνεμοι, υπερβολικά υψη­λές θερμοκρασίες μειωμένος φωτισμός, προσβολή από ασθένειες ή έντομα, μη­χανικοί τραυματισμοί κλπ. Επίσης ρόλο παίζει και η ηλικία των οργάνων. Τα νεαρά χτένια και καρύδια πέφτουν ευκολότερα από ότι τα μεγαλύτερα. Αυτή η διαφορά αποδίδεται στη μεταβολή της ισορροπίας των ορμονών. Ένας από τους λόγους στους οποίους αποδίδεται η πτώση φύλ­λων και καρποφόρων οργάνων σε συνθήκες καταπόνησης των φυτών του βαμβα­κιού λόγω ξηρασίας είναι η μεταβολή της συγκέντρωσης στο φυτό ορμονών οι οποίες είναι γνωστόν ότι προκαλούν την πτώση. Βρέθηκε αύξηση στην παραγω­γή αιθυλενίου στους μίσχους των φύλλων, αναστολή της μετακίνησης της αυξί-νης και αύξηση της παραγωγής του αψισικού οξέος στα φύλλα.

30 Ανάπτυξη και ωρίμανση καρυδιών Υπάρχει αλληλοκάλυψη του σταδίου αυτού με το προηγούμενο, γιατί ενώ τα καρύδια στο κάτω μέρος του φυτού αρχίζουν να ωριμάζουν, στην κορυφή του φυτού μπορεί να υπάρχουν ακόμη άνθη. Μετά τη γονιμοποίηση τα καρύδια ανα­ πτύσσονται ταχύτατα ακολουθώντας μία σιγμοειδή καμπύλη. Η ταχεία ανάπτυξη συντελείται κατά το χρονικό διάστημα 7-18 ημ. μετά τη γονιμοποίη­ση και τα καρύδια παίρνουν το μέγιστο όγκο τους μετά από 22-25 ημ. Η ωρίμανση των καρυδιών γίνεται 50-70 ημ. μετά την άνθηση. Ο χρόνος που απαιτείται για την ωρίμανση των καρυδιών επηρεάζεται από το γενότυπο και τις συνθήκες ανάπτυξης. Τα καρύδια των πρώιμων ποικιλιών ωριμάζουν σε συντομότερο χρο­ νικό διάστημα. Επίσης συντομότερα ωριμάζουν τα καρύδια όταν οι θερμοκρασί­ες ανάπτυξης είναι υψηλές, επικρατεί ξηρασία, έλλειψη Ν και ο πληθυσμός των φυτών είναι μεγάλος. Σημαντικό ρόλο παίζει και η ημερομηνία εμφάνισης του αντίστοιχου άνθους. Καρύδια που προέρχονται από άνθη του Ιουνίου έως αρχές Ιουλίου χρειάζονται 45-50 ημ. για να ωριμάσουν, από άνθη τέλος Αυγούστου 90 ημ. και από άνθη του Σεπτεμβρίου δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν.

31 Ανεπτυγμένο καρύδι Σχηματική απεικόνιση της κατανομής των χτενιών, ανθέων και καρυδιών κατά μήκος ενός ανθοφόρου συμποδιακού κλάδου

32 \J>Α Χτένι Χαρτογράφηση της κατανομής των καρυδιών ενός φυτού βαμβακιού κατά την ωρίμανση

33 Οι σπόροι παίρνουν το μέγιστο μέγεθος τους 3-4 εβδομάδες μετά τη γονιμο­ποίηση αλλά η ωρίμανσή τους συμπίπτει με το άνοιγμα των καρυδιών. Η ανάπτυξη των ινών γίνεται σε δύο στάδια. Αρχικά παίρνουν όλο το μήκος τους, περίπου 25 ημ. από τη γονιμοποίηση (Εικ. 4.10), με ταχύτατη ανά­πτυξη από την 10η έως την 18η ημέρα. Η πάχυνση των ινών αρχίζει λίγο πριν από την ολοκλήρωση του μήκους και συνεχίζεται μέχρι την ωρίμανση των καρυδιών. Η κατανομή των καρυδιών στο φυτό ποικίλλει, γιατί εξαρτάται από την ποικι­λία, την πυκνότητα της φυτείας και από την πτώση χτενιών και καρυδιών που συντελείται από φυσιολογικά και περιβαλλοντικά αίτια. Στην Εικ. 4.12, όπου ενδεικτικά σημειώνεται η θέση των καρυδιών σε μία ικανοποιητική καρποφορία, παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής λαμβάνεται από το κεντρικό τμήμα του φυτού, περίπου μεταξύ των κόμβων 6 και 13 του κεντρικού βλαστού, τμήμα όπου κατανέμεται και το μεγαλύτερο ποσοστό του δείκτη φυλλικής επιφάνειας. Λιγότερα καρύδια παράγονται πάνω από τους προαναφερθέ- ντας κόμβους και αυτά είναι μικρότερα σε μέγεθος και απαιτούν περισσότερες ημέρες για να ωριμάσουν. Η παραγωγή διαφοροποιείται και κατά μήκος των συμποδιακών κλάδων. Ένα μεγάλο τμήμα της παραγωγής προέρχεται από τα καρύδια του πρώτου κόμβου των συμποδιακών κλάδων. Επί­σης και η ποιότητα των ινών (μήκος, ωριμότητα) τείνει να μειωθεί στα καρύδια που βρίσκονται μακρύτερα από τον κεντρικό βλαστό. Η χαρτο­ γράφηση των ποικιλιών αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τη σωστή διαχείριση

34 Λίπανση Το βαμβάκι είναι καλλιέργεια που δεν εξαντλεί το έδαφος από θρεπτικά στοι­χεία. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά τη συγκομιδή απομακρύνεται μόνο το σύσπο-ρο βαμβάκι (ίνες και σπόρος), η περιεκτικότητα του οποίου σε θρεπτικά στοιχεία είναι μικρή. Αντίθετα το μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων βρίσκεται στα βλαστικά τμήματα και στα καρπόφυλλα, τα οποία ενσωματώνονται στο έδαφος και έτσι τα στοιχεία ανακυκλώνονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό. Στο βαμβάκι ο λόγος του βάρους των καρυδιών προς το βάρος των βλαστών και φύλλων αναφέρεται ως δείκτης καρποφορίας. Τα βασικά θρεπτικά στοιχεία ανάλογα με την επίδρασή τους στο δείκτη αυτό μπορούν να καταταγούν σε δύο ομάδες. Έλλειψη των στοιχείων της πρώτης ομάδας (Ρ, Κ, Ca, Mg, Β, Zn) περιορίζει την καρποφορία σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι τη βλαστική ανάπτυξη, ενώ έλλειψη των στοιχείων της δεύτερης ομάδας (Ν, S, Μο, Μη) επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό τη βλαστική ανάπτυξη και την καρποφορία. Τα περισσότερα από τα στοιχεία της πρώτης ομάδας επηρεάζουν το δείκτη καρποφορίας με το ρόλο που διαδραματίζουν στον έλεγχο της ανακατανομής των υδατανθράκων από τα βλαστικά τμήματα προς τους καρπούς (καρύδια).

35 Εμφάνιση της καλλιέργειας βαμβακιού στον αγρό: (α) στην πρώτη ανάπτυξη, πριν κλείσουν οι γραμμές σποράς, (β) στην άνθηση, (γ) στην ωρίμανση.

36 Ημέρες από τη σπορά Πορεία ανάπτυξης της φυλλικής επιφάνειας σε καλλιέργεια βαμβακιού Φυτά βαμβακιού σε νεαρό στάδιο ανάπτυξης.

37 Εφαρμογή βασικής λίπανσης σε όλη την επιφάνεια του αγρού.

38 Αζωτο Το άζωτο επηρεάζει περισσότερο την απόδοση του βαμβακιού και λιγότερο την ποιότητα των ινών, η οποία καθορίζεται κυρίως από το γενότυπο και τις συνθήκες του κλίματος. Έλλειψη αζώτου μειώνει τόσο τη βλαστική ανάπτυξη όσο και την καρποφορία. Τα φυτά παρουσιάζουν καχεκτική ανάπτυξη, τα παλιά φύλλα αποκτούν πρασινοκίτρινο χρωματισμό και πέφτουν πρόωρα και παρατηρείται πτώση καρποφόρων οργάνων με αποτέλεσμα μειωμένες αποδόσεις. Φυτά που αναπτύσσονται σε εδάφη με χαμηλή περιεκτικότητα σε άζωτο δένουν καρύδια ενωρίτερα, αλλά επίσης και το σταμάτημα της παραγωγής καρυδιών γίνεται ενωρίτερα. Επαρκής ποσότητα αζώτου αυξάνει τη βλαστική ανάπτυξη, το δείκτη φυλλικής επιφάνειας, την περιεκτικότητα των φύλλων σε χλωροφύλλη και την ένταση της φωτοσυνθετικής δραστηριότητας των φυτών. Επιμηκύνει επίσης την περίοδο καρποφορίας με συνέπεια το σχηματισμό περισσοτέρων ανθοφόρων κλάδων, ανθέων και καρυδιών. Αυξάνει το βάρος των σπόρων και συνεπώς το βάρος των καρυδιών. Σε συνθήκες χαμηλής περιεκτικότητας σε Ν ο δείκτης καρποφορίας ήταν 2,7 ενώ με επάρκεια αζώτου αυξήθηκε στο 4,1. Η επάρκεια αζώτου βελ­τιώνει το δείκτη ινών (βάρος ινών ανά σπόρο), ενώ σχετικά με την επίδρασή του στην εκατοστιαία αναλογία ινών τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν είναι αντιφατικά. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των ινών επηρεάζονται σημαντικά από το άζωτο. Μόνο σοβαρή έλλειψη αζώτου δύναται να επηρεάσει το μήκος και την αντοχή της ίνας

39 Υπερβολική ποσότητα αζώτου ευνοεί τη βλαστική ανάπτυξη σε βάρος της καρποφορίας, καθυστερεί την ωρίμανση, προκαλεί ανθόρροια, καρπόρροια και σάπισμα των καρυδιών, κυρίως λόγω της σκίασης του κατώτερου φυλλώματος και αυξημένης σχετικής υγρασίας της φυτείας. Επίσης το πολύ άζωτο δημιουργεί υδαρείς ιστούς και τα φυτά γίνονται ευαίσθητα σε προσβολές από ασθένειες (π.χ. αδρομυκώσεις) και σε έντομα (π.χ. πράσινο σκουλήκι, αλευρώδη). Δυσμενώς δε επηρεάζονται η αναλογία ινών και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σπό­ρου. Η περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι μειώνεται με την αύξηση της αζωτούχου λίπανσης. Το αντίθετο παρατηρείται με την περιεκτικότητα του σπόρου σε πρωτεΐνη

40 Φωσφόρος Είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος και κυρίως για την πρωίμιση της παραγωγής. Η προσθήκη του φωσφόρου σε εδάφη πολύ πτωχά στο στοιχείο αυτό, αυξάνει τις αποδόσεις. Τα συμπτώματα έλλειψης φωσφόρου δεν είναι τόσο εμφανή όπως του αζώτου. Έλλειψη φωσφόρου στην αρχή της βλαστικής περιόδου του βαμβακιού έχει αρνητικές συνέπειες, που δύσκολα ξε­περνιούνται αργότερα. Τα φυτά δεν φθάνουν το επιθυμητό ύψος (νανισμός), τα φύλλα παίρνουν βαθυπράσινο χρώμα και αργότερα στην περιφέρειά τους παρουσιάζονται κηλίδες με χρώμα σκουριάς. Η επίδραση του φωσφόρου, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ίνας και του σπόρου, από τους περισσότερους ερευνητές αναφέρεται ως μη σημαντική.

41 Κάλιο Η επάρκεια του καλίου είναι σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη του βαμβακιού, γιατί αυξάνει τη φυλλική επιφάνεια, προάγει τη φωτοσύνθεση και μειώνει τη διαπνοή, με αποτέλεσμα την αύξηση των αποδόσεων και την εξοικονόμηση νερού. Βοηθά το βαμβάκι να ωριμάσει κανονικά γιατί περιορίζει την οψιμότητα που μπορεί να προκληθεί από περίσσεια αζώτου ή την πρωιμότητα από περίσσεια φωσφόρου. Τα φύλλα στα οποία παρουσιάζεται τροφοπενία καλίου γίνονται κιτρινοπράσινα-χρυσοπράσινα με κίτρινες κηλίδες ανάμεσα στις νευ­ρώσεις και εμφανίζουν περιφερειακές νεκρώσεις. Στη συνέχεια γίνονται κοκκι-νοκαστανά και πέφτουν πρόωρα. Περιορίζεται επίσης η καρποφορία, τα καρύδια γίνονται μικρά και δεν ανοίγουν. Τα συμπτώματα έλλειψης παρουσιάζονται κυ­ ρίως στα ελαφρά αμμώδη εδάφη. Θετικά αποτελέσματα έχει η καλιούχος λίπανση και στα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των ινών (όπως μήκος, ομοιομορφία, αντοχή, micronaire), στην εκατο­στιαία αναλογία ινών και στην ποιότητα του σπόρου. Επίσης επαρκείς ποσότητες καλίου κάνουν τα βαμβακόφυτα περισσότερο ανθεκτικά στις αδρομυκώσεις. Η ένταση της ασθένειας αυξάνεται όταν έλλειψη καλίου συνδυάζεται με υπερβολική ποσότητα αζώτου στο έδαφος. Η χρησιμοποίηση νιτρικού καλίου με υδρολίπανση κατά την περίοδο της άνθησης είναι δυνατόν να μειώσει την ένταση της ασθένειας.

42 Λοιπά μακροστοιχεία Το βαμβάκι χρειάζεται πολύ ασβέστιο καθ‘ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης θεωρείται απολύτως απαραίτητο στοιχείο, γιατί αυξάνει τη ζωηρότητα των φυταρίων και προφυλάσσει την καλλιέργεια από ασθένειες, κυρίως τήξεις. Στην ωρίμανση το στοιχείο αυτό παραμένει στα φύλ­λα, μικρή ποσότητα μεταφέρεται στα καρύδια και έτσι ξαναγυρίζει στο έδαφος. Για το λόγο αυτό το βαμβάκι αντιδρά σπάνια σε λίπανση με ασβέστιο. Επίσης ευνοϊκή είναι η επίδραση του ασβεστίου στην αύξηση του ρΗ του εδάφους και την ευκολότερη πρόσληψη από το φυτό άλλων θρεπτικών στοιχείων όπως π.χ. φωσφόρου. Σε όξινα εδάφη είναι απαραίτητη η προσθήκη Ca σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από όσες χρειάζεται ως θρεπτικό στοιχείο. Απαραίτητο στοιχείο για το βαμβάκι είναι και το θείο. Σπάνια όμως παρατη­ ρούνται συμπτώματα έλλειψης γιατί όπως και με το ασβέστιο, μικρή ποσότητα θείου απομακρύνεται με τη συγκομιδή του βαμβακιού. Επιπλέον πολλά ευρέως χρησιμοποιούμενα λιπάσματα (θειική αμμωνία, θειικό κάλιο κλπ.) περιέχουν μεγάλες ποσότητες θείου. Συμπτώματα έλλειψης θείου είναι το κιτρίνισμα των φύλλων της κορυφής (τα κύρια νεύρα παραμένουν πράσινα) και τα φυτά παρου­ σιάζουν μικρή ανάπτυξη, με λίγα καρύδια.

43 Σχετικά με το μαγνήσιο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια η εκδήλωση συμπτωμάτων έλλειψής του στο βαμβάκι. Το μαγνήσιο είναι συστατικό της χλωροφύλλης και έλλειψή του προκαλεί χαρακτηριστική μεσονεύρια χλώρωση, ανάπτυξη χαρακτηριστικού ερυθροκυανού χρώματος και ακολουθεί πρόωρη φυλλόπτωση. Συχνά τα ελαφρά εδάφη, είναι ανεπαρκώς εφο­ διασμένα με εναλλακτικό Mg, γεγονός που δημιουργεί μια ανισορροπία μεταξύ Ca, Κ και ΝΗ 4 +, τα οποία ανταγωνίζονται το μαγνήσιο. Επίσης αυξημένες δόσεις καλιούχου λίπανσης ενδέχεται να δημιουργήσουν τροφοπενία μαγνησίου ακόμη και αν αυτό βρίσκεται σε επάρκεια στο έδαφος.

44 Μικροστοιχεία (Ιχνοστοιχεία) Οι ανάγκες του βαμβακιού σε ιχνοστοιχεία είναι σχετικά μικρές. Από τα ιχνοστοιχεία περισσότερη προσοχή για την καλλιέργεια του βαμβακιού στη χώρα μας χρειάζονται τα: Fe, Β, Μη, και Ζη. Έλλειψη σιδήρου, η οποία δημιουργεί χλώρωση αρχικά των φύλλων της κορυφής, η οποία στη συνέχεια επεκτείνεται και στα υπόλοιπα, παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας σε εδάφη με υψηλό ρΗ, υψηλή περιεκτικότητα ανθρακικού ασβεστίου και ανεπαρκή στράγγιση και αερισμό. Σε αρκετές περιπτώσεις εδάφη που καλλιεργούνται με βαμβάκι περιέχουν χαμηλή περιεκτικότητα βορίου. Το βόριο είναι απαραίτητο για το σχηματισμό των καρυδιών. Έλλειψή του εμφανίζεται σε εδάφη με υψηλό ρΗ (>8,0) και ύπαρξη ανθρακικού ασβεστίου. Συμπτώματα έλλειψης βορίου είναι ο νανισμός των φυτών, η νέκρωση των οφθαλμών, η πτώση των χτενιών. Τα άνθη είναι μικρά με ατελές άνοιγμα, τα καρύδια μικρά με νεκρωτικό αποχρωματισμό και η κορυφή εμφανίζεται συνεστραμμένη.

45 Χαμηλές αποδόσεις βαμβακιού στην Κωπαΐδα αποδόθηκαν σε έλλειψη μαγγανίου. Τα συμπτώματα έλλειψης μαγγανίου εμφανίζονται στα ανώτερα νεαρά φύλλα με μορφή νεκρώσεων φαιοκίτρινου ή φαιοκόκκινου χρωματισμού, ενώ οι νευρώσεις παραμένουν πράσινες. Πληροφορίες για την εμφάνιση συμπτωμάτων τροφοπενίας ψευδαργύρου στη βαμβακοκαλλιέργεια είναι ελάχιστες. Αναλύσεις όμως εδαφών δείχνουν ότι αυ­τά είναι ανεπαρκώς εφοδιασμένα με το στοιχείο αυτό και πιθανώς στο μέλλον να παρατηρηθεί έλλειψη ψευδαργύρου στα φυτά.

46 Πρόσληψη των θρεπτικών στοιχείων Τα φυτά του βαμβακιού για την κανονική ανάπτυξή τους προσλαμβάνουν σημαντικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων, από αυτές όμως μία πολύ μικρότερη ποσότητα απομακρύνεται με το σύσπορο κατά τη συγκομιδή Ο ρυθμός πρόσληψης του αζώτου και φωσφόρου ακολουθεί την πορεία συσσώρευσης της ξηράς ουσίας στα διάφορα τμήματα του φυτού. Αντίθετα το κάλιο προσλαμβάνεται ταχύτερα και η μέγιστη συγκέντρωση του στο φυτό επιτυγχά­νεται πριν από το στάδιο της μέγιστης συγκέντρωσης της ξηράς ουσίας. Ο ρυθμός απορρόφησης των θρεπτικών στοιχείων είναι χαμηλός μέχρι την άνθηση, ενώ αυξάνεται στη συνέχεια κατά τη φάση του γεμίσματος των καρυδιών. Σημαντικές ποσότητες αζώτου, φωσφόρου και μαγνησίου συγκεντρώ­νονται στα περιβλήματα των καρυδιών (καρπόφυλλα) κατά τις τρεις πρώτες ε­ βδομάδες ανάπτυξής τους. Στη συνέχεια αυτά μεταφέρονται στις ίνες και τους σπόρους. Η συγκέντρωση του καλίου στα καρπόφυλλα γίνεται σταδιακά. Η μεγαλύτερη ποσότητα αζώτου συγκεντρώνεται στους σπόρους. Κατά το άνοιγμα των καρυδιών πάνω από το 90% του Ν των καρυδιών βρίσκεται στο σπόρο. Οι ίνες συγκεντρώνουν θρεπτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια των πέντε πρώτων εβδομάδων ανάπτυξης, αλλά χάνουν τα περισσότερα από αυτά τις τρεις τελευταίες εβδομάδες. Το πλέον άφθονο στοιχείο στην ίνα είναι το κάλιο. Μετά την έναρξη της άνθησης το επίπεδο του καλίου στα φύλλα μειώνεται ραγδαία, καθώς η μεγαλύτερη ποσότητα μεταφέρεται στις ίνες.

47 Συνιστώμενη λίπανση Οι σπουδαιότεροι παράγοντες που καθορίζουν την αποτελεσματικότητα της λίπανσης στο βαμβάκι είναι: 1) το έδαφος (σύσταση, βάθος, στράγγιση), 2) οι κλιματολογικές συνθήκες και το μικροκλίμα της κάθε περιοχής, 3) το μέγεθος της παραγωγής και η προηγούμενη συμπεριφορά του φυτού στην περιοχή, 4) η διαθέσιμη υγρασία (δυνατότητα άρδευσης), 5) η πρωιμότητα της ποικιλίας, 6) η καλλιεργητική τεχνική (π.χ. προετοιμασία του εδάφους, πρωιμότητα και πυκνό­ τητα σποράς), 7) η μακροσκοπική παρατήρηση της φυτείας στον αγρό σε όλα τα στάδια ανάπτυξης και 8) φυσικά η προηγούμενη πείρα του καλλιεργητή. Αξιοποίηση της λίπανσης γενικώς γίνεται με επαρκή υγρασία (άρδευση), πρώιμη σπορά, πυκνή φυτεία, μεγάλη βλαστική περίοδο, επάρκεια των απαραίτητων στοι­ χείων στις ενδεδειγμένες ποσότητες, χρησιμοποίηση της κατάλληλης για κάθε περιοχή ποικιλίας. Οι διαγνωστικοί τρόποι για τον προσδιορισμό των αναγκών του βαμβακιού σε λίπανση βασίζονται σε αναλύσεις εδάφους και φυτικών ιστών.

48 Οι περιοχές της Ελλάδας όπου καλλιεργείται το βαμβάκι (Θράκη μέχρι Πελοπόννησο) έχουν διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες με διαφορετικό μήκος βλαστικής περιόδου. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν την πρωιμότητα σποράς, το μήκος της περιόδου ανάπτυξης των φυτών, την εποχή και τις συνθήκες συγκομιδής και τελικά την απόδοση. Για το λόγο αυτό η αντίδραση στη λίπανση είναι διαφορετική στις διάφορες περιοχές. Για παράδειγμα μικρότερες ποσότητες λιπάσματος απαιτούνται στη Θράκη όπου οι αποδόσεις είναι μικρές και μεγαλύτερες στη Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες αποδόσεις. Η λίπανση με φω­σφόρο δεν είναι απαραίτητη, όταν προηγήθηκαν καλλιέργειες (π.χ. χειμερινά σιτηρά) που λιπάνθηκαν επαρκώς τα προηγούμενα χρόνια με το στοιχείο αυτό. Προσθήκη καλίου γίνεται σε περίπτωση διαπίστωσης συμπτωμάτων τροφοπενί-ας και μετά από επιβεβαίωση με εδαφολογική ανάλυση. Συνιστώνται 5-8 kg Κ 2 0/στρ., ανάλογα με την περιοχή.

49 Χρόνος και τρόπος εφαρμογής Για τον καθορισμό του κατάλληλου χρόνου εφαρμογής της λίπανσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το κλίμα, τα χαρακτηριστικά του εδάφους, η μορφή και το κόστος των λιπασμάτων, η κατανομή της εργασίας εκ μέρους των παραγωγών. Ο χρόνος εφαρμογής της αζωτούχου λίπανσης σχετίζεται άμεσα με το μήκος της βλαστικής περιόδου (πρωιμότητα της κάθε περιοχής). Στις βορειότερες περιοχές (π.χ. Κομοτηνή, Σέρρες) με έντονο το πρόβλημα της πρωιμότητας πρέπει να γίνεται μόνο βασική λίπανση. Στην Κ. Μακεδονία (με μέση βλαστική περίοδο) συνιστάται ολόκληρη η ποσότητα του αζώτου ως βασική ή το μεγαλύτερο μέρος ως βασική και μικρή ποσότητα ως επιφανειακή και μάλιστα πριν την εμφάνιση των χτενιών. Τέλος στις περιοχές με τη μεγαλύτερη βλαστική περίοδο (π.χ. Θεσσαλία, Α. Στερεά) συνιστάται ένα μέρος ως βασική και μία ή δύο επιφανειακές λιπάνσεις (κλασματική λίπανση). Η σχέση μεταξύ βασικής και επιφανειακής λίπανσης είναι 1:1 ή 3:1, ανάλογα με την περιοχή. Ολόκληρη η ποσότητα του φωσφόρου και του καλίου πρέπει να εφαρμόζεται ως βασική λίπανση.

50 Η προσθήκη του φωσφόρου και του καλίου μπορεί να γίνει ή το φθινόπωρο μετά το όργωμα ή την άνοιξη πριν από τη σπορά ή συγχρόνως με τη σπορά εάν η σπαρτική μηχανή διαθέτει και λιπασματοδιανομέα. Η βασική αζωτούχος λίπανση χορηγείται πριν από τη σπορά ή συγχρόνως με τη σπορά. Η επιφανειακή αζωτούχος λίπανση ανάλογα με την περιοχή και τον αριθμό εφαρμογών γίνεται κυρίως κατά τη διάρ­κεια της βλαστικής ανάπτυξης των φυτών και ποτέ μετά την έναρξη της ανθοφορίας. Εφαρμογή μετά την ανθοφορία συνιστάται πολύ σπάνια, κυρίως σε εδάφη πτωχά, όταν υπάρχει έλλειψη αζώτου. Όταν η επιφανειακή γίνεται σε δύο δόσεις συνιστάται να εφαρμόζεται η πρώτη μετά το αραίωμα και η δεύτερη με την εμφάνιση των χτενιών. Η βασική λίπανση εφαρμόζεται ή σε όλη την επιφάνεια του εδάφους και στη συνέχεια ενσωματώνεται, ή γραμμικά σε κάποιο βάθος, όταν η σπαρτική μηχανή διαθέτει λιπασματοδιανομέα. Πειραματικά δεδομένα έχουν δείξει ότι με τη γραμμική τοποθέτηση του λιπάσματος ακριβώς κάτω από το βάθος σποράς γίνεται αποτελεσματικότερη χρησιμοποίησή του γιατί επιτυγχά­νεται η βαθμιαία χρησιμοποίησή του, αποφεύγεται ταχεία αδρανοποίηση του φωσφόρου και ανάπτυξη ζιζανίων μεταξύ των γραμμών σποράς. Επίσης μειώνεται το κόστος εφαρμογής.

51 Τα επιφανειακά λιπάσματα μπορεί να εφαρμοσθούν με διάφορους τρόπους και μηχανήματα, α) διάσπαρτα σε όλη την επιφάνεια, β) γραμμικά δίπλα στη γραμμή σποράς και γ) διαλυμένα στο νερό της τεχνητής βροχής ή της άρδευσης με σταγόνες (υδρολίπανση). Εάν η τοποθέτηση γίνει στην επιφάνεια του εδάφους θα πρέπει να ακολουθήσει άρδευση για τη διαλυτοποίηση και τη διείσδυση του λιπάσματος στο βάθος του ριζοστρώματος. Στη Θεσσαλία όπου η άρδευση του βαμβακιού με σταγόνες είναι πολύ διαδεδομένη, η υδρολίπανση οδηγεί σε μείωση του κόστους και αύξηση των αποδόσεων. Η αποτελεσματικότητα της υδρολίπανσης είναι μεγαλύτερη όταν γίνεται παράλληλα με τη χρήση δεικτών (π.χ. υπολογισμός Ν0 3 -Ν των μίσχων), με τους οποίους εκτιμάται η ανάγκη των φυτών για λίπανση. Σε εδάφη πτωχά σε κάλιο, για να αντιμετωπισθούν οι αυξη­μένες ανάγκες σε κάλιο κατά τη διάρκεια σχηματισμού και ανάπτυξης των ινών, βρέθηκε ότι η υδρολίπανση με νιτρικό κάλιο αυξάνει τις αποδόσεις και βελτιώ­νει την ποιότητα των ινών. Διαφυλλική λίπανση με τα κύρια θρεπτικά στοιχεία Ν, Ρ και Κ δεν συνιστάται, καθόσον είναι ελάχιστα αποτελεσματική και έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος σε σχέση με τη λίπανση στο έδαφος. Τα λοιπά μακροστοιχεία και τα ιχνοστοιχεία στις περιπτώσεις τροφοπενιών προστίθενται είτε με ειδικές μορφές βασικών λιπασμάτων που περιέχουν τα στοιχεία αυτά είτε με διαφυλλική λίπανση. Περισσότερο οικονομική και αποτε­λεσματική είναι η εφαρμογή αυτών στο έδαφος και πρέπει να προτιμάται.

52 Το βαμβάκι τη μεγαλύτερη ποσότητα του Ν την απορροφά ως Ν0 3 " και ολι­γότερο ως ΝΗ 4 +. Η μορφή όμως του λιπάσματος δεν επηρεάζει τις αποδόσεις γιατί κατά τη διάρκεια των μεγάλων αναγκών των φυτών σε άζωτο οι θερμοκρα­σίες ευνοούν την ταχεία νιτροποίηση. Σύμφωνα με τον Ebelhar (1990) η μορφή χορήγησης του αζώτου μπορεί να επηρεάσει την απόδοση όταν ολόκληρη η πο­σότητα εφαρμόζεται πριν από τη σπορά. Όταν δίδεται όμως σε δόσεις δεν πα­ρατηρήθηκαν διαφορές. Για τη χρησιμοποίηση της μίας ή της άλλης μορφής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες όπως το κόστος αγοράς, το ρΗ, οι καιρικές συνθήκες κλπ. Για παράδειγμα η θειική αμμωνία είναι λίπασμα με ισχυρή όξινη αντίδραση και έτσι κατάλληλο για αλκαλικά εδάφη. Η συνεχής όμως χρησιμοποίησή της σε όξινα εδάφη, εάν δεν γίνει ασβέστωση, δημιουργεί προβλήματα. Η όξινη δραστηριότητα της νιτρικής αμμωνίας είναι μικρότερη της θειικής. Η νιτρική άσβεστος έχει αλκαλικές ιδιότητες, ενώ η ασβεστούχος νιτρι­κή αμμωνία συμπεριφέρεται περισσότερο σαν ουδέτερο και λιγότερο σαν αλκα­λικό λίπασμα. Η ουρία και οι φωσφορικές αμμωνίες καθώς και το 11-15-15 (Ν-Ρ 2 0 5 -Κ 2 0) είναι λιπάσματα με ελαφρά όξινη ή ουδέτερη αντίδραση. Κάτω από συνθήκες που ευνοούν την έκπλυση των NΟ 3 η εφαρμογή ΝΗ 4 + μορφής είναι πιο αποτελεσματική. Η χρησιμοποίηση λιπασμάτων βραδείας αποδέσμευσης (λόγω μικρής διαλυτότητας στο έδαφος ή λόγω περιβλήματος του λιπάσματος που εμποδίζει τη διαλυτότητα) αυξάνει την αποτελεσματικότητά τους. Η χλωρά λίπανση δεν μπορεί να θεωρηθεί πρακτικά ωφέλιμη. Μάλλον είναι επιζήμια γιατί αποδείχθηκε ότι μειώνει την απόδοση λόγω της δυσχέρειας στο φύτρωμα από την ενσωμάτωση του ψυχανθούς.

53 Έλεγχος των ζιζανίων Τα ζιζάνια ανταγωνίζονται το βαμβάκι για το φως, το νερό και τα θρεπτικά στοιχεία και αποτελούν ξενιστές πολλών εχθρών και ασθενειών. Λόγω του ανταγωνισμού μειώνεται η απόδοση (μικρά καρύδια, καχεκτικοί σπόροι, δυσκολία στη μηχανική συγκομιδή) και υποβαθμίζεται η ποιότητα (μείωση του μήκους της ίνας, χρωματισμός του σύσπορου κατά τη συγκομιδή από τα πράσινα ή ξηρά φύλλα των ζιζανίων, δυσκολία καθαρισμού του σύσπορου στο εκκοκκιστήριο κ.ά.). Ως παράδειγμα αναφέρεται ότι ένα φυτό αγρωστώδους ζιζανίου ανά 6 m γραμμής μπορεί να μειώσει την ποιότητα του βαμβακιού κατά ένα βαθμό. Το μέγεθος της ζημιάς εξαρτάται από το στάδιο της ανάπτυξης του φυτού στο οποίο γίνεται ο ανταγωνισμός. Είναι εντονότερες κατά τους δύο πρώτους μήνες της ζωής του φυτού σε σχέση με τους δύο επόμενους. Φυσικά η ανταγωνιστική ικανότητα εξαρτάται από το είδος των ζιζανίων και τον πληθυσμό τους. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι για να μην επηρεαστεί σημαντικά η απόδοση, η καλλιέργεια του βαμβακιού πρέπει να μείνει ελεύθερη από ζιζάνια τους πρώτους δύο μήνες από τη σπορά.

54 Τα ζιζάνια που δημιουργούν κυρίως πρόβλημα στο βαμβάκι είναι η γλυστρίδα (Portulaca oleracea L.), η κύπερη (Cyperus spp.), η αγριοβαμβακιά (Abutilon theophrasti Medicus), ο τάτουλας {Datura stramonium L.) κ.ά. Ο έλεγχος των ζιζανίων γίνεται με : Προληπτικά μέτρα όπως καθαρός βαμβακόσπορος, αμειψισπορά, καλλιεργητικές εργασίες πριν από τη σπορά (θερινά βαθιά οργώματα το καλοκαίρι για τα πολυετή ζιζάνια, καταστροφή των ζιζανίων πριν από τη σπορά), βελτίωση των εδαφικών συνθηκών (στράγγιση, ασβέστωση κλπ.). Βοτάνισμα (με το χέρι ή κόψιμο-σκάλισμα των ζιζανίων με την τσάπα). Δεν χρησιμοποιείται ευρέως λόγω έλλειψης εργατικών χεριών και του υψηλού κόστους της εργασίας. Γίνεται μόνον συμπληρωματικά και εντοπισμένα και κυρίως για την καταστροφή των ζιζανίων πάνω στη γραμμή σποράς. Μηχανικά μέσα. Γίνεται αρχικά με τις καλλιεργητικές εργασίες προετοι­μασίας των χωραφιών (όργωμα, δισκοσβάρνα, καλλιεργητής) για την αντιμετώπιση των ζιζανίων πριν από τη σπορά, όπως αναφέρθηκε στα προληπτικά μέτρα. Μετά το φύτρωμα γίνεται με μηχανοσκαλιστήρια για τα ζιζάνια που φύτρωσαν μεταξύ των γραμμών σποράς.

55 Ζιζανιοκτόνα. Η αποτελεσματικότητα των ζιζανιοκτόνων εξαρτάται από το είδος και τον πληθυσμό των ζιζανίων, τη χρησιμοποιούμενη δόση και τις συνθήκες ψεκασμού (είδος ψεκαστικού, τρόπος χειρισμού κλπ.). Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στη χρησιμοποιούμενη δόση, η οποία πρέπει να είναι ανάλογη με τη συνιστώμενη από την κατασκευάστρια εταιρεία. Σε μεγάλες δόσεις τα ζιζανιοκτόνα χάνουν την εκλεκτικότητά τους και ενδέχεται να προκαλέσουν ζημιά στην καλλιέργεια. Έχουν παρατηρηθεί αρκετά φαινόμενα τοξικότητας στους αγρούς των παραγωγών. Ανάλογα με το χρόνο εφαρμογής της η χημική ζιζανιοκτονία διακρίνεται σε προσπαρτική, προφυτρωτική, μεταφυτρωτική ή συνδυασμένη (διπλή). Τα προσπαρτικά ζιζανιοκτόνα εφαρμόζονται πριν από τη σπορά, κατά την τελευταία καλλιεργητική εργασία ή κατά τη σπορά και ενσωματώνονται στο έδαφος σε βάθος 5-8 cm. Η αποτελεσματικότητα των ζιζανιοκτόνων αυτών δεν επηρεάζεται πολύ από τις καιρικές συνθήκες και το έδαφος και για το λόγο αυτό έχουν κάθε χρόνο σταθερό αποτέλεσμα στα ζιζάνια που καταπολεμούν. Τα προφυτρωτικά ζιζανιοκτόνα εφαρμόζονται στην επιφάνεια του εδάφους λίγο μετά τη σπορά, πριν φυτρώσει η καλλιέργεια του βαμβακιού. Συνήθως δεν ενσωματώνονται. Για καλή αποτελεσματικότητα απαιτείται υγρός καιρός και αρκετή υγρασία στο έδαφος. Σε χρονιές με ξηρασία η αποτελεσματικότητα βελ­τιώνεται με ελαφρό πότισμα μετά την εφαρμογή του ζιζανιοκτόνου ή με ελαφριά ενσωμάτωση σε βάθος το πολύ 3-5 cm. Αντίθετα σε χρονιές με πολλές βροχές μετά την εφαρμογή, αυξάνεται ο κίνδυνος ζημιάς στην καλλιέργεια, ιδιαίτερα εάν έχει γίνει ενσωμάτωση. Τα προφυτρωτικά ζιζανιοκτόνα έχουν μικρότερη διάρ­κεια δράσης από τα προσπαρτικά και η αποτελεσματικότητά τους ποικίλλει από χρόνο σε χρόνο ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Τα μεταφυτρωτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά το φύτρωμα του βαμβακιού σε οποιοδήποτε στάδιο της καλλιέργειας, κυρίως όμως εφαρμόζονται όταν τα φυτά έχουν ύψος 10-15 cm. Καταπολεμούν κυρίως ετήσια αγρωστώδη ζιζάνια και σε μεγαλύτερες δόσεις και πολυετή αγρωστώδη. Ελάχιστα μεταφυτρωτικά καταπολεμούν πλατύφυλλα ζιζάνια.

56 Διπλή (συνδυασμένη) ζιζανιοκτονία η οποία συνδυάζει προσπαρτική (ή προ- φυτρωτική) και μεταφυτρωτική εφαρμογή είναι σκόπιμο σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνεται για την καλύτερη καταπολέμηση. Στη χώρα μας συνδυασμένη ζιζανιοκτονία γίνεται στο 50% περίπου των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν δικαιολογείται εφαρμογή περισσότερων ζιζανιοκτόνων πριν ή κατά τη σπορά. Για δυσκολοεξόντωτα ζιζάνια (π.χ. κύπερη) τα οποία δεν καταπολεμούνται με τις προηγούμενες εφαρμογές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μη εκλεκτικά ζιζανιοκτόνα με αυστηρά κα­τευθυνόμενο ψεκασμό. Όσον αφορά την καλλιέργεια του βαμβακιού υπό κάλυψη, χρησιμοποιείται ένα ζιζανιοκτόνο με τη σπορά κάτω από το πλαστικό και στη συνέχεια, εάν χρειαστεί, γίνεται μεταφυτρωτική ζιζανιοκτονία όπως στον παραδοσιακό τρόπο καλλιέργειας.

57 Ασθένειες Οι κυριότερες ασθένειες των βαμβακόφυτων προκαλούνται από μύκητες και βακτήρια. Μυκητολογικές Τήξεις φυταρίων και σηψιρριζίες (Rhizoctonia spp., Pythium spp., Fusarium spp.,) Προσβάλλουν το σπόρο κατά το φύτρωμα, τις ρίζες και το βλαστό των νεαρών φυταρίων. Προκαλούν τη νέκρωση και σήψη των ριζών και του λαιμού και συνή­ θως το φυτό ξηραίνεται. Πολλές φορές τα φυτά δημιουργούν προστατευτικό στρώμα και νέα υγιή ριζίδια, ξεπερνώντας έτσι την προσβολή. Επικίνδυνη περίοδος για το βαμβάκι είναι από τη σπορά μέχρι την έξοδο των φυτών από το έδαφος και λίγες ημέρες αργότερα, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Οι μύκητες αυτοί ευνοού­νται από χαμηλές σχετικά θερμοκρασίες και αυξημένη εδαφική υγρασία. Θεωρού­νται από τους σπουδαιότερους εχθρούς του βαμβακιού. Η ένταση και έκταση της προσβολής σε κάθε περιοχή εξαρτώνται αποκλειστικά από τις καιρικές συνθήκες της κάθε χρονιάς. Σε έντονη προσβολή χρειάζεται επανασπορά.

58 Αντιμετωπίζονται με καλλιεργητικά μέτρα και απολύμανση του σπόρου. Στράγ­ γιση, σκαλίσματα για αερισμό του εδάφους, σπορά σε αναχώματα, σπορά σε εποχή με ευνοϊκές συνθήκες για το φύτρωμα και την πρώτη ανάπτυξη των φυ­τών, δημιουργούν συνθήκες για να ξεπεράσουν τα φυτά την προσβολή. Όλος ο βαμβακόσπορος σποράς απολυμαίνεται με μυκητοκτόνα και τις περισσότερες φορές με συνδυασμούς απολυμαντικών για να αυξάνεται το φάσμα δράσης.

59 Αδρομύκωση (Verticillium dahliae Kleb. και Fusarium oxysporum f.sp. vasinfectum (AtK.) Snyd. και Hans.) Στην Ελλάδα σε όλες τις βαμβακοπαραγωγικές περιοχές βρίσκεται ο Verticillium dahliae. Ο μύκητας ζει στο έδαφος και η μόλυνση των νεαρών βαμβακόφυτων γίνεται από το ριζικό σύστημα και είναι τόσο πιο έντονη όσο πιο άφθονο είναι το μόλυσμα. Προχωρεί και φθάνει στα ξυλώδη αγγεία και αργότερα γενικά παρασιτεί στα κύτταρα του φυτού. Τα φυτά εμφανίζονται εξασθενημένα με ωχρές κίτρινες κηλίδες οι οποίες αργότερα γίνονται καστανές και μαραίνονται. Τα ξηλώδη αγγεία φράσουν, με αποτέλεσμα την έντονη έλλειψη νερού. Τα ξηλώδη μέρη (στέλεχος, ρίζες) παίρνουν καφετί χρωματισμό. Όταν η προσβολή είναι πρώιμη, προκαλεί νέκρωση των φυτών. Στις όψιμες προσβολές η ασθένεια δεν είναι πολύ επικίνδυνη, προκαλεί όμως αποφύλλωση και πρώιμο άνοιγμα των καρυδιών. Η ζημιά στις ίνες είναι ανάλογη της προσβολής. Σε πολύ έντονη προσβολή η ίνα είναι ακατάλληλη για νηματοποίηση γιατί τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της είναι κά­τω από τα αποδεκτά όρια. Ευνοείται από συνθήκες υγρασίας και χαμηλών θερμοκρασιών. Η αδρομύκωση είναι μία από τις πιο επιζήμιες ασθένειες του βαμβακιού. Ο μύκητας διατηρείται στο έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντιμετωπίζεται κυρίως με ανθεκτικές ποικιλίες και λιγότερο με καλλιεργητικά μέτρα. Τριετής τουλάχιστον αμειψισπορά με καλλιέργειες που δεν προσβάλλονται από τον μύκητα (π.χ. χειμερινά σιτηρά, καλαμπόκι), στελεχοκοπή και ενσωμάτωση των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας, πυκνός πληθυσμός φυτών και σπορά την κατάλληλη εποχή, που ευνοεί τη γρήγορη ανά­πτυξη των φυτών, είναι μέτρα που περιορίζουν την προσβολή.

60 Προσβολή βαμβακοκαλλιέργειας από αδρομύκωση,

61 Αλτερνάρια (Alternaria spp.,) Προσβάλλει τα φύλλα του βαμβακιού, τα στελέχη, τα καρύδια και τις ίνες. Στην αρχή εμφανίζονται στα φύλλα μικρές, στρογγυλές κηλίδες, ερυθροκαστανές, οι οποίες αργότερα μεγαλώνουν ομοκεντρικά και ξηραίνονται. Τα φύλλα γίνονται διάτρητα και πέφτουν ή παραμένουν στο φυτό. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι πρώιμη αποφύλλωση, πέσιμο καρυδιών και πρόωρο άνοιγμα των υπολοίπων. Προσβάλλει κυρίως φυτά που είναι εξασθενημένα από άλλα αίτια και σ'αυτά τα φυτά η ζημιά είναι αξιόλογη. Αντίθετα η σημασία της προσβολής είναι μικρή σε φυτά που παρουσιάζουν ικανοποιητική ανάπτυξη. Ευνοείται από χαμηλές θερμοκρασίες και ακανόνιστες αρδεύσεις. Στη χώρα μας τις περισσότερες χρονιές οι ζημιές είναι χωρίς σημασία. Σε ευνοϊκές όμως χρονιές προ­σβάλλονται μεγάλες εκτάσεις. Αντιμετωπίζεται με καλλιεργητικά μέτρα όπως στελεχοκοπή και ενσωμάτωση των υπολειμμάτων της καλλιέργειας σε βάθος, διατήρηση της εδαφικής υγρασίας σε ικανοποιητικό επίπεδο μέχρι το τέλος της καλλιέργειας, καταπολέμηση των μυζητικών εντόμων (τα τσιμπήματά τους είναι είσοδοι του μύκητα).

62 Βακτηρίωση (Xanthomonas campestris ρν malvacearum (Smith) Dye) Προσβάλλει όλα τα τμήματα του φυτού. Το βακτήριο διαχειμάζει στα φυτικά υπολείμματα του βαμβακιού αλλά κυρίως η μεταφορά του γίνεται με το σπόρο. Από το σπόρο μολύνονται αρχικά οι κοτυληδόνες και δημιουργούνται οι δευτερογενείς εστίες μόλυνσης, από όπου προσβάλλονται τα φύλλα και οι βλαστοί. Στην κάτω επιφάνεια των φύλλων σχηματίζονται υδατώδεις, γωνιώδεις κηλίδες, οι οποίες αργότερα γίνονται μαύρες νεκρωτικές. Πολλές φορές ενώνονται και σχηματίζουν μεγαλύτερες κηλίδες. Στους μίσχους των φύλλων και τα στελέχη παρατηρούνται επιμήκεις σκουροπράνινες - μαύρες κηλίδες. Το βακτήριο από τις επιφανειακές κηλίδες των καρυδιών εισέρχεται στο εσωτερικό και οι ίνες γίνονται υδαρείς, καφετιές και σαπίζουν. Ευνοείται από υψηλές θερμοκρασίες (30°C) και από υψηλή σχετική υγρασία στο περιβάλλον των φυτών. Βρίσκεται σε όλες τις βαμβα- κοπαραγωγικές περιοχές της χώρας μας, αλλά η ένταση και έκταση της προσβολής εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν κάθε χρονιά. Αντιμετωπίζεται με ανθεκτικές ποικιλίες, καλλιεργητικά μέτρα (πολυετή αμειψισπορά, βαθύ όργωμα, καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, αποφυγή άρδευσης με τεχνητή βροχή) και χρησιμοποίηση σπόρου σποράς από μη προσβεβλημένες καλλιέργειες. Η αποχνόωση του σπόρου καταστρέφει τα βακτήρια που υπάρχουν στην επιφάνεια όχι όμως εκείνα τα οποία έχουν εισέλθει (σε μικρό ποσοστό) στο σπόρο. Αναφέρεται ότι το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη χρήση χαλκούχων σκευασμάτων.


Κατέβασμα ppt "ΒΑΜΒΑΚΙ ΜΕΡΟΣ 2 ο. Φύλλα Παρατηρούνται τριών τύπων φύλλα: κοτυληδόνες, παράφυλλα και πραγματικά φύλλα. Τα φύλλα των κοτυληδόνων έχουν νεφροειδές σχήμα."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google