Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΤΑ ΜΟΤΙΒΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ‘ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ’

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΤΑ ΜΟΤΙΒΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ‘ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ’"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΤΑ ΜΟΤΙΒΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ‘ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ’
ΕΛΕΝΑ ΚΑΛΤΣΟΥΝΗ ΑΝΝΑ ΜΑΜΟΥΡΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΡΑΧΙΩΤΗΣ

2 ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

3 ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ Ο ρόλος του πουλιού στη συγκεκριμένη αφήγηση είναι διπλός. Αρχικά παρουσιάζεται στους χτίστες , μιλάει με ανθρώπινη φωνή και τους αποκαλύπτει πως μοναδικός τρόπος για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του γεφυριού είναι να χτιστεί στα θεμέλια του η όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα.

4 Στη συνεχεία ο πρωτομάστορας στέλνει το πουλί ως αγγελιοφόρο στη γυναίκα του για να της πει να έρθει στο γεφύρι της Άρτας. Και στις δυο περιπτώσεις ο ρόλος του πουλιού είναι σημαντικός για την εξέλιξη της υπόθεσης αφού την πρώτη φορά δίνει τη λύση στο αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί, για να ολοκληρωθεί τελικά η κατασκευή της γέφυρας, και τη δεύτερη φορά αντιστρέφει τα λόγια του πρωτομάστορα και της λέει να ντυθεί γρήγορα και να πάει γρήγορα στη γέφυρα και έτσι επισπεύδει την διαδικασία.

5 Το πουλάκι γενικά είναι ένα πολύ αθώο πλάσμα της φύσης. Τα πουλιά, οι αγαπημένοι αγγελιαφόροι των δημοτικών τραγουδιών, απαιτείται να έχουν ανθρώπινη ομιλία, ούτως ώστε να μπορούν να επικοινωνούν με τους ανθρώπους, αλλά και να τους μεταφέρουν τα μηνύματα. Πρόκειται για ένα μαγικό στοιχείο που συναντάμε πολύ συχνά στα παραμύθια, όπου και εκεί τα πουλιά παρουσιάζονται ανθρωπόλαλα. Η παρανόηση του αηδονιού, που αντί να πει της γυναίκας να έρθει στο γεφύρι αργά της είπε ακριβώς το αντίθετο, αποτελεί ένα επιπλέον μαγικό στοιχείο, το οποίο επιταχύνει την εξέλιξη.

6 ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΑΣ Η γυναίκα του πρωτομάστορα όταν αντιλαμβάνεται τι πρόκειται να της συμβεί, αρχίζει το μοιρολόι, για την κακή της μοίρα που ήταν ίδια και για τις δυο αδελφές της: η μία στοίχειωσε γεφύρι στο Δούναβη και η άλλη στον Ευφράτη.

7

8 Είναι τόσο μεγάλος ο πόνος της και το παράπονο της που αρχίζει να καταριέται Γιοφύρι: να τρέμει σαν το φύλλο της καρδιάς και οι διαβατές του να πέφτουν από αυτό όπως πέφτουν τα φύλλα των δέντρων. Όταν όμως της θυμίζουν πως έχει αδελφό και ίσως τύχει να περάσει και ο ίδιος από εκεί, η γυναίκα του πρωτομάστορα αλλάζει την κατάρα σε ευχή, χάρη στην αδελφική αγάπη.

9 Όμως ούτε για μια στιγμή δεν στρέφεται εναντίον του άντρα της , που είναι πρωτομάστορας του έργου και θα ήταν λογικό να τα βάλλει μαζί του γιατί γνωριζε και δέχτηκε τη θυσία της στα θεμέλια του γεφυριού . Αντίθετα ξεσπά μόνο κατά της σκληρής της μοίρας .

10

11 Το στοιχείο της υπερβολής
Στ. 1: Ο μεγάλος αριθμός των μαστόρων (σαράντα πέντε) και των μαθητάδων (εξήντα) χρησιμοποιείται για να δώσει έναν υπερβολικό τόνο στο ποίημα αλλά και για να φανερώσει τη μεγάλη σημασία του έργου που απαιτεί τόσο πολλούς ανθρώπους για την ολοκλήρωσή του.

12 Το γιοφύρι της Άρτας 1897

13 Στ. 14: Το περιεχόμενο του μηνύματος του πουλιού έχει θλιβερό αντίκτυπο στην ψυχή του πρωτομάστορα και μέσα από την υπερβολή «και του θανάτου πέφτει» υποδηλώνεται η μεγάλη του λύπη αλλά και η τραγική πάλη που συντελείται μέσα του μπροστά στο άκουσμα του μηνύματος.

14

15 Στ. 32:  Ο πρωτομάστορας παίρνει «το μέγα λίθο» θέλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να αναδείξει την απόφαση και το καθήκον του που νικά οποιοδήποτε δισταγμό γι’ αυτή του την ενέργεια. Έπειτα ακολουθεί το «χτίσιμο» της τραγικής και ανήμπορης κοπέλας στα θεμέλια του γεφυριού.

16

17 Το σχήμα του αδυνάτου Στ : Η άτυχη κοπέλα χρησιμοποιώντας τώρα το σχήμα της υπόθεσης και όχι της παρομοίωσης, επαναδιατυπώνει την αρχική κατάρα: αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά (προσωποποίηση και υπερβολή) να τρέμει το γεφύρι κι αν πέσουν τ’ άγρια πουλιά (προσωποποίηση και υπερβολή), να πέφτουν οι διαβάτες. Είναι χαρακτηριστικό στο σημείο αυτό τόσο το στοιχείο της υπερβολής όσο και το στοιχείο του αδυνάτου που πηγάζει από αυτήν την υπερβολή. Στην πραγματικότητα τα άγρια βουνά δεν τρέμουν και τα άγρια πουλιά δεν πέφτουν. Έτσι με τα στοιχεία αυτά και με το σχήμα της υπόθεσης είναι σαν να ακυρώνει την κατάρα και να διατυπώνει μια ευχή.

18 Ο νόμος των τριών στίχοι 11-12, στίχος 16, στίχος 19, στίχος 29,στίχοι 33-34, στίχοι Ο αριθμός τρία και τα πολλαπλάσια του: Σαράντα πέντε, εξήντα ,τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες.

19

20 Επαναλαμβανόμενοι στίχοι
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν / δεν εκελάηδε – παρά εκελάηδε / αργά ντυθεί ... γιοφύρι-γοργά ...γιοφύρι / το δαχτυλίδι να ‘βρει; - το δαχτυλίδι να βρω / τράβα τον άλυσο – τράβα την αλυσίδα / κόρη το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε – κι αυτή τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει / πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει ότι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

21 Του νεκρού αδελφού http://www.youtube.com/watch?v=g8jsl34ddII
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη, την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε! Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει, στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της. Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα. Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει. «Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα, στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω, αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε. - Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης. Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει; - Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια, αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω>>

22

23 … Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν, στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της. «Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε, οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα! το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις; Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις». Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι, και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

24 … Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι. Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει: «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε. - Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα; Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω, κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω. - Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». - Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

25

26 … Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια, μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία: «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος! - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; - Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους! πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους. - Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν. - Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις. - Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη, κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».

27 … Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!» Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της. «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; - Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν. - Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου, και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι; - Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν. Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη. Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει. Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της. Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο, βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα. Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα. Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.

28 … «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω, κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα. - Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα. - Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα; - Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου». Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

29

30 ΣΤΟ ΤΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ‘ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ’ ΕΝΤΟΠΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΜΟΤΙΒΑ ΠΟΥ ΣΥΜΠΙΠΤΟΥΝ ΜΕ ΑΥΤΆ ΤΟΥ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΜΕ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ «ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ»: ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΑΣ <<Ανάθεμα σε …….τη φέρεις>> Η μάνα του Κωνσταντή τον καταριέται για την ώρα και την στιγμή που την έπεισε να παντρέψει την αδελφή του την Αρετή στα ξένα. Εκείνη, τώρα που έχει πέσει μεγάλος θάνατος και έχουν χαθεί και τα εννέα αγόρια, έχει μείνει ολομόναχη και είναι απελπισμένη.

31 ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ << Στην στράτα … κι α θελ’ ας λέγουν>> Ο ποιητής εδώ χρησιμοποίει τα πουλάκια για να προϊδεάσει την Αρετή για το τι έχει συμβεί.

32

33 Το στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει". Ο Κωσταντής βγαίνει από το μνήμα για να ικανοποιήσει την υπόσχεση που έδωσε στη μάνα του.

34

35 Επαναλαμβανόμενοι στίχοι:
«Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει»; «αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω>>

36 ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Π’ ΑΝΑΣΤΕΝΑΞΕ
Ποιος ήταν π’ αναστέναξε εψές αργά το βράδυ εψές αργά το βράδυ κι εστάθει το καράβι, αν είναι από τους φίλους μου μισθό να τ’ αυγατίσω κι αν είναι από τους σκλάβους μου να τον ξεσκλαβώσω.  -Εγώ είμαν π’ αναστέναξα κι εστάθει το καράβι, τριών μερών ήμουν γαμπρός δώδεκα χρόνους σκλάβος, ποτέ μου δεν ‘νειρεύτηκα τα καταγονικά μου κι απόψε ονειρεύτηκα παντρεύουν τη καλή μου.

37

38 … Κατέβα κάτω στον ταβλά που ‘ναι σαράντα φάροι
κι όποιο σ’ αρέσει πάρε. Κατέφκι κάτω στον ταβλά που ‘ναι σαράντα φάροι, -Ποιος είναι άξιος κι αγλήγορος κι νυχτοπερπατάρης τριών μερών περπάτημα τρεις ώρες για να πάμε; ------ Κα’νας δεν αποκρίθηκε από σαρ’αντα φάροι κι ένας γρίβας παλιόγριβας εκείνος απόκρίθει, -Να μ’ αυγατίσεις την αυγή σαρανταπέντε χούφτες και ζώσε τη μεσούλα σου με δώδεκα ζωνάρια και δέσε το κεφάλι σου με δεκαοχτώ μαντήλια.

39

40 … Όσο να πει έχετε γεια πάει σε σαράντα σκάλες
κι όσο να τ’ πουν ώρα καλή πάει σε σαρανταπέντε, στη βρύση πάει και ‘στάθει βρίσκει μια γριούλα καλογριά γιομίζει το λαΐνι. ------ -Θα σε ρωτήσω καλογριά και θα μου μαρτυρήσεις σια που βροντούν τα όργανα σια που παίζουν παιχνίδια, -Στην ερημιά στα σκοτεινά παντρεύουνε μια χήρα, -Θα σε ρωτήσω καλογριά σια που θα τους προκάνω

41

42 … -Αν έχεις φάρο γρήγορο στα στέφανα από πάνω
αν έχεις φάρο άναργο εκεί που τρών’ και πίνουν, σκαλιά βαρεί στο γρίβα του στο σπίτι πάει και ‘στάθει. ------ -Γεια σας χαράς συμπέθεροι, -Καλώς ‘τον το διαβάτη, -Τι το ‘χει το ζακόνι σας για να κερνάει τη νύφη; ‘Μείς το ‘χει το ζακόνι μας λεφτά για να κερνούμε. -‘Γώ το ‘χει το ζακόνι μου δαχτυλίδι να κεράσω! -Σύρ’τε ξένοι μ’ στα σπίτια σας δικοί μου στα δικά σας κι εγώ ήρθε τ’ αστέρι μου το πρώτο μου στεφάνι.

43

44 Κοινά μοτίβα με το τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας»
Επανάληψη στίχων: «Ποιος ήταν π’ αναστέναξε εψές αργά το βράδυ ,εψές αργά το βράδυ κι εστάθει το καράβι.. Εγώ είμαν π’ αναστέναξα κι εστάθει το καράβι», «που ‘ναι σαράντα φάροι», «σαράντα σκάλες», «Θα σε ρωτήσω καλογριά», «ζακόνι»

45 Ο αριθμός τρία και τα πολλαπλάσιά του
«τριών μερών ήμουν γαμπρός δώδεκα χρόνους σκλάβος», «τριών μερών περπάτημα τρεις ώρες για να πάμε»; , «και ζώσε τη μεσούλα σου με δώδεκα ζωνάρια και δέσε το κεφάλι σου με δεκαοχτώ μαντήλια»

46 Το μοτίβο της υπερβολής
Το καράβι που σταμάτησε να κινείται από τον αναστεναγμό. Η συνομιλία με ένα ζώο, εδώ με ένα άλογο. Ο σύντομος χρόνος που έφτασε ο άντρας στο γλέντι για να προφτάσει την αγαπημένη του πριν παντρευτεί.

47 ΤΕΛΟΣ


Κατέβασμα ppt "ΤΑ ΜΟΤΙΒΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ‘ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ’"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google